Category Archives: Φ. Πεσσόα

Χριστούγεννα – δύο ποιήματα

Χριστούγεννα – Φερνάντο Πεσσόα

Γεννιέται ένας Θεός.  Άλλοι πεθαίνουν. Η αλήθεια

ούτε ήρθε, ούτε υπήρξε: το λάθος άλλαξε

έχουμε τώρα μια ανταλλάξιμη αιωνιότητα

κι ήταν πάντα καλύτερο αυτό που συνέβη.

Τυφλή γνώση οργώνει το άχρηστο χώμα

τρελή πίστη ζει της λατρείας το όνειρο.

Ένας νέος Θεός είναι μόνο μια έκφραση,

κι αυτό  είναι όλο.

Μην ερευνάς, μην εμπιστεύεσαι:

όλα είναι άλυτο αίνιγμα.

 

Τα Χριστούγεννα του σταλαγμίτη – Νίκος Καρούζος

Μια μέρα γεννήθηκε στη μακρινή Βηθλεέμ ο έρωτας

στην κοιλιά του καρπού λησμονημένος

και του έδωσαν το όνομα Καρπός

όλα τ’ άστρα των παιδιών αγαπημένων

με τους ανέμους όταν λευκάζουν το χειμώνα.

Εγώ ήμουν εκείνο τον καιρό στην πέτρα

οι καμπάνες οδηγούσαν από χαλκό μεγάλο

ένα τραγούδι νοσταλγίας αιχμάλωτης…

Εντούτοις άκουσα το σπήλαιο

κι ανεβαίνοντας

σ’ ένα βαθύ άλογο πήγαινα σ’ αυτό

κρατώντας ευωδιαστή φασκομηλιά προς τη θέρμη

του βρεφικού δέρματος όνομα βαθύ κι ανάερο.

Δεν έβρισκε λαλιά ο πλατύς ελαιώνας για να φωνάξει

κι ο θάνατος έφευγε στ’ αστέρια

μονάχα το άστρο νικούσε το πλήθος που είναι τ’ αστέρια

λάμποντας το Ένα.

Ο Θεός έκραζε τη λαλιά:

Δίδαξέ με

στο άστρο στρεφόμενος, είπε,

και τα μαρτύρια γεννήθηκαν απάνω απ’ τις λάμψεις

χαρίζοντας ηρεμία στην έμψυχη κλίμακα.

Μια γυναίκα λευκή

αποθέωνε τον άντρα ψηλά στον αέρα μοβ

η αδαμική χάρη σε κάθε σώμα γνωρίζει τον τρόμο, είπε,

και η χρονιά ζύγωσε στην καρδιά μου με χιόνι θαμμένη.

Μοιράζεται τη θλίψη με τις πέτρες

μοιράζεται με τη βροχή

ο ταπεινός μοιράζεται τη θλίψη

με τον ήλιο, πάλιν είπε,

και βλέπει τις ρίζες της φλόγας όπως ανεβαίνει

πιάνει τις ρίζες αυτές ανάμεσα

στο ξύλο

στους τριγμούς ανάμεσα στις γαλάζιες φάσεις.

Ιδού λοιπόν ο χρόνος είναι χιόνι δεν είναι ρολόγι-

και κρατούσε το θήλυ πότε τα φεγγιστά νερά

πότε μαύρες πέτρες της Δήλου.

Σαν είδα το σπήλαιο

συγκρατήθηκα στην πρώτη φλέβα του βράχου μας

ενώ με κάλεσε το ακέραιο γαϊδούρι κινώντας

και τα δυο του χέρια

μα όμως ευγένεια φανερώνοντας ήρθε και το βόδι

πειθήνιο στον ήλιο της νύχτας

για να δω το δοκιμασμένο χρυσάφι.

Κι αντίκρισα το χρυσάφι

καθώς ένα φτωχαδάκι του τόπου μας

ήτανε το βρέφος στη μητρική βύθιση

ολομόναχο με τ’ άστρα.

Ώσπου χάραξε…

Στο σπήλαιο – μιας ηλικίας χαμένης – δεν υπήρχαν

ειμή μόνο σταλακτίτες που κρέμονταν, δεν υπήρχαν

ειμή μόνο σταλακτίτες ανυψούμενοι.

Εγώ ο σταλαγμίτης,

ολοένα,

πλησιάζω το σταλαχτίτη που με κράζει απεγνωσμένα

για να εγγίσουν κάποτε τα στάγματα

τη μεγάλη ένωση…

Πιστεύω εις ένα διάβολο, αδελφό και απρόσκλητο

(…) «Αλλά, αν ο κόσμος είναι δράση, πώς γίνεται και το όνειρο αποτελεί μέρος του κόσμου;»

«Είναι γιατί το όνειρο, καλή μου κυρία, είναι δράση που έγινε ιδέα, και γι’ αυτό το λόγο διατηρεί τη δύναμη του κόσμου απορρίπτοντας την ΰλη, δηλαδή το να υπάρχει κανείς μέσα στο χώρο. Μήπως δεν είναι αλήθεια ότι μέσα στο όνειρο είμαστε ελεύθεροι;»

«Ναι, και τι θλίψη να ξυπνάει κανείς…»

«Ο καλός ονειροπόλος δεν ξυπνά. Δεν ξύπνησα ποτέ. Ο ίδιος ο Θεός πιστεύω πως κοιμάται διαρκώς. Μου το είπε κάποτε…»

Εκείνη τον κοίταξε αναρριγώντας και ξαφνικά ένιωσε φόβο, ένα συναίσθημα από τα κατάβαθα της ψυχής της που ποτέ της δεν είχε δοκιμάσει.

«Μα επιτέλους, ποιος είστε; Γιατί είστε έτσι μεταμφιεσμένος;»

«Θα απαντήσω με μια μόνο απάντηση και στις δυο σας ερωτήσεις. Δεν είμαι μεταμφιεσμένος».

«Πώς;»

«Καλή μου κυρία, είμαι ο Διάβολος. Ναι, είμαι ο Διάβολος. Αλλά μη με φοβάστε, μην τρομάζετε».

(…) «Η ανθρωπότητα είναι παγανιστική. Ποτέ καμιά θρησκεία δεν την άγγιξε βαθιά. Ούτε και μπορεί η ψυχή του κοινού ανθρώπου να πιστέψει στην αθανασία αυτής της ίδιας της ψυχής. Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο που ξυπνά χωρίς να ξέρει ούτε πού ούτε γιατί».

(…) «Είμαι ο σεληνιακός κύριος όλων των ονείρων, ο αρχιμουσικός όλων των σιωπών. Θυμάστε τι σκέπτεστε όταν, ολομόναχη, βρίσκεστε μπροστά σ’ ένα απέραντο τοπίο με δέντρα και φεγγαρόφωτο; Δεν θυμάστε, γιατί σκεπτόσαστε εμένα, αλλά οφείλω να σας το πω: στην πραγματικότητα δεν υπάρχω. Αν υπάρχει κάτι, δεν το γνωρίζω».

(…) «Είμαι ο αιώνιος Διαφορετικός, ο αιώνιος Αναβληθείς, ο αιώνιος Πλεονάζων της Αβύσσου. Βρέθηκα έξω από τη Δημιουργία. Είμαι ο Θεός των κόσμων που υπήρξαν πριν από τον Κόσμο των βασιλιάδων του Εδώμ που βασίλευσαν ανάξια πριν από τον Ισραήλ. Η παρουσία μου στον κόσμο αυτόν είναι η παρουσία εκείνου που ήρθε απρόσκλητος. Κουβαλάω μνήμες πραγμάτων που δεν κατόρθωσαν να υπάρξουν αλλά που προορίζονταν για να υπάρξουν».

(…) Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχω — ούτε εγώ, ούτε τίποτε άλλο. Όλο αυτό το σύμπαν, και όλα τα άλλα σύμπαντα, με τους διαφορετικούς Δημιουργούς τους και τους διαφορετικούς Σατανάδες τους λιγότερο ή περισσότερο τέλειους και εκπαιδευμένους — είναι κενά μέσα στο κενό, ανυπαρξίες που περιφέρονται, δορυφόροι στην ανώφελη τροχιά του τίποτα».

(Αποσπάσματα από την “Η ώρα του Διαβόλου” του Φ. Πεσσόα, Εξάντας 2000)