Category Archives: Ιστορία

Φωτογραφία 11

Ζούμε στην εποχή της ορατικής αφής. Αγγίζουμε τον κόσμο με τα ακροδάκτυλά μας. Η αφή, η αίσθηση με άλλα λόγια, διακρίνεται από την αμεσότητα του αβασάνιστου ελέγχου της. Τα γεγονότα μπορούν να εξισωθούν πλήρως με την αβασάνιστη πληρότητα της πληροφορίας. Αυτή είναι η αίσθηση της αφής σήμερα. Ο Χούσσερλ καλά έλεγε ότι το “άλλο” μπορεί να υπάρξει με την αίσθηση της αφής και όχι με την όραση όπως ισχυρίζεται η καρδιά της δυτικής σκέψης. Σήμερα όμως ο Χούσσερλ θα έσκιζε τα δεφτέρια του με τα έξυπνα κινητά. Τα γεγονότα τ’ αγγίζουμε στην δύση, μόνο με ένα κλίκ.

Φωτογραφία 10

​Φτύνω το παρελθόν. 

Φτύνω στο παρελθόν.

Αυτό που λείπει από την ιστορία δεν είναι ότι δεν γεννήθηκε ακόμα είναι ότι ο εχθρός διατηρήθηκε νικηφόρα στην εικόνα του. 

Την επόμενη φορά θα κερδηθεί και η εικόνα όσο και η ιστορία

Νυχτολόγιο 13: Δεν ξέρω αν…

​Δεν ξέρω αν τελικά η σκέψη κατάφερε να συγκεντρώσει την απόλυτη επιτυχία της ύπαρξής της μπροστά στο σκοτάδι της ιστορίας. 

Δεν ξέρω αν τελικά η λογική κατάφερε να δαμάσει την σκέψη σε μια παραδεισένια ανατομική γυναικεία περιβολή μεταξύ ενός κακού και καλού.

Δεν ξέρω αν η διαλεκτική σχέση εμφανίζεται έστω δειλά χωρίς μιλιά και ζάχαρη στο τέλος μιας κουτοπονηριάς.

Δεν ξέρω αν η ιστορία έχει συνηθίσει την φρικαλέα βαρβαρότητα της εκμετάλλευσης.

Δεν ξέρω αν το τέλος θα τελειώσει με ένα πάταγο ή με μια κραυγή.

Δεν ξέρω αν η συμπόνια έχει παραδοθεί στον τυπογράφο καταστροφέα που θέλει τον αναγνώστη να διαβάζει το τέλος του.

Νυχτολόγιο 8: Το κινούν ακίνητο

​Το ιστορικό συμβάν της κάθε φορά ιστορικής στροφής είναι η σχεσιακή αποκρυστάλλωση μιας συγκεκριμένης πολιτικής, οικονομικής, πολιτιστικής και κοινωνικής μορφής ζωής που φτάνει στη διαλεκτική κορύφωση μετεξέλιξης του μέλλοντος. Το ιστορικό συμβάν δεν είναι ακίνητο συμβάν αλλά η επιτομή της ιστορικής κίνησης της ύλης. 

Η Οκτωβριανή Επανάσταση για παράδειγμα είναι ένα ιστορικό συμβάν στο οποίο κορυφώνεται η μορφή ζωής η οποία φτάνει στην συνειδητότητα του κόσμου, της ελευθερίας και του πράγματος για μένα

Ο ιμπεριαλισμός από την άλλη είναι το αντιστρόφως ανάλογο ως προς την ισοπέδωση των ιστορικών εντάσεων. Ο ιμπεριαλισμός ισοπεδώνει την παράδοση μέχρι και το σήμερα, από την μέρα μέχρι το σκοτάδι. Ο ιμπεριαλισμός γίνεται η ιστορική γενίκευση μιας φυσικής κατάστασης που επικρατεί μεταφυσικά. Με αυτό τον τρόπο τον βρίσκει κανείς εύκολα και αντίδιαλεκτικά πανταχού παρόν.

Η ανακρίβεια στοιχίζει ζωές, ρώτησε ένα χειρουργό. Η ιστορική γενίκευση στοιχίζει την εξέλιξη, ρώτησε ένα νεκρό. 

Νυχτολόγιο 4: 15 Ιουλίου και ένας θεός πορνοστάρ 

​Η ιστορική εποχή της ανέραστης ζωής του πολιτισμένου ανθρώπου της δύσης έχει δοθεί σε μια χρονικότητα πίστης ενός ατυχούς αφηρημένου συμβάντος. Η πιο ριζοσπαστική δυτική μορφή ζωής συμπεριλαμβάνει εκτός απο μικροαστικές ψευδαισθήσεις και ένα μάτσο ελεύθερες εφαρμογές. Ο ριζοσπάστης της δύσης θα πρέπει να πληροί προδιαγραφές: Τα εφαρμοσμένα “αντί” γίνονται η υπαρξιακή ευθύτητα μιας αρκούδας που θα παλέψει επιδέξια με τον εχθρό, φτάνει όμως να υπάρχει διαιτητής. 

Η ασφάλεια είναι το ίδιο των λειτουργικών εφαρμοσμένων “αντί”. Από τα αντι-virus μέχρι και τον αντι-ιμπεριαλισμό η δυτική μορφή ζωής εξαντλείται στην πορνογραφία της επανάστασης για μια ασφαλέστερη και συχνότερη εκσπερμάτωση θεωρητικών αποκαλύψεων. Η θεσμική κατοχύρωση της επαναστατικής ευρεσιτεχνίας χρειάζεται την ναφθαλίνια επιβράβευση. Το πολιτικό υποκείμενο που αναζητεί την ελευθερία του εξαντλείται στις σχέσεις του με το κατεστημένο ως ο εκπαιδευτής και ο πατέρας της γενιάς του κόσμου. Η τοκάτα της ελεύθερης φόρμας με κομμάτια ασυμμετρίας και περίπλοκης λεπτομέρειας εγκλωβίστηκε στην μεταμοντέρνα αποσπασματικότητα μιας χαοτικής παραγωγικής διαδικασίας που η αλλαγή λειτουργεί ως ένας ενεργοποιημένος δημοκρατικός συναγερμός.  

Η πολιτική φούγκα μιας κομμουνιστικής δύναμης είναι η απάντηση στην προσευχή της εποχής που γουστάρει την εξομολόγηση γιατί πέρα από την ηθική απονεύρωση γίνεται ο απόλυτος εμβληματικός αυνανισμός που χρειάζεται το θεό ως πορνοστάρ.

Σήμερα ο επίτιμος διδάκτωρ χρόνος επιβάλλει πολιτικές αμνησίες και φασιστικές δικτατορίες. Το πραξικόπημα γίνεται κάθε 15 Ιουλίου, όχι για να το θυμόμαστε και να αυτομαστιγώνονται τα λάικ από αναρτήσεις γιατί το επιβάλλει μέρα. Γίνεται κάθε 15 Ιουλίου όχι γιατί το μάθαμε στο κατηχητικό ως μια κακιά ώρα. 

Γίνεται κάθε 15 Ιουλίου επειδή ο ιμπεριαλισμός βρήκε το δρόμο του γυρισμού. Με ενα θεό Οδυσσέα πορνοστάρ και παντοκράτορα τα τσιμπούκια του ιμπεριαλισμού γίνονται προσευχές με ντέφια και βιολιά που γλιστρούν σε ένα πένθιμο τέλος. 

Οι σιίτες χωρίς όργανα 

Οι Σιίτες του Ιράκ αν γινόντουσαν ευρωπαίοι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή μιας δυτικής πολιτισμένης χώρας και φόραγαν την κατάλληλη ενδυμασία επιτυχίας του πολιτισμένου ιστορικά ανθρωπισμού των Παρισιών και των Βρυξελλών τότε θα άξιζε μια στάλα ουσιαστικής αναφοράς. 

Αν για κάποια δευτερόλεπτα αυτό το ιστορικής φαντασίας σενάριο το βλέπαμε επί σκηνής, τότε μαζί του θα συνόδευε, σε μορφή χορού, ένας φαντασμαγορικός ηθικο/αξιακός μηχανισμός παραγωγής, σημαντικότητας για μια θέση στον κόσμο. 

Ο δυτικός ηθικο/αξιακός μηχανισμός είναι μια πυραμίδα που θέτει σε υπαρξιστική αξιολόγηση την θέση σου στον κόσμο. Η ιστορία σ’ αυτή την περίπτωση ή μάλλον η ιστορικότητα της ύπαρξης ενός λαού καλύτερα, έρχεται όχι σε δεύτερη μοίρα αλλά δεν εμφανίζεται καθόλου στην νοητική επεξεργασία της ερμηνείας.  

Η τραγωδία του δυτικού πολιτισμού σ’ αυτή την περίπτωση δεν εξιστορεί ούτε γεγονότα, ούτε σχετίζεται με την ιστορικότητα της εποχής. Το δυτικό πολιτισμένο υποκείμενο θεωρείται πολιτισμένο αν καταφέρνει να συμπεριλάβει οτιδήποτε συγκεκριμένο στην αφηρημένη αξιακού τύπου πυραμίδα. 

Μέσα από την παραγωγή του ύστερου καπιταλισμού με αποτέλεσμα την μεταμοντέρνα χαώδης πολιτική και πολιτιστική αταξία ανακαλύφθηκε το υπαρξιστικτό αδογμάτιστο και αφηρημένο “εγώ”. Ένα “εγώ” το οποίο ξεπέρασε το να σκέφτεται ώστε να υπάρχει αλλά βρίσκεται στην ιστορική του πορεία να ταξιθετεί λαούς, βιώματα και ιστορικά γεγονότα με μια αξιακού τύπου οντολογική πυραμίδα. 

Μια πυραμίδα εμπνευσμένη από χαϊντεγκεριανών εκστατικών χρόνων και ντελεζιανών μηχανών/σωμάτων δίχως όργανα. Αυτή είναι η ακαδημαϊκή κουλτούρα των πολιτικών επαναστάσεων που τις θέλει να συμβαίνουν χωρίς όργανα και χωρίς περιεχόμενο. 

Βρέθηκε το ατερμάτιστο της ευτυχίας μιας εποχής που μπορεί ν’ αντέξει τα πάντα, να δεχτεί άλλα τόσα, να υποστεί ακόμα περισσότερα γιατί τα πάντα μπορούν και τοποθετούνται με τάξη εντός της πυραμίδας στην μέση της ερήμου. Το συγκεκριμένο και η ολότητα χάνονται μπροστά στην αφηρημένη αποκρυστάλλωση του όμορφου χάους. Τα πάντα γίνονται ένα και το ένα τα πάντα και κάθεται αμίλητος ο δυτικός πολιτισμός να αλλοτριώνεται στην μοναξιά της ιμπεριαλιστικής ιστορίας του.

Εβραϊκά στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Κύπρο, 1946-1949

Το 1946 η δύσκολη μεταπολεμική εποχή έχει ήδη ξεκινήσει, με συμβατική αφετηρία τη Διάσκεψη του Πότσδαμ, ένα χρόνο πριν. Στη ρευστή ζώνη της Μέσης Ανατολής, η Κύπρος παραμένει βρετανική αποικία, ενώ στην υπό βρετανική κηδεμονία Παλαιστίνη η κατάσταση είναι έκρυθμη. Στο όνομα της ίδρυσης εβραϊκής εστίας στην αρχαία κοιτίδα τους, την οποία επαγγέλλεται το σιωνιστικό κίνημα, πολλοί Εβραίοι της διασποράς μετοικούν εκεί ήδη από δεκαετίες.

Στο στρατόπεδο λειτουργούσε και σχολείο για την κατάρτιση των νέων στην εβραϊκή κουλτούρα Στο στρατόπεδο λειτουργούσε και σχολείο για την κατάρτιση των νέων στην εβραϊκή κουλτούρα Η αραβική κοινότητα της περιοχής, ωστόσο, θεωρεί την εβραϊκή διείσδυση υπονομευτική για τη δική της παρουσία στην Παλαιστίνη. Προσπαθώντας να διατηρήσουν τις ισορροπίες, οι Βρετανοί παίρνουν μέτρα για να ανακόψουν την εβραϊκή μετοικεσία, εκδίδοντας -από το 1939- οδηγία η οποία προβλέπει αυστηρό περιορισμό των εβραϊκών αφίξεων στην περιοχή, και εποπτεύοντας στρατιωτικά τις ακτές της Παλαιστίνης.

Στην προσπάθειά τους να ελέγξουν την κατάσταση, εμπλέκουν τελικά και την Κύπρο. Από τον Αύγουστο του 1946, συλλαμβάνουν τους Εβραίους πρόσφυγες που καταπλέουν στα νερά της Παλαιστίνης και τους οδηγούν στο νησί, όπου τους εγκαθιστούν προσωρινά σε υποτυπωδώς οργανωμένους και φρουρούμενους καταυλισμούς στην ανατολική του πλευρά, στις περιοχές του Καράολου στην Αμμόχωστο (θερινό στρατόπεδο) και της Δεκέλειας – Ξυλοτύμπου (χειμερινό στρατόπεδο).

Αμέσως σχεδόν διασαφηνίζεται το νομικό καθεστώς κράτησης με σχετική ανακοίνωση, η οποία δηλώνει ρητά και καθησυχαστικά: «Εις ουδένα εξ αυτών θα επιτραπή να καταστή κάτοικος της Κύπρου» («Ελευθερία», 13-8-1946)…

Οι πρώτοι πρόσφυγες

Οι πρώτοι Εβραίοι πρόσφυγες φτάνουν στο νησί στις 15 Αυγούστου 1946 με δύο ατμόπλοια που αγκυροβολούν έξω από το λιμάνι της Αμμοχώστου και αποβιβάζονται κάτω από δρακόντεια μέτρα ασφαλείας. Παρά τις δοκιμασίες, το φρόνημά τους είναι ιδιαίτερα μαχητικό. Οι νεότεροι απ’ αυτούς φωνάζουν θαρραλέα αντιβρετανικά συνθήματα, που παραλληλίζουν τη βρετανική πολιτική με τη ναζιστική. Αλλοι επιδεικνύουν τις ανεξίτηλες σφραγίδες, τις οποίες απέκτησαν στα ναζιστικά στρατόπεδα -αδιάψευστη μαρτυρία των δεινών που προηγήθηκαν- και έπειτα δείχνουν προς την κατεύθυνση του νέου στρατοπέδου που τους περιμένει.

Μεταξύ των προσφύγων που οδηγούνται στην Κύπρο, υπάρχουν και αρκετοί Ελληνοεβραίοι. Ορισμένοι απ’ αυτούς δηλώνουν πως πολέμησαν στο Αλβανικό μέτωπο, ενώ μια μαυροφορεμένη γυναίκα αφηγείται ότι έχασε όλη την οικογένειά της στον ελληνοϊταλικό πόλεμο ενώ η ίδια ήταν μεταξύ των γυναικών της Πίνδου που μετέφεραν τρόφιμα και πολεμοφόδια στους Ελληνες φαντάρους. Αν και υπερήφανοι για την ελληνική τους καταγωγή, παραμένουν, όπως και όλοι οι άλλοι, φανατικά προσανατολισμένοι στο όραμα της ίδρυσης του ισραηλινού κράτους: «Ως Ελληνες την καταγωγήν, είπον, έχουν ακμαίον το ηθικόν, το οποίον δεν κατόρθωσαν να λυγίσουν τα γερμανικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως, αλλά θ’ αγωνισθούν αδιαφορούντες προς τας θυσίας των, όπως επανέλθουν εις Παλαιστίνην […]» («Ελευθερία», 20-8-1946).

Παρά τις προσπάθειες να εξασφαλιστεί μια ικανοποιητική ποιότητα ζωής στους κρατούμενους Εβραίους, οι συνεχείς αφίξεις την υπονομεύουν διαρκώς. Αντί για 10.000, στα στρατόπεδα θα στρατωνιστούν τελικά 52.221 πρόσφυγες, αριθμός πενταπλάσιος σε σχέση με τις επίσημες προβλέψεις και διαβεβαιώσεις…. Η διοίκηση των στρατοπέδων ασκείται από Βρετανό στρατιωτικό διοικητή, για την ομαλότερη λειτουργία τους, όμως, και την καλύτερη επικοινωνία μεταξύ κρατουμένων και Αρχών, συγκροτείται και Εβραϊκή Επιτροπή από τους ίδιους τους κρατούμενους, η οποία συνιστά ένα είδος αυτοδιοίκησης.

Για την κατασκευή των καταλυμάτων εργάστηκαν Βρετανοί στρατιώτες και Κύπριοι εργάτες. Μια μάλλον άκομψη πρόταση προς τους ίδιους τους Εβραίους πρόσφυγες να βοηθήσουν έναντι πληρωμής στην ανέγερση κατασκηνώσεων στο στρατόπεδο, έλαβε αμέσως την αποστομωτική απάντηση ότι αυτοί «[…] έχουν κτίση αρκετά στρατόπεδα εις ολόκληρον την Ευρώπην και ότι δεν επιθυμούν να ανεγείρουν και έτερον στρατόπεδον» («Ελευθερία», 31-8-1946). Το έργο συμπληρώνουν Γερμανοί αιχμάλωτοι, οι οποίοι μεταφέρονται στο νησί για να εκπληρώσουν κατά ιστορική ειρωνεία ακόμα μία φορά την ίδια αποστολή: να φτιάξουν νέα στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους μόλις πρόσφατα απελευθερωμένους Εβραίους, στο όνομα αυτή τη φορά των βρετανικών συμφερόντων. Η αντίδραση των κρατουμένων για την παρουσία και τον ρόλο των Γερμανών στη ζωή τους ακόμα μία φορά, είναι η αναμενόμενη. Ο πρόεδρος της Εβραϊκής Επιτροπής του στρατοπέδου δηλώνει στους δημοσιογράφους ότι οι κρατούμενοι διατηρούν εξαιρετικά πικρές αναμνήσεις απ’ αυτούς και προειδοποιεί ότι αν τολμήσουν Γερμανοί αιχμάλωτοι να επισκεφθούν το στρατόπεδο θα εκτυλιχθούν εξαιρετικά δυσάρεστες σκηνές.

Αντιβρετανικές εξεγέρσεις

Η απογοήτευση των Εβραίων προσφύγων που βλέπουν να ακυρώνεται το όνειρο της εγκατάστασης στην Παλαιστίνη, οι άσχημες συνθήκες διαβίωσης και ο αυταρχισμός των Βρετανών, προκαλούν από την πρώτη στιγμή ξεσπάσματα που συχνά παίρνουν διαστάσεις εξέγερσης με αιματηρά αποτελέσματα. Σποραδικά επεισόδια και απεργίες πείνας σημειώνονται συχνά, ενώ σύμφωνα με την εφημερίδα «Ελευθερία», 1.809 Εβραίοι δραπέτευσαν συνολικά από τα στρατόπεδα, κατά τα δυόμισι χρόνια λειτουργίας τους, καταφεύγοντας στην Παλαιστίνη.

Οταν διαφάνηκε ότι η Κύπρος θα λειτουργήσει πράγματι ως σταθμός υποδοχής των Εβραίων προσφύγων, εκδηλώθηκαν και οι πρώτες αντιδράσεις των ντόπιων μαζικών φορέων (συνδικαλιστικών οργανώσεων, δήμων κ.ά.). Ολες σχεδόν διαπνέονται από ανησυχία για τις επιπτώσεις που θα έχει στο επίπεδο ζωής των ήδη δεινοπαθούντων Κυπρίων η παραμονή και σίτιση των προσφύγων. Οι ανησυχίες των ντόπιων ενισχύονται από την αβεβαιότητα για το αν η εγκατάσταση των Εβραίων είναι προσωρινή ή μόνιμη. Η τελευταία πιθανότητα συνεπαγόταν τον κίνδυνο μελλοντικής αλλοίωσης του δημογραφικού, γεγονός που θα μπορούσε να δυσχεράνει την επίτευξη του ενωτικού στόχου (η Ενωση της Κύπρου με την Ελλάδα υπήρξε μαχητική επιδίωξη του ελληνοκυπριακού εθνικού κινήματος ήδη από τον 19ο αι.). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι δηλώσεις του Τοποτηρητή της Εκκλησίας της Κύπρου Λεόντιου, ο οποίος δηλώνει πως η κυπριακή γη είναι προορισμένη ιστορικά να δεχτεί Ελληνες και όχι Εβραίους, οι οποίοι έχουν πατρίδα την Παλαιστίνη, και ότι «[…] είναι δίκαιον εκάστη χώρα να ανήκη εις τα τέκνα της» («Ελευθερία», 17-8-1946).

Απουσία αντισημιτισμού

Σε καμιά, ωστόσο, από τις τοποθετήσεις δεν διαφαίνονται αντισημιτικές προκαταλήψεις. Εξάλλου, οι Βρετανοί είναι κοινό εμπόδιο στις εθνικές επιδιώξεις τόσο των Εβραίων όσο και των Κυπρίων. Επομένως, εκτός από τα αισθήματα συμπόνιας απέναντι στα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας, στην τοπική κοινωνία είναι αναπόφευκτο να αναπτυχθούν και αισθήματα κατανόησης απέναντί τους. Τα αυθόρμητα αισθήματα συμπάθειας του κυπριακού λαού, που συχνά θα πάρουν τη μορφή έμπρακτης αλληλεγγύης, εισπράχθηκαν με ευγνωμοσύνη από τους αποδέκτες τους και ανταποδόθηκαν με θέρμη. Σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, οι Εβραίοι μετανάστες στηρίχτηκαν σ’ αυτά προκειμένου να αποκτήσουν συμμάχους στον αγώνα τους για εγκατάσταση στην Παλαιστίνη, να υπομείνουν την αναγκαστική κράτηση ή να αποδράσουν απ’ αυτήν.

Στη στήριξη των εκτοπισμένων Εβραίων στην Κύπρο, αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η Αμερικανοεβραϊκή Κοινή Επιτροπή Διανομής (JDC). Το δίκτυό της καταγράφει ή και προβλέπει πάσης φύσεως ανάγκες τους και τους στηρίζει τόσο υλικά όσο και ηθικά. Εκτός από τις κοινωνικές υπηρεσίες που τους προσφέρει, αποτελεί γι’ αυτούς έναν ομφάλιο λώρο που τους συνδέει με το εβραϊκό κίνημα ανά τον κόσμο. Και οι βρετανικές Αρχές, ωστόσο, εξυπηρετήθηκαν από το άρτιο δίκτυο κοινωνικής δράσης και προσφοράς της, αφού η JDC επωμίστηκε μέρος των δαπανών που απαιτήθηκαν για τη συντήρηση των κρατουμένων. Αλληλέγγυα στάθηκε, επίσης, απέναντι στους δεινοπαθούντες ομοφύλους της και η τοπική εβραϊκή κοινότητα, η οποία αριθμούσε τότε περίπου εκατό μέλη. Με την άφιξη των πρώτων προσφύγων, αποστέλλει αμέσως στο στρατόπεδο «μέγα δέμα, περιέχον διάφορα γλυκίσματα διά τα παιδιά» («Ελευθερία», 18-8-1946).

Εντός των στρατοπέδων η κοινωνική ζωή οργανώνεται υποδειγματικά. Διεξάγονται αθλητικές δραστηριότητες, γίνονται γάμοι, γεννήσεις και κηδείες, λειτουργούν σχολεία που μετατρέπουν τον χώρο κράτησης των παράνομων μεταναστών σε χώρο κατάρτισης των νεαρών Εβραίων πάνω στην κοινή εβραϊκή κουλτούρα. Παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για έναν πληθυσμό ετερόκλητο ως προς την ιδιαίτερη καταγωγή, το δόγμα και τις πολιτικές πεποιθήσεις, η ζωή στα στρατόπεδα θα σφυρηλατήσει δεσμούς ενότητας και θα ενισχύσει τη δημιουργία κοινής εθνικής συνείδησης.

Με την κατάθεση της εντολής από τη Μεγάλη Βρετανία και τη σύσταση του κράτους του Ισραήλ, το Μάιο του 1948, η ύπαρξη των στρατοπέδων στην Κύπρο δεν έχει νόημα και γίνονται σκέψεις για μαζική μεταφορά των εκτοπισμένων στην Παλαιστίνη. Θα χρειαστούν ακόμα μερικοί μήνες, αλλά στις 9 Φεβρουαρίου 1949 τα στρατόπεδα κράτησης στην Κύπρο θα αδειάσουν οριστικά. Εφοδιασμένοι με μια ακόμα πικρή μνήμη, οι τρόφιμοί τους φεύγουν από το νησί ως δεσμώτες των Βρετανών και φτάνουν στη γη της Παλαιστίνης ως πολίτες του Ισραήλ.

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΕΛΙΩΤΗ: Φιλόλογος, μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας με ειδίκευση στη θεωρία, πράξη και αξιολόγηση της διδασκαλίας. Θέμα της διπλωματικής της διατριβής είναι «Η εικόνα των ευρωπαϊκών λαών στα εγχειρίδια νεότερης και σύγχρονης ιστορίας μέσης εκπαίδευσης»

Έρως και Πολιτισμός – Marcuse: Η κοινωνική ψυχολογία του Freud

“Η ιδέα του ανθρώπου που παρουσιάζεται μέσα απ’ τη Φροϋδική θεωρία αποτελεί την πιο αδιάσειστη κατηγορία του Δυτικού πολιτισμού: και ταυτόχρονα την πιο ατράνταχτη υπεράσπιση του πολιτισμού αυτού. Κατά τον Φρόυντ, η ιστορία του ανθρώπου είναι η ιστορία της απώθησής του. Ο πολιτισμός περιορίζει όχι μόνο την κοινωνική αλλά και τη βιολογική του ύπαρξη, όχι μόνο μέρη της ανθρώπινης απόστασης αλλά τη δομή των ενστίκτων του καθαυτή. Απ’ την άλλη μεριά, τέτοιος περιορισμός αποτελεί την ίδια την προϋπόθεση της προόδου. Αφημένα ελεύθερα να επιδιώξουν τους φυσικούς τους σκοπούς, τα βασικά ένστικτα του ανθρώπου θα ήταν ασυμβίβαστα με κάθε είδους συνειρμό και διατήρηση διαρκείας: θα κατέστρεφαν ακόμα κι εκεί που ενώνουν.

Ο ανεξέλεγκτος Έρως είναι το ίδιο μοιραίος όπως και το θανατηφόρο αντίστοιχό του στοιχείο, το ένστικτο του θανάτου. Η καταστροφική τους δύναμη προέρχεται απ’ το γεγονός ότι επιζητούν μιαν ικανοποίηση που ο πολιτισμός αδυνατεί να τους προσφέρει: Την ικανοποίηση καθεαυτή και σαν αυτοσκοπό, οποιαδήποτε στιγμή. Γι αυτό τα ένστικτα: πρέπει, ν’ αποτραπούν απ’ το στόχο, τους, ν’ ανακοπούν στην επιδίωξή του σκοπού τους. Ο πολιτισμός αρχίζει όταν ο πρωτογενής αντικειμενικός σκοπός, η ακέραιη ικανοποίηση αναγκών, εγκαταλειφθεί αποτελεσματικά.

Ο Φρόυντ περιέγραφε την αλλαγή αυτή σαν μετασχηματισμό της αρχής της ηδονής σε αρχή της πραγματικότητας. (…) Αλλά η πραγματικότητα πού δίνει σχήμα στα ένστικτα καθώς και στις ανάγκες και την ικανοποίησή τους είναι ένας κοινωνικο-ιστορικός κόσμος.

Το γεγονός ότι η αρχή της πραγματικότητας πρέπει να αποκαθίσταται συνεχώς μέσα στην ανάπτυξη του ανθρώπου δείχνει πως ο θρίαμβος της επάνω στην αρχή της ηδονής δεν ήταν ποτέ πλήρης και ποτέ σίγουρος. Μέσα στη Φροϋδική σύλληψη ο πολιτισμός δεν τερματίζει μια και καλή μια «φυσική κατάσταση». Ο,τι ο πολιτισμός υποτάσσει και απωθεί, η διεκδίκηση της αρχής της ηδονής, συνεχίζει να υπάρχει μέσα στον πολιτισμό καθαυτό. Το υποσυνείδητο διατηρεί τους αντικειμενικούς σκοπούς της νικημένης αρχής της ηδονής.

Η επιστροφή των απωθημένων απαρτίζει την απαγορευμένη και υποχθόνια ιστορία του πολιτισμού. Και η διερεύνηση αυτής της ιστορίας αποκαλύπτει όχι μόνο το μυστικό του ατόμου αλλά και εκείνο του πολιτισμού. Η ατομική ψυχολογία του Φρόυντ είναι στην ίδια της την ουσία κοινωνική ψυχολογία, η απώθηση είναι ένα φαινόμενο ιστορικό.

Η αποτελεσματική υποταγή των ενστίκτων σε απωθητικούς ελέγχους επιβάλλεται όχι από τη φύση άλλα τον άνθρωπο. Ο πατριάρχης, σαν αρχέτυπο της κυριαρχίας, κάνει έναρξη της αλυσιδωτής αντίδρασης της υποδούλωσης, ανταρσίας και ενισχυμένης κυριαρχίας που χαρακτηρίζει την ιστορία του πολιτισμού.

Το ανελεύθερο άτομο ενδοπροβάλλει τους αφέντες του και τις εντολές τους στον ίδιο του το νου. Ο αγώνας κατά της ελευθερίας αναπαράγεται μέσα στην ψυχή του ανθρώπου σαν η αυταπώθηση του απωθημένου ατόμου και με τη σειρά της διατηρεί τους αφέντες και τους θεσμούς τους. Αυτή είναι η διανοητική δυναμική πού ο Φρόυντ ξεδιπλώνει μπροστά μας και σα δυναμική του πολιτισμού.

Το έργο του Φρόυντ χαρακτηρίζεται από μιαν ασυμβίβαστη επιμονή να εκθέσει το απωθητικό περιεχόμενο των ύψιστων άξιων και επιτευγμάτων του πολιτισμού. Εφόσον ο Φρόυντ κάνει αυτό το πράγμα, αρνείται την εξίσωση του λόγου με τη απώθηση που πάνω σ’ αυτή θεμελιώνεται η ιδεολογία του πολιτισμού. Η μεταψυχολογία του Φρόυντ είναι μια διαρκώς ανανεούμενη προσπάθεια αποκάλυψης κι αμφισβήτησης της τρομακτικής ανάγκης να συνδέονται εσωτερικά ο πολιτισμός και η βαρβαρότητα, η πρόοδος κι η ταλαιπωρία, η ελευθερία κι η δυστυχία, μια σύνδεση που σε τελευταία ανάλυση αποκαλύπτεται σαν εκείνη μεταξύ Έρωτα και Θανάτου. Ο Φρόυντ αμφισβητεί τον πολιτισμό όχι από ρομαντική ή ουτοπιστική σκοπιά αλλά με βάση την ταλαιπωρία και την αθλιότητα που συνεπάγεται η εφαρμογή του. Έτσι η πολιτιστική ελευθερία εμφανίζεται στο φως της ανελευθερίας και η πολιτιστική πρόοδος στο φως του περιορισμού. Αυτό δεν σημαίνει άρνηση του πολιτισμού: Η ανελευθερία και ο περιορισμός είναι τα αντίτιμά του.
Τα αποσπάματα από το βιβλίο: Herbert Marcuse, Έρως και Πολιτισμός, Κεφάλαιο Πρώτο: Η κρύφια τάση της ψυχανάλυσης, Εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα 1981, (σελ: 21-31).

South Korea: Gwangju Uprising, May 1980

“The American bases that still dot Japan and South Korea (containing nearly 100,000 troops) were agents both to contain the Communist enemy and to constrain the capitalist ally. Meanwhile both countries were showered with all manner of support in the early postwar period, as part of a Cold War project to re-make both of them as paragons of noncommunist development.” (…) “Japan was shorn of its military and political clout to become an American-sponsored “economic ani- mal,” with coercive functions transferred to bloated authoritarian states in Taiwan and South Korea, each of which had mammoth armies and which spent almost all the income they extracted from their people on coercion, getting what else they needed from direct American aid grants.From the book: Lee Jae-eui, “Kwangju Diary: Beyond Death, Beyond the Darkness of the Age”, UCLA, 1999, (p: 18, 19):

Εχοντας αυτά υπόψιν:

“Η εξέγερση του Gwangju συνδέεται με ένα πολύ σημαντικό ερώτημα σχετικά με την ευθύνη των ΗΠΑ για τη σφαγή που έλαβε χώρα. Γεγονός είναι, ότι εκείνη την εποχή ο κορεάτικος στρατός ήταν ελεγχόμενος από διοικητές των ΗΠΑ, και ως εκ τούτου η χρήση της στρατιωτικής βίας κατά του άμαχου πληθυσμού έπρεπε να εγκριθεί από την Ουάσιγκτον. (…)

Τα στοιχεία σχετικά με το συνολικό αριθμό των θυμάτων ποικίλλουν – σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, 191 άνθρωποι σκοτώθηκαν στο Gwangju, αλλά μέλη της αντιπολίτευσης μιλούν για δέκα χιλιάδες θύματα. Ωστόσο, αν αναλύσουμε τα συνολικά στατιστικά στοιχεία των θανάτων στην πόλη τον Μάιο του 1980, ανέρχονται στα 4.900… (…)

Πολλοί συγγραφείς, όχι μόνο εκείνων που προέρχονται από την αριστερά, συγκεντρώνουν την προσοχή τους στο γεγονός ότι το διοικητικό σύστημα που προέκυψε αυθόρμητα (;) στην πόλη θύμιζε την Κομμούνα του Παρισιού ή κάποιες διοικητικές αρχές από τις πρώτες δημοκρατικές κυβερνήσεις. (…)”

Ακολουθεί το άρθρο “To the Anniversary of the 1980 Gwangju Uprising” στα αγγλικά:

3453453444 At the National Cemetery in Gwangju, anofficial ceremony was held to commemorate the 36th anniversary of the May 18 democratic uprising, which played an important role in the democratization of the Republic of Korea (RK). In order to express their condolences to the families of the victims, RK Prime Minister, Hwang Kyo-ahn, and representatives of the ruling and opposition parties arrived in Gwangju. In his speech, the Prime Minister said that the establishment of the democratic society of the Republic of Korea is continuing on the basis of the principles laid down 36 years ago. The leader of the ruling party Saenuri, Chung Jin-suk said that the spirit of the democratic movement should promote national unity.

Is that the case or not? Let us recall the events of that time.

After the assassination of General Park Chung-hee on October 26, 1979 the new government tried to carry out democratization measures, but only 6 days later, there was a coup d’état organized by the head of military intelligence, General Chun Doo-hwan.

The new attempt to usurp power met the resistance of the opposition and the youth, but Chun actively sought the approval of the United States of his securing the Presidential post, all the while trying to play the North Korean card. As part of this strategy, on May 13, he said that North Korea was behind the student and the radical left movement. In response, on May 15 more than 100 thousand people gathered in front of Seoul Station, but on 17-18 of May 1980, Chun Doo-hwan held large-scale arrests of opposition members, disbanded the National Assembly and declared complete martial law instead of the partial one, which had already been in place.

The reaction to these developments was the uprising in Gwangju, where it all began with a dispersal of the demonstration against the closure of the Chonnam University that had been a bulwark of democratic sentiment. To suppress the protests of 18-20 of May 1980, 3 thousand air force soldiers and officers with no prior experience of this kind were engaged alongside 18 thousand police officers. Moreover, the soldiers were told that the city was in the throes of a communist rebellion, and, according to some unconfirmed reports, many of them were under the influence of drugs.

In principle, this was not the first time special forces were employed against demonstrators, but it was the first time that such brutal beatings had ever been administered against such a big crowd of people. In Gwangju, it ended up with bayonets and flamethrowers being used against unarmed civilians; the soldiers not only dispersed the demonstration, but also broke into cafes and buses and targeted all the young people of around college age in brutal attacks; they even killed taxi drivers who tried to take the injured to the hospitals.

Such unprecedented and brutal suppression of a purely peaceful demonstration prompted the students to fight back; the students were joined by the city’s inhabitants and the unrest escalated into a large-scale uprising. On May 21, 1980 the number of protesters reached 300 thousand people. The rebels stormed 16 police stations and other government offices, seized stocks of weapons and 350 vehicles including armored personnel carriers.

Fearing massive bloodshed, the government withdrew the special division from the city. The rebels seized the Office of the Provincial Administration, set up their authorities to maintain order and conduct negotiations with the central government, and organized the delivery of food to the city.

Among those who had seized power in the city, it was young radicals who were in the majority; their plan was to hold out for as long as possible and either die as heroes, thus demonstrating the barbarity of the military regime, or seek out the intervention of the US that was supposed to stand up for democracy.

Many authors, not only those from the left, draw attention to the fact that the governing system that spontaneously arose in the city was reminiscent of the Paris commune or the authorities of the first democratic governments. There was no looting in the city, the banks and offices of large companies were left unharmed, there were virtually no communist slogans. On the contrary, the authorities tried to control the private stock of weapons and actively relied on the assistance of religious authorities, while squadrons created to maintain order had the American acronym SWAT written on their cars.

Early in the morning of May 27, the city was stormed by tanks, and within ninety minutes the main government offices were occupied by government troops. The seizure of the city was very quick and well-organized and was perceived as a successful military operation.

Thus, Korean history was “enriched” by a new landmark event, which became an age-long symbol of suppression of opposition. No one believed the rumor that it was Communist provocation, moreover, there was no direct evidence found even in the aftermath of the events proving the North Korean influence on the events in Gwangju. Japanese TV filmed the uprising close enough to capture a large number of frames showing the war crimes of the regime, including images of people crushed by tanks, on film.

Data on the total number of victims vary – according to official data, 191 people were killed in Gwangju, but dissidents and members of the opposition speak about ten thousand victims. However, if we analyze the overall statistics of deaths in the city in May 1980, it totaled 4,900 people in comparison to the usual figure of about 2,000 people.

That is why events in Gwangju are regularly compared to another “tank suppression”: that of Beijing’s Tiananmen Square, and it is argued that the Korean case was bloodier, since in China, according to some data, the number of dead came to around 700 people.

However, it can be observed that while the story about the “tank-crushed democracy” in China is well-known and is constantly in the public arena, the Korean history is hardly known to anyone but specialists.

The uprising in Gwangju is associated with a very important question about the US responsibility for the massacre that took place. The fact is that at that time the Korean army was subordinate to US commanders, and thus the use of military force against the civilian population had had to be approved by Washington.

American authors are trying to cover up the participation of the United States, portraying the case in such a light that the Korean government not only ignored and failed to publish a statement of the United States government calling for a peaceful settlement, but, on the contrary, trumpeted that the United States gave the “green light” for the suppression of the uprising. However, although the United States provided no direct support to Chun Doo-hwan, they did nothing to keep the regime from bloodshed.

Although representatives of the City Council set up by the rebels immediately contacted the US embassy with a plea to intervene in the situation, America was afraid of creating a dangerous precedent by supporting citizens in their struggle against the regime. Curiously, the decisive role in elaborating the decision that was adopted, was played by Richard Holbrooke, who then stated that “the issue is attracting too much attention, whereas it should be considered more broadly in terms of national security interests. We have to give the nod to Chun to suppress the uprising, and he then will be much more dependent on Washington than his predecessor”. And so it happened, and, with the exception of Lee Myung-bak, Chun was considered the most pro-American leader of the country.

The prosecution for the massacre only followed in the 90s and under very particular circumstances. As part of the political struggle to force out the military from political life, “the first civilian president” Kim Young-sam initiated a legal process against Chun Doo-hwan, accusing him of corruption. But the evidence was insufficient, and to force his opponents out, on December 20, 1995 the “Special Law on the events in Gwangju” was adopted, which was endowed with retroactive effect and served as the basis for the accusation of Chun Doo-hwan of crimes against the constitutional order and treason. The particular choice of the chief investigator, the propaganda campaign in the press and mass rallies organized by the authorities reminded the author of the political process in the times of Chun Doo-hwan himself. In December 1996, Chun Doo-hwan was sentenced to life in prison, but sometime later he was pardoned, while most of the direct participants in the events were never prosecuted, which still causes resentment in the opposition.

Thus, the statements of the current RK leaders that they are continuing the traditions of those who died for democracy 36 years ago have at least a dash of hypocrisy.

 

Επίσης μπορείτε να διαβάσετε και εδώ:

1980: The Kwangju uprising

25 Years Ago: The Kwangju Massacre in South Korea

Εδώ 2 βιβλία (1 και 2) όσον αφορά το “The Kwangju Massacre in South Korea”

 

 

Ιμπεριαλισμός σε σκίτσα

Τα σκίτσα είχαν πάντα και έχουν μέχρι και σήμερα αυτό που ο πολιτικός λόγος του φόβου και του ελλειματικού θάρρους δεν μπορεί να το πει.

chinese

Anti-imperialism Chinese Political Illustration

He Wouldn’t Take It Any Other Way

He Wouldn’t Take It Any Other Way

The White Man’s Burden

The White Man’s Burden

Uncle Sam

Uncle Sam

What the United States Has Fought For

What the United States Has Fought For

Whiteburden

White burden

An American cartoonist in 1888 depicted John Bull (England) as the octopus of imperialism, grabbing land on every continent.   HWC925

An American cartoonist in 1888 depicted John Bull (England) as the octopus of imperialism, grabbing land on every continent.