Category Archives: Herbert Marcuse

Έρως και Πολιτισμός – Marcuse: Η κοινωνική ψυχολογία του Freud

“Η ιδέα του ανθρώπου που παρουσιάζεται μέσα απ’ τη Φροϋδική θεωρία αποτελεί την πιο αδιάσειστη κατηγορία του Δυτικού πολιτισμού: και ταυτόχρονα την πιο ατράνταχτη υπεράσπιση του πολιτισμού αυτού. Κατά τον Φρόυντ, η ιστορία του ανθρώπου είναι η ιστορία της απώθησής του. Ο πολιτισμός περιορίζει όχι μόνο την κοινωνική αλλά και τη βιολογική του ύπαρξη, όχι μόνο μέρη της ανθρώπινης απόστασης αλλά τη δομή των ενστίκτων του καθαυτή. Απ’ την άλλη μεριά, τέτοιος περιορισμός αποτελεί την ίδια την προϋπόθεση της προόδου. Αφημένα ελεύθερα να επιδιώξουν τους φυσικούς τους σκοπούς, τα βασικά ένστικτα του ανθρώπου θα ήταν ασυμβίβαστα με κάθε είδους συνειρμό και διατήρηση διαρκείας: θα κατέστρεφαν ακόμα κι εκεί που ενώνουν.

Ο ανεξέλεγκτος Έρως είναι το ίδιο μοιραίος όπως και το θανατηφόρο αντίστοιχό του στοιχείο, το ένστικτο του θανάτου. Η καταστροφική τους δύναμη προέρχεται απ’ το γεγονός ότι επιζητούν μιαν ικανοποίηση που ο πολιτισμός αδυνατεί να τους προσφέρει: Την ικανοποίηση καθεαυτή και σαν αυτοσκοπό, οποιαδήποτε στιγμή. Γι αυτό τα ένστικτα: πρέπει, ν’ αποτραπούν απ’ το στόχο, τους, ν’ ανακοπούν στην επιδίωξή του σκοπού τους. Ο πολιτισμός αρχίζει όταν ο πρωτογενής αντικειμενικός σκοπός, η ακέραιη ικανοποίηση αναγκών, εγκαταλειφθεί αποτελεσματικά.

Ο Φρόυντ περιέγραφε την αλλαγή αυτή σαν μετασχηματισμό της αρχής της ηδονής σε αρχή της πραγματικότητας. (…) Αλλά η πραγματικότητα πού δίνει σχήμα στα ένστικτα καθώς και στις ανάγκες και την ικανοποίησή τους είναι ένας κοινωνικο-ιστορικός κόσμος.

Το γεγονός ότι η αρχή της πραγματικότητας πρέπει να αποκαθίσταται συνεχώς μέσα στην ανάπτυξη του ανθρώπου δείχνει πως ο θρίαμβος της επάνω στην αρχή της ηδονής δεν ήταν ποτέ πλήρης και ποτέ σίγουρος. Μέσα στη Φροϋδική σύλληψη ο πολιτισμός δεν τερματίζει μια και καλή μια «φυσική κατάσταση». Ο,τι ο πολιτισμός υποτάσσει και απωθεί, η διεκδίκηση της αρχής της ηδονής, συνεχίζει να υπάρχει μέσα στον πολιτισμό καθαυτό. Το υποσυνείδητο διατηρεί τους αντικειμενικούς σκοπούς της νικημένης αρχής της ηδονής.

Η επιστροφή των απωθημένων απαρτίζει την απαγορευμένη και υποχθόνια ιστορία του πολιτισμού. Και η διερεύνηση αυτής της ιστορίας αποκαλύπτει όχι μόνο το μυστικό του ατόμου αλλά και εκείνο του πολιτισμού. Η ατομική ψυχολογία του Φρόυντ είναι στην ίδια της την ουσία κοινωνική ψυχολογία, η απώθηση είναι ένα φαινόμενο ιστορικό.

Η αποτελεσματική υποταγή των ενστίκτων σε απωθητικούς ελέγχους επιβάλλεται όχι από τη φύση άλλα τον άνθρωπο. Ο πατριάρχης, σαν αρχέτυπο της κυριαρχίας, κάνει έναρξη της αλυσιδωτής αντίδρασης της υποδούλωσης, ανταρσίας και ενισχυμένης κυριαρχίας που χαρακτηρίζει την ιστορία του πολιτισμού.

Το ανελεύθερο άτομο ενδοπροβάλλει τους αφέντες του και τις εντολές τους στον ίδιο του το νου. Ο αγώνας κατά της ελευθερίας αναπαράγεται μέσα στην ψυχή του ανθρώπου σαν η αυταπώθηση του απωθημένου ατόμου και με τη σειρά της διατηρεί τους αφέντες και τους θεσμούς τους. Αυτή είναι η διανοητική δυναμική πού ο Φρόυντ ξεδιπλώνει μπροστά μας και σα δυναμική του πολιτισμού.

Το έργο του Φρόυντ χαρακτηρίζεται από μιαν ασυμβίβαστη επιμονή να εκθέσει το απωθητικό περιεχόμενο των ύψιστων άξιων και επιτευγμάτων του πολιτισμού. Εφόσον ο Φρόυντ κάνει αυτό το πράγμα, αρνείται την εξίσωση του λόγου με τη απώθηση που πάνω σ’ αυτή θεμελιώνεται η ιδεολογία του πολιτισμού. Η μεταψυχολογία του Φρόυντ είναι μια διαρκώς ανανεούμενη προσπάθεια αποκάλυψης κι αμφισβήτησης της τρομακτικής ανάγκης να συνδέονται εσωτερικά ο πολιτισμός και η βαρβαρότητα, η πρόοδος κι η ταλαιπωρία, η ελευθερία κι η δυστυχία, μια σύνδεση που σε τελευταία ανάλυση αποκαλύπτεται σαν εκείνη μεταξύ Έρωτα και Θανάτου. Ο Φρόυντ αμφισβητεί τον πολιτισμό όχι από ρομαντική ή ουτοπιστική σκοπιά αλλά με βάση την ταλαιπωρία και την αθλιότητα που συνεπάγεται η εφαρμογή του. Έτσι η πολιτιστική ελευθερία εμφανίζεται στο φως της ανελευθερίας και η πολιτιστική πρόοδος στο φως του περιορισμού. Αυτό δεν σημαίνει άρνηση του πολιτισμού: Η ανελευθερία και ο περιορισμός είναι τα αντίτιμά του.
Τα αποσπάματα από το βιβλίο: Herbert Marcuse, Έρως και Πολιτισμός, Κεφάλαιο Πρώτο: Η κρύφια τάση της ψυχανάλυσης, Εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1981, (σελ: 21-31).

bacon

Η χρονικότητα του καπιταλισμού είναι η σημειωτόν διαχρονική κινητικότητα του κεφαλαίου η οποία παράγει βλέμμα, αναπνοή και φόβο. Αυτό είναι και το έμβιο ον που παράγει το κεφάλαιο, ο χρόνος του έγκειται στην πεπερασμένη παροντική αναπνοή που εισπνέει μέχρι θανάτου, μια ασφυκτική παροντική αναπνοή. Το παρόν εδώ συνθλίβεται, η χρονικότητα ως το απατηλό τώρα.

Η κραυγή που συνθλίβει ακόμα και την πιο σιωπηλή σιωπή είναι η γλώσσα της καπιταλιστικής μορφής ζωής. Δεν μιλάει, δεν αποκρίνεται, δεν επικοινωνεί αλλά απολαμβάνει την μεταφυσική της ολοκλήρωση σε ένα κόσμο που κινείται κυκλικά και επιτόπια.

Το μόνο που υπάρχει είναι αυτό το παρόν. Αναπνεύστε γρήγορα γιατί πνίγεστε. Όλα συμβαίνουν τώρα, από το τώρα, για το τώρα για να μείνουν στο τώρα. Η καπιταλιστική βιασύνη είναι το επείγον που πρέπει να παραμείνει επείγον. Ζούμε το τώρα γιατί δεν υπάρχει μέλλον. Το αύριο στον καπιταλισμό μεταφράζεται ως φόβος. Το βλέμμα στο μέλλον είναι το φοβισμένο βλέμμα του καπιταλιστικού χρόνου. Είμαστε αλυσοδεμένοι αυτού του επίκαιρου φόβου που κυριαρχεί ατρόμητα και σπέρνει τρόμο κι άλλο φόβο.

Ο καπιταλισμός έχει απόλυτα ανάγκη το πεπερασμένο. Δεν υπάρχεις στον καπιταλισμό παρά μόνο ως μελλοθάνατος. Ο Χέγκελ εκφράζει την ουσία των πεπερασμένων ως “η ώρα της γέννησής τους είναι η ώρα του θανάτου τους”.

“Το μη-Είναι του Πεπερασμένου είναι το Είναι του Απόλυτου” (1). Αυτή είναι η ανταπάντηση σε μια μορφή ζωής που γεννιέται βασανιστικά για να θεωρεί τον θάνατο ως λύτρωση. Η απειρότητα, το ζωτικό δηλαδή στοιχείο του Απόλυτου, δεν είναι απλά το πεπερασμένο και δεν είναι το πεπερασμένο όχι γιατί εκδηλώνεται ως μια θεϊκή υπερπληρότητα αλλά επειδή ακριβώς προκύπτει από το ίδιο το πεπερασμένο ως άρνηση του εαυτού του.

Ισχυρίζεται ο Marcuse: “Είναι αρκετά φανερό από όσα είπαμε προηγουμένως ότι, όταν ο Χέγκελ στρεφόταν από την έννοια τής περατότητας στην έννοια τής απειρότητας, δεν μπορεί να αναφερόταν σε μια απειρότητα που θα ακύρωνε τα συμπεράσματα της προηγούμενης ανάλυσης του, δηλαδή δεν μπορεί να εννοούσε μιαν απειρότητα ξέχωρα ή πέρα από την περατότητα. Ή έννοια του άπειρου προέκυπτε μάλλον από μια ακριβέστερη ερμηνεία τής περατότητας.” (…) “Το άπειρο λοιπόν είναι ακριβώς η εσωτερική δυναμική του πεπερασμένου, που περικλείεται μέσα στην πραγματική του έννοια. Δεν είναι τίποτε άλλο από το γεγονός ότι η περατότητα – υπάρχει μόνο σαν ένα ξεπέρασμα του εαυτού”(2).

Ο άνθρωπος λοιπόν είναι η σχέση που έχει με το άπειρο όσο και με το πεπερασμένο. Με το πρώτο αποδεσμεύεται από την αποκλειστικότητα της θνητότητας ως ζώο σε μια “ποιητική της χειραφέτησης”. Ως πεπερασμένο έμβιο ον σχετίζεται με το άπειρο μέσω του οποίου ακυρώνει το ίδιο το πεπερασμένο. Αυτή είναι λοιπόν η αθανασία που ψάχνει ο άνθρωπος. Δεν υπερβαίνουμε τον θάνατο αλλά είμαστε αθάνατοι μέχρι που να έρθει ο θάνατος.

Η ζωή η ίδια ως ποιητική και πολιτική πράξη είναι το αθάνατο βίωμα μιας χρονικότητας φανερής και όμορφης που μπορείς να κοιτάζεις πίσω, εδώ και παρά πέρα χωρίς φόβο αλλά με θάρρος και δύναμη.

 

Αναφορές:

(1) Hegel, Επιστήμη της Λογικής, Δεύτερο κεφάλαιο, Η Αντίφαση, Δωδώνη, Αθήνα 1998, (σελ. 160)

(2) Herbert Marcuse, Λόγος και Επανάσταση, Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1999. (σελ.142,143)

Λόγος και Επανάσταση

“(…) Άφού όμως οί ανώτερες τάξεις μπορούσαν νά διατηρούν τά κεκτημένα, μέσα στό απολυταρχικό πλαίσιο, καί άφού δέν υπήρχε οργανωμένη εργατική τάξη, τό δη­μοκρατικό κίνημα σέ μεγάλη έκταση προερχόταν άπό τήν αγανά­κτηση τής ανίσχυρης μικροαστικής τάξης. Ή αγανάκτηση αυτή πήρε έντονη έκφραση στό πρόγραμμα τών ακαδημαϊκών Burschenschaften* καί τών προδρόμων τους Turnvereine. Γινόταν πο­λύς λόγος γιά ελευθερία καί ισότητα, άλλά επρόκειτο γιά μιά ελευθερία πού θά ήταν αποκλειστικά τό κεκτημένο προνόμιο τής τεκτονικής φυλής καί γιά μιά ισότητα πού έσήμαινε γενική φτώχεια καί στέρηση. Ή πνευματική καλλιέργεια θεωρούνταν σάν κάτι πού άνηκε στους πλούσιους καί τούς ξένους, καί είχε σκοπό νά διαφθείρει καί νά κάνει μαλθακό τό λαό. Τό μίσος γιά τούς Γάλλους συνοδευόταν άπό τό μίσος γιά τούς Εβραίους, τούς Κα­θολικούς καί τούς «ευγενείς». Τό κίνημα απαιτούσε έναν αληθινά «γερμανικό πόλεμο», ώστε νά μπορέσει ή Γερμανία νά αποκαλύ­ψει τήν «άφθονη υγεία τού εθνισμού της». Ζητούσε ένα «σωτήρα» γιά νά επιτύχει τή γερμανική ενότητα, ένα σωτήρα πού «ό λαός θά τού συγχωρήσει κάθε αμάρτημα». Τό κίνημα έκαιγε βιβλία καί καταφερόταν εναντίον τών Εβραίων. Θεωρούσε τόν εαυτό του υπεράνω τού νόμου καί τού συντάγματος επειδή «γιά τό σωστό σκοπό δέν υπάρχει νόμος». Τό κράτος έπρεπε νά οικοδομηθεί «έκ τών κάτω», άπό τόν έξαλλο ενθουσιασμό τών μαζών, καί ή «φυσική» ενότητα τού Λαού του “Εθνους (Volk) έπρεπε νά άντικαταστήσει τήν κατά στρώματα διάταξη τού κράτους καί τής κοινωνίας. Δέν είναι δύσκολο νά αναγνωρίσει κανείς σ’ αυτά τά «δημο­κρατικά» συνθήματα τήν ιδεολογία τής φασιστικής Volksgemein­schaft. Υπάρχει, έν προκειμένω, μιά πολύ στενότερη σχέση ανάμεσα στόν ιστορικό ρόλο τών Burschenschaften, μέ τό ρατσισμό καί τόν άντι-ορθολογισμό τους, καί στό ρόλο τού Έθνικοσοσιαλισμού, άπ’ αυτήν πού υπάρχει ανάμεσα στόν Έθνικοσοσιαλισμό καί τή θέση τού Χέγκελ. Ό Χέγκελ έγραψε τή Φιλοσο­φία τον Δικαίου γιά νά υπερασπιστεί τό κράτος εναντίον τής ψευδοδημοκρατικής ιδεολογίας, στήν οποία έβλεπε μιάν απειλή γιά τήν ελευθερία πιό σοβαρή άπό αυτήν πού αντιπροσώπευε ή συνεχιζόμενη κυριαρχία τών εξουσιοδοτημένων άρχων. Δέν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό τό έργο ενίσχυε τήν εξουσία αυτών τών άρχων καί βοηθούσε έτσι τή θριαμβεύουσα ήδη αντίδραση όμως, σέ σχετικά πολύ μικρό διάστημα αποδείχτηκε πώς είναι ένα όπλο κατά τής αντίδρασης. Διότι τό κράτος πού είχε στό νού του ό Χέγκελ ήταν ένα κράτος πού τό κυβερνούσαν οί κανόνες τού κριτικού λόγου καί οί καθολικά ισχύοντες νόμοι. Ή λογικότητα τού δικαίου, λέει, είναι τό στοιχείο ζωής τού σύγχρονου κράτους. « Ό νόμος είναι… ή λυδία λίθος πού μας βοηθάει νά ξεχωρίζουμε τούς δήθεν αδελφούς καί φίλους τού λεγομένου λαού»1 7 , θά δού­με ότι ό Χέγκελ έχει συνυφάνει αυτό τό θέμα μέσα στήν ώριμη του πολιτική φιλοσοφία. Δέν υπάρχει αντίληψη πιό συμβιβάσιμη μέ τή φασιστική ιδεολογία άπό εκείνη πού θεμελιώνει τό κράτος σ’ ένα καθολικό καί έλλογο δίκαιο πού εξασφαλίζει τά συμφέροντα όλων τών ατόμων ανεξαρτήτως τής φυσικής καί κοινωνικής τους κατάστασης.” (σελ: 180-181)

“Ή επανά­σταση εξαρτάται πράγματι άπό ένα σύνολο αντικειμενικών συν­θηκών: απαιτεί ένα ορισμένο επίπεδο υλικού καί πνευματικού πολιτισμού, μιά συνειδητή καί οργανωμένη εργατική τάξη σέ παγκόσμια κλίμακα καί μιά όξυνση τής ταξικής πάλης. Όλ’ αυτά όμως γίνονται επαναστατικές συνθήκες μόνο άν συλλαμβάνονται καί κατευθύνονται άπό μιά συνειδητή δραστηριότητα πού άποβλέπει στό σοσιαλισμό. Καμιά αναγκαιότητα καί κανένας αναπό­τρεπτος αυτοματισμός δέν εγγυάται τή μετάβαση άπό τόν καπιτα­λισμό στό σοσιαλισμό.” (σελ: 302-303)

“Στήν πορεία τής σύγχρονης κοινω­νίας «ό εργάτης γίνεται ολοένα καί φτωχότερος όσο αυξάνεται ό πλούτος πού παράγει, δσο αυξάνεται ή παραγωγή του σέ ισχύ καί μέγεθος. Ό εργάτης γίνεται ένα όλο καί φθηνότερο εμπόρευμα, δσο περισσότερα εμπορεύματα παράγει. Μέ τήν εκμετάλλευση (Verwertung) τού κόσμου τών αντικειμένων προωθείται σέ άμεση αναλογία ή υποτίμηση τού κόσμου τών ανθρώπων». Ή κλασική πολιτική οικονομία (ό Μαρξ αναφέρεται στόν Adam Smith καί τόν J.B.Say) παραδέχεται δτι ακόμη καί ό μεγάλος κοινωνικός πλούτος γιά τόν εργάτη δέν σημαίνει παρά «ακατάπαυτη φτώ­χεια»” (σελ: 263)

“Ό αλλοτριωμένος άπό τό προϊόν του εργάτης αλλοτριώνεται συγχρόνως καί άπό τόν εαυτό του. Ή ίδια του ή εργασία παύει νά τού ανήκει, καί τό γεγονός ότι γίνεται ιδιοκτησία ενός άλλου μαρτυράει μιάν αποστέρηση πού αγγίζει τήν ίδια τήν ουσία τού άνθρωπου. Ή εργασία στήν αληθινή της μορφή είν’ ένα μέσο γιά τήν αυθεντική αύτοεκπλήρωση τού άνθρωπου, γιά τήν πλήρη ανάπτυξη τών δυνατοτήτων του ή συνειδητή χρησιμοποίηση τών φυσικών δυνάμεων θά έπρεπε νά συντελείται γιά τήν ικανοποίη­ση καί τήν απόλαυση του. Στήν τρέχουσα μορφή της, όμως, ή ερ­γασία σακατεύει όλες τίς ανθρώπινες ικανότητες καί απαγορεύει τήν ικανοποίηση. Ό εργάτης «δέν καταφάσκει άλλά αντιφάσκει στήν ουσία του». «Αντί νά αναπτύσσει τίς ελεύθερες φυσικές καί πνευματικές του δυνάμεις, απονεκρώνει τό σώμα του καί κατα­ στρέφει τό πνεύμα του. Γι’ αυτό νιώθει στόν εαυτό του όταν είναι έξω άπό τή δουλειά του, καί έξω άπό τόν εαυτό του όταν είναι στή δουλειά του. Βρίσκεται στά νερά του όταν δέν δουλεύει, καί έξω άπό τά νερά του όταν δουλεύει. Ή δουλειά του, συνεπώς, δέν γίνεται εθελοντικά, άλλά μέ καταναγκασμό. Είναι καταναγ­καστική εργασία. Δέν αποτελεί συνεπώς ικανοποίηση μιάς ανάγκης, άλλά μονάχα ένα μέσον γιά τήν ικανοποίηση αναγκών εξωτερικών πρός αυτήν»” (σελ: 266-267)

“Ό Μαρξ αναφέ­ρεται στήν καθοριστική σύλληψη τού Χέγκελ πού τού αποκάλυψε ότι ή κατάσταση τού κυρίου καί τού δούλου προκύπτει αναγκαία άπό ορισμένες σχέσεις εργασίας οί όποιες, μέ τή σειρά τους, είναι σχέσεις ενός «πραγμοποιημένου» κόσμου. “Ετσι, ή σχέση κυρίου καί δούλου δέν είναι μιά αιώνια ούτε μιά φυσική σχέση, άλλά έχει τίς ρίζες της σέ έναν ορισμένο τρόπο εργασίας καί στή σχέση πού έχει ό άνθρωπος μέ τά προϊόντα τής εργασίας του.” (σελ: 122)

Herbert Marcuse, Λόγος και Επανάσταση, Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1999.