Category Archives: Uncategorized

Νυχτολόγιο 11: ΑΚΕΛ-ΚΚΚ

​Το παρελθόν έφτασε να βρωμάει αντι-σηπτικό υγρό ναφθαλίνης. Το παρελθόν γίνεται το χρονικό διάστημα μεταξύ απελπισίας και συμπόνιας:  

Η ιστορία κάνει εμετό την φθορά.

Η ιστορία κάνει την απόλαυση βάσανο σε μια κοσμική  εξουσία ενός αιώνιου αυνανισμού. 

Η ιστορία γαμάει τους τυπικούς κανόνες της εξουσίας και της νοθευμένης λογικής. 

Η ιστορία βγάζει την γλώσσα της στους καθοδηγητές πρωτοπόρους με πελατολόγια και τιμολόγια.

Η ιστορία φτύνει τους ακόλουθους που ψάχνουν μια θέση στην ασφάλεια της αποστολής τους στον κόσμο.

Η ιστορία κάνει γαργάρα τα παιδιά της επιχειρηματικής επανάστασης.

Η ιστορία χέστηκε για την καριερίστικη μετα- μαρξιστική βιβλιογραφία και τα διδακτορικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας.

Η ιστορία πεινάει να φάει τους τέλειους μαρξιστές.

Η ιστορία διψάει για αίμα των αβασάνιστων σκέψεων.

Η ιστορία γονιμοποιεί την καταστροφή όταν με απελπισία ήττας διατηρείται το απαλλαγμένο από καρδιά μαγικό φίλτρο.

Η ιστορία χαρίζει την αφθονία των πράξεων με σκοπό την εξόντωση των ζιζανίων. 

Η ιστορία δεν έχει τέλος γιατί η σκέψη δεν αφήνει περιθώρια στην εικόνα της ακαδημίας να κάνει κουμάντο.

Η ιστορία δεν έχει τέλος γιατί η πράξη δεν αφήνει περιθώρια στην κίνηση των μελλοθανάτων να ηγηθούν την χειραφέτηση. 

Το ξεχασμένο έκτο Νυχτολόγιο: ο λόγος που θρηνεί

Ο λόγος θρηνεί στα χέρια των λυτρωτών μιας μάστιγας βλακείας. Η ποίηση που ομορφαίνει τον κόσμο και τον νου είναι ποίηση εκστατική. Μια ποίηση που αρέσει στους μεταφυσικούς ναζί και στους γλωσσοπλάστες θεολόγους. Η εκστατική ποίηση γράφεται στην καρέκλα, στο γραφείο, στην πολυθρόνα και σε βουλιάζει στην εκστατική λαμπάδα του χρόνου. Σε μαστιγώνει σε μια αναγκαστική πουθενά και στην τελειότητα του τίποτα.

Μέχρι να βρεθεί η καταραμένη γλώσσα που θα καταργήσει το εκστατικό Είναι θα κυβερνάω την αιωνιότητα με τυφλές ανάσες θανάτου.

 

Καίγεται η λογική και το δάσος μαζί

Η φιλελεύθερη κυβέρνηση του ΔΗΣΥ, που είναι έτοιμο να υποσχεθεί με την λύση μια ιμπεριαλιστική Μεσανατολική ειρήνη, καλλιεργεί το έδαφος των ευθυνών, όσον αφορά την πυρκαγιά, σε προσωπικού επιπέδου διακανονισμών αλλά και ενός πύρινου εξωπραγματικού Λεβιάθαν.

image

Για τον πρόεδρο της δημοκρατίας το πρόβλημα των πυρκαγιών και των δεκάδων ερωτημάτων που δημιουργούνται μπορεί να διευθετηθούν με μια απλή νομική διακανονιστική νομικομανούβρα.

Επειδή λοιπόν η κυβέρνηση έχει ήδη διευθετημένο το δικαιολογητικό της κόλασης που δημιούργησε, άνετη κάνει εξοχικές κατασκοπικές ενημερωτικές επισκέψεις στις πληγείσες περιοχές. Ο 12χρονος θα γίνει το πρόσωπο που θα βασιστεί η δικαιολογιτική ρητορική περί ευθυνών.

Ακριβώς όπως όλα τα τραγικά συμβάντα η φιλελεύθερη αναλυτική συμπερασματολογία καταλύεται στον ατομικίστικο λόγο ή ευθύνη, αιτία ή αποτέλεσμα.

Τα ερωτήματα που τίθενται και που θα τεθούν στη συνέχεια είναι πολλά. Αυτό όμως δεν κάνει καμιά φιλελεύθερη κυβερνητική πολιτική να πτοείται ως προς τα ερωτήματα. Οι απαντήσεις υπάρχουν και ήδη είναι έτοιμες στα εργαστήρια των δικηγορικών γραφείων που καίγονται από την δουλειά.

Η συγκεκριμένη πυρκαγιά θα γίνει φυσικά το πύρινο θέμα της προεκλογικής περιόδου. Κόμματα θα αναζωπηρώνουν τις εστίες κάθε φορά που θα θέλουνε να συσπειρωθούν σαν σαλιγκάρια στις κλούβιες τους αστικές διαχειριστικές πολιτικές.

Αν και ο λαός αντέδρασε αλληλέγγυα αλλά φυσικά ενστικτωδώς μπροστά στον κίνδυνο του πύρινου τέρατος θα εξατμιστεί η συλλογική συμπόνοια μπροστά στην καθημερινή μάχη για επιβίωση.

Καλά μπάνια λοιπόν στις πύρινες φλόγες μιας κοινωνίας που μυρίζει καμένη σάρκα από την θανατίλα της λογικής και την κατάθλιψη της ιστορικής αναιμίας. Να δροσιστεί μετά πρέπει το δέρμα από την στάχτη στις παραλίες της φλογισμένης θάλασσας των νεκρών προσφύγων.

Κα(β)λή ανάσταση

ΑΔΕΣΠΟΤΟΣ ΣΚΥΛΟΣ

h.p.

Μια κινέζικη παροιμία λέει, πως τυφλός δεν είναι εκείνος που δε βλέπει αλλά εκείνος που δε θέλει να δει. Σήμερα, που οι θεωρίες, οι θεολογίες και οι απαισιόδοξες προοπτικές, έχουν μπουκώσει τον κακόμοιρο μικροαστό και η ζωτική του ορμή ορρωδεί μπροστά στις σφαλιάρες που τρώει επαναληπτικώς από την άρχουσα τάξη,-η οποία σημειωτέον, του βάζει το μακρύ της παλούκι στον κώλο- ο σκοταδισμός και η πνευματική στειρότητα είναι το μεγάλο καθεστώς. Η μπουρζουαζία έχει καταφέρει να ρίξει ένα γερό κλάσιμο στον περήφανο ελληνικό λαό.

Με τη βοήθεια της ορθοδοξίας και της αρχαιολατρίας, που παπαγαλίζουν διάφορες ξεπουπουλιασμένες κότες της ακαδημίας, ο χάνος ένδοξος λαός, οδηγείται πότε στο σφαγείο της αγοράς και πότε στην οικόσιτη μισαλλοδοξία του. Ανάλογα πάντα με το που φυσά ο άνεμος των συμφερόντων του Κυρίου. Όταν ο Κύριος τον θέλει χουντικό τον κάνει χουντικό, όταν τον θέλει δημοκράτη τον κάνει δημοκράτη και πάει λέγοντας. Κράτος, βιομήχανοι, παπάδες, είναι μια…

View original post 665 more words

Ετεροφυλοφιλία, κανονικότητα και οικογένεια

“Και στη συμβίωση των ομόφυλων ζευγαριών, αντικειμενικά το παιδί έχει παραποιημένη αντίληψη αυτής της βιολογικής σχέσης, αλλοιώνεται από τα βιώματά του. Το ανδρικό – πατρικό και το γυναικείο – μητρικό πρότυπο έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, που πηγάζουν από τη φυσιολογία του ανθρώπινου είδους και είναι απαραίτητα για την ομαλή ψυχοσωματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού.”

Αυτή είναι η θέση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, η οποία μπορεί να διαβαστεί εναλλακτικά και κάπως έτσι:

Μια κοινωνική διαμορφωμένη σχέση γίνεται ο παραποιητικός παράγοντας μιας μεταφυσικού τύπου αφαίρεσης. Η προσωπική ομαλότητα και η κοινωνική ανάπτυξη εξαρτάται δηλαδή από μια σταθερή και ανελαστική μεταφυσική αφαίρεση η οποία έχει χαρακτηριστικές ιδιότητες έξω από τον χρόνο και έξω από χώρο. 

Η ομαλότητα και η κανονικότητα στην παγκόσμια ιστορία θα μπορούσε να θεωρηθούν τα πάντα αν αναχθούν σε αφαιρετικές έννοιες. Μια καντιανή βιολογία εκφράζεται από την θέση του ΚΚΕ η οποία δικαολογείται μόνο μεταφυσικά

Η καθολικότητα των εννοιών εκφράζει μια αντιϊστορική προσέγγιση που ασθενεί να ατενίσει την ίδια την ιστορική υλιστική διαλεκτική.

Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο “Κατασκευάζοντας το Φύλο” του Thomas Laqueur:

“Με άλλα λόγια, σ’ αυτές τις κοινωνίες, αλλά και στις μοντέρνες δυτικές, η άσκηση της ετεροφυλοφιλίας προϋποθέτει την απόλυτη βιολογική διάκριση των δύο φύλων, έναν απόλυτο φυσιολογικό ετερομορφισμό. Αντίθετα, στις κοινωνίες του μοντέλου του ενιαίου φύλου η ετερόφυλη σεξουαλικότητα εμπεριέχει ομόφυ(λοφι)λες διαστάσεις. Έτσι, όπως επισημαίνει ο Laqueur, κατά την ετερόφυλη σεξουαλική πράξη το ανδρικό όργανο διεισδύει σε μία κοιλότητα που δεν είναι παρά ένα άλλο ανδρικό όργανο πιο ευρύ και ελαστικό. Επίσης, η αναπαραγωγή θεωρείται ως το αποτέλεσμα της πρόσμειξης δύο αρσενικών -ενός ανδρικού και ενός γυναικείου- σπερμάτων. Η ρευστότητα αυτή των ορίων αρσενικού-θηλυκού, ετεροφυλοφιλίας-ομοφυλοφιλίας γίνεται ακόμη πιο φανερή στην περίπτωση των «ερμαφρόδιτων», όπως εκείνη του/της Herculine Bardin, τα απομνημονεύματα του/ης οποίου/ας εκδόθηκαν με επιμέλεια του Michel Foucault. Η/Ο Herculine Bardin ήταν ένας Γάλλος ερμαφρόδιτος του 19ου αιώνα, ο οποίος έως τα 22 της/του χρόνια θεωρούνταν γυναίκα και είχε ευτυχισμένες ερωτικές σχέσεις με γυναίκες. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, η αμφιλεγόμενη ανατομία της/του δεν είχε απασχολήσει την/τον Herculine Bardin, ενώ η ζωή της/του ως «κορίτσι» σε ένα σχολείο για δασκάλες αρκούσε για τον προσδιορισμό της/του ως γυναίκα. Μετά από μία τυχαία ιατρική εξέταση, η/ο Herculine Bardin, με βάση τη διάγνωση της ανατομίας της/του ως αρσενικής, εξαναγκάζεται από τις ιατρικές και δικαστικές αρχές να ζήσει ως άνδρας. Οι αναμνήσεις της/του Herculine Bardin, η/ο οποία/ος μετά τη βίαιη συμμόρφωση της/του σε ανατομικά καθορισμένο «άνδρα», οδηγείται τελικά στην αυτοκτονία, αποτυπώνουν τον πόνο και τη δυστυχία που μπορεί να προκαλέσει ακόμη και σήμερα στους αμφίφυλους (intersexuls) η πειθαρχική επέμβαση της ιατρικής εξουσίας, η οποία στηρίζεται στις πολιτισμικά αυτονόητες κυρίαρχες αντιλήψεις για την έμφυλη διαφορά. Όπως επισημαίνει η βιολόγος Anne Fausto-Sterling, αμφισβητώντας την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη περί σεξουαλικών τεράτων που ζουν στη μιζέρια και τη μοναξιά: «οι στόχοι της ιατρικής πολιτικής είναι ξεκάθαρα ανθρωπιστικοί και εκφράζουν την ευχή η φυσιολογία των ανθρώπων να εναρμονίζεται με τον ψυχισμό τους. Ωστόσο, στην ιατρική κοινότητα, οι αυτονόητες αντιλήψεις οι οποίες κρύβονται πίσω από την ευχή αυτή, ότι δηλαδή υπάρχουν μόνο δύο φύλα, ότι η ετεροφυλοφιλία αποτελεί τη μόνη φυσιολογική σεξουαλική συμπεριφορά και ότι υπάρχει μόνο ένα μοντέλο ψυχικής υγείας, δεν τίθενται σε αμφισβήτηση».” (σελ. 13-14, Εισαγωγή)

“… στην περίπτωση της δυτικής κοινωνίας πριν από το 18ο αιώνα: η μη αναγωγή της έμφυλης διαφοράς στη βιολογία, στη Δύση δε συνεπαγόταν την απάλειψη του βιολογικού φύλου, την αδιαφορία απέναντι στο έμφυλο σώμα. Αντί της βιολογικής διχοτομίας αρσενικού/θηλυκού, είχε επινοηθεί ένα ενιαίο βιολογικό φύλο με ποσοτικές, ιεραρχικές διαβαθμίσεις αρρενωπότητας. Τελικά, το σώμα, με όλη την υλικότητα των σημασιών του, είναι πάντα εκεί…” (σελ. 20)

“Ωστόσο, όταν διακυβεύονται η τιμή και η κοινωνική θέση, η επιθυμία για το ίδιο φύλο είναι διεστραμμένη, αρρωστημένη και εντελώς αποκρουστική. Επειδή οι άμεσες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες του έρωτα μεταξύ ανδρών θα μπορούσαν να είναι πολύ σημαντικότερες, έχουν γραφεί πολύ περισσότερα για τον ανδρικό ομοφυλοφιλικό έρωτα παρά για τον γυναικείο. Τα άμεσα διακυβεύματα στον έρωτα μεταξύ γυναικών ήταν σχετικά λίγα. Είτε όμως αφορούσε τις γυναίκες είτε τους άνδρες, το ζήτημα δεν ήταν η ομοιότητα του γενετήσιου φύλου, αλλά η διαφορετική κοινωνική θέση των συντρόφων και ακριβώς ο ρόλος του καθενός. Ο ενεργητικός άνδρας, εκείνος που διεισδύει κατά την πρωκτική συνουσία, και η παθητική γυναίκα, εκείνη που δέχεται την τριβή, δεν απειλούσαν την κοινωνική τάξη. Ανάμεσα στους δύο συντρόφους, βαθιά μειονεκτικός, από ιατρική και ηθική άποψη, ήταν ο αδύναμος, θηλυπρεπής άνδρας συμμέτοχος. Η ίδια η όψη του διακήρυσσε τη φύση του: παθητικός, εκείνος που υφίσταται τη διείσδυση κίναιδος, εκείνος που ενδίδει σε παρά φύσιν λαγνεία μαλακός (mollis), ο παθητικός, ο εκθηλυμένος. Αντιστρόφως, καταδίκαζαν την τριβάδα, τη γυναίκα που υιοθετούσε τον ανδρικό ρόλο, και τη θεωρούσαν, όπως και τον κίναιδο, θύμα μίας διεστραμμένης φαντασίωσης και, επίσης, του πλεονάζοντος σπέρματος που βρίσκει εσφαλμένη διέξοδο. Οι πράξεις του «μαλακού» και της τριβάδος, λοιπόν, δεν ήταν αφύσικες επειδή παραβίαζαν τη φυσική ετεροφυλοφιλία, αλλά επειδή πρωταγωνιστούσαν -ενσωμάτωναν στην κυριολεξία – σε μία ριζική, απορριπτέα πολιτισμικά αντιστροφή της εξουσίας και του γοήτρου.” (σελ. 96-97)

“Το ανεξάντλητο ενδιαφέρον του Αριστοτέλη για το γενετήσιο φύλο των ελεύθερων ανδρών και γυναικών δεν αναγνώριζε κανένα γενετήσιο φύλο στους δούλους. Σύμφωνα με τη διατύπωση της Βίκι Σπέλμαν, «το ελεύθερο θηλυκό είναι “γυναίκα” “άνδρας” είναι ο αρσενικός πολίτης ο δούλος είναι πρόσωπο με αδιάφορη γενετήσια ταυτότητα». Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οι δούλοι δεν έχουν γενετήσιο φύλο, διότι το κοινωνικό φύλο τους δεν έχει πολιτική βαρύτητα.” (σελ. 97)

Η δημιουργία της αστικής δημόσιας σφαίρας, με άλλα λόγια, έθεσε επιτακτικά το πρόβλημα σε ποιο γενετήσιο φύλο ή φύλα ανήκε νόμιμα η κυριαρχία.

“Οι επανερμηνείες του σώματος, όμως, ρίζωναν επίσης σε συνθήκες που δεν αφορούσαν τόσο τα εγκόσμια. Η θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου στην αφαιρετικότερη εκδοχή της προϋπέθετε ότι το σώμα, αν δεν ήταν εντελώς άφυλο, πάντως δε διαφοροποιούνταν ως προς τους πόθους, τα ενδιαφέροντα ή την ικανότητά του για λογική σκέψη. Η φιλελεύθερη θεωρία, διαμετρικά αντίθετη με την παλαιότερη τελεολογία του αρσενικού σώματος, δέχεται ως αφετηρία ένα ουδέτερο ατομικό σώμα, ένα σώμα με γενετήσιο φύλο αλλά χωρίς κοινωνικό φύλο, θεωρητικά χωρίς συνέπειες στο πολιτισμικό επίπεδο, όπου απλώς εντοπίζεται το ορθολογικό υποκείμενο που συνθέτει το άτομο. Η θεωρία αυτή ωστόσο αντιμετωπίζει το εξής πρόβλημα: εκκινώντας από αυτή την αρχική κατάσταση που δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη κοινωνικών φύλων, πώς θα νομιμοποιήσει ως «φυσικό» τον πραγματικό κόσμο της ανδρικής κυριαρχίας πάνω στις γυναίκες, του ερωτικού πάθους και της ζηλοτυπίας, του κατά φύλα διαχωρισμού της εργασίας και των έμφυλων πολιτισμικών πρακτικών γενικότερα;” (σελ. 264)

“Επίσης, η ουδέτερη δήθεν γλώσσα του φιλελευθερισμού στέρησε από τις γυναίκες την προσωπική φωνή και εγκαινίασε το φεμινιστικό λόγο για τη διαφορά που την αναζητούσε.” (σελ. 267)

“Πράγματι, σε ολόκληρο τον Αιμίλιο υποστηρίζει ότι οι φυσικές γενετήσιες διαφορές εμφανίζονται και ενισχύονται με τη μορφή ηθικών διαφορών, η εξάλειψη των οποίων συνιστά οπωσδήποτε θανάσιμο κίνδυνο για την κοινωνία.” (σελ. 270)

Θα ήταν αδύνατο ν’ αναδειχθεί σαφέστερα η αντίθεση μιας θεμελιωδώς ακοινωνικής ή κοινωνικά εκφυλιστικής πρακτικής, δηλαδή της παθογόνου, μοναχικής ερωτικής πράξης του μοναστηριού, με τη ζωτικής σημασίας κοινωνικά εποικοδομητική πράξη της ετεροφυλόφιλης συνουσίας.” (σελ. 307)

“Η ετεροφυλοφιλία συνιστά τη φυσική κατάσταση της αρχιτεκτονικής δύο ασύμμετρων αντίθετων γενετήσιων φύλων. Παράλληλα, όμως, ο Φρόιντ συνθλίβει τούτο το μοντέλο αποτελεσματικότερα από κάθε άλλο στοχαστή. Η λίμπιντο δε γνωρίζει γενετήσιο φύλο. Η κλειτορίδα συνιστά εκδοχή του ανδρικού οργάνου – γιατί άραγε να μη συμβαίνει το αντίστροφο; Εξάλλου, ο Φρόιντ εξηγεί πώς η κλειτορίδα εγκαταλείπει δήθεν την πρωτοκαθεδρία της στο σεξουαλικό βίο των γυναικών προς όφελος του «αντίθετου οργάνου», του κόλπου, μόνο με την αξιωματική παραδοχή ότι υπάρχει ένα είδος γενικευμένης γυναικείας υστερίας, μία ασθένεια ίστην οποία ο πολιτισμός αναλαμβάνει τον αιτιολογικό ρόλο των οργάνων. Με άλλα λόγια, εδώ εντοπίζεται μία εκδοχή του κεντρικού νεωτερικού αφηγήματος για το ενιαίο γενετήσιο φύλο που μάχεται με τα δύο γενετήσια φύλα.” (σελ. 312)

Ο πολιτισμός, σαν κατακτητικός λαός, υποβάλλει τους άλλους στην «εκμετάλλευσή του», προγράφει «εκδηλώσεις της σεξουαλικής ζωής στα παιδιά», ανάγει την «ετεροφυλόφιλη γενετήσια αγάπη» σε μοναδικό επιτρεπόμενο είδος, και με αυτές τις ενέργειες παραλαμβάνει το νήπιο, «ένα ζωικό οργανισμό (όμοιο με τους υπόλοιπους) με αδιαμφισβήτητα αμφίφυλη προδιάθεση» και το διαπλάθει είτε σε άνδρα είτε σε γυναίκα. Η ισχύς, λοιπόν, του πολιτισμού αποτυπώνεται στα σώματα και τα σφυρηλατεί, σαν σε αμόνι, στο απαιτούμενο σχήμα. Όσα η Ρόζαλιντ Κάουαρντ σε άλλα συμφραζόμενα αποκάλεσε «ιδεολογίες περί αρμόζοντος πόθου και προσανατολισμού» οφείλουν ν’ αγωνιστούν -ανεπιτυχώς ελπίζει κανείς- προκειμένου ν’ ανακαλύψουν τα σημεία τους στη σάρκα. Το επιχείρημα του Φρόιντ, καθώς ακροβατεί ενάντια στην ανατομική γνώση αιώνων, μαρτυρεί με πόση ελευθερία είναι δυνατόν να οικειοποιηθεί κανείς ρητορικά την αυθεντία της φύσης προκειμένου να νομιμοποιήσει τα πολιτισμικά δημιουργήματα.” (σελ. 322)

“Προτιμώ να λήξει τούτο το βιβλίο με τον Φρόιντ, όχι επειδή αυτός συνιστά το τελευταίο παράδειγμα κατασκευής της γενετήσιας διαφοράς, αλλά επειδή διατύπωσε εξαιρετικά πυκνά τα προβλήματά της. Ίσως θα μπορούσα να είχα καταλήξει στους επιστήμονες που προβληματίζονταν για την ενδροκρινολογική ανδρογυνία το 1930, όταν ανακαλύφθηκαν αρσενικές ορμόνες σε θηλυκά πλάσματα και θηλυκές ορμόνες σε αρσενικά, επιστήμονες στους οποίους συμπεριλαμβάνεται ο αδερφός του παππού μου Ερνστ Λακέρ. Οι προβληματισμοί αυτοί, όμως, αποτελούν απλώς χημική εκδοχή ζητημάτων παρόμοιων μ’ εκείνα που είχε ήδη θέσει η εμβρυολογία του δέκατου ένατου αιώνα. Ο Φρόιντ, ακριβώς επειδή υπονόμευσε τις παλαιότερες νοητικές κατηγορίες «άνδρας» και «γυναίκα», έπρεπε να εργαστεί σκληρά και ευρηματικά ώστε να καθιερώσει νέες. Παρ’ όλο το πάθος που έτρεφε για τη βιολογία, αυτός ο εξέχων στοχαστής του εικοστού αιώνα κατέδειξε πόσο δυσκολεύεται ο πολιτισμός να προσαρμόσει το σώμα στις αναγκαίες για τη βιολογική και, άρα, την πολιτισμική αναπαραγωγή κατηγορίες. Τα δύο γενετήσια φύλα δε συνιστούν αναγκαστική, φυσική συνέπεια της σωματικής διαφοράς. Στο ζήτημα αυτό, το ίδιο ισχύει για το ενιαίο γενετήσιο φύλο. Οι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι φαντάστηκαν τη γενετήσια διαφορά στο παρελθόν, ως επί το πλείστον δε χαλιναγωγήθηκαν από όσα όντως γνώριζαν γι’ αυτό ή για το άλλο ψήγμα της ανατομίας, για την τάδε ή τη δείνα φυσιολογική διαδικασία. Αντίθετα, προέρχονταν από ρητορικές αναγκαιότητες της κάθε ιστορικής συγκυρίας. Φυσικά, τόσο η ιδιαίτερη γλώσσα όσο και το πολιτισμικό πλαίσιο μεταβάλλονται στην πορεία του χρόνου – η φροϊδική εκδοχή του μοντέλου του ενιαίου γενετήσιου φύλου δεν αρθρώνεται σε λεξιλόγιο όμοιο με εκείνο που χρησιμοποιεί ο Γαληνός το ίδιο συμβαίνει και με το πολιτισμικό σκηνικό. Κατά βάση, όμως, το περιεχόμενο της ομιλίας για τη γενετήσια διαφορά δεν περιορίζεται από τα δεσμά των γεγονότων και παραμένει εξίσου ελεύθερο με τα παιχνίδια του νου.” (σελ. 324-325)

Κεφάλαιο και ηρωισμός

Πάουερ Ρέιντζερς ένα πράμα. Ο ήρωας είναι μια από τις βασικές έννοιες της αμερικάνικης κουλτούρας.

Δεν είναι απλά ένας συν τοις άλλοις όρος της κοινωνικής πραγματικότητας αλλά η ουσία που διαμορφώνει τον δυτικό μικροαστισμό που πηγάζει από την ιμπεριαλιστική ιστορία του κράτους.

Ο καπιταλισμός χρειάζεται τους ήρωες που μπορούν να πετάνε. Το κεφάλαιο είναι το ηρωικό γεφύρι που τους κάνει να μπορούν να παίρνουν φόρα.

Το ηρωικό κεφάλαιο είναι ο δυτικός υπαρξισμός μιας ρεαλιστικής μεταφυσικής.

Αριστερή πλατφόρμα

ΑΔΕΣΠΟΤΟΣ ΣΚΥΛΟΣ

salo2

Ο μικροαστός ποιητής και στέλεχος της εγχώριας πατριωτικής αριστεράς Μανόλης Αναγνωστάκης, γράφει σ’ ένα του ποίημα, πως δεν παραδέχτηκε την ήττα. Κανένας μικροαστός δεν παραδέχεται την ήττα. Μια χαλαρότητα και μιαν αγαλλίαση μπροστά στις πρακτικές του περιφερειακού φαλλοκρατικού καπιταλισμού έφερε την ήττα σ’ αυτούς που είχαν προαναγγείλει μεγαλειωδώς νίκη νταούλια ζουρνάδες και αριστερή ελεημοσύνη. Μιαν αριστερά που ξεκίνησε ως Εσωτερικού με γαλλοτραφείς διανοητές και βαρόνους μεσοαστικής κουλτούρας. Όσοι δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν την ουτοπική δερματίτιδα του μεγάλου κόμματος έστησαν παραμάγαζα για να δελεάσουν αγνούς ρομαντικούς νέους που έκαναν την επανάσταση στα πάτρια δεξιά εδάφια και θελαν ένα κόμμα όχι συντελειακό και συγκρουσιακό αλλά ρυθμιστικό και φιλελεύθερο. Διότι οι αριστεροί του Εσωτερικού ήσαν φιλελεύθεροι άνθρωποι δημοκράτες με ομόλογα εξοχικό και ταξίδια αναψυχής στην Ευρωπαϊκή άβυσσο του διαφωτισμού. Άριστοι καθηγητές νεωτερικοί ακαδημαϊκοί αλλά τόσο μακριά απ’ το προλεταριάτο όσο η ζώνη του Κάιπερ απ’ τον ήλιο. Κι όταν αποφασίσεις να το παίξεις…

View original post 188 more words

Engels και Λονδίνο: το μικρό σπίτι στο πηγάδι ή η στενότητα κατοικίας

Λονδίνο, η πόλη που οι άνθρωποι σαπίζουν μέσα στους δρόμους, στα υπόγεια, στα γραφεία, στα σπίτια, στα πάρκα, λιώνουν περπατώντας όχι μόνο από απόγνωση αλλά κι από έλλειψη ανάσας. Οι Λονδρέζοι αναθέτουν στους εαυτούς τους την ανάγκη να διατίθενται ως οι εκλεκτοί και δυνατοί μιας κοινωνίας στην οποία γίνεται ανεκτή η εκμετάλλευση. Οι Λονδρέζοι κοιμούνται γρήγορα, τρώνε καλά μόνο αν έχουν χρήμα να φάνε, δουλεύουν σκληρά, παράγουν “πολιτισμό” αλλά ξέχασαν και θυσίασαν γι’ αυτά την ανθρώπινη ιδιότητα για να καταφέρει εν τέλει να μην είναι ανθρώπινη. Δεν χρειάζεται και δεν πρέπει να είναι ανθρώπινη η κοινωνία γιατί αν διατηρηθεί η ανθρώπινη ιδιότητα της πόλης τότε θα πέσει ως ένας χάρτινος πύργος. Η απανθρωπιά και η εκμετάλλευση είναι η δυναμική που σε αποθεώνει στην πόλη όχι μόνο γιατί η εκμετάλλευση είναι παρούσα αλλά γιατί λαμβάνεις μέρος στην διατήρησή της.

Η αποξένωση στο Λονδίνο έχει υλική μορφή, αποτυπώνεται στο βλέμμα μέχρι την στάση του σώματος από την μυρωδιά μέχρι την γεύση του αέρα. Με την χρήση του λεωφορείου ή των τρένων μπορεί κανείς να την νιώσει, ειδικά όταν αγγίξεις κάποιον κατά λάθος και τραντάζεται σαν να έβαλες το χέρι σου μέσα στο σώμα του. Εύθραυστα σώματα, ανοιχτές πληγές που δεν μπορεί να στάξει το αίμα, δεν το αφήνουν… το έχουν αγοράσει, το έχουν χτίσει με κλειστά μάτια και με την ακοή, που για να μην αρχίζει να μιλάει, πρέπει να μην σταματήσει ν’ ακούει προειδοποιήσεις και εντολές. Μια βόλτα μετά τις 12 το βράδυ στην καρδιά του Λονδίνου όταν η πόλη κοιμάται μπορεί να εκπλήξει ακόμα και τον πιο αφελή. Άνθρωποι που περπατάνε με δυσκολία, ζητιανεύουν σε ελάχιστους περαστικούς, άστεγοι κοιμούνται σε σκαλοπάτια εισόδων σπιτιών, σε τηλεφωνικούς θαλάμους, σε πεζοδρόμια, σαν σκιές προσχεδίων ενός άσημου ξεχασμένου ζωγράφου. Με το φως της μέρας χάνονται στο πλήθος, δεν τους λαμβάνεις υπόψιν. Οι αρουραίοι της νύχτας. Η ανθρωπιά που ξεχάστηκε από την πόλη δεν κοιμάται ποτέ.

Η κατοικία των αποξενωμένων ανθρώπων είναι στενή, μικρή, απρόσωπη και τυφλή κι από την άλλη πελώρια, λαμπερή και αέρινη. Η αστική τάξη ζει σε τυφλά σπίτια-παλάτια κι άλλοι σε διάφανα διαμερίσματα, λαμπερά αλλά απρόσωπα, καθαρίζονται μόνα τους, αυτόματα, μια που ούτε η βρωμιά δεν καταδέχεται να πλησιάσει. Η εργατική τάξη από την άλλη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα ζούνε μέσα σε σπίτια που μοιράζονται όχι μόνο τα δωμάτια αλλά μοιράζονται και τα ίδια τα δωμάτια με κρεβάτια. Μέσα σε ένα δωμάτιο στενό 3×3 μένουν και τρεις άνθρωποι με τρία κρεβάτια. Τα πλείστα σπίτια είναι βρώμικα και πολλών ετών. Όταν πετύχεις καθαρό ή και καινούργιο σπίτι, το νοίκι είναι τόσο που δεν μπορείς να το αντέξεις, σ’ απονεκρώνει. Για να μπορέσει κάποιος να μένει σε αυτά τα καθαρά κουτιά θα πρέπει να δουλεύει τόσο σκληρά που η εργατομέρα να γίνεται το βάσανο, δηλαδή ένα είδος τιμωρίας γιατί προτίμησες να ζεις κάπου λίγο πιο ανθρώπινα. Οι Λονδρέζικες παλιές κατοικίες ανανεώνονται και ανακαινίζονται από του ιδιοκτήτες και το νοίκι διπλασιάζεται. Οι παλιές, βρώμικες κατοικίες παραμένουν έτσι μέχρι που να γίνουν μικρά παλατάκια ούτως ώστε να αλλάξει και το περιεχόμενο της κοινωνικής τάξης των ενοίκων. Από τον φτωχό αποξενωμένο εργάτη στον πλούσιο αποξενωμένο μικροαστό. Ο μικροαστός ζει σε ωραία κουτιά και ο φτωχός επίσης σε κουτιά, αλλά βρώμικα. Οι διάδρομοι των σπιτιών, οι κουζίνες, οι αποθήκες, τα σαλόνια γίνονται δωμάτια. Τα δωμάτια του Λονδίνου είναι τα ενεργά φέρετρα των κατοίκων του.

Το κεφάλαιο καταφέρνει όλη αυτήν την αηδία της απανθρωπιάς και της εκμετάλλευσης να την κάνει στάση ζωής, μόδα μια κατάσταση φυσιολογικής πραγματικότητας. Ο πολιτισμός που παράγεται μέσα από αυτές τις συνθήκες είναι αποκρουστικός μια που διατίθεται στην υπηρεσία του κεφαλαίου.

Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι γραμμένα από τον Engels γύρω στα 1840 δηλαδή πριν 175 χρόνια:

… οι Λονδρέζοι χρειάστηκε να θυσιάσουν το καλύτερο μέρος απ’ την ανθρώπινη τους ιδιότητα, για να πραγματοποιήσουν όλα τα θαύματα του πολιτισμού, απ’ τα όποια ξεχειλίζει η πολιτεία, ότι εκατοντάδες δυνάμεις, πού κούρνιαζαν μέσα τους, παράμειναν αδρανείς και καταπνίγηκαν, για να μπορέσουν ν’ αναπτυχθούν καλύτερα μονάχα μερικές και να πολλαπλασιαστούν με την ένωση τους μ’ εκείνες των άλλων. Η οχλαγωγία των δρόμων έχει κιόλας, μονάχα αυτή, κάτι το αποκρουστικό, που επαναστατικοποιεί την ανθρώπινη φύση. Αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες τα πρόσωπα, κάθε κατάστασης και κάθε τάξης, πού συνθλίβονται και συνωθούνται, δεν είναι μήπως όλοι τους άνθρωποι πού διαθέτουν τα ίδια προτερήματα και ικανότητες και το ίδιο συμφέρον στην αναζήτηση τής ευτυχίας; (…)

Κι ωστόσο, αυτοί οι άνθρωποι διασταυρώνονται τρέχοντας, σαν να μην έχουν τίποτα το κοινό μεταξύ τους, τίποτα να κάνουν από κοινού, κι ωστόσο ή μόνη σύμβαση πού ‘χουν κάνει μεταξύ τους, είναι ή σιωπηρή συμφωνία πού σύμφωνα μ’ αυτήν ο καθένας κρατά στο πεζοδρόμιο το δεξί του μέρος, έτσι που τα δυο ρεύματα του πλήθους που διασταυρώνονται δεν αλληλοεμποδίζονται κι ωστόσο, σε κανενός τη σκέψη δε γεννιέται η ιδέα ν’ αφιερώσει στον άλλο έστω και μια ματιά. Αυτή η βάρβαρη αδιαφορία, αυτή η αναίσθητη απομόνωση του κάθε ατόμου στο εσωτερικό των ιδιαίτερων συμφερόντων του, είναι τόσο πιο αποκρουστικά και προσβλητικά φαινόμενα, όσο ο αριθμός αυτών των ανθρώπων που γειτνιάζουν σ’ αυτό το χώρο είναι μεγαλύτερος. Κι ακόμα αν ξέρουμε ότι αυτή ή απομόνωση του ατόμου, αυτός ο περιορισμένος εγωισμός αποτελούν παντού τη θεμελιακή αρχή της σύγχρονης κοινωνίας, ωστόσο πουθενά δεν εκδηλώνονται με μια τέτοια αναισχυντία, με μια τέτοια ολοκληρωτική αυτοπεποίθηση, όσο στην οχλαγωγία αυτής τής μεγάλης πόλης.

Ή αποσύνθεση της ανθρωπότητας σε μονάδες, που η κάθε μια απ’ αυτές έχει μια ιδιαίτερη αρχή στη ζωή της, και μια ιδιαίτερη επιδίωξη, αυτή η ατομικοποίηση του κόσμου έχει προωθηθεί εδώ στο ακρότατο όριό της. Προκύπτει επίσης ότι ο κοινωνικός πόλεμος, ο πόλεμος όλων ενάντια σ’ όλους, έχει εδώ κηρυχτεί ανοιχτά…

(…) τ’ άτομα αλληλοθεωρούνται σαν χρησιμοποιήσιμα υποκείμενα – ο καθένας εκμεταλλεύεται τον άλλον και το αποτέλεσμα είναι ότι ο ισχυρός ποδοπατάει τον αδύνατο, κι ότι ο μικρός αριθμός των δυνατών, δηλαδή οι κεφαλαιούχοι, οικειοποιούνται τα πάντα, ενώ στο μεγάλο αριθμό των αδύνατων, στους φτωχούς, δεν απομένει παρά ή ζωή τους και μόλις αυτή.

(…) Παντού βάρβαρη αδιαφορία, εγωιστική σκληρότητα απ’ τη μια πλευρά και ανείπωτη αθλιότητα απ’ την άλλη, παντού ο κοινωνικός πόλεμος, του καθ’ ενός το σπίτι σε κατάσταση πολιορκίας, παντού αμοιβαία καταλήστευση κάτω απ’ το κάλυμμα του νόμου, ενώ το σύνολο χαρακτηρίζεται από έναν κυνισμό, από μια τέτοια παρρησία πού τρομάζουν για τις συνέπειες που μπορούν ν’ ασκήσουν στην κοινωνική μας κατάσταση, κι όπως εμφανίζονται εδώ στη γυμνότητα τους, ενώ για τίποτα πια δε μπορεί κανένας να εκπλαγεί, έκτος απ’ τ’ ότι όλος αυτός ο τρελός κόσμος δεν έχει ακόμα εξαρθρωθεί.

(…) Κανένας δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτόν πεταμένος σ’ αυτό το χαώδη στρόβιλο, του επιβάλλεται, κακά – καλά, να παλέψει. Αν είναι αρκετά τυχερός και βρει δουλειά, δηλαδή αν η αστική τάξη του κάνει τη χάρη να πλουτίσει σε βάρος του, τον περιμένει ένα μεροκάματο, που μόλις αρκεί να τον διατηρεί σ’ αυτή τη γη, αν πάλι δε βρει δουλειά μπορεί να κλέψει, αν δε φοβάται την αστυνομία, ή να πεθάνει απ’ την πείνα και σ’ αυτό επίσης η αστυνομία θα επιβλέψει, να πεθάνει μ’ έναν ήσυχο τρόπο, που να μην πληγώνει στο παραμικρό την αστική τάξη.

Κακές συνοικίες”: Το πιο συχνό είναι οικήματα με δυο πατώματα η ακόμα με ένα, δυο τούβλα, ευθυγραμμισμένα σε μακριές σειρές, κατά το δυνατό με υπόγεια κατοικημένα και που σχεδόν πάντα είναι ακανόνιστα οικοδομημένα. Αυτά τα μικρά σπίτια, με τα τρία ή τέσσερα διαμερίσματα τους και μια κουζίνα, ονομάζονται (αγροκήπια) και αποτελούν συνήθως σ’ όλη την Αγγλία, μ’ εξαίρεση μερικές συνοικίες του Λονδίνου, τις κατοικίες της εργατικής τάξης. Τα σπίτια κατοικούνται απ’ το υπόγειο ως τη στέγη, είναι στον ίδιο βαθμό βρώμικα στο εξωτερικό και στο εσωτερικό τους, και έχουν μια τέτοια θέα, που κανένας δε θα δοκίμαζε την επιθυμία να κατοικήσει σ’ αυτά.

(…) ένα μικρό δωμάτιο που ‘βγάζε στην αυλή, όχι μεγαλύτερο από ένα εντοιχισμένο ντουλάπι, κι όπου δεν υπήρχε ούτε ένα έπιπλο. Σε μια γωνιά, μερικά κουρέλια, όπου κοιμόντουσαν και οι δυο, ενώ μια κασόνα χρησίμευε σύγχρονα για καρέκλα και τραπέζι.”

F. Engels (1974), “Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία“, Μέρος Α’. Εκδόσεις Μπάϋρον, σελ. 66-80.

 

 

Τα αποσπάσματα είναι γραμμένα από τον Engels γύρω στα 1872, δηλαδή 143 χρόνια πριν:

“Από πού προέρχεται λοιπόν η στενότητα κατοικίας; Πώς δημιουργήθηκε;

Αναγκαίο δημιούργημα της αστικής κοινωνικής μορφής, ότι δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς στενότητα κατοικίας μια κοινωνία όπου η μεγάλη εργαζόμενη μάζα εξαρτάται αποκλειστικά από το μισθό της εργασίας, δηλαδή από το ποσό των μέσων συντήρησης που είναι απαραίτητα για την ύπαρξη και την αναπαραγωγή της …

Σε μια τέτοια κοινωνία δεν είναι τυχαία η στενότητα κατοικίας· είναι μια αναγκαία κατάσταση που τότε μόνο θα εξαλειφθεί μαζί με τις συνέπειες που έχει πάνω στην υγεία κλπ. όταν ανατραπεί συθέμελα όλο το κοινωνικό καθεστώς που τη δημιουργεί. Αυτό όμως δεν επιτρέπεται να το ξέρει ο αστικός σοσιαλισμός. Δεν επιτρέπεται να βρίσκει την εξήγηση της στενότητας κατοικίας στις υπάρχουσες συνθήκες. Δεν του μένει λοιπόν τίποτα άλλο παρά να την εξηγεί με φράσεις ηθικολογίας για την κακία των ανθρώπων, σαν να λέμε για το προπατορικό αμάρτημα.

(…) πολλές οικογένειες μαζί νοικιάζουν συχνά μια κατοικία, ακόμα και ένα μόνο δωμάτιο, και όλα αυτά για να ξοδέψουν όσο το δυνατόν λιγότερα για την κατοικία.

(…) Η λεγόμενη στενότητα κατοικίας, που παίζει σήμερα έναν τόσο μεγάλο ρόλο στον Τύπο, δεν είναι μόνο ότι η εργατική τάξη ζει γενικά συνωστισμένη σε κακές και ανθυγιεινές κατοικίες. Αυτή η στενότητα κατοικίας δεν είναι κάτι που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τη σημερινή εποχή. Δεν είναι ούτε ένα από τα βάσανα που αποτελούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του σύγχρονου προλεταριάτου σε σύγκριση με όλες τις προηγούμενες καταπιεζόμενες τάξεις. Αντίθετα, σε όλες τις εποχές η στενότητα κατοικίας έπληττε όλες τις καταπιεζόμενες τάξεις. Για να μπει τέρμα σ’ αυτήν τη στενότητα κατοικίας υπάρχει μόνο ένα μέσο: Να καταργηθεί γενικά η εκμετάλλευση και η καταπίεση της εργαζόμενης τάξης από την κυρίαρχη τάξη.”

F. Engels (2012), “Για το ζήτημα της κατοικίας“, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 64.