Τα αποσπάσματα είναι από το Grundrisse – Βασικές Γραμμές της Κριτικής Της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Β, Εκδόσεις Στοχαστής του Marx Karl.
Κεφάλαιο και Εργάτης:
“Ολόκληρη λοιπόν η πρόοδος του πολιτισμού, ή μ’ άλλα λόγια κάθε αύξηση των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων – αν προτιμάτε, των παραγωγικών δυνάμεων
της ίδιας της εργασίας – όπως προκύπτει από την επιστήμη, τις εφευρέσεις, τον καταμερισμό και τον συνδυασμό της εργασίας, τα βελτιωμένα μέσα επικοινωνίας, την δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς, τα μηχανήματα κλπ. δεν πλουτίζει τον εργάτη, αλλά το κεφάλαιο απλά λοιπόν μεγαλώνει πάλι τη δύναμη που εξουσιάζει την εργασία αυξάνει μόνο την παραγωγική δύναμη
του κεφαλαίου. Καθώς το κεφάλαιο είναι η αντίθεση του εργάτη, κάθε τέτοια πρόοδος αυξάνει απλά την αντικειμενική δύναμη πάνω στην εργασία.” (σελ: 227-228)
“Οπως λοιπόν η παραγωγή που βασίζεται στο κεφάλαιο δημιουργεί από τη μια μεριά την καθολική εργατικότητα – δηλαδή υπερεργασία, αξιοδημιουργική εργασία – έτσι από την άλλη μεριά δημιουργεί ένα σύστημα γενικής εκμετάλλευσης των φυσικών και ανθρώπινων ιδιοτήτων, ένα σύστημα γενικής ωφελιμότητας, που σαν φορέας του εμφανίζεται τόσο η ίδια η επιστήμη, όσο και όλες οι φυσικές και πνευματικές ιδιότητες, ενώ τίποτα δεν εμφανίζεται σαν καθεαυτό-ανώτερο, σαν δικαίωση του εαυτού του, έξω απ’ αυτό τον κύκλο της κοινωνικής παραγωγής και ανταλλαγής. Έτσι δημιουργεί το κεφάλαιο για πρώτη φορά την αστική κοινωνία και την καθολική ιδιοποίηση της φύσης όπως και του ίδιου του κοινωνικού ιστού από τα μέλη της κοινωνίας.” (σελ: 308)
“ (…) το ποσοστό του κέρδους δεν εκφράζει ποτέ τον πραγματικό βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο, αλλά πάντοτε μια πολύ μικρότερη αναλογία και η αναλογία που εκφράζει είναι τόσο πιο ψεύτικη, όσο μεγαλύτερο είναι το κεφάλαιο. Το ποσοστό του κέρδους θα μπορούσε να εκφράζει το πραγματικό ποσοστό της υπεραξίας μόνο αν ολόκληρο το κεφάλαιο μετατρεπόταν απλά σε εργατικό μισθό.” (σελ: 585)
“Ο εργάτης αλλοτριώνει την εργασία σαν παραγωγική δύναμη του πλούτου το κεφάλαιο την ιδιοποιείται σαν τέτοια.” (σελ: 227)
Η κίνηση του κεφαλαίου:
“Υπάρχει εκμετάλλευση από το κεφάλαιο χωρίς τον τρόπο παραγωγής του κεφαλαίου.” (σελ: 659)
“Το γενικό συμφέρον είναι ακριβώς η γενικότητα των ιδιοτελών συμφερόντων.” (σελ: 177)
“Η δραστηριότητα του εργάτη, περιορισμένη σε απλά αφηρημένη δραστηριότητα, καθορίζεται και ρυθμίζεται ολόπλευρα από την κίνηση των μηχανημάτων – όχι το αντίστροφο. Η επιστήμη, που αναγκάζει τα άψυχα μέλη των μηχανημάτων με την κατασκευή τους να λειτουργούν σκόπιμα σαν αυτόματος μηχανισμός, δεν υπάρχει στη συνείδηση του εργάτη αντίθετα, επιδρά διαμέσου της μηχανής σαν ξένη δύναμη πάνω στον εργάτη, σαν δύναμη της ίδιας της μηχανής. Η ιδιοποίηση της ζωντανής εργασίας από την αντικειμενοποιημένη εργασία, της αξιοποιητικής δύναμης ή δραστηριότητας από την αξία που υπάρχει για-τον-εαυτό-της, – ιδιοποίηση που ενυπάρχει στην έννοια του κεφαλαίου – τοποθετείται στη βασισμένη στα μηχανήματα παραγωγή σαν χαρακτήρας της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας, ακόμα και ως προς τα υλικά της στοιχεία και την υλική της κίνηση.” (σελ: 531-532)
Το κεφάλαιο ως το καταστροφικό αιώνιο:
“Στο κεφάλαιο τοποθετείται (ως ένα βαθμό) η αφθαρσία της αξίας γιατί το κεφάλαιο ενσαρκώνεται βέβαια στα φθαρτά εμπορεύματα, παίρνει τη μορφή τους, αλλά και αδιάκοπα την αλλάζει εναλλάσσεται ανάμεσα στην αιώνια χρηματική του μορφή και την φθαρτή εμπορευματική του μορφή η αιωνιότητα τοποθετείται σαν το μόνο που μπορεί να είναι: παροδικότητα που παρέρχεται – διαδικασία – ζωή. Το κεφάλαιο διατηρεί όμως αυτή την ικανότητα μονάχα στο μέτρο που σαν βαμπίρ απορροφά αδιάκοπα, σαν ψυχή του, τη ζωντανή εργασία. Η αφθαρσία – η διάρκεια της αξίας στη μορφή της σαν κεφαλαίου – τοποθετείται μόνο με την αναπαραγωγή, που είναι κι αυτή διπλή: αναπαραγωγή σαν εμπόρευμα, αναπαραγωγή σαν χρήμα, και ενότητα αυτών των δυο αναπαραγωγικών διαδικασιών.” (σελ: 494)
Το κεφάλαιο είναι διαρκής αυτο-πολλαπλασιαζόμενη αξία, που δεν καταστρέφεται πια ποτέ. Η αξία αυτή αποχωρίζεται από το εμπόρευμα που την δημιούργησε όμοια με μεταφυσική, άυλη ποιότητα μένει πάντα στην κατοχή του ίδιου καλλιεργητή και θα αποκτούσε γι αυτόν διαφορετικές μορφές.” (σελ: 407)
“Το ίδιο το κεφάλαιο είναι η κινούμενη αντίφαση: προσπαθεί να περιορίσει τον χρόνο εργασίας στο ελάχιστο, ενώ από την άλλη μεριά τοποθετεί τον χρόνο εργασίας σαν μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου. Μειώνει άρα τον εργάσιμο χρόνο με τη μορφή της αναγκαίας εργασίας για να τον αυξήσει με τη μορφή της υπερεργασίας. Από τη μια μεριά λοιπόν ξυπνά όλες τις δυνάμεις της επιστήμης και της φύσης, όπως και του κοινωνικού συνδυασμού και της κοινωνικής συναλλαγής, για να κάνει τη δημιουργία του πλούτου ανεξάρτητη (σχετικά) από τον χρόνο εργασίας που καταβλήθηκε γι αυτόν. Από την άλλη μεριά, αυτές τις γιγάντιες κοινωνικές δυνάμεις που δημιουργήθηκαν μ’ αυτό τον τρόπο θέλει να τις μετρήσει με τον χρόνο εργασίας, και να τις περιχαρακώσει μέσα στα όρια που απαιτούνται για τη διατήρηση της ήδη δημιουργημένης αξίας σαν αξίας. Οι παραγωγικές δυνάμεις και οι κοινωνικές σχέσεις – που κι οι δυο είναι διαφορετικές πλευρές της ανάπτυξης του κοινωνικού ατόμου – εμφανίζονται στο κεφάλαιο απλά και μόνο σαν μέσα, και για το κεφάλαιο δεν είναι παρά μέσα για να συνεχίσει να παράγει πάνω στη δική του στενή βάση. Στην πραγματικότητα όμως αποτελούν τους υλικούς όρους για να το ανατινάξουν.” (σελ: 539)
“Αν ο κεφαλαιοκράτης απασχολεί εργασία μόνο και μόνο για να δημιουργεί υπεραξία – για να δημιουργεί αξία περισσότερη απ’ αυτή που υπάρχει – ωστόσο φαίνεται καθαρά, ότι μόλις σταματήσει να απασχολεί εργασία απαξιώνεται και το κεφάλαιο που ήδη κατέχει ότι λοιπόν η ζωντανή εργασία όχι μόνο προσθέτει νέα αξία, αλλά και με την ίδια την πράξη να προσθέτει μια νέα αξία στην παλιά διατηρεί, διαιωνίζει την τελευταία.” (σελ: 273)