Όταν ο Lewis Carroll έγγραφε την Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων στα μέσα του 19ου αιώνα ήταν τότε που το πρώτο Κεφάλαιο του Μαρξ έπαιρνε σιγά σιγά κι αυτό σάρκα και οστά. Ο Lewis Carroll περιγράφει το πηγάδι που βρέθηκε να πέφτει η Αλίκη είτε ως βαθύ είτε ως η Αλίκη να πέφτει πολύ αργά θυμίζοντας ακριβώς στο ιμπεριαλιστικό πηγάδι που πέφτει ο λαός για ένα κομμάτι ψωμί, για μια κρουαζιέρα στην Μεσόγειο, για ένα σωσίβιο σωτηρίας.
Ο Lewis Carroll εξ ονόματος της Αλίκης και των περιπετειών της αποδομεί από την μια την καθεστηκυία πολιτική και κοινωνική τάξη των πραγμάτων και από την άλλη σπρώχνει το υποκείμενο στην χώρα της διερώτησης. Αυτό το συλλογικό σπρώξιμο στο όνομα της Αλίκης έγκειται στο να βρεί το κοινωνικό υποκείμενο αρχικά την θέση του στον κόσμο και μετά να την αλλάξει προς την αλήθεια του. Αρχικά η Αλίκη μονολογεί:
“Θεέ μου, θεέ μου! Πόσο αλλόκοτα είναι σήμερα τα πάντα! Χθες ακόμα, όλα προχωρούσαν κανονικά. Αναρωτιέμαι μήπως εγώ άλλαξα μέσα στη νύχτα. Για να σκεφτώ: Ήμουν εγώ ίδια όταν σηκώθηκα σήμερα το πρωί; Νομίζω, αν θυμάμαι καλά, πως ένιωσα κάπως διαφορετική. Αλλά αν δεν είμαι ίδια, η επόμενη ερώτηση είναι, ‘ποια είμαι τέλος πάντων;’ Α! αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα!”
Η Αλίκη σ’ αυτό το απόσπασμα του μονολόγου της και με το ερώτημα που θέτει η ίδια στον εαυτό της: “ποιά είναι τέλος πάντων;”, απαντάει στα μεταφυσικά ερωτήματα ενός σκοτεινού ιδεαλισμού. Όχι μόνο είναι εδώ, αλλά έχει ήδη χαθεί και διερωτάται επιπλέον: “ποιά είμαι”. Η συγκεκριμένη όμως διερώτηση δεν συμπεριλαμβάνει στην ουσία της καμιά υπαρξιστική υφή αλλά ούτε και κανένα κρυφό αναυθεντικό Dasein που με κάποιο “είναι προς θάνατον” λαμβάνει την αγωνιούσα επιφώτιση να μετενσαρκωθεί σε χρονική έκσταση.
Η Αλίκη δεν διερωτάται εντός της ύπαρξης ως μια σολιψιστική διεργασία τύπου cogito ergo sum. Αντιθέτως, το ερώτημα προκύπτει σε σχέση με το που βρίσκεται και αν τα πάντα γύρω της έχουν αλλάξει ή όχι. Ο διαλεκτικός υλισμός του ερωτήματος της Αλίκης έγκειται στην σωστή χρονική στιγμή και κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες.
Ο Carroll εδώ προδιαγράφει από τότε ένα κόσμο που ακόμα δεν ήρθε. Αυτό που κάνει είναι να μας παραχωρεί την ανακάλυψη του υποκειμένου που διερωτάται ποιά ειναι η θέση του στο ιστορικό γίγνεσθαι. Μια τέτοια ακριβώς παραχώρηση εκφράζει και διατυπώνει ο Μαρξ με την γέννηση της υλιστικής έννοιας του προλεταριάτου και του Κεφαλαίου κατά την ίδια ιστορική περίοδο.
Όταν η Αλίκη βρίσκεται σε κατάσταση αγωνίας και απελπισίας όντας σε μια κατάσταση που δεν χωρούσε στον κόσμο – μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά σ’ αυτήν την περίπτωση – αρχίζει να κλαίει τόσο που η μετέπειτα παρουσία της στο περιβάλλον την κάνει να μονολογεί και πάλι:
“Τι ήθελα και έκλαψα τόσο πολύ; Είπε η Αλίκη, καθώς κολυμπούσε τριγύρω προσπαθώντας να βρει τρόπο να βγει. Νομίζω πως αυτή θα είναι η τιμωρία μου: να πνιγώ στα ίδια μου τα δάκρυα! Αυτό, μα την αλήθεια, θα είναι πολύ περίεργο! Όμως σήμερα όλα είναι περίεργα.”
Η κατάσταση της Αλίκης είναι ένα έξοχο παράδειγμα ότι η απελπισία και η απόγνωση αν δεν συνοδεύεται από μια ώριμη και καλά οργανωμένη συλλογικότητα μπορεί να πνιγεί από τις ίδιες τις πράξεις της. Αυτό το παράδειγμα είναι φανερό ότι μπορεί να αναχθεί στην σημερινή κινηματική τάση των απανταχού indignados.
Πως αλλιώς όμως να γίνει μπορετή μια διέξοδος από το αδιέξοδο που έφτασε ο κόσμος; Η Αλίκη ακόμα μια φορά γίνεται η ηρωίδα εκείνη που φέρει το βάρος όχι μόνο του παρελθόντος αλλά και του μέλλοντος. Να λοιπόν ο ξεκάθαρος διάλογος της γάτας με την Αλίκη:
“- Μήπως θα μπορούσες να μου πεις, σε παρακαλώ, πιο δρόμο θα πρέπει να πάρω;
– Εξαρτάται, πάνω απ’ όλα, από το που θέλεις να πας, είτε η γάτα.
– Δε με νοιάζει και πολύ που θα πάω, είπε η Αλίκη.
– Τότε δεν έχει σημασία πιο δρόμο θα πάρεις, είτε η γάτα.
– Φτάνει να φτάσω σε κάποιο μέρος, εξήγησε η Αλίκη.
– Αυτό σίγουρα θα το καταφέρεις, είπε η γάτα, φτάνει μόνο να περπατήσεις αρκετά.
– Η Αλίκη καταλάβε ότι αυτό δεν σήκωνε αντίρρηση, έτσι δοκίμασε μια άλλη ερώτηση.
– Τι σόι άνθρωποι μένουν εδώ γύρω;
– Προς τα εκεί, είπε η γάτα, κουνώντας το δεξί της πόδι, μένει ένας Καπελάς, και από κει, είπε κουνώντας το άλλο της πόδι, μένει ένας Μαρτιάτικος λαγός. Επισκέψου όποιον θέλεις, είναι και οι δύο τους τρελοί.
– Μα εγώ δεν θέλω να ανακατευτώ με τρελούς, δήλωσε η Αλίκη.
– Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς είπε η γάτα, εδώ είμαστε όλοι τρελοί, εγώ είμαι τρελή κι εσύ είσαι τρελή.
– Πως το ξέρεις ότι είμαι τρελή; Είπε η Αλίκη.
– Πρέπει να είσαι, είπε η γάτα, διαφορετικά δεν θα είχες έρθει εδώ.
– Η Αλίκη δεν το βρήκε αυτό καθόλου πειστικό, ωστόσο συνέχισε:
– Και πως ξέρεις ότι κι εσύ είσαι τρελή;
– Για να βάλουμε τα πράγματα στη σειρά, είπε η γάτα, οι σκύλοι δεν είναι τρελοί. Είσαι σύμφωνη;
– Μάλλον ναι, είπε η Αλίκη.
– Ωραία, συνέχισε η γάτα, λοιπόν ένα σκύλος γρυλίζει όταν θυμώσει και κουνάει την ουρά του όταν είναι ευχαριστημένος. Αντίθετα εγώ γρυλίζω από ευχαρίστηση και κουνάω την ουρά μου όταν θυμώσω. Άρα είμαι τρελή.”
Είναι φανερό λοιπόν ότι δεν υπάρχει καμία σωστή απάντηση ποιό από τους δυο δρόμους πρέπει να επιλέξει κάποιος. Η σωστή απάντηση όμως απο την γάτα έγκειται σ’ αυτό που δεν εκφράζει. “εδώ είμαστε όλοι τρελοί” απαντάει η γάτα, σαν να δεν υπάρχει άλλη επιλογή αλλά έλα που υπάρχει.
Η παρουσία της γάτας μέσα στην ίδια της την απουσία εκφράζει ακριβώς αυτό που η γάτα απαντάει στην Αλίκη μας:
“- Εντάξει, είπε η γάτα, και αυτή τη φορά έσβησε πολύ αργά, αρχίζοντας από την άκρη της ουράς της και τελειώνοντας με το χαμόγελο, που φαινότανε για κάμποση ώρα, ακόμη και όταν η υπόλοιπη είχε εξαφανιστεί εντελώς. Ε, λοιπόν! Έχω δει πολλές φορές γάτες χωρίς χαμόγελο, σκέφτηκε η Αλίκη, αλλά χαμόγελο χωρίς γάτα! Αυτό είναι το πιο περίεργο πράγμα που είχα δει ποτέ σε όλη μου τη ζωή!”
Η παρουσία της γάτας με ένα και μόνο χαμόγελο εξαφανισμένη η ίδια, να παραμένει όμως το χαμόγελο, ως το πιο περίεργο πράγμα που είχε δει ποτέ σε όλη της τη ζωή, μας εισάγει ακριβώς στην διαλεκτική άρνηση και των δυο δρόμων αν και στο τέλος η Αλίκη ακολουθεί τον ένα μετανιώνοντας μετά γιατί δεν ακολούθησε τον άλλο παίζοντας το παιχνίδι ενός στείρου Ντελεζιανού becoming.
Εξ ονόματος των περιπέτειων της Αλίκης στην Χώρα των Θαυμάτων ο Carroll γράφει την δικιά του Φαινομενολογία του Πνεύματος και το δικό του Κεφάλαιο. Στις περιπέτειες αυτές τα πάντα είναι περίεργα γιατί δεν υπάρχει καμιά κυριαρχία πάνω στον χρόνο.