Category Archives: Theodor W. Adorno

“Φούγκα θανάτου”: Celan, Bach και Adorno

ΜΕΤΑΓΡAΦΟΝΤΑΣ Ἢ AΠΟΔΟΜΩΝΤΑΣ ΤOΝ JOHANN SEBASTIAN BACH

“Δομικὸ καὶ αἰσθητικὸ πρότυπο τοῦ ποιήματος εἶναι ἡ μουσικὴ σύνθεση τῆς φούγκας: δύο μουσικὰ θέματα, ἕνα κύριο (Hauptthema) κι ἕνα δευτερεῦον ἢ θέμα-ἀντί, ἀντίθεμα (Gegenthema), τοποθετοῦνται τὸ ἕνα ἀπέναντι στὸ ἄλλο καὶ ἀναπτύσσονται σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῆς ἀντίστιξης (contra- punctum). Ἡ φούγκα ξεκινᾶ μονοφωνικὰ μὲ τὴν ἔκθεση τοῦ θέματος στὴν βασικὴ μουσικὴ κλίμακα (Dux). Ακολούθως, μία δεύτερη φωνὴ εἰσάγει τὸ θέμα, ἐλαφρῶς παραλλαγμένο, ὡς ἕνα εἶδος ‘ἀπάντησης’ (Comes), ἐνῶ ἡ πρώτη φωνὴ ἀναλαμβάνει τὸν ρόλο τῆς ἀντίστιξης. Tὸ σύμπλεγμα τῆς θεματικῆς ἔκθεσης καὶ τῆς ‘ἀπάντησης’ συνιστοῦν τὸ δομικὸ ὑλικὸ τῆς φούγκας, τὴν δομική της ἐκτέλεση (Exposition) ποὺ ἐπαναλαμβάνεται σὲ διαδοχικὰ ἢ καὶ ἐπάλληλα μέρη ὄχι κατ’ ἀνάγκην ὅμοια μεταξύ τους, διευρυμένα ἢ συντομευμένα, ἐνίοτε διπλασιασμένα, ἀντεστραμμένα σὰν σὲ καθρέφτη (καθρέφτισμα / Spiegelung) ἢ κίνηση καρκινική. Αὐτὲς οἱ ἀντιστικτικὲς παραλλαγὲς ἐξυπηρετοῦν τὴν δυναμικὴ ἀναβίβαση στὴν πολυφωνικὴ ἐξέλιξη. Ἀκόμη, ἡ τεχνικὴ ‘στρέττο’, ἡ στενὴ συμπόρευση τῶν δύο φωνῶν, Duc καὶ Comes, καὶ ἡ γρήγορη ἐκδίπλωσή τους ἐντείνουν ἐσωτερικὰ καὶ κορυφώνουν τὸν ρυθμὸ τῆς φούγκας. Τὸ τέλος δίνεται μὲ τὴν ἑνοποίησή τους, γνωστὴν ὡς Coda (“Fischerlexikon”, 1957, 55, 56).

Ὁ Meister τῆς φούγκας εἶναι ὁ Johann Sebastian Bach (1685- 1750). Ἄρχισε νὰ γράφει τὸ “Kunst der Fuge” («Τέχνη τῆς φούγκας»), 21 ἀντιστίξεις καὶ κανόνες, τὸ 1736, χωρὶς νὰ ὑποπτεύεται ὅτι τὸ ἔργο, ἂν καὶ παραδομένο ἡμιτελές, θὰ τὸν ἀπασχολήσει ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Στὴν τελευταία ἀντίστιξη, τῆς ὁποίας τὰ τέσσερα μέρη ἔχουν κατανεμηθεῖ στοὺς τέσσερις φθόγγους τοῦ ὀνόματός του, Β-Α-C-H, λείπουν ἑπτὰ μουσικὰ μέτρα. Αὐτὰ τὰ ἐλλείποντα μέτρα καλοῦνται νὰ καλύψουν συμβολικὰ οἱ μουσικοὶ τῆς αὐτοσχέδιας ὀρχήστρας τοῦ Auschwitz (Fénelon, 1980). Ὁ ἐπιζήσας ἑβραῖος ποιητὴς ἐπιχείρησε κάτι περισσότερο: νὰ μεταγράψει τὴν φούγκα τοῦ Bach σὲ ποιητικὴ παρτιτούρα καὶ νὰ στηλιτεύσει τὴν φενακισμένη συνείδηση τοῦ μέσου γερμανοῦ, τοῦ κοινότοπου κακοῦ, ποὺ μπορεῖ μὲ τὴν ἴδια εὐκολία νὰ συγκινεῖται ἀκούγοντας μουσικὴ δωματίου καὶ νὰ στέλνει παιδιὰ στοὺς θαλάμους ἀερίων.
Στὸ ποίημα τοῦ Celan καταγράφεται ὁ ραφιναρισμένος σαδισμὸς καὶ ἡ ἀνερμάτιστη βαρβαρότητα τοῦ γερμανοῦ δήμιου ὡς ἐκτροχιασμός, χωρὶς παλινόρθωση, τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους. Στὴν πρώτη δημοσίευση τοῦ ποιήματος, σὲ ρουμανικὴ μετάφραση ἀπὸ τὸν Petre Solomon καὶ μὲ τὸν τίτλο “Todestango“, διαβάζουμε τὸ συνοδευτικὸ σημείωμα: «Τὸ ποίημα […] ἀναφέρεται σὲ πραγματικὰ γεγονότα. Στὸ Lublin [Λούμπλιν] καὶ ἄλλα ναζιστικὰ στρατόπεδα θανάτου ὁρισμένοι ἀπὸ τοὺς καταδικασμένους ὑποχρεώνονταν νὰ παίζουν μουσική, τὴν ὥρα ποὺ ἄλλοι ἔσκαβαν τάφους» (περ. Contemporanul, Bukarest, Νr. 42, 2 Μαΐου 1947). Tὸ ποίημα στὴν γερμανικὴ ἐκδοχή του περιλαμβάνεται στὴν πρώτη ποιητικὴ συλλογὴ “Der Sand aus den Urnen” («Ἡ ἄμμος ἀπὸ τὶς ὑδρίες», 1948, μὲ δύο λιθογραφίες τοῦ Edgar Jené, ἐκδ. A. Sexl, Bιέννη). Τὸ ‘ταγκὸ’ ἔχει δώσει τὴν θέση του στὴν ‘φούγκα’. Ποιοί λόγοι ὑπαγόρευσαν αὐτὴν τὴν πολλῶν παραδηλώσεων ἀλλαγή;
Ὁ Celan δὲν θέλει ἕνα ποίημα-μαρτυρία ̇ δὲν θέλει τὸν αὐτόπτη μάρτυρα, ἐπειδὴ αὐτὸς ὁ μάρτυρας δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. Ἀντιθέτως, ἡ φούγκα ὁρίζει τὴν ἀναζήτηση μιᾶς φωνῆς (θέμα καὶ θέμα-ἀντί’), ἔστω καταδικασμένης νὰ μὴν ἠχήσει. Τὸ σπουδαιότερο, τὸ ποίημα ἀκολουθεῖ πιστὰ τὴν δομικὴ ἐξέλιξη τῆς φούγκας τοῦ Bach, τοῦ (Kapell-) Meister τῆς Γερμανίας. Τί ἀκριβῶς σημαίνει ἡ λέξη; Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας (πρωτο-) μάστορας. Ἡ λέξη προσδιορίζει τοὺς πάντες, ἀπὸ τὸν Θεὸ μέχρι τὸν μικροϊδιοκτήτη. Ὁ John Felstiner, ὁ βιογράφος τοῦ Celan, θεωρεῖ τὸν Bach τὸν κατ’ ἐξοχὴν Meister aus Deutschland (2008, 63). Τὸ ποίημα τοποθετεῖ ἀπέναντί του (Gegenthema) ἕναν ἀντίπαλο μυημένον στὴν μαγγανεία τῆς τέχνης, ἕναν μείζονα εἴρωνα τῆς μουσικῆς λειτουργίας. (…)

«Ἡ Φούγκα θανάτου δίνει πίσω στὸν κόσμο τὰ στρατόπεδα ἐξόντωσης καὶ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν κόσμο νὰ ἐπιστρέφει διαρκῶς σ’ αὐτοὺς τοὺς τόπους» (Jakob, 1993, σ. 146). Δὲν εἶναι memento mori οὔτε θρῆνος. Δὲν εἶναι προσευχὴ οὔτε ψαλμός. Ὁ Celan γράφει στὴν I. Bachmann: «Εἶναι ἕνα ἐπιτύμβιο κι ἕνας τάφος […]. Καὶ ἡ μάνα μου ἔχει μόνο αὐτὸν τὸν τάφο» (12.11.1959). Ὁ ποιητὴς κυριολεκτεῖ: Δὲν ὑπάρχουν μεταφορὲς καὶ ἀλληγορίες (ἀπάντηση στὸν W. Jens, 19.5.61). Tὸ «μαῦρο γάλα τῆς αὐγῆς», οἱ «τάφοι στὸν ἀέρα» δὲν ἀποτελοῦν ποιητικὲς εἰκόνες καὶ ὀξύμωρα. Ἡ μητρικὴ γλώσσα θὰ περάσει μέσα ἀπὸ τὸ ἴδιο της τὸ σκοτάδι, τὴν γλώσσα τῶν δολοφόνων, γιὰ νὰ βγεῖ στὸ φῶς. Στὸν V. Lohniský ὁ Celan δηλώνει: «Στὸ ποίημα αὐτὸ προσπάθησα νὰ φέρω στὴν γλώσσα τὴν τερατωδία τῶν θαλάμων ἀερίων» (7.6.1960). Καὶ στὴν ὁμιλία του, κατὰ τὴν ἀπονομὴ τοῦ βραβείου Büchner, τονίζει: «Μαῦρο γάλα τῆς αὐγῆς: Δὲν εἶναι καμιὰ ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς μεταφορὲς σὲ πτώση γενική, ὅπως παρουσιάζονται ἀπὸ τοὺς λεγόμενους κριτικούς μας, γιὰ νὰ μὴν μποροῦμε πιὰ νὰ προχωρήσουμε στὸ ποίημα ̇ δὲν πρόκειται πλέον γιὰ κανένα σχῆμα λόγου […], εἶναι πραγματικότητα […]» (“Der Meridian”, 22 Ὀκτ. 1960).”

AΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤῸΝ AΡΝΗΤΙΚO AΦΟΡΙΣΜO ΤΟΥ ADORNO

“Ὁ Adorno ἀπαντᾶ, στὴν διάλεξη μὲ τίτλο “Engagement oder künstlerische Autonomie” («Στράτευση ἢ καλλιτεχνικὴ αὐτονομία»), καὶ διευκρινίζει ἐπιμένοντας στὴν θέση του: «Τὴν πρόταση, πὼς εἶναι βαρβαρότητα νὰ γράφεις ποίηση μετὰ τὸ Auschwitz, δὲν θέλω νὰ τὴν μετριάσω ̇ […] Ἀλλὰ διατηρεῖ τὴν ἀλήθεια της καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Enzensberger, πὼς ἡ ποίη- ση πρέπει ἴσα ἴσα νὰ ἀντισταθεῖ σ’ αὐτὴ τὴν ἀπόφανση, δηλαδὴ νὰ μὴν παραδοθεῖ στὸν κυνισμὸ μέσα ἀπὸ τὴν ἁπλῆ ὕπαρξή της μετὰ τὸ Auschwitz […]. Ἡ ὑπερβολὴ στὸν πραγματικό, βιωμένο πόνο δὲν ἀντέχει κανενὸς εἴδους λήθη ̇ ἡ θεολογικὴ ρήση τοῦ Pascal ‘Δὲν ἔχουμε πλέον τὸ δικαίωμα νὰ κοιμόμαστε’, πρέπει νὰ ἐκκοσμικευθεῖ»9. Οἱ ἐπιφυλάξεις του γιὰ τὴν ἀναπαράσταση μιᾶς γενοκτονίας, τὴν παρουσίαση τοῦ Ὁλοκαυτώματος ποὺ «ἔκοψε τὴν ἀνάσα καὶ τὴν λέξη», διατηροῦνται.

Ὅταν, ὅμως, διαβάσει τὴν «Φούγκα…» καὶ γνωρίσει καλύτερα τὴν ποίηση τοῦ Celan, θὰ ἀναθεωρήσει τὴν ἄποψή του καί, ὁρισμένως, θὰ συνηγορήσει ὑπὲρ τῆς ποίησης. Γράφει στὸ Paralipomenon γιὰ τὸν Celan: «[…] Αὐτὴ ἡ ποίηση εἶναι διαποτισμένη ἀπὸ τὴν ντροπὴ τῆς τέχνης μπροστὰ στὸν πόνο ποὺ εἶναι πάνω τόσο ἀπὸ τὴν ἐμπειρία ὅσο καὶ τὸν ἐξευγενισμό [Sublimierung]. Τὰ ποιήματα τοῦ Celan θέλουν νὰ μιλήσουν, μέσα ἀπ’ τὴν ἀποσιώπηση, γιὰ τὴν ἀπόλυτη φρίκη. Τὸ ἴδιο τὸ περιεχόμενο τῆς ἀλήθειας τους γίνεται ἕνα Ἀρνητικό. Μιμοῦνται μιὰ γλώσσα κάτω ἀπὸ τὴν ἀβοήθητη γλώσσα τοῦ ἀνθρώπου […], αὐτὴν τοῦ νεκροῦ ἀπὸ πέτρα καὶ ἄστρο». Συνηγορία τῆς ποίησης τοῦ Ὁλοκαυτώματος μὲ τὴν ἀπαίτηση γιὰ ἕνα ὑψηλὸ καλλιτεχνικὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ καὶ μαθητεία στὸν χασσιδισμὸ ποὺ ἐπιβάλλει τὴν ἄφωνη κραυγή, τὴν σιωπή, ὡς τὴν μόνη κατάλληλη ἀντίδραση στὴν βία καὶ τὴν τρομοκρατία (Martin Buber). Ὁ Adorno βλέπει στὸν Celan τὸν σπουδαιότερο ἐκπρόσωπο τῆς ἑρμητικῆς ποίησης νὰ ἀντιστρέφει μὲ τὴν οὐσία τῆς ἐμπειρίας τὴν ἔννοια τοῦ ἑρμητικοῦ. Τὸ 1966, στὴν «Ἀρνητικὴ διαλεκτική», κλείνει τὸν κύκλο τοῦ παράξενου ἀφορισμοῦ μὲ τὸν ὁποῖο ἡ φιλοσοφία ἀναμετρήθηκε μὲ τὴν ποίηση ἐπάνω στὴ ζεστὴ ἀκόμη τέφρα τῆς Shoah σὲ μιὰ κρίση συνείδησης γιὰ τὸ κακὸ ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ ἀποτρέψει: «Ὁ διαιωνιζόμενος πόνος ἔχει τὸ ἴδιο δικαίωμα στὴν ἔκφραση ὅσο ὁ βασανιζόμενος νὰ οὐρλιάζει ̇ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἴσως ἦταν σφάλμα νὰ μὴν ἐπιτρέπεται νὰ γράφονται πιὰ ποιήματα μετὰ τὸ Auschwitz»

Πηγή: Περιοδικό Οροπέδιο #10 Άνοιξη 2011

 

Paul Celan: Φούγκα θανάτου

Μαῦρο γάλα τῆς αὐγῆς τὸ πίνουμε τὸ βράδυ

τὸ πίνουμε τὸ μεσημέρι καὶ πρωὶ τὸ πίνουμε τὴ νύχτα πίνουμε καὶ πίνουμε

σκάβουμε τάφους ψηλὰ στὸν ἀέρα ἐκεῖ ξαπλώνουμε ἁπλόχωρα

5 Ἕνας ἄντρας εἶναι στὸ σπίτι ποὺ παίζει μὲ τὰ φίδια ποὺ γράφει

γράφει ὅταν σκοτεινιάζει στὴ Γερμανία τὰ χρυσαφένια σου μαλλιὰ Μαργαρίτα

τὸ γράφει καὶ βγαίνει ἀπ’ τὸ σπίτι κι ἀστράφτουν τ’ ἀστέρια σφυρίζει κοντά του τὰ σκυλιά

σφυρίζει ἔξω τοὺς Ἑβραίους του νὰ σκάψουν ἕνα τάφο στὴ γῆ

μᾶς διατάζει ἐμπρὸς παῖξτε τώρα γιὰ χορό

10 Μαῦρο γάλα τῆς αὐγῆς σὲ πίνουμε τὸ βράδυ

σὲ πίνουμε τὸ μεσημέρι καὶ πρωὶ σὲ πίνουμε τὴ νύχτα πίνουμε καὶ πίνουμε

Ἕνας ἄντρας εἶναι στὸ σπίτι ποὺ παίζει μὲ τὰ φίδια ποὺ γράφει

γράφει ὅταν σκοτεινιάζει στὴ Γερμανία τὰ χρυσαφένια σου μαλλιὰ Μαργαρίτα

15 Στάχτη τὰ μαλλιά σου Σουλαμίτη σκάβουμε τάφους ψηλὰ στὸν ἀέρα

ἐκεῖ ξαπλώνουμε ἁπλόχωρα

Φωνάζει χτυπᾶτε πιὸ βαθειὰ στὸ χῶμα ἐσεῖς ἐδῶ ἐσεῖς οἱ ἄλλοι τραγουδᾶτε καὶ παίζετε

πιάνει στὴ ζώνη τὸ σιδερικὸ τὸ ἀνεμίζει τὰ μάτια του εἶναι γαλανά

χτυπᾶτε πιὸ βαθειὰ τὰ φτυάρια ἐσεῖς ἐδῶ ἐσεῖς οἱ ἄλλοι παίζετε κι ἄλλο γιὰ χορό

20 Μαῦρο γάλα τῆς αὐγῆς σὲ πίνουμε τὸ βράδυ σὲ πίνουμε τὸ μεσημέρι καὶ πρωὶ σὲ πίνουμε τὴ νύχτα

πίνουμε καὶ πίνουμε

ἕνας ἄντρας εἶναι στὸ σπίτι τὰ χρυσαφένια σου μαλλιὰ Μαργαρίτα

στάχτη τὰ μαλλιά σου Σουλαμίτη ποὺ παίζει μὲ τὰ φίδια

Φωνάζει παῖξτε πιὸ γλυκὰ τὸν θάνατο ὁ θάνατος εἶν’ ἕνας μάστορας ἀπὸ τὴ Γερμανία

25 φωνάζει χτυπᾶτε τὰ βιολιὰ πιὸ σκοτεινὰ κι ἀνεβεῖτε μετὰ σὰν καπνὸς

στὸν ἀέρα θά ̓χετε τότε ἕνα τάφο στὰ σύννεφα νὰ ξαπλώνετε ἁπλόχωρα

Μαῦρο γάλα τῆς αὐγῆς σὲ πίνουμε τὴ νύχτα

σὲ πίνουμε τὸ μεσημέρι ὁ θάνατος εἶν’ ἕνας μάστορας ἀπὸ τὴ Γερμανία

σὲ πίνουμε βράδυ καὶ πρωὶ πίνουμε καὶ πίνουμε

30 ὁ θάνατος εἶν’ ἕνας μάστορας ἀπὸ τὴ Γερμανία τὸ μάτι του εἶναι γαλανό

σὲ πετυχαίνει μὲ μολυβένια σφαίρα σὲ πετυχαίνει ἀκριβῶς

ἕνας ἄντρας εἶναι στὸ σπίτι τὰ χρυσαφένια σου μαλλιὰ Μαργαρίτα

ἀμολάει τὰ σκυλιά του ἐπάνω μας τάφους μᾶς δωρίζει στὸν ἀέρα

παίζει μὲ τὰ φίδια καὶ ὀνειρεύεται ὁ θάνατος εἶν’ ἕνας μάστορας ἀπὸ τὴ Γερμανία

35 τὰ χρυσαφένια σου μαλλιὰ Μαργαρίτα στάχτη τὰ μαλλιά σου Σουλαμίτη

 

 

Είτε-είτε; Ούτε-ούτε

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ – Ν. Καρούζος

 

Η κότα έκανε τ ’ αβγό

ή το αβγό την κότα;

Είτε-είτε;

Ούτε-ούτε.

 

Η μη-κότα έκανε το μη-αβγό

ή το μη-αβγό τη μη-κότα;

Είτε-είτε;

Ούτε-ούτε.

 

Η κότα έκανε το μη-αβγό

ή τ’ αβγό τη μη-κότα;

Είτε-είτε;

Ούτε-ούτε.

 

Η μη-κότα έκανε τ ’ αβγό

ή το μη-αβγό την κότα;

Είτε-είτε;

Ούτε-ούτε.

 

Η κότα-μη-κότα έκανε τ ’ αβγό

ή το αβγό-μη-αβγό την κότα;

Είτε-είτε;

Ούτε-ούτε.

 

Η κότα-μη-κότα έκανε το μη-αβγό

ή το αβγό-μη-αβγό τη μη-κότα;

Είτε-είτε;

Ούτε-ούτε.

 

Η κότα-μη-κότα έκανε τ ’ αβγό-μη-αβγό

ή το αβγό-μη-αβγό την κότα-μη-κότα;

Είτε-είτε;

Ούτε-ούτε.

 

Σε τι χρησιμεύει ακόμα η φιλοσοφία;

Πάνω απ’ όλα δεν μπορεί κανείς να περιμένει τίποτα καλύτερο από κάποιον, που δουλειά του εί­ναι να διδάσκει φιλοσοφία, που η αστική του ύπαρξη έξαρταται ακριβώς από το να συνεχίσει να διδάσκεται, και που θίγει τα ίδια του τα χειροπιαστά συμφέροντα τη στιγμή που θα εκφρασθεί αρνητικά. 9

Μια φιλοσοφία που ανταποκρίνεται σ’ αυτό που θέλει η ίδια να είναι και που δεν σέρνεται παιδιαρίζοντας πίσω απ’ τη δική της ιστορία και την ιστορία των πραγμά­των, έχει πηγή ζωής της την αντίσταση ενάντια στην επικρατούσα σημερινή στάση κι ενάντια σ’ αύτο που υπηρετεί, ενάντια στη δικαιολόγηση του σήμερα υπάρχοντος. 12

Μια φιλοσοφία, που θα είχε την πρόθεση να παρουσιασθεί και τώρα ως καθολική, ως σύστημα, θα γινόταν σύστημα παρανοϊκό. Αν όμως παραιτηθεί από την αξίωση απολυτό­τητας αν δεν αξιώνει πια την ανάπτυξη, από μέσα της, του όλου, που θα αποτελεί την αλήθεια, έρχεται σε σύγκρουση με το σύνολο της ίδιας της της παράδοσης. Αυτό είναι το τίμημα που πρέπει να καταβάλει για το οτι, με το να ιαθεί από το δικό της παρανοϊκό σύστημα, δίνει όνομα στο σύστημα της πραγματικότητας. (…) Μια φιλοσοφία, όπως θα ήταν σήμερα η μόνη δυνα­τή υπεύθυνη, δεν πρέπει να ισχυρίζεται πως κατέχει το απόλυτο, θα πρέπει μάλιστα ν’ απαγορεύσει στον εαυτό της κάθε σκέψη πάνω σ’ αυτό, ακριβώς για να μη το προδώσει, και παρ’ όλα αυτά να μην αφήσει να απαλλοτριωθεί τίποτε από την εμφατική έννοια της αλήθειας. Αυτή η αντίφαση είναι το στοιχείο της. Την καθορίζει ως αρνητική. (12,13)

Αν η φιλοσοφία είναι ακόμη αναγκαία, τότε είναι μόνο με τον τρόπο που ήταν πάντα, δηλαδή ως κριτική, ως αντίσταση ενάντια στην αυξανόμενη ετερονομία, ως ενίσχυ­ση έστω προσπάθεια της σκέψης να παραμείνει κυρία του, εαυτού της και να εξελέγξει τόσο την αντεστραμμένη μυθολογία, όσο και την τυφλά ηττοπαθή προσαρμογή με το μέτρο της ίδιας τους της αναλήθειας. (…) Όχι βέβαια πως μπορούμε να ελπίζουμε, ότι η φιλοσοφία είναι σε θέση να υπερνικήσει τις πολιτικές τάσεις που σ’ όλο τον κόσμο, απ’ τα μέσα κι απ’ τα έξω, στραγγαλίζουν την ελευθερία και που η βία που ασκούν φτάνει ως βαθειά μέσα στις φιλοσοφικές αλληλουχίες επιχειρημά­των. Ο,τι εκτυλίσσεται στο εσωτερικό της έννοιας, αντικατοπτρίζει κάτι από την κίνηση της πραγματικότητας. (17-18)

Η διαλεκτική δεν είναι μια τρίτη άποψη, αλλά η προσπάθεια να κάνει με εμμενή κριτική τις διάφορες φιλοσοφικές απόψεις να ξεπεράσουν τον εαυτό τους και την αυθαιρεσία του σκέπτεσθαι με απόψεις. Απέναντι στην απλοϊκότητα της αυ­θαίρετης συνείδησης, που θεωρεί ως απεριόριστο ό,τι περιο­ρισμένο της είναι δεδομένο, φιλοσοφία είναι η δεσμευτική προσήλωση στην μη απλοϊκότητα. Σ’ έναν κόσμο, ο όποιος όντας πέρα για πέρα κοινωνικά καθορισμένος είναι τόσο πιο ισχυρός απέναντι στα μεμονωμένα άτομα που σχεδόν δεν μέ­νει σ’ αυτά τίποτε άλλο απ’ το να τον δεχθούν όπως παρου­σιάζεται, μια τέτοια απλοϊκότητα αναπαράγεται αμείωτα και ολέθρια. Αυτό που τους επιβάλλει με βία ενα άμετρο σύ­στημα, που το αποτελούν τα ίδια και στο όποιο βρίσκοντας μπλεγμένα, κι αυτό που αποκλείει δυνάμει στοιχεία που υπάρχουν φύσει, λειτουργεί γι’ αυτά σαν να ήταν το ίδιο φύ­ση. Η εμπραγματωμένη συνείδηση είναι τέλεια απλοϊκή και, ως έμπραγμάτωση, τέλεια μη άπλοϊκή. Η φιλοσοφία θα είχε καθήκον να διαλύσει τόσο το φαινομενικά αυτονόητο όσο και το φαινομενικά ακατανόητο. (21-22)

Theodor W. Adorno, Σε τι χρησιμεύει ακόμα η φιλοσοφία; Εκδόσεις Εράσμος, 1979.