Tag Archives: Νίκος Καρούζος

Ώρα να πηγαίνω δεν έχω άλλο στήθος

01. Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος 00:00
02. Πέρ’ απ’ την κατανάλωση 01:07
03. Η άποψη της ηρεμίας 01:48
04. Ρομαντικός επίλογος 02:42
05. Ομορφαίνω τη μοίρα 04:17
06. Ο έρωτας 04:56
07. Λένιν και Μαχάτμα 05:46
08. Πώς να ονομάσω αυτό το γράψιμο 06:07
09. Σκάβοντας με την αξίνα του εφήμερου 07:25

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
Νήσος 1, Άνοιξη 1983

Είτε-είτε; Ούτε-ούτε

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ – Ν. Καρούζος

 

Η κότα έκανε τ ’ αβγό

ή το αβγό την κότα;

Είτε-είτε;

Ούτε-ούτε.

 

Η μη-κότα έκανε το μη-αβγό

ή το μη-αβγό τη μη-κότα;

Είτε-είτε;

Ούτε-ούτε.

 

Η κότα έκανε το μη-αβγό

ή τ’ αβγό τη μη-κότα;

Είτε-είτε;

Ούτε-ούτε.

 

Η μη-κότα έκανε τ ’ αβγό

ή το μη-αβγό την κότα;

Είτε-είτε;

Ούτε-ούτε.

 

Η κότα-μη-κότα έκανε τ ’ αβγό

ή το αβγό-μη-αβγό την κότα;

Είτε-είτε;

Ούτε-ούτε.

 

Η κότα-μη-κότα έκανε το μη-αβγό

ή το αβγό-μη-αβγό τη μη-κότα;

Είτε-είτε;

Ούτε-ούτε.

 

Η κότα-μη-κότα έκανε τ ’ αβγό-μη-αβγό

ή το αβγό-μη-αβγό την κότα-μη-κότα;

Είτε-είτε;

Ούτε-ούτε.

 

Σε τι χρησιμεύει ακόμα η φιλοσοφία;

Πάνω απ’ όλα δεν μπορεί κανείς να περιμένει τίποτα καλύτερο από κάποιον, που δουλειά του εί­ναι να διδάσκει φιλοσοφία, που η αστική του ύπαρξη έξαρταται ακριβώς από το να συνεχίσει να διδάσκεται, και που θίγει τα ίδια του τα χειροπιαστά συμφέροντα τη στιγμή που θα εκφρασθεί αρνητικά. 9

Μια φιλοσοφία που ανταποκρίνεται σ’ αυτό που θέλει η ίδια να είναι και που δεν σέρνεται παιδιαρίζοντας πίσω απ’ τη δική της ιστορία και την ιστορία των πραγμά­των, έχει πηγή ζωής της την αντίσταση ενάντια στην επικρατούσα σημερινή στάση κι ενάντια σ’ αύτο που υπηρετεί, ενάντια στη δικαιολόγηση του σήμερα υπάρχοντος. 12

Μια φιλοσοφία, που θα είχε την πρόθεση να παρουσιασθεί και τώρα ως καθολική, ως σύστημα, θα γινόταν σύστημα παρανοϊκό. Αν όμως παραιτηθεί από την αξίωση απολυτό­τητας αν δεν αξιώνει πια την ανάπτυξη, από μέσα της, του όλου, που θα αποτελεί την αλήθεια, έρχεται σε σύγκρουση με το σύνολο της ίδιας της της παράδοσης. Αυτό είναι το τίμημα που πρέπει να καταβάλει για το οτι, με το να ιαθεί από το δικό της παρανοϊκό σύστημα, δίνει όνομα στο σύστημα της πραγματικότητας. (…) Μια φιλοσοφία, όπως θα ήταν σήμερα η μόνη δυνα­τή υπεύθυνη, δεν πρέπει να ισχυρίζεται πως κατέχει το απόλυτο, θα πρέπει μάλιστα ν’ απαγορεύσει στον εαυτό της κάθε σκέψη πάνω σ’ αυτό, ακριβώς για να μη το προδώσει, και παρ’ όλα αυτά να μην αφήσει να απαλλοτριωθεί τίποτε από την εμφατική έννοια της αλήθειας. Αυτή η αντίφαση είναι το στοιχείο της. Την καθορίζει ως αρνητική. (12,13)

Αν η φιλοσοφία είναι ακόμη αναγκαία, τότε είναι μόνο με τον τρόπο που ήταν πάντα, δηλαδή ως κριτική, ως αντίσταση ενάντια στην αυξανόμενη ετερονομία, ως ενίσχυ­ση έστω προσπάθεια της σκέψης να παραμείνει κυρία του, εαυτού της και να εξελέγξει τόσο την αντεστραμμένη μυθολογία, όσο και την τυφλά ηττοπαθή προσαρμογή με το μέτρο της ίδιας τους της αναλήθειας. (…) Όχι βέβαια πως μπορούμε να ελπίζουμε, ότι η φιλοσοφία είναι σε θέση να υπερνικήσει τις πολιτικές τάσεις που σ’ όλο τον κόσμο, απ’ τα μέσα κι απ’ τα έξω, στραγγαλίζουν την ελευθερία και που η βία που ασκούν φτάνει ως βαθειά μέσα στις φιλοσοφικές αλληλουχίες επιχειρημά­των. Ο,τι εκτυλίσσεται στο εσωτερικό της έννοιας, αντικατοπτρίζει κάτι από την κίνηση της πραγματικότητας. (17-18)

Η διαλεκτική δεν είναι μια τρίτη άποψη, αλλά η προσπάθεια να κάνει με εμμενή κριτική τις διάφορες φιλοσοφικές απόψεις να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και την αυθαιρεσία του σκέπτεσθαι με απόψεις. Απέναντι στην απλοϊκότητα της αυ­θαίρετης συνείδησης, που θεωρεί ως απεριόριστο ό,τι περιο­ρισμένο της είναι δεδομένο, φιλοσοφία είναι η δεσμευτική προσήλωση στην μη απλοϊκότητα. Σ’ έναν κόσμο, ο όποιος όντας πέρα για πέρα κοινωνικά καθορισμένος είναι τόσο πιο ισχυρός απέναντι στα μεμονωμένα άτομα που σχεδόν δεν μέ­νει σ’ αυτά τίποτε άλλο απ’ το να τον δεχθούν όπως παρου­σιάζεται, μια τέτοια απλοϊκότητα αναπαράγεται αμείωτα και ολέθρια. Αυτό που τους επιβάλλει με βία ενα άμετρο σύ­στημα, που το αποτελούν τα ίδια και στο όποιο βρίσκοντας μπλεγμένα, κι αυτό που αποκλείει δυνάμει στοιχεία που υπάρχουν φύσει, λειτουργεί γι’ αυτά σαν να ήταν το ίδιο φύ­ση. Η εμπραγματωμένη συνείδηση είναι τέλεια απλοϊκή και, ως έμπραγμάτωση, τέλεια μη άπλοϊκή. Η φιλοσοφία θα είχε καθήκον να διαλύσει τόσο το φαινομενικά αυτονόητο όσο και το φαινομενικά ακατανόητο. (21-22)

Theodor W. Adorno, Σε τι χρησιμεύει ακόμα η φιλοσοφία; Εκδόσεις Εράσμος, 1979.

Α+Α=Α Δική σας η λογική· δεν τη διεκδίκησα.

ΕΞΟΒΕΛΙΖΩ ΝΙΚΟΤΙΝΗ

ροχαλίζοντας.

 

ΟΠΤΙΚΗ

Το πρωινό λυκόφως έμοιαζε

με κέλυφος από ερυθρότητα.

Ο ήλιος επίκειται

καινούργια θραύση.

 

ΠΑΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΛΟΠΗΣ

ΜΑΗΑ

ΜΕΓΑΣ

ΜΑΟGNUS

ΜΑCΗΤ

 

ΜΕ ΑΠΑΝΤΑ ΦΩΤΟΣ

η δογματίλα…

 

ΞΕΦΡAΓΟ ΕΙΝ’ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ

στο διπλανό μου σκύλο λέω πάντοτε

μαζί δυστυχούμε.

 

ΛΙΟΚΑΥΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΛΗ

Φυλλώματα χαράς και. έρωτα ο κόσμος·

ένα σύγνεφο ξηλώνει τα ουράνια.

 

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΜΕΤΑΠΕΙΣΤΟΣ
Ένα λεφτό! ένα λεφτό!
Φλόγες μεγάλης ερυθρότητας.

 

ΣΕ ΕΡΓΑΣΙΜΗ ΟΡΑΣΗ

κι ανακαινίζω τ ’ ουρανού το γάλα.

 

ΒΑΡΥΑΥΛΟΣ

Ό,τι και να πεις μένει στο στόμα σου,

δεν προέρχεται ούτε πάει αστειεύομαι

πάλι.

 

Η ΘΑΝΑΣΙΜΗ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ

Ζωή > Ποίηση

Ζωή < Ποίηση

Χάρισε τον εαυτό σου στην απροσπάθεια

 

/46/ ο πρόεδρος Μάο την έσκισε

την Πείνα

αιώνια δόξα

 

ΚΡΑΣΠΕΔΟΝ

Όποιος λέει πως είναι νικητής

διαπράττει ένα ανιαρό λάθος

όποιος λέει πως είναι νικημένος

διαπράττει ένα σπαραχτικό λάθος.

 

ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΟΛΩΣΔΙΟΛΟΥ ΚΑΝΟΝΙΚΟΣ

— Δε σε βλέπω απόψε καλά, τι έχεις;

—Έχω ύπαρξη. —

 

Ν. Καρούζος

Διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος

Ποτέ στ’ αλήθεια δεν το ’μαθα

τι είναι τα ποιήματα.

Είναι πληγώματα

είν’ ομοιώματα

φενάκη

φρεναπάτη;

Φρενάρισμα ίσως;

ταραχώδη κύματα;

τι είναι τα ποιήματα;

Είν’ εκδορές απλά γδαρσίματα;

είναι σκαψίματα;

Είναι ιώδιο; είναι φάρμακα;

είναι γάζες επιδέσμοι

παρηγοριά ή διαλείμματα;

Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα.

Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης.

Ν. Καρούζος

 

Πάω πάλι να ψοφολογήσω

 

Η ΑΜΝΟΤΗΤΑ

Τραχύ που θα ’τανε εκείνο τ ’ ανεξίκακο σκοτάδι

πάει καιρός και ξέμεινε μονάχα βαρβαρόφωνος αγέρας

θυμάμαι τώρα πώς αλάλαζε φυσώντας ωσάν δράκοντας

ερημοσύνη

/σε θερμότερους τρόμους ερειπώνονταν άλλοτε

μέσ’ στο φως της ημέρας τα λιπώδη φεγγάρια/

ποιος από γέλιο;

ποιος απλήγιαστος;

κάπου ξεχνώ

κάτι ξεχνώ

μα βέβαια! πως ήμουνα

ο μαύρος τράγος

καθώς τινάχτηκα όρθιος /δόρυ που σφύζει ήτανε

εμπρός η πεθυμιά μου τεντωμένη ή κάλλιο να ’λεγα

η πιο αστραφτερή μου σπάθα; τι στοιχίζει/

καθώς πετάχτηκα όρθιος θραύοντας του ύπνου την

υπεροπλία.

Η μάνα μου σε τρυφερό της άπειρο κοιμότανε

στη δική της ύλη

κ’ η ανάπνια της δεν ξεχώριζε απ’ ανάλαφρες

νεροσταγόνες·

τη θώρησα λιγάκι και μετά στον κήπο μας εβγήκα

κι όρμηξα

στα βακχικά μας τριαντάφυλλα με τέτοια ριγηλή φρενήρεια

κι αρπάχνω στο δεξί μου χέρι την ανεχόρταγη

απ’ αναρίθμητα φονικά κλαδευτήρα

κι όπως αυνάνιζα με άγριες χτυπιές την ακοή της νύχτας

με φώτιζε αδρά η αστροφάνεια σε πλησμονή και η άπληστη

λευκοπαθής κι ατάραχη σελήνη.

Πόσο λεπτή που ένιωθα τη βούληση, την ομορφιά

νεκροκολόνια,

καρατομώντας έξαλλος

τα μητρικά λουλούδια… Βρομοθάνατος! έκραζα. Βρομοθάνατος! λαλούσα. Θα είπα

μάλιστα

και κάτι σανσκριτικό

μα βέβαια! πως ήμουνα

ο κατάμαυρος τράγος αστραπηλάτης

εξουσιάζω, είπα, τη δυστυχία – τη ρημάζω – θρυμματίζω

τα δάκρυα.

Είπα κι άλλα. Φταίχτης δεν υπάρχει, είπα –

μονάχα φταίξιμο.

Κι αδράχνοντας το έσχατο ρόδο απ’ τα βελούδινα πέταλα

πες μου πώς τα ταιριάζεις φρύαξα

πώς φιλιώνεις

το γνωστό με το άγνωστο πες μου τώρα

— porca miseria! η γλώσσα η αφρόπαπια με μαύρα της ουράς

καλυπτήρια —

μιλιά μη βγάζεις άχνα κι ανελέητα ευωχούμενος το ’λιωσα

ήμουνα θέλγητρο

κουρέλιασα τη θανή μου /τύχη κι αυτή

στα κόκκινα δάχτυλά μου…/

μιλιά δεν έβγαλε.

Τίνος είμαι απόφλογο; Ποια θράκα τρίζει στην καρδιά μου;

Δεν είχα θρήνο στο μυαλό δεν είχα την αρχαία ερυθρότητα

μα ταρακούνησα γιομάτος θεοβλάβεια

τους πλέον αλάλητους

μίσχους αποκεφαλισμένους

θεοπλήξ επιβάλλοντας αδράνεια στην άκαρπη νοημοσύνη

λαμπρότερος απ’ την εικόνα της λάμψεως

αχραντισμένος

επιτέλους ένα ράκος.

Ο αγέρας γενική της φλογέρας.

Πάω πάλι να ψοφολογήσω.

 

Ν. Καρούζος