“Και στη συμβίωση των ομόφυλων ζευγαριών, αντικειμενικά το παιδί έχει παραποιημένη αντίληψη αυτής της βιολογικής σχέσης, αλλοιώνεται από τα βιώματά του. Το ανδρικό – πατρικό και το γυναικείο – μητρικό πρότυπο έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, που πηγάζουν από τη φυσιολογία του ανθρώπινου είδους και είναι απαραίτητα για την ομαλή ψυχοσωματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού.”
Αυτή είναι η θέση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, η οποία μπορεί να διαβαστεί εναλλακτικά και κάπως έτσι:
Μια κοινωνική διαμορφωμένη σχέση γίνεται ο παραποιητικός παράγοντας μιας μεταφυσικού τύπου αφαίρεσης. Η προσωπική ομαλότητα και η κοινωνική ανάπτυξη εξαρτάται δηλαδή από μια σταθερή και ανελαστική μεταφυσική αφαίρεση η οποία έχει χαρακτηριστικές ιδιότητες έξω από τον χρόνο και έξω από χώρο.
Η ομαλότητα και η κανονικότητα στην παγκόσμια ιστορία θα μπορούσε να θεωρηθούν τα πάντα αν αναχθούν σε αφαιρετικές έννοιες. Μια καντιανή βιολογία εκφράζεται από την θέση του ΚΚΕ η οποία δικαολογείται μόνο μεταφυσικά
Η καθολικότητα των εννοιών εκφράζει μια αντιϊστορική προσέγγιση που ασθενεί να ατενίσει την ίδια την ιστορική υλιστική διαλεκτική.
Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο “Κατασκευάζοντας το Φύλο” του Thomas Laqueur:
“Με άλλα λόγια, σ’ αυτές τις κοινωνίες, αλλά και στις μοντέρνες δυτικές, η άσκηση της ετεροφυλοφιλίας προϋποθέτει την απόλυτη βιολογική διάκριση των δύο φύλων, έναν απόλυτο φυσιολογικό ετερομορφισμό. Αντίθετα, στις κοινωνίες του μοντέλου του ενιαίου φύλου η ετερόφυλη σεξουαλικότητα εμπεριέχει ομόφυ(λοφι)λες διαστάσεις. Έτσι, όπως επισημαίνει ο Laqueur, κατά την ετερόφυλη σεξουαλική πράξη το ανδρικό όργανο διεισδύει σε μία κοιλότητα που δεν είναι παρά ένα άλλο ανδρικό όργανο πιο ευρύ και ελαστικό. Επίσης, η αναπαραγωγή θεωρείται ως το αποτέλεσμα της πρόσμειξης δύο αρσενικών -ενός ανδρικού και ενός γυναικείου- σπερμάτων. Η ρευστότητα αυτή των ορίων αρσενικού-θηλυκού, ετεροφυλοφιλίας-ομοφυλοφιλίας γίνεται ακόμη πιο φανερή στην περίπτωση των «ερμαφρόδιτων», όπως εκείνη του/της Herculine Bardin, τα απομνημονεύματα του/ης οποίου/ας εκδόθηκαν με επιμέλεια του Michel Foucault. Η/Ο Herculine Bardin ήταν ένας Γάλλος ερμαφρόδιτος του 19ου αιώνα, ο οποίος έως τα 22 της/του χρόνια θεωρούνταν γυναίκα και είχε ευτυχισμένες ερωτικές σχέσεις με γυναίκες. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, η αμφιλεγόμενη ανατομία της/του δεν είχε απασχολήσει την/τον Herculine Bardin, ενώ η ζωή της/του ως «κορίτσι» σε ένα σχολείο για δασκάλες αρκούσε για τον προσδιορισμό της/του ως γυναίκα. Μετά από μία τυχαία ιατρική εξέταση, η/ο Herculine Bardin, με βάση τη διάγνωση της ανατομίας της/του ως αρσενικής, εξαναγκάζεται από τις ιατρικές και δικαστικές αρχές να ζήσει ως άνδρας. Οι αναμνήσεις της/του Herculine Bardin, η/ο οποία/ος μετά τη βίαιη συμμόρφωση της/του σε ανατομικά καθορισμένο «άνδρα», οδηγείται τελικά στην αυτοκτονία, αποτυπώνουν τον πόνο και τη δυστυχία που μπορεί να προκαλέσει ακόμη και σήμερα στους αμφίφυλους (intersexuls) η πειθαρχική επέμβαση της ιατρικής εξουσίας, η οποία στηρίζεται στις πολιτισμικά αυτονόητες κυρίαρχες αντιλήψεις για την έμφυλη διαφορά. Όπως επισημαίνει η βιολόγος Anne Fausto-Sterling, αμφισβητώντας την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη περί σεξουαλικών τεράτων που ζουν στη μιζέρια και τη μοναξιά: «οι στόχοι της ιατρικής πολιτικής είναι ξεκάθαρα ανθρωπιστικοί και εκφράζουν την ευχή η φυσιολογία των ανθρώπων να εναρμονίζεται με τον ψυχισμό τους. Ωστόσο, στην ιατρική κοινότητα, οι αυτονόητες αντιλήψεις οι οποίες κρύβονται πίσω από την ευχή αυτή, ότι δηλαδή υπάρχουν μόνο δύο φύλα, ότι η ετεροφυλοφιλία αποτελεί τη μόνη φυσιολογική σεξουαλική συμπεριφορά και ότι υπάρχει μόνο ένα μοντέλο ψυχικής υγείας, δεν τίθενται σε αμφισβήτηση».” (σελ. 13-14, Εισαγωγή)
“… στην περίπτωση της δυτικής κοινωνίας πριν από το 18ο αιώνα: η μη αναγωγή της έμφυλης διαφοράς στη βιολογία, στη Δύση δε συνεπαγόταν την απάλειψη του βιολογικού φύλου, την αδιαφορία απέναντι στο έμφυλο σώμα. Αντί της βιολογικής διχοτομίας αρσενικού/θηλυκού, είχε επινοηθεί ένα ενιαίο βιολογικό φύλο με ποσοτικές, ιεραρχικές διαβαθμίσεις αρρενωπότητας. Τελικά, το σώμα, με όλη την υλικότητα των σημασιών του, είναι πάντα εκεί…” (σελ. 20)
“Ωστόσο, όταν διακυβεύονται η τιμή και η κοινωνική θέση, η επιθυμία για το ίδιο φύλο είναι διεστραμμένη, αρρωστημένη και εντελώς αποκρουστική. Επειδή οι άμεσες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες του έρωτα μεταξύ ανδρών θα μπορούσαν να είναι πολύ σημαντικότερες, έχουν γραφεί πολύ περισσότερα για τον ανδρικό ομοφυλοφιλικό έρωτα παρά για τον γυναικείο. Τα άμεσα διακυβεύματα στον έρωτα μεταξύ γυναικών ήταν σχετικά λίγα. Είτε όμως αφορούσε τις γυναίκες είτε τους άνδρες, το ζήτημα δεν ήταν η ομοιότητα του γενετήσιου φύλου, αλλά η διαφορετική κοινωνική θέση των συντρόφων και ακριβώς ο ρόλος του καθενός. Ο ενεργητικός άνδρας, εκείνος που διεισδύει κατά την πρωκτική συνουσία, και η παθητική γυναίκα, εκείνη που δέχεται την τριβή, δεν απειλούσαν την κοινωνική τάξη. Ανάμεσα στους δύο συντρόφους, βαθιά μειονεκτικός, από ιατρική και ηθική άποψη, ήταν ο αδύναμος, θηλυπρεπής άνδρας συμμέτοχος. Η ίδια η όψη του διακήρυσσε τη φύση του: παθητικός, εκείνος που υφίσταται τη διείσδυση κίναιδος, εκείνος που ενδίδει σε παρά φύσιν λαγνεία μαλακός (mollis), ο παθητικός, ο εκθηλυμένος. Αντιστρόφως, καταδίκαζαν την τριβάδα, τη γυναίκα που υιοθετούσε τον ανδρικό ρόλο, και τη θεωρούσαν, όπως και τον κίναιδο, θύμα μίας διεστραμμένης φαντασίωσης και, επίσης, του πλεονάζοντος σπέρματος που βρίσκει εσφαλμένη διέξοδο. Οι πράξεις του «μαλακού» και της τριβάδος, λοιπόν, δεν ήταν αφύσικες επειδή παραβίαζαν τη φυσική ετεροφυλοφιλία, αλλά επειδή πρωταγωνιστούσαν -ενσωμάτωναν στην κυριολεξία – σε μία ριζική, απορριπτέα πολιτισμικά αντιστροφή της εξουσίας και του γοήτρου.” (σελ. 96-97)
“Το ανεξάντλητο ενδιαφέρον του Αριστοτέλη για το γενετήσιο φύλο των ελεύθερων ανδρών και γυναικών δεν αναγνώριζε κανένα γενετήσιο φύλο στους δούλους. Σύμφωνα με τη διατύπωση της Βίκι Σπέλμαν, «το ελεύθερο θηλυκό είναι “γυναίκα” “άνδρας” είναι ο αρσενικός πολίτης ο δούλος είναι πρόσωπο με αδιάφορη γενετήσια ταυτότητα». Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι δούλοι δεν έχουν γενετήσιο φύλο, διότι το κοινωνικό φύλο τους δεν έχει πολιτική βαρύτητα.” (σελ. 97)
“Η δημιουργία της αστικής δημόσιας σφαίρας, με άλλα λόγια, έθεσε επιτακτικά το πρόβλημα σε ποιο γενετήσιο φύλο ή φύλα ανήκε νόμιμα η κυριαρχία.”
“Οι επανερμηνείες του σώματος, όμως, ρίζωναν επίσης σε συνθήκες που δεν αφορούσαν τόσο τα εγκόσμια. Η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου στην αφαιρετικότερη εκδοχή της προϋπέθετε ότι το σώμα, αν δεν ήταν εντελώς άφυλο, πάντως δε διαφοροποιούνταν ως προς τους πόθους, τα ενδιαφέροντα ή την ικανότητά του για λογική σκέψη. Η φιλελεύθερη θεωρία, διαμετρικά αντίθετη με την παλαιότερη τελεολογία του αρσενικού σώματος, δέχεται ως αφετηρία ένα ουδέτερο ατομικό σώμα, ένα σώμα με γενετήσιο φύλο αλλά χωρίς κοινωνικό φύλο, θεωρητικά χωρίς συνέπειες στο πολιτισμικό επίπεδο, όπου απλώς εντοπίζεται το ορθολογικό υποκείμενο που συνθέτει το άτομο. Η θεωρία αυτή ωστόσο αντιμετωπίζει το εξής πρόβλημα: εκκινώντας από αυτή την αρχική κατάσταση που δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη κοινωνικών φύλων, πώς θα νομιμοποιήσει ως «φυσικό» τον πραγματικό κόσμο της ανδρικής κυριαρχίας πάνω στις γυναίκες, του ερωτικού πάθους και της ζηλοτυπίας, του κατά φύλα διαχωρισμού της εργασίας και των έμφυλων πολιτισμικών πρακτικών γενικότερα;” (σελ. 264)
“Επίσης, η ουδέτερη δήθεν γλώσσα του φιλελευθερισμού στέρησε από τις γυναίκες την προσωπική φωνή και εγκαινίασε το φεμινιστικό λόγο για τη διαφορά που την αναζητούσε.” (σελ. 267)
“Πράγματι, σε ολόκληρο τον Αιμίλιο υποστηρίζει ότι οι φυσικές γενετήσιες διαφορές εμφανίζονται και ενισχύονται με τη μορφή ηθικών διαφορών, η εξάλειψη των οποίων συνιστά οπωσδήποτε θανάσιμο κίνδυνο για την κοινωνία.” (σελ. 270)
“Θα ήταν αδύνατο ν’ αναδειχθεί σαφέστερα η αντίθεση μιας θεμελιωδώς ακοινωνικής ή κοινωνικά εκφυλιστικής πρακτικής, δηλαδή της παθογόνου, μοναχικής ερωτικής πράξης του μοναστηριού, με τη ζωτικής σημασίας κοινωνικά εποικοδομητική πράξη της ετεροφυλόφιλης συνουσίας.” (σελ. 307)
“Η ετεροφυλοφιλία συνιστά τη φυσική κατάσταση της αρχιτεκτονικής δύο ασύμμετρων αντίθετων γενετήσιων φύλων. Παράλληλα, όμως, ο Φρόιντ συνθλίβει τούτο το μοντέλο αποτελεσματικότερα από κάθε άλλο στοχαστή. Η λίμπιντο δε γνωρίζει γενετήσιο φύλο. Η κλειτορίδα συνιστά εκδοχή του ανδρικού οργάνου – γιατί άραγε να μη συμβαίνει το αντίστροφο; Εξάλλου, ο Φρόιντ εξηγεί πώς η κλειτορίδα εγκαταλείπει δήθεν την πρωτοκαθεδρία της στο σεξουαλικό βίο των γυναικών προς όφελος του «αντίθετου οργάνου», του κόλπου, μόνο με την αξιωματική παραδοχή ότι υπάρχει ένα είδος γενικευμένης γυναικείας υστερίας, μία ασθένεια ίστην οποία ο πολιτισμός αναλαμβάνει τον αιτιολογικό ρόλο των οργάνων. Με άλλα λόγια, εδώ εντοπίζεται μία εκδοχή του κεντρικού νεωτερικού αφηγήματος για το ενιαίο γενετήσιο φύλο που μάχεται με τα δύο γενετήσια φύλα.” (σελ. 312)
“Ο πολιτισμός, σαν κατακτητικός λαός, υποβάλλει τους άλλους στην «εκμετάλλευσή του», προγράφει «εκδηλώσεις της σεξουαλικής ζωής στα παιδιά», ανάγει την «ετεροφυλόφιλη γενετήσια αγάπη» σε μοναδικό επιτρεπόμενο είδος, και με αυτές τις ενέργειες παραλαμβάνει το νήπιο, «ένα ζωικό οργανισμό (όμοιο με τους υπόλοιπους) με αδιαμφισβήτητα αμφίφυλη προδιάθεση» και το διαπλάθει είτε σε άνδρα είτε σε γυναίκα. Η ισχύς, λοιπόν, του πολιτισμού αποτυπώνεται στα σώματα και τα σφυρηλατεί, σαν σε αμόνι, στο απαιτούμενο σχήμα. Όσα η Ρόζαλιντ Κάουαρντ σε άλλα συμφραζόμενα αποκάλεσε «ιδεολογίες περί αρμόζοντος πόθου και προσανατολισμού» οφείλουν ν’ αγωνιστούν -ανεπιτυχώς ελπίζει κανείς- προκειμένου ν’ ανακαλύψουν τα σημεία τους στη σάρκα. Το επιχείρημα του Φρόιντ, καθώς ακροβατεί ενάντια στην ανατομική γνώση αιώνων, μαρτυρεί με πόση ελευθερία είναι δυνατόν να οικειοποιηθεί κανείς ρητορικά την αυθεντία της φύσης προκειμένου να νομιμοποιήσει τα πολιτισμικά δημιουργήματα.” (σελ. 322)
“Προτιμώ να λήξει τούτο το βιβλίο με τον Φρόιντ, όχι επειδή αυτός συνιστά το τελευταίο παράδειγμα κατασκευής της γενετήσιας διαφοράς, αλλά επειδή διατύπωσε εξαιρετικά πυκνά τα προβλήματά της. Ίσως θα μπορούσα να είχα καταλήξει στους επιστήμονες που προβληματίζονταν για την ενδροκρινολογική ανδρογυνία το 1930, όταν ανακαλύφθηκαν αρσενικές ορμόνες σε θηλυκά πλάσματα και θηλυκές ορμόνες σε αρσενικά, επιστήμονες στους οποίους συμπεριλαμβάνεται ο αδερφός του παππού μου Ερνστ Λακέρ. Οι προβληματισμοί αυτοί, όμως, αποτελούν απλώς χημική εκδοχή ζητημάτων παρόμοιων μ’ εκείνα που είχε ήδη θέσει η εμβρυολογία του δέκατου ένατου αιώνα. Ο Φρόιντ, ακριβώς επειδή υπονόμευσε τις παλαιότερες νοητικές κατηγορίες «άνδρας» και «γυναίκα», έπρεπε να εργαστεί σκληρά και ευρηματικά ώστε να καθιερώσει νέες. Παρ’ όλο το πάθος που έτρεφε για τη βιολογία, αυτός ο εξέχων στοχαστής του εικοστού αιώνα κατέδειξε πόσο δυσκολεύεται ο πολιτισμός να προσαρμόσει το σώμα στις αναγκαίες για τη βιολογική και, άρα, την πολιτισμική αναπαραγωγή κατηγορίες. Τα δύο γενετήσια φύλα δε συνιστούν αναγκαστική, φυσική συνέπεια της σωματικής διαφοράς. Στο ζήτημα αυτό, το ίδιο ισχύει για το ενιαίο γενετήσιο φύλο. Οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι φαντάστηκαν τη γενετήσια διαφορά στο παρελθόν, ως επί το πλείστον δε χαλιναγωγήθηκαν από όσα όντως γνώριζαν γι’ αυτό ή για το άλλο ψήγμα της ανατομίας, για την τάδε ή τη δείνα φυσιολογική διαδικασία. Αντίθετα, προέρχονταν από ρητορικές αναγκαιότητες της κάθε ιστορικής συγκυρίας. Φυσικά, τόσο η ιδιαίτερη γλώσσα όσο και το πολιτισμικό πλαίσιο μεταβάλλονται στην πορεία του χρόνου – η φροϊδική εκδοχή του μοντέλου του ενιαίου γενετήσιου φύλου δεν αρθρώνεται σε λεξιλόγιο όμοιο με εκείνο που χρησιμοποιεί ο Γαληνός το ίδιο συμβαίνει και με το πολιτισμικό σκηνικό. Κατά βάση, όμως, το περιεχόμενο της ομιλίας για τη γενετήσια διαφορά δεν περιορίζεται από τα δεσμά των γεγονότων και παραμένει εξίσου ελεύθερο με τα παιχνίδια του νου.” (σελ. 324-325)