Monthly Archives: May 2016

Η Αλίκη στην χώρα του Μαρξ

Όταν ο Lewis Carroll έγγραφε την Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν τότε που το πρώτο Κεφάλαιο του Μαρξ έπαιρνε σιγά σιγά κι αυτό σάρκα και οστά. Ο Lewis Carroll περιγράφει το πηγάδι που βρέθηκε να πέφτει η Αλίκη είτε ως βαθύ είτε ως η Αλίκη να πέφτει πολύ αργά θυμίζοντας ακριβώς στο ιμπεριαλιστικό πηγάδι που πέφτει ο λαός για ένα κομμάτι ψωμί, για μια κρουαζιέρα στην Μεσόγειο, για ένα σωσίβιο σωτηρίας.

https://encrypted-tbn3.gstatic.com/images?q=tbn:ANd9GcTaapii7dvQoAUfYIpo3Rr42qUp_XBgCdnnwtrP98Q5nm748_O7VQ

Ο Lewis Carroll εξ ονόματος της Αλίκης και των περιπετειών της αποδομεί από την μια την καθεστηκυία πολιτική και κοινωνική τάξη των πραγμάτων και από την άλλη σπρώχνει το υποκείμενο στην χώρα της διερώτησης. Αυτό το συλλογικό σπρώξιμο στο όνομα της Αλίκης έγκειται στο να βρεί το κοινωνικό υποκείμενο αρχικά την θέση του στον κόσμο και μετά να την αλλάξει προς την αλήθεια του. Αρχικά η Αλίκη μονολογεί:

“Θεέ μου, θεέ μου! Πόσο αλλόκοτα είναι σήμερα τα πάντα! Χθες ακόμα, όλα προχωρούσαν κανονικά. Αναρωτιέμαι μήπως εγώ άλλαξα μέσα στη νύχτα. Για να σκεφτώ: Ήμουν εγώ ίδια όταν σηκώθηκα σήμερα το πρωί; Νομίζω, αν θυμάμαι καλά, πως ένιωσα κάπως διαφορετική. Αλλά αν δεν είμαι ίδια, η επόμενη ερώτηση είναι, ‘ποια είμαι τέλος πάντων;’ Α! αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα!”

Η Αλίκη σ’ αυτό το απόσπασμα του μονολόγου της και με το ερώτημα που θέτει η ίδια στον εαυτό της: “ποιά είναι τέλος πάντων;”, απαντάει στα μεταφυσικά ερωτήματα ενός σκοτεινού ιδεαλισμού. Όχι μόνο είναι εδώ, αλλά έχει ήδη χαθεί και διερωτάται επιπλέον: “ποιά είμαι”. Η συγκεκριμένη όμως διερώτηση δεν συμπεριλαμβάνει στην ουσία της καμιά υπαρξιστική υφή αλλά ούτε και κανένα κρυφό αναυθεντικό Dasein που με κάποιο “είναι προς θάνατον” λαμβάνει την αγωνιούσα επιφώτιση να μετενσαρκωθεί σε χρονική έκσταση.

Η Αλίκη δεν διερωτάται εντός της ύπαρξης ως μια σολιψιστική διεργασία τύπου cogito ergo sum. Αντιθέτως, το ερώτημα προκύπτει σε σχέση με το που βρίσκεται και αν τα πάντα γύρω της έχουν αλλάξει ή όχι. Ο διαλεκτικός υλισμός του ερωτήματος της Αλίκης έγκειται στην σωστή χρονική στιγμή και κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες.

Ο Carroll εδώ προδιαγράφει από τότε ένα κόσμο που ακόμα δεν ήρθε. Αυτό που κάνει είναι να μας παραχωρεί την ανακάλυψη του υποκειμένου που διερωτάται ποιά ειναι η θέση του στο ιστορικό γίγνεσθαι. Μια τέτοια ακριβώς παραχώρηση εκφράζει και διατυπώνει ο Μαρξ με την γέννηση της υλιστικής έννοιας του προλεταριάτου και του Κεφαλαίου κατά την ίδια ιστορική περίοδο.

Όταν η Αλίκη βρίσκεται σε κατάσταση αγωνίας και απελπισίας όντας σε μια κατάσταση που δεν χωρούσε στον κόσμο – μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά σ’ αυτήν την περίπτωση – αρχίζει να κλαίει τόσο που η μετέπειτα παρουσία της στο περιβάλλον την κάνει να μονολογεί και πάλι:

“Τι ήθελα και έκλαψα τόσο πολύ; Είπε η Αλίκη, καθώς κολυμπούσε τριγύρω προσπαθώντας να βρει τρόπο να βγει. Νομίζω πως αυτή θα είναι η τιμωρία μου: να πνιγώ στα ίδια μου τα δάκρυα! Αυτό, μα την αλήθεια, θα είναι πολύ περίεργο! Όμως σήμερα όλα είναι περίεργα.”

Η κατάσταση της Αλίκης είναι ένα έξοχο παράδειγμα ότι η απελπισία και η απόγνωση αν δεν συνοδεύεται από μια ώριμη και καλά οργανωμένη συλλογικότητα μπορεί να πνιγεί από τις ίδιες τις πράξεις της. Αυτό το παράδειγμα είναι φανερό ότι μπορεί να αναχθεί στην σημερινή κινηματική τάση των απανταχού indignados.

Πως αλλιώς όμως να γίνει μπορετή μια διέξοδος από το αδιέξοδο που έφτασε ο κόσμος; Η Αλίκη ακόμα μια φορά γίνεται η ηρωίδα εκείνη που φέρει το βάρος όχι μόνο του παρελθόντος αλλά και του μέλλοντος. Να λοιπόν ο ξεκάθαρος διάλογος της γάτας με την Αλίκη:

“- Μήπως θα μπορούσες να μου πεις, σε παρακαλώ, πιο δρόμο θα πρέπει να πάρω;

Εξαρτάται, πάνω απ’ όλα, από το που θέλεις να πας, είτε η γάτα.

Δε με νοιάζει και πολύ που θα πάω, είπε η Αλίκη.

Τότε δεν έχει σημασία πιο δρόμο θα πάρεις, είτε η γάτα.

– Φτάνει να φτάσω σε κάποιο μέρος, εξήγησε η Αλίκη.

– Αυτό σίγουρα θα το καταφέρεις, είπε η γάτα, φτάνει μόνο να περπατήσεις αρκετά.

– Η Αλίκη καταλάβε ότι αυτό δεν σήκωνε αντίρρηση, έτσι δοκίμασε μια άλλη ερώτηση.

– Τι σόι άνθρωποι μένουν εδώ γύρω;

– Προς τα εκεί, είπε η γάτα, κουνώντας το δεξί της πόδι, μένει ένας Καπελάς, και από κει, είπε κουνώντας το άλλο της πόδι, μένει ένας Μαρτιάτικος λαγός. Επισκέψου όποιον θέλεις, είναι και οι δύο τους τρελοί.

– Μα εγώ δεν θέλω να ανακατευτώ με τρελούς, δήλωσε η Αλίκη.

– Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς είπε η γάτα, εδώ είμαστε όλοι τρελοί, εγώ είμαι τρελή κι εσύ είσαι τρελή.

– Πως το ξέρεις ότι είμαι τρελή; Είπε η Αλίκη.

Πρέπει να είσαι, είπε η γάτα, διαφορετικά δεν θα είχες έρθει εδώ.

– Η Αλίκη δεν το βρήκε αυτό καθόλου πειστικό, ωστόσο συνέχισε:

– Και πως ξέρεις ότι κι εσύ είσαι τρελή;

– Για να βάλουμε τα πράγματα στη σειρά, είπε η γάτα, οι σκύλοι δεν είναι τρελοί. Είσαι σύμφωνη;

– Μάλλον ναι, είπε η Αλίκη.

– Ωραία, συνέχισε η γάτα, λοιπόν ένα σκύλος γρυλίζει όταν θυμώσει και κουνάει την ουρά του όταν είναι ευχαριστημένος. Αντίθετα εγώ γρυλίζω από ευχαρίστηση και κουνάω την ουρά μου όταν θυμώσω. Άρα είμαι τρελή.”

Είναι φανερό λοιπόν ότι δεν υπάρχει καμία σωστή απάντηση ποιό από τους δυο δρόμους πρέπει να επιλέξει κάποιος. Η σωστή απάντηση όμως απο την γάτα έγκειται σ’ αυτό που δεν εκφράζει. “εδώ είμαστε όλοι τρελοί” απαντάει η γάτα, σαν να δεν υπάρχει άλλη επιλογή αλλά έλα που υπάρχει.

Image result for alice in wonderland original

Η παρουσία της γάτας μέσα στην ίδια της την απουσία εκφράζει ακριβώς αυτό που η γάτα απαντάει στην Αλίκη μας:

“- Εντάξει, είπε η γάτα, και αυτή τη φορά έσβησε πολύ αργά, αρχίζοντας από την άκρη της ουράς της και τελειώνοντας με το χαμόγελο, που φαινότανε για κάμποση ώρα, ακόμη και όταν η υπόλοιπη είχε εξαφανιστεί εντελώς. Ε, λοιπόν! Έχω δει πολλές φορές γάτες χωρίς χαμόγελο, σκέφτηκε η Αλίκη, αλλά χαμόγελο χωρίς γάτα! Αυτό είναι το πιο περίεργο πράγμα που είχα δει ποτέ σε όλη μου τη ζωή!”

Η παρουσία της γάτας με ένα και μόνο χαμόγελο εξαφανισμένη η ίδια, να παραμένει όμως το χαμόγελο, ως το πιο περίεργο πράγμα που είχε δει ποτέ σε όλη της τη ζωή, μας εισάγει ακριβώς στην διαλεκτική άρνηση και των δυο δρόμων αν και στο τέλος η Αλίκη ακολουθεί τον ένα μετανιώνοντας μετά γιατί δεν ακολούθησε τον άλλο παίζοντας το παιχνίδι ενός στείρου Ντελεζιανού becoming.

Εξ ονόματος των περιπέτειων της Αλίκης στην Χώρα των Θαυμάτων ο Carroll γράφει την δικιά του Φαινομενολογία του Πνεύματος και το δικό του Κεφάλαιο. Στις περιπέτειες αυτές τα πάντα είναι περίεργα γιατί δεν υπάρχει καμιά κυριαρχία πάνω στον χρόνο.

 

 

André Breton: Πόλεμος

Κοιτάζω το Τέρας που γλείφεται
Για να μπερδευτεί όσο μπορεί με ό,τι είναι γύρω του
Τα μάτια του χρώμα φουρτούνας
Ξάφνου είναι βαλτονέρια που σκεπάζονται με βρώμικα
ρούχα με σκουπίδια.
Βαλτονέρια που πάντα σταματάνε τον άνθρωπο
Βαλτονέρια με μια μικρή πλατεία Όπερας μες την κοιλιά
τους
Ο φωσφορισμός είναι το κλειδί για τα μάτια του Κτήνους
Που γλείφεται
Κι η γλώσσα του
Τοξεμένη ποιος ξέρει από πριν πού
Είναι ένα σταυροδρόμι από καμίνια
Από κάτω ατενίζω τον ουρανίσκο του
Σαν από λάμπες μέσα σε σάκους
Και κάτω απ’ το θόλο σε γαλάζιο βασιλικό χρώμα
Τόξα χρυσαφιά ξεφτισμένα προοπτικά το ‘να μέσα στ’ άλλο
Ενώ τρέχει η πνοή της γενίκευσης στο άπειρο εκείνου του πανά-
θλιου γυμνόστηθου παλιάτσου σαν κι αυτούς που βγαίνουν
στις πλατείες καταπίνοντας δαυλιά αναμμένα με πετρέλαιο
κάτω από μια ψιλή βροχή πεντάρες.
Τα σπυριά του Κτήνους λάμπουν εκατόμβες παλικαριών για να
χορτάσει ο Αριθμός
Με τα πλευρά να τα φυλάνε αστραφτερά λέπια στρατοί
Φουσκωτοί κι ο καθένας τους περιστρέφεται μια χαρά πάνω στη
στρόφιγγά του
Μ’ όλη τους την αλληλεξάρτηση σαν τα κοκόρια που βρίζονται
την αυγή από κοπρώνα σε κοπρώνα
Αγγίζουμε τη ρωγμή της συνείδησης κι όμως μερικοί συνεχίζουν
να λένε πως η μέρα θ’ ανατείλει
Η πόρτα ήθελα να πω το Τέρας γλείφεται κάτω απ’ τη
φτερούγα
Και βλέπεις τάχα από γέλιο να χτυπιούνται από σπασμούς κλέ-
φτες βαθιά σε μια ταβέρνα
Ο αντικατοπτρισμός που μ’ αυτόν είχαν φτιάξει την καλοσύνη
διαλογίζεται
Είναι ένα κοίτασμα υδραργύρου
Θα μπορούσες να το γλύψεις μονομιάς
Νόμισα πως το Κτήνος στρεφόταν σε μένα είδα ξανά τη βρωμιά
της αστραπής
Πόσο είναι άσπρο στις μεμβράνες του μες στην σβελτάδα των δα-
σών από σημύδες όπου στήνεται η ενέδρα
Μες στα ξάρτια των καραβιών του που στην πλώρα τους βουτά μια
γυναίκα με την κούραση του έρωτα να τη στολίζει πράσινη
μάσκα
Μάταιος συναγερμός το Κτήνος κρατά τα νύχια του διεγερτική
στεφάνη γύρω από τα στήθη
Προσπαθώ να μην παραπατώ φανερά όταν κουνά την ουρά του
Που είναι σημαδεμένη άμαξα και καμτσικιά
Μες στην πνιγερή οσμή της κικινδέλης
Απ’ το φορείο το βρωμισμένο με μαύρο αίμα και με χρυσάφι προς
το φεγγάρι
Ακονίζει ένα του κέρατο στο ενθουσιασμένο δέντρο των αιτιάσεων
κουλουριάζεται με φοβερή νωχέλια κολακευμένο
Το Κτήνος γλύφει το όργανό του δεν είπα τίποτα

[πηγή: Γιώργος Σπανός (επιμ.), André Breton, εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 1983, σ. 142-143]

H ταξική πάλη στην Γαλλία

Το Γαλλικό «παράδοξο»

Παρακολουθούμε τους δύο τελευταίους μήνες στην Γαλλία μια σειρά από οξύτατους ταξικούς αγώνες, και μάλιστα με αναβαθμισμένες μορφές πάλης και εντός ενός κράτους που εξακολουθεί να βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης μετά τις επιθέσεις του Νοέμβρη του ’15 στο Παρίσι και αλλού.

Αιτία για όλα αυτά, είναι ο νέος εργασιακός νόμος της υπουργού Μιριάμ Ελ Κομρί που δεν αφήνει πραγματικά λίθο επί λίθου στα εργασιακά-συνδικαλιστικά δικαιώματα του γαλλικού λαού.

Παρά το γεγονός πως ανάλογες νεοφιλελεύθερες «μεταρρυθμίσεις» γίνονται λίγο έως πολύ σε όλο το μήκος και πλάτος της ΕΕ (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Ελλάδα των «μνημονίων», που βέβαια δεν εφαρμόζει κάτι άλλο, παρά ότι κάνουν και όλες οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, με ή χωρίς «μνημόνια»), στην Γαλλία είναι η πρώτη φορά που η επίθεση του κεφαλαίου στην εργατική τάξη βρίσκει μια τόσο πεισματώδη και αποφασιστική αντίσταση.

-Ποιό είναι το «παράδοξο»;

Πως η αντίσταση αυτή λαμβάνει χώρα σε ένα μέρος του κόσμου, που το ΚΚ του είναι από δεκαετίες τώρα καρικατούρα του παλιού ένδοξου εαυτού του.

Το ακόμη πιο παράδοξο της ιστορίας αυτής είναι πως, της αντίστασης της Γαλλικής εργατικής τάξης ηγείται ακριβώς η συνδικαλιστική συνομοσπονδία CGT (ουσιαστικά το συνδικαλιστικό σκέλος του ΓΚΚ, παρότι δεν έχει οργανική σχέση μαζί του ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90), μπροστάρηδες του αγώνα είναι πρώην ή και νυν μέλη του ΓΚΚ, ενώ η μόνη εφημερίδα που έχει πάρει ανοιχτά το μέρος των αγωνιζόμενων απεργών είναι το πρώην όργανο του ΓΚΚ, η «Ουμανιτέ».

Παρότι λοιπόν το Γαλλικό ΚΚ έκανε εδώ και δεκαετίες ότι μπορούσε προκειμένου να αυτοδιαλυθεί και σίγουρα είναι ανίκανο να καθοδηγήσει την ταξική πάλη, όχι μόνο είναι τελικά η όξυνση της ταξικής πάλης που (αντιστρόφως) παρασύρει το ΓΚΚ, αλλά ακόμη πιο παράδοξα βλέπουμε τους Γάλλους κομμουνιστές (όχι την ηγεσία τους βέβαια) να είναι παντού σε αυτό τον αγώνα, και μάλιστα στην πρώτη γραμμή του.

Και μάλιστα σε βαθμό που, κάποιος που θα κατέβαινε από άλλον πλανήτη και δεν ήξερε τι εστί ΓΚΚ, θα μπορούσε κάλιστα –με μια επιφανειακή ματιά- να πιστέψει πως πρόκειται για «κομμουνιστική εξέγερση» οργανωμένη από τα «κόκκινα συνδικάτα» της CGT, και υποστηριζόμενη από το «κόκκινο» έντυπο «Ουμανιτέ».

-Πως εξηγούνται οι παραπάνω αντιφάσεις;

Εδώ θα κάνουμε μια στάση να θυμηθούμε λίγο τον Ένγκελς:

«Η Γαλλία είναι η χώρα όπου περισσότερο από οπουδήποτε αλλού οι ταξικοί αγώνες έφταναν κάθε φορά ως την αποφασιστική μάχη και όπου, συνεπώς, διαγράφονταν με τον πιο ανάγλυφο τρόπο οι μεταβαλλόμενες πολιτικές μορφές που μέσα τους κινούνται οι ταξικοί αγώνες και όπου συνοψίζονται τ’ αποτελέσματά τους. Κέντρο της φεουδαρχίας στο μεσαίωνα, πρότυπο χώρας της ενιαίας φεουδαρχικής μοναρχίας ύστερα από την αναγέννηση, η Γαλλία τσάκισε στη μεγάλη επανάσταση το φεουδαρχισμό και εγκαθίδρυσε την καθαρή κυριαρχία της αστικής τάξης με τέτοια κλασική μορφή που δεν την έφτασε καμιά άλλη χώρα στην Ευρώπη. Κι ο αγώνας του προλεταριάτου που ανεβαίνει, ενάντια στην κυρίαρχη αστική τάξη εκδηλώνεται εδώ, στη Γαλλία, με τέτοια έντονη μορφή που είναι άγνωστη αλλού….»[1]

Στην Γαλλία λοιπόν υπάρχει μια εργατική τάξη με παραδοσιακά υψηλή ταξική συνείδηση, καθώς και με παραδοσιακά μαζική οργάνωση.

Αυτό δεν άλλαξε (ούτε και θα μπορούσε να αλλάξει) από την μετάλλαξη του Γαλλικού ΚΚ, καθώς είναι η ταξική συνείδηση που είναι προαπαιτούμενο της πολιτικής και όχι το αντίστροφο, μια και η πολιτική συνείδηση είναι ανώτερη μορφή της ταξικής.

Κανένα «παράδοξο» λοιπόν δεν υπάρχει στην Γαλλία, παρά μόνο εάν προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε το τι γίνεται εκεί, παίρνοντας σαν νόρμα το ελληνικό (άνευ εισαγωγικών) παράδοξο, του να υπάρχει πιο ανεπτυγμένη πολιτική παρά ταξική συνείδηση, για μια σειρά από ιστορικούς λόγους που αφορούν την χώρα μας (εμφύλιος, μετεμφυλιακό κράτος, χούντα, κλπ).

Κλείνοντας.

Μέχρι στιγμής η Γαλλική οργανωμένη εργατική τάξη έχει δείξει αξιοθάυμαστα δείγματα αγωνιστικότητας, έχοντας δύο μήνες στους δρόμους υπό καθεστώς σκληρής καταστολής, πολιτικής ωριμότητας καταφέρνοντας να εκτοπίσει τις γαλλικές «πλατείες» από το επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης σχεδόν με το καλημέρα (ας συγκρίνουμε λίγο με τα δικά μας), καθώς και οργανωτικής συγκρότησης με γερά περιφρουρημένες απεργίες και κινητοποιήσεις, παρά τις προβοκάτσιες που διαδέχονται η μια την άλλη και εντός «κατάστασης έκτακτης ανάγκης».

Τι μέλλει γενέσθαι;

Παρά το γεγονός πως οι συνδικαλιστές της CGT έχουν ήδη ξεπεράσει τον εαυτό τους με όλα τα παραπάνω, η πολιτική αλλαγή –και με τον όρο εννούμε εδώ την αλλαγή της κυρίαρχης τάξης- δεν είναι ούτε μέσα στις δυνατότητες, ούτε στις αρμοδιότητες και του πιο αγωνιστικού και οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος. Αυτό είναι πάντα δουλειά ενός επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος.

Έτσι λοιπόν, στην Γαλλία και αλλού θα παιχτεί ξανά το αποφασιστικό παιχνίδι. Το παιχνίδι ενός αντικειμενικού κινήματος που χρειάζεται την συμβολή του υποκειμενικού παράγοντα, του ταξικού κόμματος.[2]

Καλό σκάψιμο γέρο τυφλοπόντικα![3]
________________
[1]Από τον πρόλογο του Φ.Ένγκελς στην 3η γερμανική έκδοση της 18ης Μπρυμπαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, του κ.Μαρξ
[2]Μάριο Μάφι, Underground,εκδ.Οδυσσέας 1982
[3] Αλλά η επανάσταση είναι συστηματική. Ακόμα ταξιδεύει μέσα στο καθαρτήριο. Κάνει τη δουλειά της μεθοδικά…Και όταν έχει ολοκληρώσει το δεύτερο μισό της προκαταρκτικής της εργασίας, η Ευρώπη θα αναπηδήσει απ’ το κάθισμά της και θα φωνάξει: έσκαψες καλά, γερο- τυφλοπόντικα!
Κ. Μαρξ, η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη

Πηγή: fadomduck2

Μαρξ: “Στη θέση του βούρδουλα του επιστάτη των δούλων μπαίνει το βιβλιάριο τιμωριών του επιστάτη εργασίας”

Στη μανουφακτούρα και στη χειροτεχνία ο εργάτης εξυπηρετείται από το εργαλείο, ενώ στο εργοστάσιο ο εργάτης υπηρετεί τη μηχανή. Εκεί η κίνηση του μέσου εργασίας ξεκινάει απ’ αυτόν, εδώ είναι υποχρεωμένος ν’ ακολουθεί αυτός τις κινήσεις του μέσου εργασίας. Στη μανουφακτούρα οι εργάτες είναι μέλη ενός ζωντανού μηχανισμού.

Στο εργοστάσιο υπάρχει ένας νεκρός μηχανισμός ανεξάρτητα από τους εργάτες, και οι εργάτες προσαρτούνται σ’ αυτόν σαν ζωντανά εξαρτήματα- «Η θλιβερή μονοτονία ενός ατέλειωτου μαρτυρίου της δουλειάς, όπου επαναλαβαίνεται διαρκώς το ίδιο μηχανικό προτσές, μοιάζει με το μαρτύριο του Σίσυφου. Το βάρος της δουλειάς πέφτει συνεχώς ξανά και ξανά σαν το βράχο του Σίσυφου πάνω στον αποκαμωμένο εργάτη». Ενώ η δουλειά στις μηχανές καταπονεί στο έπακρο το νευρικό σύστημα, πνίγει το πολύπλευρο παιχνίδι των μυώνων και στερεί από τον άνθρωπο κάθε ελεύθερη σωματική και πνευματική δραστηριότητα. Ακόμα και το ξαλάφρωμα της δουλειάς γίνεται μέσο βασανισμού, γιατί η μηχανή δεν απελευθερώνει τον εργάτη από την εργασία, αλλά την εργασία από το περιεχόμενο της.

Κάθε κεφαλαιοκρατική παραγωγή, εφόσον δεν είναι μόνο προτσές εργασίας, μα ταυτόχρονα είναι και προτσές αξιοποίησης του κεφαλαίου, έχει κοινό χαρακτηριστικό της ότι δε χρησιμοποιεί ο εργάτης τον όρο εργασίας, αλλά αντίστροφα ο όρος εργασίας χρησιμοποιεί τον εργάτη, μονάχα όμως με τις μηχανές η αντιστροφή αυτή αποκτάει μια τεχνικά χειροπιαστή πραγματικότητα. Στη διάρκεια του ίδιου του προτσές εργασίας, το μέσο εργασίας, με τη μετατροπή του σε αυτόματο, ορθώνεται απέναντι στον εργάτη σαν κεφάλαιο, σαν νεκρή εργασία, που εξουσιάζει και απομυζά τη ζωντανή εργατική δύναμη. “Όπως είπαμε κιόλας πιο πάνω, ο χωρισμός των πνευματικών δυνάμεων του προτσές παραγωγής από τη χειρωνακτική εργασία και η μετατροπή τους σε δυνάμεις κυριαρχίας του κεφαλαίου πάνω στην εργασία ολοκληρώνονται στη μεγάλη βιομηχανία που στηρίζεται στις μηχανές. Η μερική δεξιότητα του μεμονωμένου εργάτη, που δουλεύει στη μηχανή και που του αφαίρεσαν κάθε περιεχόμενο, εξαφανίζεται σαν μηδαμινό πάρεργο μπρος στην επιστήμη, μπρος στις τεράστιες φυσικές δυνάμεις και μπρος στη μαζική κοινωνική εργασία πού ενσαρκώνονται στο σύστημα των μηχανών και αποτελούν μαζί του τη δύναμη του «αφεντικού» (master).

Γιαυτό, σε περίπτωση σύγκρουσης με τα «χέρια», το αφεντικό αυτό, που στο μυαλό του είναι αχώριστα συνυφασμένα οι μηχανές και το μονοπώλιο του σ’ αυτές, αναφωνεί περιφρονητικά απευθυνόμενος στα «χέρια»: «Οι εργοστασιακοί εργάτες θάκαναν καλά να θυμούνται ότι στην πραγματικότητα η εργασία τους είναι ένα πολύ κατώτερο είδος ειδικευμένης δουλειάς, ότι καμιά άλλη δουλειά δεν μπορεί να μαθευτεί πιο εύκολα και ότι, παίρνοντας υπόψη την ποιότητα της καμιά άλλη δεν πληρώνεται καλύτερα, ότι καμιά εργασία δεν μπορεί, με μια τόσο σύντομη διδασκαλία στο λιγότερο έμπειρο, να προσφερθεί σε τέτοια αφθονία και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Στην πραγματικότητα οι μηχανές του αφεντικού παίζουν στην υπόθεση της παραγωγής πολύ σημαντικότερο ρόλο από το ρόλο της εργασίας και της δεξιότητας του εργάτη, που μπορεί να τη διδαχτεί κανείς με μαθήτευση 6 μηνών και που μπορεί να τη μάθει και ο τελευταίος σκαφτιάς».

Η τεχνική υποταγή του εργάτη στη μονότονη πορεία του μέσου εργασίας και η ιδιόμορφη σύνθεση του σώματος εργασίας από άτομα και των δυο φύλων και των πιο διαφορετικών ηλικιών δημιουργούν μια πειθαρχία στρατώνας, που διαμορφώνεται και γίνεται το ολοκληρωμένο καθεστώς του εργοστασίου και πού αναπτύσσει ως την ολοκλήρωση της την προαναφερμένη δουλειά της επίβλεψης, δηλ. ταυτόχρονα και το χωρισμό των εργατών σε χειρωνακτικούς εργάτες και σε επιστάτες εργασίας, σε κοινούς φαντάρους τής βιομηχανίας και σε υπαξιωματικούς τής βιομηχανίας. «Η κύρια δυσκολία στο αυτόματο εργοστάσιο συνίστατο στην πειθαρχία, που είναι απαραίτητη για να μάθουν τους ανθρώπους ν’ απαρνηθούν τις άταχτες συνήθειες τους στη δουλειά και για να τους κάνουν ένα με την αμετάβλητη κανονικότητα του μεγάλου αυτόματου.

Ήταν όμως ηράκλειο έργο η εφεύρεση και η πετυχημένη εφαρμογή ενός κώδικα πειθαρχίας, που ν’ ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στην ταχύτητα του αυτόματου συστήματος, και το ευγενικό αυτό έργο το πραγματοποίησε ο Αρκραϊτ! Ακόμα και σήμερα, που το σύστημα είναι οργανωμένο σ’ όλη του την εντέλεια, είναι σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς κατάλληλους βοηθούς για το αυτόματο σύστημα ανάμεσα στους εργάτες πού έχουν φτάσει την ανδρική ηλικία…». Ο κώδικας του εργοστασίου, με τον όποιο το κεφάλαιο διατυπώνει την απόλυτη κυριαρχία του πάνω στους εργάτες του σαν ιδιώτης νομοθέτης και αυτεξούσια, χωρίς το χωρισμό των εξουσιών, τον τόσο αρεστό άλλωστε στους αστούς, και χωρίς το αντιπροσωπευτικό σύστημα, που τους αρέσει ακόμα περισσότερο, ο κώδικας αυτός είναι απλώς η κεφαλαιοκρατική γελοιογραφία της κοινωνικής ρύθμισης του προτσές εργασίας, που την κάνει απαραίτητη η συνεργασία σε πλατιά κλίμακα και η χρησιμοποίηση κοινών μέσων εργασίας, και ιδίως των μηχανών. Στη θέση του βούρδουλα του επιστάτη των δούλων μπαίνει το βιβλιάριο τιμωριών του επιστάτη εργασίας. “Όλες οι τιμωρίες ανάγονται φυσικότατα σε χρηματικά πρόστιμα και σε περικοπές από το μισθό, και η νομοθετική οξυδέρκεια των Λυκούργων του εργοστασίου κάνει γι’ αυτούς την παράβαση των νόμων τους ακόμα πιο επικερδή από την τήρηση τους”. (…)

 

Κ. Marx, “Το Κεφάλαιο”, Μέρος Τέταρτο: Η Παραγωγή της Σχετικής Υπεραξίας, Το εργοστάσιο, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2002 (σελ. 438-441).

Γαλλία: “Το Euro αναβάλλεται, έχουμε απεργία”

Μέρες αναταραχής “όμορφες” μέρες ζει η Γαλλία, καθώς οι εργαζόμενοι της χώρας με αιχμή του δόρατος τους νέους κινητοποιούνται με διάφορες μορφές ενάντια στις μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης.

Το alfavita από την αρχή των κινητοποιήσεων καλύπτει με ρεπορτάζ και live όλες τις κινητοποιήσεις, τα πάντα από την Γαλλία.

(UPD 26/05: Το CGT, ένα από τα πέντε μεγάλα της Γαλλίας, ανακοίνωσε πως οι εργαζόμενοι σε 16 από τις 19 πυρηνικές μονάδες της χώρας ψήφισαν για 24ωρη απεργία σήμερα Πέμπτη – ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ)

Τις τελευταίες ημέρες έχουν ξεσπάσει απργίες σε όλη την χώρα με τους εργαζόμενους να έχουν καταλάβει διυλιστήρια.

Λίγο πριν τη διεξαγωγή του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Ποδοσφαίρου, η χώρα άρχισε να χρησιμοποιεί τα στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου που διαθέτει.

Σήμερα Τέταρτη (25/5) οι εργαζόμενοι στο πυρηνικό εργοστάσιο Nogent-sur-Seine ανακοίνωσαν ότι προχωρούν επίσης σε 24ωρη απεργία ενάντια στις νέες εργασιακές μεταρρυθμίσεις, ενώ υπενθυμίζεται ότι η Γαλλία προμηθεύεται  περίπου το 75% της ηλεκτρικής της ενέργειας από πυρηνικά εργοστάσια.

 Η αντιπαράθεση γύρω από τη μεταρρύθμιση της εργασιακής νομοθεσίας επεκτείνεται και λαμβάνει πλέον διαστάσεις σύγκρουσης ανάμεσα στη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Φρανσουά Ολάντ κι ένα από τα μεγαλύτερα συνδικάτα στη Γαλλία, το “CGT”. Πολλοί διαδηλωτές φωνάζουν “Το Euro αναβάλλεται, έχουμε απεργία”!

Όπως αναφέρει το CGT, το οποίο πρόσκειται στους κομμουνιστές και το FO, η Εργατική Δύναμη, έχουν μπλοκάρει από το πρωί 6 από τα 8 διυλιστήρια, απ’ όπου φεύγουν τα βυτία για τη διανομή καυσίμων ανά τη Γαλλία. Iσχυρή αστυνομική δύναμη με δακρυγόνα και εκτοξευτήρες νερού κατάφερε να λύσει χαράματα, το μπλόκο στο κομβικό διυλιστήριο στο λιμάνι Fos sur Μer πλησίον της Μασσαλίας. Τραυματίστηκαν 7 αστυνομικοί αλλά και ορισμένοι απεργοί.
Πέτρα του σκανδάλου ο εργασιακός νόμος


Ο Φιλίπ Μαρτινέζ, επικεφαλής του CGT αντέδρασε άμεσα το πρωί δηλώνοντας ότι η απάντηση θα είναι η γενίκευση της απεργίας σε όλους του τομείς. Ο εργασιακός νόμος παραμένει η πέτρα του σκανδάλου, σύμφωνα με τον Μαρτινέζ.
Από την πλευρά του ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ κατήγγειλε ότι δεν μπορεί μια μειοψηφία να παραλύει τη χώρα, ότι ο πρωθυπουργός δεν θα υποχωρήσει, όπως και ο υπουργός Οικονομίας Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος βρίσκεται πίσω από τον επίμαχο εργασιακό νόμο.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, εν μέσω γενικευμένης κοινωνικής σύγχυσης, οι Γάλλοι έχουν αρχίσει να ανησυχούν και για το μεγάλο ραντεβού του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου, που ξεκινάει στις 10 Ιουνίου. Η ασφάλεια των αγώνων παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση.

FRENCH DEMONSTRATIONS
Ο πρωθυπουργός της Γαλλίας θεωρεί ότι «η CGT βρίσκεται σε αδιέξοδο» και «παίρνει όμηρο τη χώρα», αλλά θα λάβει μία σθεναρή απάντηση. Για τον γενικό γραμματέα της CGT, τον Φιλίπ Μαρτινές, αντίθετα, ο πρωθυπουργός «παίζει ένα επικίνδυνο παιγνίδι», που προσπαθεί «να φέρει σε αντιπαράθεση τη CGT με τους πολίτες».

«Η κοινή γνώμη παραμένει προσηλωμένη στην αμφισβήτηση του νομοσχεδίου», είπε ο Φιλίπ Μαρτινές, που τάσσεται ανοικτά υπέρ της κλιμάκωσης των απεργιακών κινητοποιήσεων.

«Ο Φιλίπ Μαρτινές αναγορεύει εαυτόν σε αρχηγό της αντιπολίτευσης», σχολίασε η Le Monde . «Αλλά, μπορεί η CGT να ακινητοποιήσει τη χώρα;», αναρωτιέται η Liberation, υπογραμμίζοντας ότι το συνδικάτο, που βγαίνει από μία διετή σοβαρή κρίση διαδοχής, «δεν διαθέτει αναγκαστικά τα μέσα που να ανταποκρίνονται στις φιλοδοξίες του».

Ο αποκλεισμός των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων έχει προκαλέσει ελλείψεις καυσίμων στα πρατήρια, το 20% των οποίων έχει κλείσει ή συναντά μεγάλες δυσκολίες τροφοδοσίας.

Η ανησυχία αυξάνεται στις επιχειρήσεις και τα εμπορικά και βιομηχανικά επιμελητήρια κάλεσαν την κυβέρνηση «να άρει τους αποκλεισμούς που πλήττουν την οικονομία και τις γαλλικές επιχειρήσεις».

TOTAL

Ο πετρελαϊκός όμιλος Total, που διαθέτει πέντε διυλιστήρια που έχουν αποκλεισθεί, προειδοποίησε ότι θα αναθεωρήσει τα πλάνα επενδύσεων στη Γαλλία.

Η συνέχεια θα εξαρτηθεί από την απάντηση της κυβέρνησης, σημειώνει ο γαλλικός Τύπος, διότι «η σύγκλιση των κινητοποιήσεων» μοιάζει να αμβλύνεται: η κινητοποίηση των πανεπιστημίων έχει αρχίσει να εξασθενεί και το κίνημα Nuit Debout στην Πλας ντε λα Ρεπυμπλίκ φαίνεται προς το παρόν να σβήνει.

Η κινητοποίηση των οδηγών φορτηγών που ξεκίνησε πριν από μία εβδομάδα μοιάζει επίσης να βρίσκεται σε αποκλιμάκωση έπειτα από τις εγγυήσεις που προσέφερε η κυβέρνηση για τις υπερωριακές αμοιβές, ενώ στους σιδηροδρόμους, η συμμετοχή στην απεργία της Δευτέρας στο δίκτυο της γαλλικής πρωτεύουσας και στα προάστια ήταν μικρή.

Πηγή: alfavita

Τεύκρος Ανθίας: “Ελέησόν με, άγιε Σατάν” αιώνιε Διαφορετικέ

Το ποίημα “Προσευχή” είναι το πρώτο από τη συλλογή του Τεύκρου Ανθία: “Άγιε Σατάν ελέησόν με” γραμμένο το 1930. Η πρώτη έκδοση των ποιημάτων έγινε στην Αθήνα το 1930 και η δεύτερη έκδοση στην Κύπρο το 1942.

Προσευχή

Ελέησόν με, άγιε Σατάν, το βράδι αυτό,
κι άκουσε, αν θέλεις, της κοιλιάς μου το γουργουρητό.
Κλαρίνα, πίπιζες, ταμπούρλα, τα έντερά μου,
μια χλαλοή, ένα πανηγύρι διοργανώνουν.
Σαν εφιάλτες οι αναμνήσεις με κυκλώνουν,
γελούν, σα μέγαιρες, τριγύρω τα όνειρά μου…

Άνθρωπος ήμουνα κ΄ εγώ κάποια φορά
κ΄ έγινα ζώο, απ΄ των πραγμάτων τη φορά.
Ναι, κάποιο χτήνος, με τα πόδια του δεμένα,
που δε μπορεί μες το λειβάδι να βοσκήσει,
δεν ημπορεί τ΄ αφεντικό του να κλωτσήσει,
γιατί το σφίγγουν οι αλυσίδες του, ωιμένα!

Κόλαση γύρω μου η ζωή με τυραννεί,
πνίγοντας κάθε βογγητό μου και φωνή.
Μα, ως τόσο, κάτι περιμένω, που όταν φτάσει,
μέσα στο φως, μες τη χαρά θα ξεχυθώ,
μια νέα αυγή, μια μέρα ολόφωτη θα ιδώ.

Κάθε μου δάκρυ, που απ’ τα μάτια μου έχει στάξει,
φωτιά θα γίνει, που ό,τι με σφίγγει θα ρημάξει.
Γαλάζια η νύχτα θα χορεύει ολόγυρά μου,
λαμπρά τ΄ αστέρια θα οργιάζουν μες το φως.
Άγιε Σατάν, τώρα που γέρασε ο Θεός,
οδήγει, Εσύ, οδήγει, Εσύ, τα βήματά μου.

image

Η πρώτη στροφή του ποιήματος μας μεταφέρει χωρίς εισαγωγικές προφάσεις κοινωνικής διαγωγής και χωρίς καμία μεταφυσική εποπτεία των οιστρογόνων ποιητικών ευαισθησιών, στην κόλαση. Η κόλαση του Ανθία και συγκεκριμένα του ποιήματος δεν ταυτίζεται και δεν σχετίζεται με την κόλαση που κατοικεί η χριαστιανική αμαρτία. Η κόλαση εδώ δεν έχει ούτε θρησκευτικό περιεχόμενο, ούτε την πολυπόθητη υπερβατική ασφάλεια αλλά ούτε καμιά υπερβατολογική αρχή.

Η κόλαση του Ανθία ή η κόλαση του 1930 είναι η κόλαση της πείνας δηλαδή “της κοιλιάς μου το γουργουρητό” ή τα “έντερα” που γίνονται μουσικά όργανα τα οποία βρίσκονται σε μόνιμο allegro και σε συνεχές tremolo. Αυτό το “γουργουρητό” λοιπόν είναι η κόλαση της οποίας γινόμαστε θεατές. Το “γουργουρητό” αυτό είναι το “γουργουρητό” το οποίο μοιράζεται μια ολόκληρη κυπριακή κοινωνική πραγματικότητα όπως επίσης και η διαλυμένη τότε όπως και τώρα δυτική πολιτική οικονομία. Τα όνειρα σε μια τέτοια εκμεταλλευτική κοινωνική πραγματικότητα γίνονται “μέγαιρες” που γελούν.

Η δεύτερη στροφή του ποιήματος εκφράζει το μεγάλο άλμα της προόδου της ανθρωπότητας που καταφέρνει από ζώο να γίνει άνθρωπος. Ο ποιητής όμως φτάνει δυστυχώς την ιστορική πραγματικότητα η οποία αφήνεται ο άνθρωπος να γίνεται και πάλι ζώο: “Άνθρωπος ήμουνα κ΄ εγώ κάποια φορά κ΄ έγινα ζώο, απ΄ των πραγμάτων τη φορά.”

Τι κάνει τον άνθρωπο να γίνεται και πάλι ζώο; Για τον ποιητή ειναι ξεκάθαρο επειδή ακριβώς:

“δεν ημπορεί τ΄ αφεντικό του να κλωτσήσει,
γιατί το σφίγγουν οι αλυσίδες του…”.

Ο ποιητής στην δεύτερη στροφή μας βουλιάζει στο λήθαργο της εκμετάλλευσης και της σκλαβιάς. Η ανελευθερία και η κτηνώδης ζωή του εργάτη είναι το μοναδικό βίωμα του ανθρώπου που ούτε καν σαν ζώο δεν μπορεί να βοσκήσει:

“που δε μπορεί μες το λειβάδι να βοσκήσει…”.

Με τον πρώτο στίχο της τρίτης στροφής ο ποιητής αναμεταθέτει την πραγματική κόλαση του “γουργουρητού” και των “μουσικών εντέρων” ονομάζοντάς την τελικά ως “κόλαση”:

“Κόλαση γύρω μου η ζωή με τυραννεί,
πνίγοντας κάθε βογγητό μου και φωνή”.

Με την επιλογή “πνίγοντας” ο ποιητής μας προϊδεάζει για τον επόμενο κιόλας στίχο.

Αυτή η ξαφνικότητα των μεταβάσεων της διάρρηξης της πραγματικότητας διακρίνεται σε όλο το φάσμα της ποίησης του Ανθία. Η αμεσότητα της ποίησης του Ανθία δεν έγκειται στην μυστηριακού τύπου διαδικασία διευθέτησης του κόσμου αλλά γίνεται η διαλεκτική διαμεσολαβητική ενέδρα από την οποία εκτοξεύει την πολεμική του δράση. Ως εκ τούτου δεν διακρίνεται πουθενά κανένα επιτηδευμένο φτιασίδωμα στην ποιητική του παραγωγή κι ούτε επίσης καμιά υπεραξιακή παραγωγή λόγου.

Ας επιστρέψουμε όμως στην τρίτη στροφή και στην ανάδειξη της υπομονής:

“Μα, ως τόσο, κάτι περιμένω…”. Η συγκεκριμένη υπομονή είναι παράγωγο της ταξικής του ύπαρξης. Μια τέτοια υπομονή διακατέχεται από αγωνιστική πάλη και χειραφετητική προοπτική και όχι απο την υπομονή η οποία απαντάει στην εκδικητική παντοδυναμία της Δευτέρας Παρουσίας. Όταν λοιπόν φτάσει η επαναστατική πράξη τότε ο ποιητής θα μπορέσει δικαίως και προπαντός νικητής να ξεχυθεί “μέσα στο φως, μες τη χαρά” και θα δεί
“μια νέα αυγή, μια μέρα ολόφωτη”.

Τέλος, με την τρίτη στροφή ο ποιητής απαντάει στο τι θ’ απογίνει ο εργάτης αν σταματούσαν να τον “σφίγγουν οι αλυσίδες του”. Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: δεν έχουν να χάσουν τίποτα εκτός από τις αλυσίδες τους.

Με την τέταρτη και τελευταία στροφή ο ποιητής εισάγει το στοιχείο εκείνο με το οποίο συνίσταται η κόλαση. Η φωτιά θα ρημάξει κυριολεκτικά την αιτία που δημιουργεί το δάκρυ, τον πόνο και την μιζέρια και έτσι θα διατηρηθούν “λαμπρά τ΄αστέρια [που] θα οργιάζουν μες το φως”.

Οι τελευταίοι δυο στίχοι του ποιήματος:

“Άγιε Σατάν, τώρα που γέρασε ο Θεός,
οδήγει, Εσύ, οδήγει, Εσύ, τα βήματά μου”,

όπως και ο πρώτος στίχος: “Ελέησόν με, άγιε Σατάν…”, ο ποιητής επικαλείται τον διάβολο. Ένα διάβολο ο οποίος εξαιρείται από την χριστιανική κοσμικότητα αποδιοργανώνοντας τον μεταφυσικό “υλισμό” της χριστιανοσύνης. Ο διάβολος του Ανθία έχει όνομα, είναι ο ίδιος ο διάβολος του Ρεμπώ που “στοιχειό δεν είναι, μήτε φάντασμα” αλλά και ο ίδιος ο διάβολος που βρίσκει κανείς στον Πεσσόα στο βιβλίο του “Η ώρα του διαβόλου”:

Είμαι πράγματι ο Διάβολος. Μην τρομάζετε, γιατί είμαι στ’ αλήθεια ο Διάβολος, και γι’ αυτό δεν κάνω κακό. Ορισμένοι μιμητές μου, στη γη και πάνω από τη γη, είναι επικίνδυνοι, όπως όλοι οι αντιγραφείς, γιατί δεν γνωρίζουν το μυστικό της ύπαρξής μου. Ο Σαίξπηρ, τον οποίο ενέπνευσα πολλές φορές, μου απένειμε δικαιοσύνη. Λέει ότι είμαι κύριος. Γι’ αυτό ησυχάστε. Είστε με καλή παρέα. Είμαι ανίκανος να προφέρω μια λέξη, να κάνω μια χειρονομία που θα προσέβαλλε μια κυρία. Ακόμη κι αν δεν μου το υπαγόρευε η ίδια μου η φύση, θα μου το επέβαλλε ο Σαίξπηρ. Αλλά, πραγματικά, δεν είναι απαραίτητο“.

Ο Σατανάς στον οποίο επικαλείται ο εργάτης να οδηγεί τα βήματά του είναι αυτός ο Σατανάς που μιλάει και ταυτοποιείται:

Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχω — ούτε εγώ, ούτε τίποτε άλλο. Όλο αυτό το σύμπαν, και όλα τα άλλα σύμπαντα, με τους διαφορετικούς Δημιουργούς τους και τους διαφορετικούς Σατανάδες τους λιγότερο ή περισσότερο τέλειους και εκπαιδευμένους— είναι κενά μέσα στο κενό, ανυπαρξίες που περιφέρονται, δορυφόροι στην ανώφελη τροχιά του τίποτα“.

Ο Σατανάς του Ανθία είναι εξαιρετική αλήθεια μιας ρήξης με την καθεστωτική αμηχανία ενός πολιτικού κόσμου που θέλει μια κλούβια ενωτική αμβροσία. Αυτό το δηλητήριο λοιπόν της δυτικής ισότιμης εκμετάλλευσης γίνεται για τον Σατανά του Ανθία και του Πεσσόα η αιώνια αλήθεια του “έξω”. Να πως το εκφράζει ο Σατανάς τον ευατό του:

Είμαι ο αιώνιος Διαφορετικός, ο αιώνιος Αναβληθείς, ο αιώνιος Πλεονάζων της Αβύσσου. Βρέθηκα έξω από τη Δημιουργία. Είμαι ο Θεός των κόσμων που υπήρξαν πριν από τον Κόσμο. Η παρουσία μου στον κόσμο αυτόν είναι η παρουσία εκείνου που ήρθε απρόσκλητος. Κουβαλάω μνήμες πραγμάτων που δεν κατόρθωσαν να υπάρξουν αλλά που προορίζονταν για να υπάρξουν“.

“τώρα που γέρασε ο Θεός” γράφει ο Ανθίας. Εξαιρετική και αυτή η αλήθεια του ποιητή η οποία αμφισβητεί την όποια Νιτσεϊκή αιωνιότητα ενός ζώντος θεϊκού θανάτου. Ο Θεός στον Ανθία δεν πεθαίνει αλλά γερνάει. Ο Ανθίας μέσα από το ποίημα του φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά ότι ο θάνατος του Θεού σημαίνει θάνατος της Ιδέας. Επικαλείται λοιπόν ένα διάβολο που θα τον οδηγήσει στην διαλεκτική άρνηση της συλλογικής νικηφόρας χειράφετησης. Μόνο με μια τέτοια αρνητική διαλεκτική μπορούμε να τον πεθαίνουμε αλλά και ζωντανεύοντάς τον να τον παιδεύουμε. Ο Θεός δεν γίνεται πλέον η γέρικη αδιαμεσολάβητη σχέση αλλά η διαμεσολαβημένη συγκεκριμενοποίηση. Ο Θεός γίνεται ορατός, άρα προσβάσιμος, άρα ελέγξιμος.

“Άγιε Σατάν, τώρα που γέρασε ο Θεός,
οδήγει, Εσύ, οδήγει, Εσύ, τα βήματά μου”.

Με αυτό τελειώνει η προσευχή του Ανθία και κάθε Ανθία που βιώνει την εκμετάλλευση και την πλήξη της αποξένωσης. “φωτιά θα γίνει, που ό,τι με σφίγγει θα ρημάξει” λέει ο ποιητής όπως ακριβώς επικαλείται την διαβολική φωτιά και ένας άλλος ποιητής, ο Ρεμπώ:

“Πεθαίνω από πλήξη. Αυτό είναι ο τάφος απ ́ όπου βορά των σκουληκιών γινόμαστε, η φρίκη των φρικών! Σατανά, κατεργάρη, θες να με διαλύσεις με τις γοητείες σου. Απαιτώ. Απαιτώ να με διαπεράσεις μ’ ένα δικράνι, να με κατακάψεις.
A! Για να ξαναγεννηθώ! Για να κοιτάξουν επίμονα τις παραμορφώσεις μας. Και αυτό το δηλητήριο, και αυτό το φιλί, το χίλιες φορές καταραμένο! Η αδυναμία μου, και η σκληρότητα του κόσμου! Θεέ μου, έλεος, κρύψε με, αρρωστημένος αμφιφέρομαι! Κρύβομαι, κι όμως δεν είμαι. Είναι η φωτιά π’ ανασηκώνεται με τους καταραμένους”.

Maria Banus: Ένα ποίημα

The New Notebook

Full of superstition

i begin a new notebook,

white leaves – sea foam.

I close my eyes and wait

for the first day of the world,

for Aphrodite with wet lips,

red curls of flame,

an open shell,

shy and sure,

to rise from the salt foam,

out of the primordial algae.

I wait under closed eyelids.

One can hear the grey rustle of sea gulls,

under the low sky

and the monotonous thunder of waves

only of waves

which come and go.

Maria Banus – Translated from Romanian by Laura Schiff and Dana Beldiman

 

Το Νέο Ημερολόγιο
Μεστή από δεισιδαιμονία
αρχίζω μ’ ένα νέο χαρτί,
λευκά φύλλα – αφροί της θάλασσας.
Κλείνω τα μάτια και περιμένω
την πρώτη μέρα του κόσμου,
την Αφροδίτη με βρεγμένα χείλη,
κουρελιασμένες κόκκινες φλόγες,
ανοικτό κέλυφος,
ντροπαλό και σίγουρο,
να σηκωθεί απ’ τον αφρό τ’ αλατιού,
πέρα απ’ τα αρχέγονα φύκια.
Περιμένω κάτω απ’ τα κλειστά βλέφαρα.
Ένας μπορει κι ακούει το γκρίζο θρόισμα των γλάρων,
κάτω απ’ το χαμηλό ουρανό
και την μονότονη βροντή των κυμάτων
μόνο των κυμάτων
που έρχονται και φεύγουν.

Μετάφραση: fristuti

 

“Φούγκα θανάτου”: Celan, Bach και Adorno

ΜΕΤΑΓΡAΦΟΝΤΑΣ Ἢ AΠΟΔΟΜΩΝΤΑΣ ΤOΝ JOHANN SEBASTIAN BACH

“Δομικὸ καὶ αἰσθητικὸ πρότυπο τοῦ ποιήματος εἶναι ἡ μουσικὴ σύνθεση τῆς φούγκας: δύο μουσικὰ θέματα, ἕνα κύριο (Hauptthema) κι ἕνα δευτερεῦον ἢ θέμα-ἀντί, ἀντίθεμα (Gegenthema), τοποθετοῦνται τὸ ἕνα ἀπέναντι στὸ ἄλλο καὶ ἀναπτύσσονται σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῆς ἀντίστιξης (contra- punctum). Ἡ φούγκα ξεκινᾶ μονοφωνικὰ μὲ τὴν ἔκθεση τοῦ θέματος στὴν βασικὴ μουσικὴ κλίμακα (Dux). Ακολούθως, μία δεύτερη φωνὴ εἰσάγει τὸ θέμα, ἐλαφρῶς παραλλαγμένο, ὡς ἕνα εἶδος ‘ἀπάντησης’ (Comes), ἐνῶ ἡ πρώτη φωνὴ ἀναλαμβάνει τὸν ρόλο τῆς ἀντίστιξης. Tὸ σύμπλεγμα τῆς θεματικῆς ἔκθεσης καὶ τῆς ‘ἀπάντησης’ συνιστοῦν τὸ δομικὸ ὑλικὸ τῆς φούγκας, τὴν δομική της ἐκτέλεση (Exposition) ποὺ ἐπαναλαμβάνεται σὲ διαδοχικὰ ἢ καὶ ἐπάλληλα μέρη ὄχι κατ’ ἀνάγκην ὅμοια μεταξύ τους, διευρυμένα ἢ συντομευμένα, ἐνίοτε διπλασιασμένα, ἀντεστραμμένα σὰν σὲ καθρέφτη (καθρέφτισμα / Spiegelung) ἢ κίνηση καρκινική. Αὐτὲς οἱ ἀντιστικτικὲς παραλλαγὲς ἐξυπηρετοῦν τὴν δυναμικὴ ἀναβίβαση στὴν πολυφωνικὴ ἐξέλιξη. Ἀκόμη, ἡ τεχνικὴ ‘στρέττο’, ἡ στενὴ συμπόρευση τῶν δύο φωνῶν, Duc καὶ Comes, καὶ ἡ γρήγορη ἐκδίπλωσή τους ἐντείνουν ἐσωτερικὰ καὶ κορυφώνουν τὸν ρυθμὸ τῆς φούγκας. Τὸ τέλος δίνεται μὲ τὴν ἑνοποίησή τους, γνωστὴν ὡς Coda (“Fischerlexikon”, 1957, 55, 56).

Ὁ Meister τῆς φούγκας εἶναι ὁ Johann Sebastian Bach (1685- 1750). Ἄρχισε νὰ γράφει τὸ “Kunst der Fuge” («Τέχνη τῆς φούγκας»), 21 ἀντιστίξεις καὶ κανόνες, τὸ 1736, χωρὶς νὰ ὑποπτεύεται ὅτι τὸ ἔργο, ἂν καὶ παραδομένο ἡμιτελές, θὰ τὸν ἀπασχολήσει ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Στὴν τελευταία ἀντίστιξη, τῆς ὁποίας τὰ τέσσερα μέρη ἔχουν κατανεμηθεῖ στοὺς τέσσερις φθόγγους τοῦ ὀνόματός του, Β-Α-C-H, λείπουν ἑπτὰ μουσικὰ μέτρα. Αὐτὰ τὰ ἐλλείποντα μέτρα καλοῦνται νὰ καλύψουν συμβολικὰ οἱ μουσικοὶ τῆς αὐτοσχέδιας ὀρχήστρας τοῦ Auschwitz (Fénelon, 1980). Ὁ ἐπιζήσας ἑβραῖος ποιητὴς ἐπιχείρησε κάτι περισσότερο: νὰ μεταγράψει τὴν φούγκα τοῦ Bach σὲ ποιητικὴ παρτιτούρα καὶ νὰ στηλιτεύσει τὴν φενακισμένη συνείδηση τοῦ μέσου γερμανοῦ, τοῦ κοινότοπου κακοῦ, ποὺ μπορεῖ μὲ τὴν ἴδια εὐκολία νὰ συγκινεῖται ἀκούγοντας μουσικὴ δωματίου καὶ νὰ στέλνει παιδιὰ στοὺς θαλάμους ἀερίων.
Στὸ ποίημα τοῦ Celan καταγράφεται ὁ ραφιναρισμένος σαδισμὸς καὶ ἡ ἀνερμάτιστη βαρβαρότητα τοῦ γερμανοῦ δήμιου ὡς ἐκτροχιασμός, χωρὶς παλινόρθωση, τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους. Στὴν πρώτη δημοσίευση τοῦ ποιήματος, σὲ ρουμανικὴ μετάφραση ἀπὸ τὸν Petre Solomon καὶ μὲ τὸν τίτλο “Todestango“, διαβάζουμε τὸ συνοδευτικὸ σημείωμα: «Τὸ ποίημα […] ἀναφέρεται σὲ πραγματικὰ γεγονότα. Στὸ Lublin [Λούμπλιν] καὶ ἄλλα ναζιστικὰ στρατόπεδα θανάτου ὁρισμένοι ἀπὸ τοὺς καταδικασμένους ὑποχρεώνονταν νὰ παίζουν μουσική, τὴν ὥρα ποὺ ἄλλοι ἔσκαβαν τάφους» (περ. Contemporanul, Bukarest, Νr. 42, 2 Μαΐου 1947). Tὸ ποίημα στὴν γερμανικὴ ἐκδοχή του περιλαμβάνεται στὴν πρώτη ποιητικὴ συλλογὴ “Der Sand aus den Urnen” («Ἡ ἄμμος ἀπὸ τὶς ὑδρίες», 1948, μὲ δύο λιθογραφίες τοῦ Edgar Jené, ἐκδ. A. Sexl, Bιέννη). Τὸ ‘ταγκὸ’ ἔχει δώσει τὴν θέση του στὴν ‘φούγκα’. Ποιοί λόγοι ὑπαγόρευσαν αὐτὴν τὴν πολλῶν παραδηλώσεων ἀλλαγή;
Ὁ Celan δὲν θέλει ἕνα ποίημα-μαρτυρία ̇ δὲν θέλει τὸν αὐτόπτη μάρτυρα, ἐπειδὴ αὐτὸς ὁ μάρτυρας δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. Ἀντιθέτως, ἡ φούγκα ὁρίζει τὴν ἀναζήτηση μιᾶς φωνῆς (θέμα καὶ θέμα-ἀντί’), ἔστω καταδικασμένης νὰ μὴν ἠχήσει. Τὸ σπουδαιότερο, τὸ ποίημα ἀκολουθεῖ πιστὰ τὴν δομικὴ ἐξέλιξη τῆς φούγκας τοῦ Bach, τοῦ (Kapell-) Meister τῆς Γερμανίας. Τί ἀκριβῶς σημαίνει ἡ λέξη; Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας (πρωτο-) μάστορας. Ἡ λέξη προσδιορίζει τοὺς πάντες, ἀπὸ τὸν Θεὸ μέχρι τὸν μικροϊδιοκτήτη. Ὁ John Felstiner, ὁ βιογράφος τοῦ Celan, θεωρεῖ τὸν Bach τὸν κατ’ ἐξοχὴν Meister aus Deutschland (2008, 63). Τὸ ποίημα τοποθετεῖ ἀπέναντί του (Gegenthema) ἕναν ἀντίπαλο μυημένον στὴν μαγγανεία τῆς τέχνης, ἕναν μείζονα εἴρωνα τῆς μουσικῆς λειτουργίας. (…)

«Ἡ Φούγκα θανάτου δίνει πίσω στὸν κόσμο τὰ στρατόπεδα ἐξόντωσης καὶ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν κόσμο νὰ ἐπιστρέφει διαρκῶς σ’ αὐτοὺς τοὺς τόπους» (Jakob, 1993, σ. 146). Δὲν εἶναι memento mori οὔτε θρῆνος. Δὲν εἶναι προσευχὴ οὔτε ψαλμός. Ὁ Celan γράφει στὴν I. Bachmann: «Εἶναι ἕνα ἐπιτύμβιο κι ἕνας τάφος […]. Καὶ ἡ μάνα μου ἔχει μόνο αὐτὸν τὸν τάφο» (12.11.1959). Ὁ ποιητὴς κυριολεκτεῖ: Δὲν ὑπάρχουν μεταφορὲς καὶ ἀλληγορίες (ἀπάντηση στὸν W. Jens, 19.5.61). Tὸ «μαῦρο γάλα τῆς αὐγῆς», οἱ «τάφοι στὸν ἀέρα» δὲν ἀποτελοῦν ποιητικὲς εἰκόνες καὶ ὀξύμωρα. Ἡ μητρικὴ γλώσσα θὰ περάσει μέσα ἀπὸ τὸ ἴδιο της τὸ σκοτάδι, τὴν γλώσσα τῶν δολοφόνων, γιὰ νὰ βγεῖ στὸ φῶς. Στὸν V. Lohniský ὁ Celan δηλώνει: «Στὸ ποίημα αὐτὸ προσπάθησα νὰ φέρω στὴν γλώσσα τὴν τερατωδία τῶν θαλάμων ἀερίων» (7.6.1960). Καὶ στὴν ὁμιλία του, κατὰ τὴν ἀπονομὴ τοῦ βραβείου Büchner, τονίζει: «Μαῦρο γάλα τῆς αὐγῆς: Δὲν εἶναι καμιὰ ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς μεταφορὲς σὲ πτώση γενική, ὅπως παρουσιάζονται ἀπὸ τοὺς λεγόμενους κριτικούς μας, γιὰ νὰ μὴν μποροῦμε πιὰ νὰ προχωρήσουμε στὸ ποίημα ̇ δὲν πρόκειται πλέον γιὰ κανένα σχῆμα λόγου […], εἶναι πραγματικότητα […]» (“Der Meridian”, 22 Ὀκτ. 1960).”

AΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤῸΝ AΡΝΗΤΙΚO AΦΟΡΙΣΜO ΤΟΥ ADORNO

“Ὁ Adorno ἀπαντᾶ, στὴν διάλεξη μὲ τίτλο “Engagement oder künstlerische Autonomie” («Στράτευση ἢ καλλιτεχνικὴ αὐτονομία»), καὶ διευκρινίζει ἐπιμένοντας στὴν θέση του: «Τὴν πρόταση, πὼς εἶναι βαρβαρότητα νὰ γράφεις ποίηση μετὰ τὸ Auschwitz, δὲν θέλω νὰ τὴν μετριάσω ̇ […] Ἀλλὰ διατηρεῖ τὴν ἀλήθεια της καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Enzensberger, πὼς ἡ ποίη- ση πρέπει ἴσα ἴσα νὰ ἀντισταθεῖ σ’ αὐτὴ τὴν ἀπόφανση, δηλαδὴ νὰ μὴν παραδοθεῖ στὸν κυνισμὸ μέσα ἀπὸ τὴν ἁπλῆ ὕπαρξή της μετὰ τὸ Auschwitz […]. Ἡ ὑπερβολὴ στὸν πραγματικό, βιωμένο πόνο δὲν ἀντέχει κανενὸς εἴδους λήθη ̇ ἡ θεολογικὴ ρήση τοῦ Pascal ‘Δὲν ἔχουμε πλέον τὸ δικαίωμα νὰ κοιμόμαστε’, πρέπει νὰ ἐκκοσμικευθεῖ»9. Οἱ ἐπιφυλάξεις του γιὰ τὴν ἀναπαράσταση μιᾶς γενοκτονίας, τὴν παρουσίαση τοῦ Ὁλοκαυτώματος ποὺ «ἔκοψε τὴν ἀνάσα καὶ τὴν λέξη», διατηροῦνται.

Ὅταν, ὅμως, διαβάσει τὴν «Φούγκα…» καὶ γνωρίσει καλύτερα τὴν ποίηση τοῦ Celan, θὰ ἀναθεωρήσει τὴν ἄποψή του καί, ὁρισμένως, θὰ συνηγορήσει ὑπὲρ τῆς ποίησης. Γράφει στὸ Paralipomenon γιὰ τὸν Celan: «[…] Αὐτὴ ἡ ποίηση εἶναι διαποτισμένη ἀπὸ τὴν ντροπὴ τῆς τέχνης μπροστὰ στὸν πόνο ποὺ εἶναι πάνω τόσο ἀπὸ τὴν ἐμπειρία ὅσο καὶ τὸν ἐξευγενισμό [Sublimierung]. Τὰ ποιήματα τοῦ Celan θέλουν νὰ μιλήσουν, μέσα ἀπ’ τὴν ἀποσιώπηση, γιὰ τὴν ἀπόλυτη φρίκη. Τὸ ἴδιο τὸ περιεχόμενο τῆς ἀλήθειας τους γίνεται ἕνα Ἀρνητικό. Μιμοῦνται μιὰ γλώσσα κάτω ἀπὸ τὴν ἀβοήθητη γλώσσα τοῦ ἀνθρώπου […], αὐτὴν τοῦ νεκροῦ ἀπὸ πέτρα καὶ ἄστρο». Συνηγορία τῆς ποίησης τοῦ Ὁλοκαυτώματος μὲ τὴν ἀπαίτηση γιὰ ἕνα ὑψηλὸ καλλιτεχνικὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ καὶ μαθητεία στὸν χασσιδισμὸ ποὺ ἐπιβάλλει τὴν ἄφωνη κραυγή, τὴν σιωπή, ὡς τὴν μόνη κατάλληλη ἀντίδραση στὴν βία καὶ τὴν τρομοκρατία (Martin Buber). Ὁ Adorno βλέπει στὸν Celan τὸν σπουδαιότερο ἐκπρόσωπο τῆς ἑρμητικῆς ποίησης νὰ ἀντιστρέφει μὲ τὴν οὐσία τῆς ἐμπειρίας τὴν ἔννοια τοῦ ἑρμητικοῦ. Τὸ 1966, στὴν «Ἀρνητικὴ διαλεκτική», κλείνει τὸν κύκλο τοῦ παράξενου ἀφορισμοῦ μὲ τὸν ὁποῖο ἡ φιλοσοφία ἀναμετρήθηκε μὲ τὴν ποίηση ἐπάνω στὴ ζεστὴ ἀκόμη τέφρα τῆς Shoah σὲ μιὰ κρίση συνείδησης γιὰ τὸ κακὸ ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ ἀποτρέψει: «Ὁ διαιωνιζόμενος πόνος ἔχει τὸ ἴδιο δικαίωμα στὴν ἔκφραση ὅσο ὁ βασανιζόμενος νὰ οὐρλιάζει ̇ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἴσως ἦταν σφάλμα νὰ μὴν ἐπιτρέπεται νὰ γράφονται πιὰ ποιήματα μετὰ τὸ Auschwitz»

Πηγή: Περιοδικό Οροπέδιο #10 Άνοιξη 2011

 

Paul Celan: Φούγκα θανάτου

Μαῦρο γάλα τῆς αὐγῆς τὸ πίνουμε τὸ βράδυ

τὸ πίνουμε τὸ μεσημέρι καὶ πρωὶ τὸ πίνουμε τὴ νύχτα πίνουμε καὶ πίνουμε

σκάβουμε τάφους ψηλὰ στὸν ἀέρα ἐκεῖ ξαπλώνουμε ἁπλόχωρα

5 Ἕνας ἄντρας εἶναι στὸ σπίτι ποὺ παίζει μὲ τὰ φίδια ποὺ γράφει

γράφει ὅταν σκοτεινιάζει στὴ Γερμανία τὰ χρυσαφένια σου μαλλιὰ Μαργαρίτα

τὸ γράφει καὶ βγαίνει ἀπ’ τὸ σπίτι κι ἀστράφτουν τ’ ἀστέρια σφυρίζει κοντά του τὰ σκυλιά

σφυρίζει ἔξω τοὺς Ἑβραίους του νὰ σκάψουν ἕνα τάφο στὴ γῆ

μᾶς διατάζει ἐμπρὸς παῖξτε τώρα γιὰ χορό

10 Μαῦρο γάλα τῆς αὐγῆς σὲ πίνουμε τὸ βράδυ

σὲ πίνουμε τὸ μεσημέρι καὶ πρωὶ σὲ πίνουμε τὴ νύχτα πίνουμε καὶ πίνουμε

Ἕνας ἄντρας εἶναι στὸ σπίτι ποὺ παίζει μὲ τὰ φίδια ποὺ γράφει

γράφει ὅταν σκοτεινιάζει στὴ Γερμανία τὰ χρυσαφένια σου μαλλιὰ Μαργαρίτα

15 Στάχτη τὰ μαλλιά σου Σουλαμίτη σκάβουμε τάφους ψηλὰ στὸν ἀέρα

ἐκεῖ ξαπλώνουμε ἁπλόχωρα

Φωνάζει χτυπᾶτε πιὸ βαθειὰ στὸ χῶμα ἐσεῖς ἐδῶ ἐσεῖς οἱ ἄλλοι τραγουδᾶτε καὶ παίζετε

πιάνει στὴ ζώνη τὸ σιδερικὸ τὸ ἀνεμίζει τὰ μάτια του εἶναι γαλανά

χτυπᾶτε πιὸ βαθειὰ τὰ φτυάρια ἐσεῖς ἐδῶ ἐσεῖς οἱ ἄλλοι παίζετε κι ἄλλο γιὰ χορό

20 Μαῦρο γάλα τῆς αὐγῆς σὲ πίνουμε τὸ βράδυ σὲ πίνουμε τὸ μεσημέρι καὶ πρωὶ σὲ πίνουμε τὴ νύχτα

πίνουμε καὶ πίνουμε

ἕνας ἄντρας εἶναι στὸ σπίτι τὰ χρυσαφένια σου μαλλιὰ Μαργαρίτα

στάχτη τὰ μαλλιά σου Σουλαμίτη ποὺ παίζει μὲ τὰ φίδια

Φωνάζει παῖξτε πιὸ γλυκὰ τὸν θάνατο ὁ θάνατος εἶν’ ἕνας μάστορας ἀπὸ τὴ Γερμανία

25 φωνάζει χτυπᾶτε τὰ βιολιὰ πιὸ σκοτεινὰ κι ἀνεβεῖτε μετὰ σὰν καπνὸς

στὸν ἀέρα θά ̓χετε τότε ἕνα τάφο στὰ σύννεφα νὰ ξαπλώνετε ἁπλόχωρα

Μαῦρο γάλα τῆς αὐγῆς σὲ πίνουμε τὴ νύχτα

σὲ πίνουμε τὸ μεσημέρι ὁ θάνατος εἶν’ ἕνας μάστορας ἀπὸ τὴ Γερμανία

σὲ πίνουμε βράδυ καὶ πρωὶ πίνουμε καὶ πίνουμε

30 ὁ θάνατος εἶν’ ἕνας μάστορας ἀπὸ τὴ Γερμανία τὸ μάτι του εἶναι γαλανό

σὲ πετυχαίνει μὲ μολυβένια σφαίρα σὲ πετυχαίνει ἀκριβῶς

ἕνας ἄντρας εἶναι στὸ σπίτι τὰ χρυσαφένια σου μαλλιὰ Μαργαρίτα

ἀμολάει τὰ σκυλιά του ἐπάνω μας τάφους μᾶς δωρίζει στὸν ἀέρα

παίζει μὲ τὰ φίδια καὶ ὀνειρεύεται ὁ θάνατος εἶν’ ἕνας μάστορας ἀπὸ τὴ Γερμανία

35 τὰ χρυσαφένια σου μαλλιὰ Μαργαρίτα στάχτη τὰ μαλλιά σου Σουλαμίτη

 

 

ΕΛΑΜ: τι γέννησε η κάλπη

Οι βουλευτικές εκλογές του 2016 προαναγγέλλουν αναπνοές μιζέριας και σκευάσματα δεξιάς παρανόησης. Η ήδη χαμένη εποχή αφήνει πίσω της συντρίμμια και φαντασιακές αριστοκρατικές φιγούρες με σταυρούς και γαλανόλευκες κυματιστά προδοτικές.

Θα λεχθούν πολλά για την είσοδο του ΕΛΑΜ στη Κυπριακή βουλή και οι πλείστες αναλύσεις θα είναι κακές απομιμήσεις από την ελληνική πολιτική πραγματικότητα. Θα διαβάσουμε ότι φταίει η κοινωνία, η εκκλησία, η πολιτική, αυτός ή αυτή και μπορεί και τα μυστήρια. Το ΕΛΑΜ όμως είναι εδώ μέλος της νομοθετικής εξουσίας και τα ακαδημαϊκίστικα και κοινωνικοπολιτικά αναλυτικά προγράμματα περί τι είναι ο φασισμός τα καπνίζει η κοινωνία για να φτιάχνεται για να περιδιαβάζει ανενόχλητη τα ουράνια.

image

Είμαστε σχεδόν έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε το ΕΛΑΜ χαρούμενοι και με μία χαδιάρικη ερωτική αγωνία. Θα θυμηθούμε αντι-φασιστικά τσιτάτα, θα αρχίσει ένας αναμενόμενος πόλεμος με αντικαυλωτικά σπρέι, θα ανοιχτούν σκονισμένα βιβλία μπορεί και του Λένιν, μια που έπεσαν και όλα τ’ αγάλματα και τέλος θα κοιμώμαστε ήσυχοι γιατί η αριστερά θα κάνει αυτό που ξέρει να κάνει… να παλινδρομεί την φαγούρα της ιστορικής της κομμουνιστικής παράδοσης αλλά και να κοιτάει απαξιωτικά οποιαδήποτε αμφισβήτηση της αστικής κυριαρχίας.

Το βαθύ κράτος της δεξιάς δεν είναι πια βαθύ παρά η κορυφή ενός παγόβουνου που τρέφεται από την αλητεία και την υπεραξία. Ο ΔΗΣΥ είναι ο νικητής των εκλογών αν και έχασε ένα 4% και αυτό γιατί έχει μαζί του στην βουλή όλα του τα παιδιά. Η Θεοχάρους από την μια έτοιμη να εγχειρήσει οποιαδήποτε φωνή απελπισίας και από την αλλη το ΕΛΑΜ έτοιμο να πιεί ακόμα και το σπέρμα του αρχιεπισκόπου.

Τα υπόλοιπα κόμματα κάθε φορά κερδίζουν τις εκλογές και κάθε φορά αναμασάνε την βλακεία των δικηγορικών τους γραφείων. Έτοιμοι λοιπόν να συνεχίσουν ένα αγώνα υψηλού κινδύνου.

image

Η αριστερά τώρα έχει αρκετή δουλειά: από του να διαπαιδαγωγήσει τα πιτσιρίκια να μην αυνανίζονται με τις ΕΛΑΜίτισσες Ουρανίες αλλά και να ευγνωμονούν ταυτόχρονα και την παρούσα κατάσταση. Η ευγνωμοσύνη έγκειται στην ύπαρξη του ‘άλλου’ στο οποίο η αριστερά βλέπει τον εαυτό της να εναντιώνεται. Η ουσιαστική δουλειά όμως που έχει ο μηχανισμός της αριστεράς είναι η νέα αναζήτηση συμμαχιών για να επιτευχθεί ο στόχος του 27% άρα και της δικτατορίας του προλεταριάτου. Πάνω από όλα είναι η οικονομικίστικη πολιτική των αισθημάτων και των αρνητικών αριθμών.

Η αποχή απογαλακτήστηκε από τον έλεγχο των κομμάτων και γίνεται η δεξαμενή υγρών αποβλήτων και αδρανών υλικών που απαιτούνται για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αποχή σημαίνει ότι δεν κατέχουμε τα μέσα παραγωγής.

Τα υπόλοιπα μέσα τ’ αφήνουμε στα ΜΜΕ τα οποία είναι έτοιμα να αντλήσουν πληροφορίες και στοιχεία για ένα μέλλον αίσιο και σκοτεινό.

Πού;

 

Τη νύχτα στον πέτρινο όγκο που γκρεμίζεται.

Στα πετραδάκια και τα χαλίκια της αναταραχής,
στον πιο αργό σάλο,
ο λάκκος της σοφίας που ονομάζεται Ποτέ.

Υδάτινες βελόνες
μπαλώνουν τη σκισμένη
σκιά – εκείνη πολεμάει να ξεφύγει
βαθύτερα
ελεύθερη.

Paul Celan