Βλαδίμηρος: Θα κρεμαστούμε αύριο. (Πάυση) Εκτός αν έρθει ο Γκοντό.
Έστραγκον: Κι αν έρθει;
Βλαδίμηρος: Σωθήκαμε. (Ο Βλαδίμηρος βγάζει το καπέλο του, του Λάκυ, κοιτάζει στο εσωτερικό του, χώνει μέσα το χέρι του και ψάχνει, το τινάζει, το χτυπάει στον τέπε, το ξαναφοράει.)
Έστραγκον: Λοιπόν, φεύγουμε;
Βλαδίμηρος: Ανέβασε τα βρακιά σου.
Έστραγκον: Ε;
Βλαδίμηρος: Ανέβασε τα βρακιά σου.
Έστραγκον: Να κατεβάσω τα βρακιά μου;
Βλαδίμηρος: Να ΑΝΕβάσεις τα βρακιά σου.
Έστραγκον: (βλέποντας πως το παντελόνι του είναι πεσμένο.) Α ναι. (Ανεβάζει το παντελόνι του. Σιωπή.)
Βλαδίμηρος: Λοιπόν, φεύγουμε;
Έστραγκον: Πάμε.
Δε σαλεύουν.
ΑΥΛΑΙΑ
Samuel Beckett, Περιμένοντας τον Γκοντό, 1948