Παρουσιάζονται κάποια από τα ποιήματα του ποιητή Georg Trakl από διάφορες ελληνικές μεταφράσεις που βρέθηκαν στο διαδίκτυο:
Georg Trakl, 4 Ποιήματα (μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου):
ΜΠΡΟΣΤΑ Σ ΕΝΑ ΠΑΛΙΟ ΑΛΜΠΟΥΜ
Γυρίζεις πάντοτε, μελαγχολία,
Ώ, γλυκύτητα της μοναχικής ψυχής.
Διάπυρη οδεύει προς το τέλος της η χρυσαφένια μέρα .
Με ταπεινότητα λυγίζει στον πόνο ο υπομονετικός,
Βγάζοντας ήχους αρμονίας και τρυφερής παραφροσύνης
Κοίτα! Σκοτεινιάζει κιόλας
Ξαναγυρίζει η νύχτα και κάτι θνητό παραπονιέται
Και κάποιο άλλο πάσχει μαζί του
Τρέμοντας κάτω από τα φθινοπωρινά αστέρια
Το κεφάλι σκύβει βαθύτερα χρόνο με το χρόνο.
ΑΣΜΑ ΤΩΝ ΩΡΩΝ
Με σκοτεινά βλέμματα κοιτάζονται οι εραστές
Οι ξανθοί, οι αστραφτεροί. Μέσα σε αλύγιστο σκοτάδι,
Αδύναμα από τον πόθο αγκαλιάζονται τα μπράτσα.
Πορφυρό συντρίφτηκε το στόμα των ευλογημένων. Τα
Στρογγυλά μάτια
Αντανακλούν το σκούρο χρυσάφι του ανοιξιάτικου
Δειλινού,
Την εσχατιά και την μαυρίλα του δάσους, φόβους εσπερινούς
Στο πράσινο,
Ίσως ένα ανομολόγητο πέταγμα πουλιών, το μονοπάτι
ενός αγέννητου μέσα από σκοτεινά χωριά προς καλοκαίρια μοναχικά.
Και από ξέθωρη γαλανότητα, ξέπνοο προβάλλει πότε-πότε ένα σώμα.
Το κίτρινο σιτάρι θροίζει ανάλαφρα στο χωράφι.
Σκληρή είναι η ζωή και ατσάλινο δρεπάνι
Κραδαίνει ο γεωργός,
Μεγάλα δοκάρια συνταιριάζει ο μαραγκός.
Το φθινόπωρο βάφονται πορφυρές οι φυλλωσιές· το
Μοναστικό πνεύμα
Περιδιαβαίνει ημέρες ιλαρές· το σταφύλι ωριμάζει
Και γιορτινός άνεμος φυσάει στις αυλές.
Γλυκύτερα ευωδιάζουν οι κιτρινισμένοι καρποί· σιγανό είναι το γέλιο
Του μακάριου, μουσική και χορός
Στα σκιερά καπηλειά·
Βήμα και σιωπή του πεθαμένου αγοριού στου κήπου το θαμπόφωτο.
GRODEK
Το βράδυ αντηχούν στα φθινοπωρινά δάση στις χρυσαφένιες
Πεδιάδες και στις γαλανές θάλασσες
Θανατηφόρα όπλα, και πάνω τους κυλά πιο σκοτεινός
Ο ήλιος. Η νύχτα αγκαλιάζει τους μελλοθάνατους
Πολεμιστές, το άγριο παράπονο
Στα διαμελισμένα τους στόματα.
Όμως, στα βοσκοτόπια συγκεντρώνεται αθόρυβα
Ένα άλικο νέφος, μ’ έναν οργισμένο θεό να κατοικεί στα σπλάχνα του,
Το αίμα που χύθηκε, η παγωνιά της σελήνης·
Όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε μαύρη σήψη.
Κάτω από τα χρυσά κλωνάρια της νύχτας και των αστεριών
Τρεκλίζει η σκιά της αδελφής καθώς διασχίζει το σιωπηλό άλσος
Να χαιρετίσει τα πνεύματα των ηρώων, τις ματωμένες κεφαλές·
Και γλυκά ηχούν στις καλαμιές οι σκοτεινοί αυλοί του φθινοπώρου.
Ω, πένθος, ω, περήφανο πένθος! Εσείς, σιδερένιοι βωμοί,
Άκρατος πόνος θρέφει σήμερα την θερμή
Φλόγα του πνεύματος,
Τους αγέννητους απογόνους.
ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Καρπούς γεμάτη είναι η κουφοξυλιά· ήσυχα κατοικούσαν τα
Παιδικά χρόνια σε γαλάζια σπηλιά. Το σιωπηλό κλαρί
Συλλογιέται ένα παλιό μονοπάτι όπου τώρα μουρμουρίζουν
Καστανόχρωμα τα αγριόχορτα. Το θρόισμα των φυλλωμάτων.
Και όταν το γαλανό νερό κελαρύζει στους βράχους, γλυκός
Είναι του κότσυφα ο θρήνος. Ένας βοσκός αμίλητος ακολουθεί τον ήλιο,
Που κυλά πίσω από τον φθινοπωρινό λόφο.
Μια γαλάζια στιγμή, σημαίνει μόνο περισσότερη ψυχή. Στην εσχατιά
Του δάσους προβάλλει δειλά ένα αγρίμι και στο βάθος αναπαύονται ειρηνικά
Τα παλαιά σήμαντρα και τα σκοτεινά υποστατικά.
Ευλαβικότερος τώρα, γνωρίζεις το νόημα των σκοτεινών χρόνων,
Ψύχος και φθινόπωρο σε μοναχικές κάμαρες·
Και μέσα σε ιερή γαλαζοσύνη
Ηχούν και απομακρύνονται βήματα φωτεινά.
Σιγοτρίζει ένα ανοιχτό παράθυρο·
Στη θέα του ερειπωμένου νεκροταφείου στο λόφο
Δάκρυα τρέχουν απ’ τα μάτια.
Ανάμνηση ιστορημένων θρύλων. Όμως κάποτε φωτίζεται η ψυχή
Όταν αναπολεί ανθρώπους χαρωπούς, σκουρόχρυσες εαρινές ημέρες.
Georg Trakl, Το Όνειρο του Κακού (Απόδοση: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος):
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Το βράδυ σωπαίνει ο θρήνος
του κούκου στο δάσος.
Βαθύτερα γέρνει το στάχυ
κι η κόκκινη παπαρούνα.
Πάνω απ’ το λόφο απειλεί
μαύρη καταιγίδα.
Το παλιό τραγούδι του γρύλου
ξεψυχά στον αγρό.
Το φύλλωμα της καστανιάς
πια δε σαλεύει.
Το φόρεμά σου θροΐζει
στο γύρισμα της σκάλας.
Γαλήνια φέγγει το κερί
στο σκοτεινό δωμάτιο
ένα ασημένιο χέρι
το ‘σβησε-
ΓΕΝΝΗΣΗ
Βουνά: μαύρο, σιωπή και χιόνι.
Κόκκινο κατεβαίνει το θήραμα απ’ το δάσος
Ω, τα βρυώδη μάτια του θηρίου.
Η γαλήνη της μητέρας όταν προβάλλει έκπτωτη
η παγωμένη σελήνη κι ανοίγουν τ’ αποκοιμισμένα χέ-
ρια
κάτω απ’ τα μαύρα έλατα.
Ω, η γέννηση του ανθρώπου! σκοτεινά παφλάζουν
τα γαλάζια νερά στο βραχώδη βυθό.
Στενάζοντας κοιτάζει την εικόνα του ο έκπτωτος
άγγελος,
στο πνιγηρό δωμάτιο ξυπνάει κάτι χλωμό.
Δύο φεγγάρια λάμπουνε
τα μάτια της πέτρινης γριάς.
Αλίμονο, η κραυγή της γέννας με μαύρη φτερούγα
η νύχτα αγγίζει τον κρόταφο του αγοριού,
χιόνι, που πέφτει σιγανά από πορφυρό σύννεφο.
Σ’ ΕΝΑΝ ΠΡΩΙΜΑ ΝΕΚΡΟ
Ω, ο μαύρος άγγελος που φάνηκε σιγά μέσα απ’ το δέ-
ντρο,
πράοι όταν μαζί, το βράδυ, παίζαμε
στο χείλος του γαλάζιου πηγαδιού.
Ήσυχο ήταν το βήμα μας και τα στρογγυλά μάτια μες
στη σκούρα παγωνιά του φθινοπώρου,
κι αχ η πορφυρή γλυκύτητα των άστρων.
Αυτός όμως κατέβηκε τα πέτρινα σκαλιά του Μένχ-
σμπεργκ:
γαλάζιο χαμόγελο στην όψη, παράξενα κουκουλωμέ-
νος
στα πιο ήσυχα παιδικά του χρόνια’ και πέθανε
κι απέμεινε η ασημένια όψη του φίλου στον κήπο
να κρυφακούει στη φυλλωσιά ή στο παλιό πέτρωμα.
Η ψυχή τραγούδησε το θάνατο, την πράσινη σήψη της
σάρκας,
κι ήταν το θρόισμα του δάσους,
κι ο φλογερός ο θρήνος του αγριμιού.
Διαρκώς ηχούσαν από μισοσκότεινους πύργους οι γα-
λάζιες καμπάνες του βραδινού.
Κι ήρθε η ώρα, όταν εκείνος είδε τους ίσκιους στον
πορφυρό ήλιο,
τους ίσκιους της σαπίλας στο γυμνό κλαδί’
βράδυ, όταν σε μισοσκότεινα τείχη τραγούδησε ο κό-
τσυφας,
γαλήνια στο δωμάτιο φάνηκε το πνεύμα του πρώιμα
νεκρού.
Ω το αίμα, που τρέχει απ’ το λαρύγγι εκείνου που α-
κούστηκε,
γαλάζιο λουλούδι’ ω το πύρινο
δάκρυ μες στη νύχτα.
Σύννεφο χρυσό και χρόνος. Συχνά στο έρημο δωμάτιο
προσκαλείς τον νεκρό,
βαδίζεις κάτω από φτελιές κι εμπιστευτικά συνο-
μιλείς κατεβαίνοντας τον πράσινο ποταμό.
Μεταφράζει ο Γιώργος Καρτάκης (8 ποιήματα):
Σήψη
Το βράδυ που τα σήμαντρα διαλαλούν ειρήνη
Ξωπίσω είμαι απ’ των πουλιών τα θαυμαστά φτερά,
Που όπως προσκυνητών μακριές πομπές κι ευλαβικές, σε σμήνη,
Σε πλάτη φθινοπωρινά χάνονται λαγαρά.
Συνεπαρμένος απ’ αυτά το λιόγερμα στον κήπο
Τη φωτεινότερη τη μοίρα τη δική τους νοσταλγώ
Κι ούτε που νιώθω καν το ζύγωμα του χρόνου ή δείκτη κτύπο.
Πάνω απ’ τα σύννεφα λοιπόν στις διαδρομές τ’ ακολουθώ.
Χνότο ανέμου σήψης τότε με ταράζει.
Θρηνεί ο κότσυφας μες στ’ άφυλλα κλαδιά.
Σε σκουριασμένο πλέγμα κόκκινο σταφύλι τρεμουλιάζει,
Ενώ μες στον αέρα σαν θανάσιμος ωχρών παιδιών χορός ανθίζει
Ολόγυρα σε σκούρα στόμια πηγαδιών σαθρά
Γαλάζια μια αστρομαργαρίτα παγωμένη που λυγίζει.
Η φρίκη
Μ’ έβλεπα να περιπλανιέμαι σε δωμάτια έρμα.
Έσερναν σε γαλάζια βάθη χορό μανιακό τα αστέρια,
Φθάναν απ’ τα χωράφια των σκυλιών δυνατά ουρλιαχτά,
Κι άγρια με λύσσα χτύπαγε ο νοτιάς της κορφής τα κλαδιά.
Μα ξαφνικά: απόλυτη γαλήνη! Άναμμα πυρετού υπόκωφο
Αφήνει φαρμακερά λουλούδια από το στόμα μου να βγουν
Και απ’ τα κλαδιά όπως από πληγή σταλάζει
Ωχρή αχνοφεγγιά δροσιάς που πέφτει κι όπως αίμα στάζει.
Από το πλανερό ενός καθρέφτη το κενό
Παίρνει ένα σχήμα κάπως και υψώνεται αργό
Το πρόσωπο του Κάιν: ερεβώδες και φρικτό!
Απ’ το παράθυρο κοιτάζει το φεγγάρι σαν στο Άδειο,
Θροΐζει ελάχιστα το βελουδένιο παραπέτο,
Μόνος με το φονιά μου είμαι εκεί και στέκω.
Κατάνυξη
Ό,τι απ’ τον καιρό της νιότης μου έχει διασωθεί:
Η σιωπηλή κατάνυξη, όταν ηχούν καμπάνες,
Όταν μέσα στις εκκλησιές βραδιάζουν οι βωμοί
Και ατενίζω τις γαλάζιες τους αψίδες τις πλατιές κι ουράνιες.
Τις νότες απ’ το Όργανο εκεί τις βραδινές,
Το σβήσιμο το σκοτεινό των ήχων στις πλατείες,
Τον παφλασμό σιντριβανιών ήρεμο κι απαλό
Που ηχεί όπως παιδιών γλυκές κι άγνωρες ομιλίες.
Γαλήνιο σαν σε όνειρο με βλέπω να σταυρώνω
Τα χέρια μου και να ψελλίζω προσευχές που έχω καιρό να πω,
Το βλέμμα απ’ την αλλοτινή βαρυθυμία ν’ αμαυρώνω.
Τότε μέσα απ’ τη σύγχυση εικόνων απαυγάζει
Μια γυναικεία μορφή μέσα σε μαύρα πέπλα πένθους ,
Και ένα ρίγος μιαρό από κύπελλο μέσα μου να αδειάζει.
Ψυχή της ζωής
Μαλακά τα φύλλα η σήψη ένα γύρω σκουραίνει,
Σε δάσος μέσα κατοικεί η σιωπή της πλατειά.
Σαν φάντασμα θα μοιάζει ένα χωριό σε λίγο να γέρνει.
Της αδελφής το στόμα ψιθυρίζει από μαύρα κλαδιά.
Ο μόνος σύντομα θα αλλαξοδρομήσει,
Ίσως ένας βοσκός σε σκοτεινά μονοπάτια.
Σιγά ένα ζώο από δέντρων τόξα να βγει θα τολμήσει,
Διάπλατα αντίκρυ στο Θείο ανοίγουν τα μάτια.
Αργά το ποτάμι γαλάζιο κυλά,
Διαγράφονται σύννεφων όγκοι το δείλι ΄
Η ψυχή όπως άγγελος κι εκείνη σιωπά.
Εφήμερα πλάσματα καταρρέουν σαν ύλη.
Εκθαμβωτικό φθινόπωρο
Έτσι τελειώνει η χρονιά επιβλητικά
Με ολόχρυσο κρασί και με καρπούς ο κήπος.
Ολόγυρα σιωπούν τα δάση θαυμαστά
Και είναι του μοναχικού ο συνοδός και φίλος.
Είναι τότε που λέει ο αγρότης: αρκετά,
Καμπάνες σεις ηχήσετε αργόσυρτα το δείλι,
Καλό κουράγιο δώστε μέχρι τέλους σιγανά.
Και χαιρετάνε τα πουλιά που φεύγουν σε ταξίδι.
Είναι η ώρα της αγάπης η γλυκιά.
Μέσα στη βάρκα που το γαλανό ποτάμι κατεβαίνει
Τι όμορφα που στέκουν οι εικόνες στη σειρά –
Κι η πλάση είναι σε σιωπή και ησυχία βυθισμένη.
Στις κόκκινες φυλλωσιές με τις κιθάρες…
Με τις κιθάρες μες στην κόκκινη τη φυλλωσιά
Τα κίτρινα μαλλιά των κοριτσιών κυματίζουν
Στο φράχτη, όπου οι ηλίανθοι ανθίζουν
Και μια χρυσή καρότσα μες στα σύννεφα πετά.
Στην ησυχία σωπαίνουν σ’ ένα ίσκιο παχύ
Εκείνοι οι γέροι αγκαλιά σα χαζοί.
Γλυκά την εσπέρα τα ορφανά τραγουδούν.
Σε κίτρινη μπόχα οι μύγες βομβούν.
Πλένουν γυναίκες στο ρυάκι ακόμα.
Τα άσπρα λινά ανεμίζουν κρεμασμένα.
Κι εκείνη η μικρή που αρέσει σε μένα
Στης μέρας έρχεται πάλι το γιόμα.
Από χλιαρό ουρανό σπουργίτια ορμούν
Σε πράσινες τρύπες γεμάτες σαπίλα να μπουν.
Τον πεινασμένο, πως θα φάει, ξεγελά η οσμή
Από μπρούσκο μπαχάρι κι η ευωδιά από ψωμί.
Το βράδυ της καταιγίδας
Ω, οι ώρες του βραδιού οι πορφυρές!
Φέγγουν αχνές στο παράθυρο το ανοικτό και χορεύουν
Κληματαριάς ανάκατες στριμμένες φυλλωσιές,
Τρομακτικά φαντάσματα στο σπίτι εμφωλεύουν.
Σκόνη λικνίζεται στην απόπνοια του βούρκου.
Πέφτοντας τρίζει ο αέρας στα τζάμια.
Και όπως κοπάδι από άγρια άτια
Οι αστραπές διασχίζουν στριγκές συννεφιές.
Με θόρυβο σχίζεται της λίμνης ο πάγος.
Και κράζουνε γλάροι δυνατά στο πρεβάζι
Πυρός καβαλάρης απ’ το λόφο καλπάζει
Κι αναφλέγεται πέφτοντας στο ελατοδάσος.
Οι άρρωστοι στο νοσοκομείο ουρλιάζουν.
Οι φτερούγες της νύχτας βοούν γαλανές.
Και απότομα στάλες βροχής σπίθες βγάζουν
Χτυπώντας σα θύελλα σπιτιών τις σκεπές.
Tα κοράκια
Πάνω απ’ τη μαύρη τη γωνιά πετώντας βιάζουν
Το μεσημέρι τα κοράκια και κράζουν ξερά.
Ο ίσκιος τους από μίας λαφίνας το πλάι περνάει ξυστά
Και άλλοτε κακόκεφα τα βλέπει κανείς να ησυχάζουν.
Ω, πως ταράσσουν τη σιγή την καφετιά,
Στο χωράφι σα θάμπος που απλώνει,
Όπως γυναίκα που βαρύ προαίσθημα πλακώνει,
Και κάποτε ακούγεται η κραξιά
Για ένα ψοφίμι που κάπου μυρίζουν,
Και ξαφνικά προς το βορρά αντιγυρίζουν
Και χάνονται ίδια με πομπή νεκρική
Μέσα σε αιθέρες που αδηφάγα λαγνεία τους ριγεί.
Γκέοργκ Τρακλ: Ποιήματα [Gedichte, 1913]. Επιλεγόμενα:
Μετάφραση: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος
Η ΝΕΑΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ
αφιερωμένο στον Λούντβιχ φον Φίκερ
1
Συχνά στο πηγάδι, όταν χαράζει,
την βλέπεις να στέκεται μαγεμένη
και να τραβάει νερό, όταν χαράζει.
Ανεβαίνει ο κουβάς· και κατεβαίνει.
Στις οξιές οι κάργιες πετούν
κι εκείνη μοιάζει με ίσκιο.
Ξανθά τα μαλλιά της πετούν
κι οι ποντικοί στριγκλίζουν στον κήπο.
Και ξαναμαγεμένη από την παρακμή
τα φλογισμένα βλέφαρα χαμηλώνει.
Χορτάρι ξερό η παρακμή
κάτω, στα πόδια της, κυρτώνει.
2
Ήσυχη δουλεύει στο δωμάτιο
κι ο κήπος, χρόνια, ερημικός.
Στην κουφοξυλιά μπρος στο δωμάτιο
κότσυφας κελαηδεί παραπονετικός.
Ασημένια η μορφή της στον καθρέφτη
ξένη στου λυκόφωτος την λάμψη την κοιτάζει
και σκοτεινιάζει ωχρή μες στον καθρέφτη
κι απ’ την αγνότητά της τρομάζει.
Σαν όνειρο υπηρέτης τραγουδάει στο σκοτάδι
κι εκείνη κοκαλώνει απ’ τον πόνο. Στάζει
κόκκινο μέσα στο σκοτάδι.
Νοτιάς απότομος την πύλη τραντάζει.
3
Κάθε βράδυ στο γυμνό λιβάδι
σε όνειρα τρεκλίζει εκείνη πυρετού.
Δύστροπος ο άνεμος κλαίει στο λιβάδι
κι από τα δέντρα κρυφακούει η μορφή του φεγγαριού.
Σε λίγο ένα γύρο τ’ αστέρια χλομιάζουν.
Από τα βάσανα έχει πια εξαντληθεί˙
τα κέρινά της μάγουλα χλομιάζουν.
Κάτι σάπιο ανεβαίνει απ’ τη γη.
Θλιμμένα καλάμια θροΐζουν στον βάλτο.
Κρυώνει εκείνη· γονατιστή.
Μακριά ένας πετεινός λαλεί. Πάνω απ’ τον βάλτο
γκρίζο, σκληρό το χάραμα ριγεί.
4
Κρότος μεταλλικός στο σιδεράδικο: σφυρί·
κι εκείνη περνάει την πύλη βιαστική.
Κατακόκκινο δουλεύει ο υπηρέτης το σφυρί
κι εκείνη, όπως νεκρή, κοιτάζει κατά κει.
Σαν σε όνειρο συναντάει ένα γέλιο·
ταράζεται στο σιδεράδικο·
έντρομη χαμηλώνει μπρος σ’ εκείνου το γέλιο,
όπως σφυρί σκληρό και άγριο.
Ακτινοβολούν στον χώρο σπινθήρες·
και καθώς με άτσαλες κινήσεις
κυνηγάει τους άγριους σπινθήρες,
ζαλισμένη, πέφτει κάτω η μορφή της.
5
Αδύνατη τεντώνεται στο κρεβάτι,
ξυπνάει μ’ έναν φόβο γλυκό
και κοιτάζει το λερωμένο κρεβάτι
καλυμμένο ολόκληρο από φως χρυσό·
οι ρεζεντά[1] στο παράθυρο
κι ο φωτεινός γαλάζιος ουρανός.
Καμιά φορά άνεμος φτάνει στο παράθυρο
κι ήχος καμπάνας διστακτικός.
Ίσκιοι γλιστρούν πάνω απ’ το μαξιλάρι·
αργά η καμπάνα δώδεκα ηχεί
κι εκείνη ανασαίνει βαριά στο μαξιλάρι
και μοιάζει το στόμα της πληγή.
6
Το βράδυ αιωρούνται ματωμένα λινά·
σύννεφα πάνω από σιωπηλά δάση
τυλιγμένα σε μαύρα λινά.
Σπουργίτια θορυβούν στο χωράφι.
Κι εκείνη: κάτασπρη στο σκοτάδι.
Γουργούρισμα κάτω απ’ τη στέγη ανασαίνει.
Όπως ψοφίμι σε θάμνο και σκοτάδι·
σμήνος πετά γύρω απ’ το στόμα της και δίνες υφαίνει.
Σαν όνειρο ηχεί στο σκούρο χωριό
γλέντι: χοροί και βιολιά·
αιωρείται η όψη της στο χωριό,
φυσούν τα μαλλιά της σε γυμνά κλαδιά.
ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ
(Πρώτο σχεδίασμα)
Μια σκούρα χρυσή καμπάνα αντηχεί –
ένας εραστής σε σκοτεινό δωμάτιο ξυπνάει·
το μάγουλο στις φλόγες· φως, τρεμοπαίζοντας, στο τζάμι
χτυπάει.
Λάμπουν στο ποτάμι: κατάρτι, σκοινιά, πανί.
Ένας μοναχός, μια έγκυος γυναίκα μες στον συνωστισμό.
Κιθάρες παίζουν και αστράφτουν κόκκινες ποδιές.
Ατμόσφαιρα αποπνικτική· μες σε λάμψη χρυσή ξεραίνονται
οι καστανιές.
Μαύρη υψώνεται η εκκλησία προκαλώντας θαυμασμό.
Από μάσκα χλωμή το Πνεύμα του Κακού κοιτάζει.
Μία πλατεία σκοτεινιάζει μακάβρια και φρικτή·
Ψίθυροι, το βράδυ, στα νησιά κινούνται.
Ασαφή οιωνό το πέταγμα των πουλιών διαβάζει
ο λεπρός, που ίσως πεθάνει και σαπίσει ως την αυγή.
Στο πάρκο τ’ αδέλφια, τρέμοντας, κοιτιούνται.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Σύμβολα, σπάνια κεντήματα,
ζωγραφίζει η κυματιστή πρασιά.
Η γαλάζια ανάσα του Θεού φυσά
στου κήπου τη σάλα·
χαρωπή ανάσα.
Σταυρός υψώνεται στ’ αγριοκλήματα.
Άκου στο χωριό: γιορτή·
στον τοίχο ο κηπουρός θερίζει,
σιγά το Όργανο[2] βουίζει,
ήχο αναμιγνύοντας και λάμψη,
ήχο, χρυσή λάμψη.
Η αγάπη Άρτον και Οίνον ευλογεί.
Και κορίτσια μπαίνουν μέσα· και λαλεί
ο πετεινός στο τελευταίο. Αργά
ένα σάπιο κάγκελο περνά·
και σε ρόδινο στεφάνι, σε γραμμές,
και σε ρόδινες γραμμές,
αναπαύεται η Μαρία εξαίσια, λευκή.
Στην πέτρα ο ζητιάνος την παλιά
φαίνεται στην προσευχή νεκρός,
ήρεμος απ’ τον λόφο κατεβαίνει ο βοσκός
κι ένας άγγελος στο άλσος,
άγγελος κοντά στο άλσος,
τραγουδάει να κοιμίσει τα παιδιά.
ΠΡΟΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ
Το βράδυ ακούγεται η κραυγή των νυχτερίδων,
δυο μαύρα άλογα καλπάζουν στο λιβάδι,
θροΐζει κόκκινο σφεντάμι.
Ο οδοιπόρος· το μικρό καπηλειό στον δρόμο του προβάλλει.
Θαυμάσια η γεύση τους: φρέσκο κρασί και καρύδια.
Θαυμάσια: μεθυσμένος να τρεκλίζεις στο μισοσκότεινο δάσος.
Μέσα απ’ τα μαύρα κλαδιά θλιβερές αντηχούν οι καμπάνες.
Και στο πρόσωπο στάζει δροσιά.
ΣΕ ΠΑΛΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΑΛΜΠΟΥΜ
Διαρκώς, μελαγχολία, επιστρέφεις·
γλυκύτητα εσύ της έρημης ψυχής.
Ως στο τέλος καίει μια μέρα χρυσή.
Ταπεινά ο υπομονετικός καταβάλλεται απ’ τον πόνο
στενάζοντας αρμονία και τρυφερή παραφροσύνη.
Δες: ήδη σκοτεινιάζει.
Νύχτα έρχεται πάλι κι ένας θνητός θρηνεί
και με κάποιον άλλο συμπάσχει.
Τρέμοντας, κάτω από άστρα φθινοπωρινά,
γέρνει βαθύτερα, κάθε χρόνο, το κεφάλι.
ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ
Είναι ένας αγρός θερισμένος, που πάνω του πέφτει μια μαύρη
βροχή.
Είναι ένα σκούρο δέντρο, που στέκει ερημικό.
Είναι ένας άνεμος που σφυρίζει γύρω από άδειες καλύβες.
Πόσο θλιμμένο το βράδυ αυτό!
Στο κτήμα μπροστά
η ήρεμη ορφανή μαζεύει ακόμη αραιά στάχυα.
Στρογγυλά και χρυσά τα μάτια της πλανιούνται στο λυκόφως
κι η αγκαλιά της προσμένει τον ουράνιο μνηστήρα.
Στον γυρισμό
βρήκαν οι βοσκοί σαπισμένο
το γλυκό σώμα στην βάτο.
Είμαι ένας ίσκιος μακριά από σκοτεινά χωριά.
Τη σιωπή του Θεού
την ήπια από την πηγή του δάσους.
Στο μέτωπό μου κρύο μέταλλο κυλά.
Αράχνες ψάχνουν για την καρδιά μου.
Είναι ένα φως που σβήνει στο στόμα μου.
Τη νύχτα βρέθηκα σε μια πεδιάδα,
παγιδευμένος απ’ τα συντρίμμια και τη σκόνη των άστρων.
Στις αγριοφουντουκιές
κρυστάλλινοι άγγελοι ήχησαν πάλι.
ΤΡΟΜΠΕΤΕΣ
Κάτω από ιτιές κλαδεμένες, εκεί που σκούρα παιδάκια παίζουν
και φύλλα σαλεύουν, τρομπέτες ηχούν.
Ρίγος νεκροταφείου. Μέσα απ’ την θλίψη του σφενταμιού άλικες
πέφτουν
σημαίες· ιππείς μέσα απ’ αγρούς με σίκαλη κι άδειους μύλους
περνούν.
Ή, τη νύχτα, βοσκοί τραγουδούν και μες τον κύκλο της φωτιάς
τους
μπαίνουν ελάφια, θλίψη πανάρχαια του άλσους·
χορεύοντας σηκώνονται από έναν τοίχο μαύρο· άλικες σημαίες,
γέλια, παράνοια, τρομπέτες.
ΟΙ ΠΟΝΤΙΚΟΙ
Στο κτήμα λάμπει λευκή η φθινοπωρινή σελήνη.
Από της στέγης την άκρη πέφτουν ίσκιοι φανταστικοί.
Μία σιωπή κατοικεί σε παράθυρα άδεια·
σαν κατά πάνω, ήσυχα, βουτούν οι ποντικοί.
Και γρήγορα, σφυρίζοντας, εδώ κι εκεί γλιστρούν
κι άχνα υπονόμου ζέχνει
γκριζωπή, που τους ακολουθεί·
φάσμα το σεληνόφως τρέμει.
Και σαν τρελοί στριγκλίζουν από λαιμαργία:
άνεμοι παγεροί που κλαίνε στο σκοτάδι·
σπίτια στοιχειώνουν κι αχυρώνες
όλο καρπούς και στάχυ.
ΨΑΛΜΟΣ
(Δεύτερο σχεδίασμα)
αφιερωμένο στον Καρλ Κράους
Είναι ένα φως που το ’σβησε ο άνεμος.
Είναι μία κανάτα που αφήνει τ’ απόγευμα ένας μεθυσμένος.
Είναι ένα αμπέλι καμένο και μαύρο με τρύπες γεμάτες αράχνες.
Είναι ένα χώρος που τον ασβέστωσαν με γάλα.
Ο παράφρονας πέθανε. Είναι ένα νησί στις θάλασσες του Νότου
που υποδέχεται τον Ήλιο. Τύμπανα χτυπούν.
Οι άντρες εκτελούν πολεμικούς χορούς.
Οι γυναίκες κουνούν τους γοφούς μέσα στις κληματσίδες και
τ’ άνθη της φωτιάς,
όταν η θάλασσα τραγουδά. Ω, ο χαμένος Παράδεισός μας!
Οι Νύμφες εγκατέλειψαν τα χρυσά δάση.
Κάποιος θάβει τον ξένο. Αρχίζει τότε μια εκτυφλωτική βροχή.
Προβάλλει ο γιος του Πάνα με τη μορφή σκαφτιά
που, μεσημέρι, σε άσφαλτο πυρωμένη, κοιμάται ακόμη.
Είναι κοριτσάκια σε μιαν αυλή με ρουχαλάκια όλο φτώχεια
σπαρακτική!
Είναι δωμάτια που γεμίζουν ακόρντα και σονάτες.
Είναι σκιές που αγκαλιάζονται μπροστά σε τυφλωμένο
καθρέφτη.
Στα παράθυρα του νοσοκομείου ζεσταίνονται αυτοί που
αναρρώνουν.
Ένα λευκό ατμόπλοιο στο κανάλι ανεβάζει αιματηρές επιδημίες.
Η άγνωστη αδελφή εμφανίζεται πάλι στ’ άσχημα όνειρα κάποιου.
Ξαπλωμένη στις αγριοφουντουκιές παίζει με τ’ άστρα του.
Ο φοιτητής, ίσως ένας σωσίας, ώρα πολλή απ’ το παράθυρο την
κοιτάζει.
Πίσω του ο νεκρός του αδελφός στέκεται ή κατεβαίνει την παλιά
κυκλική σκάλα.
Στο σκοτάδι της σκούρας καστανιάς η μορφή του νεαρού
δόκιμου μοναχού χλωμιάζει.
Ο κήπος μες στο βράδυ. Οι νυχτερίδες πετούν στο περιστύλιο.
Τα παιδιά του θυρωρού σταματούν το παιχνίδι και ψάχνουν για
το χρυσάφι τ’ ουρανού.
Τελευταία ακόρντα κουαρτέτου. Τρέμοντας η μικρή τυφλή
τρέχει μέσα απ’ τις δεντροστοιχίες,
κι ύστερα η σκιά της, τριγυρισμένη από θρύλους ιερούς και
παραμύθια,
τα παγωμένα τείχη ψηλαφίζει.
Είναι μια άδεια βάρκα, το βράδυ, που κατεβαίνει το μαύρο
κανάλι.
Στη σκοτεινιά του παλαιού ασύλου άνθρωποι-ερείπια
μαραζώνουν.
Τα νεκρά ορφανά κείτονται στον τοίχο του κήπου.
Άγγελοι ξεπροβάλλουν, από γκρίζα δωμάτια, με λασπωμένες τις
φτερούγες.
Σκουλήκια στάζουν απ’ τα κιτρινισμένα βλέφαρά τους.
Σκοτεινή και σιωπηλή η πλατεία μπρος στην εκκλησία όπως τις
ημέρες της παιδικής ηλικίας.
Περασμένες ζωές γλιστρούν με πέλματα ασημένια
και των καταραμένων οι σκιές βυθίζονται σε νερά που
στενάζουν.
Στον τάφο του μέσα ο λευκός μάγος παίζει με τα φίδια του.
Σιωπηλά πάνω απ’ τον τόπο του κρανίου ανοίγουν τα χρυσά
μάτια του Θεού.
ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΙΣ[3]
Στην αδελφή
Εκεί που πας είναι φθινόπωρο και βράδυ·
γαλάζιο αγρίμι που κάτω από δέντρα ηχεί,
λιμνούλα έρημη το βράδυ.
Ήσυχο πέταγμα πουλιών,
μελαγχολία πάνω απ’ τα τόξα των ματιών σου.
Το στενό ηχεί χαμόγελό σου.
Λύγισε ο Θεός τα βλέφαρά σου.
Άστρα τη νύχτα ψάχνουν, παιδάκι επιτάφιο,
για του μετώπου σου το τόξο.
Η εγγύτητα του θανάτου
(Δεύτερο σχεδίασμα)
Ω το βράδυ που φτάνει ως στα σκοτεινά χωριά των παιδικών
μας χρόνων.
Η λιμνούλα κάτω απ’ τις βελανιδιές
γεμάτη μολυσμένους στεναγμούς μελαγχολίας.
Ω το δάσος, που γέρνει αργά τα σκούρα μάτια του,
όταν των εκστατικών ημερών του η πορφύρα
πέφτει απ’ τα σκελετωμένα χέρια του έρημου άντρα.
Ω, η εγγύτητα του θανάτου! Ας προσευχηθούμε.
Τη νύχτα αυτή λύνονται σε ζεστά, κιτρινισμένα απ’ το λιβάνι,
μαξιλάρια, των ερωτευμένων τ’ αδύναμα άκρα.
Αμήν
Σαπισμένο γλιστρά μες στο σάπιο δωμάτιο·
ίσκιοι σε κίτρινες ταπετσαρίες· σε σκοτεινούς καθρέφτες
κυρτώνει
η φιλντισένια θλίψη των χεριών μας.
Χάντρες σκουρόχρωμες κυλούν μέσα από δάχτυλα νεκρά.
Μες στη σιωπή ανοίγουν
οι γαλάζιες παπαρούνες των ματιών ενός αγγέλου.
Το βράδυ: γαλάζιο επίσης.
Η ώρα του θανάτου μας· ο ίσκιος του Αζραήλ,[4]
που έναν σκούρο κήπο σκοτεινιάζει.
ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Ανάσα του ακίνητου. Πρόσωπο ζώου
κοκαλωμένο μπρος στην ιερότητα του γαλάζιου.
Μεγάλη η σιωπή στην πέτρα·
η μάσκα ενός νυχτερινού πουλιού. Τρεις ήχοι απαλοί
σβήνουν σ’ έναν. Ηλί![5] Αμίλητη γέρνει η όψη σου
πάνω από γαλάζια νερά.
Ω ήσυχοι εσείς καθρέφτες της αλήθειας.
Στους φιλντισένιους κροτάφους του έρημου άντρα
προβάλλει έκπτωτων αγγέλων η ανταύγεια.
ΕΛΙΑΝ[6]
Στις έρημες ώρες του πνεύματος
είναι ωραία να πηγαίνεις μες στον ήλιο
πλάι στα κίτρινα τείχη του καλοκαιριού.
Σιγά ηχούν τα βήματα στο γρασίδι· ωστόσο πάντα
ο γιος του Πάνα στο γκρίζο μάρμαρο κοιμάται.
Με μαύρο κρασί μεθύσαμε το βράδυ στην ταράτσα.
Κοκκινωπό καίει το ροδάκινο στη φυλλωσιά·
Σονάτα απαλή, χαρούμενο γέλιο.
Όμορφη η γαλήνη της νύχτας.
Σε σκοτεινή πεδιάδα
συναντιόμαστε με βοσκούς και λευκά άστρα.
Όταν είναι φθινόπωρο
νηφάλια διαύγεια απλώνεται στο άλσος.
Ήσυχοι βαδίζουμε πλάι σε κόκκινα τείχη
και τα στρογγυλά μάτια ακολουθούν το πέταγμα των πουλιών.
Το βράδυ, πέφτει το λευκό νερό στις υδρίες του τάφου.
Σε γυμνά κλαδιά γιορτάζει ο ουρανός.
Με καθαρά χέρια φέρνει ο γεωργός ψωμί και κρασί
κι ειρηνικά ωριμάζουν οι καρποί στο ηλιόλουστο δωμάτιο.
Ω, τι αυστηρή η όψη των αγαπημένων νεκρών!
Όμως το δίκαιο βλέμμα ευφραίνει την ψυχή.
Μεγάλη η σιωπή του ρημαγμένου κήπου,
όταν ο νεαρός δόκιμος μοναχός με φύλλα σκούρα το μέτωπο στεφανώνει,
η ανάσα του πίνει παγερό χρυσάφι.
Τα χέρια αγγίζουν τα γεράματα γαλαζωπών νερών
ή τα λευκά μάγουλα των αδελφών στην κρύα νύχτα.
Ήρεμος κι αρμονικός βηματισμός σε φιλικά δωμάτια,
εκεί που είναι μοναξιά και θρόισμα του σφενταμιού,
εκεί που ίσως ακόμα η τσίχλα τραγουδάει.
Όμορφος ο άνθρωπος και φαίνεται μες στο σκοτάδι,
όταν τα πόδια και τα χέρια του κινεί με απορία
και ήσυχα σε πορφυρές σπηλιές τα μάτια του κυλούν.
Χάνεται ο ξένος, τον Εσπερινό, στον μαύρο χαλασμό του
Νοεμβρίου,
κάτω από σάπιο πνεύμα, πλάι σε τείχη όλο λέπρα,
εκεί που πήγαινε άλλοτε ο άγιος αδελφός,
βυθισμένος στην απαλή συγχορδία της παραφροσύνης του·
τι έρημος τελειώνει ο άνεμος ο βραδινός!
Ξεψυχώντας το κεφάλι γέρνει στο σκοτάδι της ελιάς.
Ολέθριος ο χαμός του Γένους.
Την ώρα αυτή γεμίζουνε τα μάτια εκείνου που κοιτάζει
με τον χρυσό των άστρων του.
Το βράδυ βυθίζεται ένα χτύπημα καμπάνας, που πλέον δεν ηχεί,
πέφτουν τα μαύρα τείχη στην πλατεία,
ο νεκρός στρατιώτης καλεί σε προσευχή.
Άγγελος χλωμός
μπαίνει ο γιος στο άδειο πατρικό του.
Οι αδελφές έφυγαν μακριά σε γέροντες λευκούς.
Νύχτα, στον διάδρομο, κάτω από τις κολώνες, τις βρήκε
ο αποκοιμισμένος
να επιστρέφουν από προσκυνήματα θλιβερά.
Κοκαλωμένα τα μαλλιά τους από σκουλήκια και λάσπη,
όταν εκείνος στέκεται με ασημένια πόδια
κι από γυμνά δωμάτια νεκρές εκείνες ξεπροβάλλουν.
Ω οι ψαλμοί τους, τα μεσάνυχτα, σε πύρινες βροχές,
όταν υπηρέτες με τσουκνίδες τ’ απαλά μάτια χτυπούσαν,
οι παιδικοί καρποί της κουφοξυλιάς
πάνω από τάφο αδειανό γέρνουν με απορία.
Κιτρινισμένα φεγγάρια ήσυχα κυλούν
πάνω απ’ τα λινά, που καίει πυρετός, του νεαρού,
προτού ακολουθήσει η σιωπή του χειμώνα.
Μοίρα υψηλή στοχάζεται, κατεβαίνοντας, τον Κίδρονα[7]
εκεί που πλάσμα τρυφερό, υψώνεται ο κέδρος
κάτω απ’ τα γαλάζια φρύδια του πατέρα·
νύχτα ο βοσκός το κοπάδι του οδηγεί στο λιβάδι.
Ή είναι στον ύπνο κραυγές,
όταν στο άλσος χάλκινος άγγελος τον άνθρωπο πλησιάζει,
σε πυρωμένο παραγώνι λιώνει του Άγιου η σάρκα.
Γύρω σε καλύβες από λάσπη πλέκεται αμπέλι πορφυρό,
δεμάτια στάχυ κίτρινο που ηχούν,
ο βόμβος των μελισσών, το πέταγμα του γερανού.
Το βράδυ, συναντιούνται αυτοί που αναστήθηκαν σε βραχώδη
μονοπάτια.
Σε μαύρα νερά καθρεφτίζονται οι λεπροί·
ή ανοίγουν τα λασπωμένα ρούχα τους
κλαίγοντας στον πραϋντικό άνεμο, που φυσά από τον ρόδινο
λόφο.
Λιγνές υπηρέτριες ψηλαφούν στα δρομάκια της νύχτας
μήπως βρουν τους ερωτευμένους βοσκούς.
Τραγούδι απαλό ηχεί, Σάββατο βράδυ, στις καλύβες.
Θυμηθείτε και το αγόρι στο τραγούδι σας·
την παραφροσύνη του, τα λευκά φρύδια και τον χαμό του,
το σαπισμένο αγόρι, που ανοίγει τα γαλάζια μάτια του.
Τι θλιβερό αντάμωμα!
Τα σκαλοπάτια της παραφροσύνης σε μαύρα δωμάτια,
οι ίσκιοι των γέρων κάτω απ’ την ανοιχτή πόρτα,
όταν η ψυχή του Ελιάν κοιτάζεται στον ρόδινο καθρέφτη
και χιόνι, λέπρα πέφτει από το μέτωπό του.
Στους τοίχους έσβησαν τ’ άστρα
κι οι λευκές μορφές του φωτός.
Κόκαλα τάφων βγαίνουν απ’ το χαλί,
η σιωπή ρημαγμένων σταυρών στον λόφο,
του λιβανιού η γλύκα στον πορφυρό άνεμο της νύχτας.
Ω μάτια εσείς κομματιασμένα σε στόματα μαύρα,
όταν στην ήσυχη τρέλα του ο εγγονός
έρημος συλλογίζεται το σκοτεινότερο τέλος,
πάνω του ο σιωπηλός Θεός τα γαλάζια του βλέφαρα χαμηλώνει.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Ποώδες φυτό με υπόλευκα ή υποκίτρινα άνθη.
2. Το εκκλησιαστικό όργανο που χρησιμοποιεί η Δυτική Εκκλησία.
3. Αναφορά στην προσευχή των Καθολικών που γίνεται με τη χρήση του ροζαρίου: κάθε χάντρα του ροζαρίου αντιστοιχεί και σε μία παράκληση.
4. Άγγελος του θανάτου στην Παλαιά Διαθήκη.
5. «Θεέ μου!» Προσφώνηση του Ιησού πάνω στον σταυρό.
6. Συμβολική μορφή στην ποίηση του Τρακλ.
7. Ονομασία κοιλάδας και ρυακιού ανάμεσα στην Ιερουσαλήμ και το Όρος των Ελαιών.