Category Archives: Μαρξισμός

Νυχτολόγιο 5: Ο μαρξισμός σου λέει σκάσε και πράξε.  

Εβγάτε όξω, εβγάτε όξω από τις λέξεις“, μας φωνάζει ακόμα και νεκρός.

Ο στίχος του Ν. Καρούζου αναλαμβάνει την ευθύνη της ιστορικής εποχής στο προσκύνημα της βλακείας που μαστίζει την καθεστωτική νοοτροπία. 

Το μικροαστικό μίζερο σκουλήκι της ζωής του ανθρώπου και των παραισθήσεων του ξεκινά πάλι το αργό ταξιδιώτικο δρομολόγιο για την ανάπτυξη της αρχόντισσας κυρίας, της ευτυχίας. 

Ο εγκλεισμός γίνεται η μοναδική πολιτική εμπειρία γεύσης της ασφάλειας και της διατήρησης. Το αφηρημένο διάνυσμα ενός κενού το καθοδηγεί ο ανεμοδείκτης οπορτουνισμός. Η φόρμα της αμεσότητας γίνεται το πρώτο ραδιενεργό στοιχείο του οικισμού. Μολύνεται καθημερινά με την καθεστωτική αλλαγή των εργασιακών σχέσεων μεταξύ αιτίου και αποτελέσματος. Το πρωτόκολλο του θανάτου μιας γυναίκας που επιθυμεί να προσλάβει προσωπικό για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι. 

Ο μαρξισμός δεν μιλάει. Αυτό που ο Μαρξ ήθελε να αλλάξουμε ήταν το να σταματήσουμε να ερμηνεύουμε. Ήθελε ακριβώς να βγούμε όξω από τις λέξεις. Να χειραφετηθεί η ομιλία από την αφηρημένη σκέψη. Η χειραφετημένη ομιλία είναι η πράξη. Ο μαρξισμός σου λέει σκάσε και πράξε.  

 Δυτικός «μαρξισμός» και φιλοϊμπεριαλιστές «κομμουνιστές» (ή το «αυγό τού κούκου»)—Samir Amin (1977)

Η αντικειμενική βάση τής φιλοϊμπεριαλιστικής τάσης μέσα στο μαρξισμό [οφείλεται] στην ηγεμονία τής σοσιαλδημοκρατικής και ρεβιζιονιστικής ιδεολογίας στις εργατικές τάξεις τού κέντρου. Στο θεωρητικό πεδίο, η τάση αυτή εκδηλώνεται με τη διαρκή προσπάθεια εξάλειψης τού ζητήματος τής συλλογικής και παγκόσμιας γένεσης και κατανομής τής υπεραξίας. Αυτή η τάση οδηγεί σε αποτελέσματα που συμφωνούν, σε όλα τα πεδία, με τις απαιτήσεις τής προοπτικής τής κρατικιστικής έκβασης.

rodchenko-black-on-black

Πράγματι, η εξάλειψη τού συγκεκριμένου ζητήματος βάζει τέλος στον προλεταριακό διεθνισμό που στην εποχή μας δεν μπορεί να συνίσταται παρά στην αντι-ιμπεριαλιστική αλληλεγγύη με τους λαούς τής περιφέρειας. Επιπλέον συμβάλλει στη διατήρηση τής οικονομιστικής ιδεολογίας των εμπορευματικών σχέσεων στις εργατικές τάξεις τού κέντρου. Με αυτόν τον τρόπο, δικαιολογεί επίσης τη διαιώνιση τόσο τής εσωτερικής εκμετάλλευσης (ανανεώνοντας τα οικονομικά επιχειρήματα σχετικά με την ουδετερότητα τής τεχνολογίας, τον καταμερισμό τής εργασίας, τις διαφορές τής παραγωγικότητας κ.λπ.) όσο και τής εξωτερικής (διαφορές παραγωγικότητας σε παγκόσμια κλίμακα) […]

[Αξίζει να επισημάνουμε ότι] όποιες και να είναι οι σχολές ή οι κατευθύνσεις έρευνας [τού δυτικού «μαρξισμού»], τα επιχειρήματα που δίνονται ενάντια στις αναλύσεις που παίρνουν θέση στο πεδίο των ταξικών αγώνων σε παγκόσμια κλίμακα είναι πάντα τα ίδια: […] η δογματική επιβεβαίωση για ένα αποκλειστικό [και υποκριτικότατο] ενδιαφέρον για τις σχέσεις παραγωγής (περιορισμένες στην πραγματικότητα στα πλαίσια τής στοιχειώδους καπιταλιστικής μονάδας στον αναπτυγμένο καπιταλισμό), πράγμα που επιτρέπει να αποφεύγεται, με το πρόσχημα τού «αντι-κυκλοφορισμού» [Μηλιός και Σια], η ανάλυση τής συλλογικής και παγκόσμιας γένεσης τής υπεραξίας. Αλλά πίσω από τον θεωρητικό δογματισμό κρύβεται συνήθως η αντίδραση, πράγμα γνωστό από τον καιρό τού Κάουτσκι και τής σοβιετικής Ακαδημίας, Οι «κριτικοί» μας έχουν ξεχάσει το αλφαβητάρι τού μαρξισμού: η αξία δεν είναι μια κατηγορία τής διαδικασίας τής παραγωγής, αλλά τής συνολικής διαδικασίας τής παραγωγής και τής κυκλοφορίας. Ο δογματισμός αυτός κρύβει έναν ουσιώδη οικονομισμό: όλα τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν ενάντια στην ανάλυση των ταξικών σχέσεων μέσα σε ένα σύστημα που χωρίζεται σε κέντρα και περιφέρειες [η «θεωρία» τής ιμπεριαλιστικής «πυραμίδας», για «παράδειγμα»] είναι ιδεολογικές δικαιολογίες τής υπερεκμετάλλευσης τής περιφέρειας που μοιάζουν σαν δύο σταγόνες νερό με τα επιχειρήματα που δικαιολογούν τις διαφορές των μισθών στην επιχείρηση ανάλογα με τις διαφορές τής παραγωγικότητας, τής κατάρτισης, τής ευθύνης κ.λπ.

Η θεωρητική και πρακτική στειρότητα τού φιλοϊμπεριαλιστικού ρεύματος στον μαρξισμό αναγνωρίστηκε τελευταία από ένα θύμα αυτού τού ρεύματος, τον Πέρι Άντερσον. Αυτός χαρακτηρίζει ως «δυτικό μαρξισμό» το σύνολο των ρευμάτων που ο ίδιος παραδέχεται ότι είναι «βγαλμένα από την ήττα τού εργατικού κινήματος» […] Αλλά ξεχνά, πολύ περίεργα, να εξηγήσει τους λόγους τής σοσιαλδημοκρατικής ηγεμονίας μέσα στις εργατικές τάξεις των προηγμένων κέντρων. […] Όταν ο [ίδιος] συγγραφέας περιγράφει τα ρεύματα τού «μη δυτικού» μαρξισμού, επεκτείνεται στον τροτσκισμό [ο κούκος στη φωλιά τού «μη δυτικού» μαρξισμού], αλλά ξεχνά την Κίνα και τον μαοϊσμό. […] [Ο Άντερσον δεν διστάζει] να τοποθετήσει τον «δυτικό μαρξισμό» στον χώρο τής θεωρίας [ή ακόμα και τού ακαδημαϊσμού]. […] Η πρακτική στειρότητα τού εν λόγω «μαρξισμού» είναι ακόμα πιο έκδηλη από τη θεωρητική του στειρότητα. Ποιο είναι οι λόγοι αυτής τής πρακτικής στειρότητας; Μπορούμε να ξεχάσουμε εδώ την ηγεμονία τής σοσιαλδημοκρατίας και των κομμουνιστικών κομμάτων; Πού στοχεύουν οι επαναστατικές προσπάθειες; Γιατί υπάρχει όντως ένα επαναστατικό ρεύμα, έστω και μειοψηφικό, που εκφράζεται σε όλη τη νότια Ευρώπη. Ο περιορισμός τού ρεύματος αυτού, προς το παρόν τουλάχιστον, στην Πορτογαλία ή στην Ιταλία, δεν οφείλεται αποκλειστικά στην αδυναμία σύλληψης μιας κοινωνίας έξω από το ιμπεριαλιστικό σύστημα. Δεν είναι μόνο οι απαιτήσεις τής Ατλαντικής Συμμαχίας που [λειτουργούν ως ανασταλτικός παράγοντας]. Είναι η καθημερινή πραγματικότητα τής ατλαντικής και ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης και των συμφερόντων των ιμπεριαλιστικών μονοπωλίων που έχει παγιδεύσει τους λαούς τής Δύσης επιβάλλοντάς τους μιαν αλληλεγγύη ενάντια στον τρίτο κόσμο, που δεν εκδηλώνεται μόνο με τον χυδαίο φασισμό [«σύγκρουση “εθνικισμών”=φασισμών στην Ουκρανία»]: ο αντικινεζικός φανατισμός τού αναρχισμού και τού τροτσκισμού, η «θεωρία» τού ασιατικού τρόπου παραγωγής και οι αντιτριτοκοσμικές διαμαρτυρίες, έστω και αν εκφράζονται σε αριστερίστικη γλώσσα, αποτελούν επίσης μέρος της. Ο τροτσκισμός νομίζει ότι απαντά στο πρόβλημα ξεφεύγοντας προς τα μπρος με λόγια που απαλλάσσουν από τη δράση: «η επανάσταση θα είναι παγκόσμια». Εν τω μεταξύ, όμως, η επανάσταση δεν είναι παγκόσμια και ο κινητήρας τής Ιστορίας [εξακολουθεί να είναι] η πάλη των τάξεων που στην περιφέρεια τού συστήματος έχει ως πλαίσιο τον εθνικο-απελευθερωτικό αντι-ιμπεριαλιστικό αγώνα. […] Αρνούμενος να δει την εθνική απελευθέρωση σαν μέρος τής κρίσης τού καπιταλισμού και τής μετάβασης στο σοσιαλισμό και όχι τής ανάπτυξης τού καπιταλισμού, ο δυτικός μαρξισμός εκφράζει έτσι την φιλοϊμπεριαλιστική του τάση. […] Η οργάνωση τής εργατικής τάξης [στα ιμπεριαλιστικά κέντρα] κάτω από τη σοσιαλδημοκρατική ηγεμονία ενσωματώνει τους εργαζομένους στο αστικό έθνος και τους κάνει αλληλέγγυους με την αστική τους τάξη στον εξωτερικό ανταγωνισμό. […] Αυτή είναι η καθημερινή έκφραση των κυρίαρχων εργατικών, σοσιαλδημοκρατικών και ρεβιζιονιστικών «κυβερνητικών προγραμμάτων».

Αλλά και στον τομέα τής θεωρίας, τα παραδείγματα τού φιλοϊμπεριαλιστικού ρεύματος δεν είναι λιγότερο συχνά. […] Πρώτο παράδειγμα: η επιστροφή στην αστική θεωρία των σταδίων ανάπτυξης που αντικαθιστά τη λενινιστική θεωρία τού ιμπεριαλισμού και τής άνισης ανάπτυξης. Ένα θαυμάσιο παράδειγμα μας προσφέρει ο άγγλος τροτσκιστής Τζέφρι Κέι, που «αποδείχνει» ότι οι υπανάπτυχτες χώρες είναι τέτοιες όχι γιατί τις υπερεκμεταλλεύεται το κεφάλαιο, αλλά γιατί δεν τις υπερεκμεταλλεύεται αρκετά. [Πρόκειται για «μαρξισμό»] «σύμφωνα με τις αρχές τού Σέσιλ Ρόουντς» […]

Δεύτερο παράδειγμα: η αντικατάσταση τού ιστορικού υλισμού με την πολιτική οικονομία των πολυεθνικών. […] Το συγκεκριμένο ρεύμα αρνείται να θεωρήσει την κρίση [τού 1971] έτσι όπως αυτή είναι: μια κρίση στις εθνικές και διεθνείς ταξικές συμμαχίες που είναι αποτέλεσμα των αλλαγών που συνδέονται με τους ταξικούς αγώνες σε παγκόσμια κλίμακα, [… δηλ.] μια κρίση τού διεθνούς καταμερισμού τής εργασίας. Έχοντας απορρίψει αυτόν τον προσανατολισμό, οι συγγραφείς [τού συγκεκριμένου ρεύματος] γυρεύουν [μάταια] τα αίτια τής κρίσης στο εσωτερικό των οικονομιών τού κέντρου [«τα ποσοστά τού κέρδους» που … πέφτουν … και …πέφτουν ….] στις ΗΠΑ, αλλά δεν μας προσφέρουν περισσότερα από ό,τι οι αναρίθμητοι αστοί αναλυτές τού φαινομένου.

Τρίτοι παράδειγμα: [οι «μαρξολόγοι»] που αποτελούν τον κύριο όγκο τής τροτσκιστικής φάλαγγας, καθώς και οι ρεβιζιονιστές ακαδημαϊκοί. Στους συγγραφείς αυτούς, η ανάλυση τού ιμπεριαλισμού παίρνει τη θέση ενός επιφαινομένου. [Για παράδειγμα] η έκθεση τού Βαλιέ για τον ιμπεριαλισμό ξεχνά την πολιτική πλευρά τού ζητήματος (σοσιαλδημοκρατική ηγεμονία) για να θυμηθεί μόνο την τεχνική του πλευρά (τα μονοπώλια). Ο εργατισμός που χαρακτηρίζει αυτό το ρεύμα συνοδεύεται πάντα απο μια ανέκκλητη καταδίκη των εθνικο-απελευθερωτικών, «αγροτικών» και «αστικών» αγώνων, που εννοείται δεν παρουσιάζουν κανένα «ενδιαφέρον».

Τέταρτο παράδειγμα: η [μαρξο-φεμινιστική] «εθνογραφία» που «συμπληρώνει» τους τρόπους παραγωγής που βασίζονται στην ταξική εκμετάλλευση με ένα λεγόμενο «οικιακό» τρόπο παραγωγής υπεριστορικού χαρακτήρα, χώρο τής «αιώνιας» εκμετάλλευσης τής γυναίκας από τον άντρα. Έτσι ο Μ. Σάλινς και άλλοι έκριναν ότι μπορούσαν να αντικαταστήσουν την ανάλυση των προκαπιταλιστικών αγροτικών τρόπων παραγωγής με τον οικιακό τρόπο και να σβήσουν έτσι τον τρόπο λειτουργίας τής ειδικής εκμετάλλευσης που ο ιμπεριαλισμός επιβάλλει στους δυναστευόμενους αγρότες τής περιφέρειας. [Σύμφωνα, όμως, με την ανάλυση τού Ρέι,] πίσω από κάθε υπερεκμεταλλευόμενο προλετάριο τής πειρφέρειας, υπάρχουν δέκα αγρότες στην ίδια κατάσταση. Η εκμετάλλευση εκδηλώνεται με την προμήθεια τού γεωργικού πλεονάσματος που είναι αναγκαίο για την αναπαραγωγή τής εργατικής δύναμης τού προλετάριου σε συνθήκες όπου τα αγαθά που παράγονται, μέσα σε πλαίσια μη καπιταλιστικά, πουλιούνται πάντοτε κάτω από την αξία τους [τυπική υπαγωγή]. Υπάρχει εδώ μια θεωρητική βάση για την επαναστατική εργατοαγροτική συμμαχία, που αποδείχνει ότι ο μαρξισμός είναι πάντα επαναστατικός.

Πέμπτο παράδειγμα: η ιστοριογραφία τού «ευρωπαϊκού θαύματος» [εμφάνιση τού καπιταλισμού] και η αναντίρρητη βεβαίωση ότι όλες οι μη ευρωπαϊκές προκαπιταλιστικές κοινωνίες ήταν ανέκκλητα καταδικασμένες σε στασιμότητα. Ο Τόκεϊ και οι μαθητές του έκαμαν έτσι τον «ασιατικό τρόπο παραγωγής» ένα όπλο αντι-μαοϊκής πολεμικής με κάποια μούχλα φασισμού. Κατόπιν, η θέση αυτή αποδείχτηκε ότι ήταν ο Δούρειος Ίππος μέσω τού οποίου οι «νέοι φιλόσοφοι» τού «αντι-ολοκληρωτισμού» εισήγαγαν λαθραία [στην «δυτικό μαρξισμό»] την ιδεαλιστική κοινωνιολογία τού Βέμπερ […], θέτοντάς την στην υπηρεσία τής πολιτικής τής αστικής τάξης.

5. Η διαλεκτική ανάμεσα στους ταξικούς αγώνες και την οικονομική βάση, η οποία αποτελεί την ουσία τού ιστορικού υλισμού, δεν έχει νόημα παρά μόνο αν τοποθετήσουμε καθένα από τους όρους της στο αληθινό του πλαίσιο, που είναι το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. [Εδώ] εντοπίζεται η τομή ανάμεσα στον προ-λενινιστικό μαρξισμό και τον μαρξισμό-λενινισμό-μαοϊσμό. […] Όπως και ο μαρξισμός τού Μαρξ, ο λενινισμός δεν μπορεί να νοηθεί σαν ένα κλειστό δόγμα, μια θρησκεία εξ αποκαλύψεως. […] Είναι αξιοσημείωτο ότι η συζήτηση στη Δύση για τον λενινισμό στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από τον Λένιν τού «Τι να κάνουμε;», δηλ. γύρω από το ζήτημα τής οργάνωσης τής εργατικής τάξης και τής πρωτοπορίας της. Αντίθετα, […] η σημασία τού «Ιμπεριαλισμού» τού Λένιν ευνουχίζεται. Εμείς καταλαβαίνουμε τον λενινισμό εντελώς διαφορετικά. Ο «Ιμπεριαλισμός» προσδιορίζει τις νέες συνθήκες των ταξικών αγώνων σε παγκόσμια κλίμακα: […] η ιστορική φάση των αστικών επαναστάσεων έχει τελειώσει, αρχίζει πλέον η εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων, η σοσιαλδημοκρατία στο κέντρο έχει σαν αντικειμενική βάση την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση, το εθνικο-απελευθερωτικό κίνημα αποτελεί στο εξής αναπόσπαστο μέρος τής ανερχόμενης σοσιαλιστικής επανάστασης και όχι πια τής αστικής επανάστασης. […] Ωστόσο, ο Λένιν εισάγει την στρατηγική τής αδιάκοπης επανάστασης κατά στάδια, βασισμένη στην ηγεμονία τού προλεταριάτου στην αστική φάση τής επανάστασης. […] Στην περιφέρεια, όμως, η αστική δημοκρατία δεν υπάρχει (υπάρχει στο κέντρο μόνο δια μέσου και χάρη στον κυρίαρχο ιμπεριαλισμό και την ενσωμάτωση τής εργατικής τάξης). Στην περιφέρεια, το προλεταριάτο είναι μειοψηφία. Μπορεί και οφείλει να παρασύρει μεγάλες αγροτικές μάζες που δεν μπορούν να οργανωθούν σαν την εργατική τάξη. Η διανόηση, που στο κέντρο είναι στην υπηρεσία τού κεφαλαίου, στην περιφέρεια είναι στο στρατόπεδο τής επανάστασης κ.λπ. […] [Ο ιμπεριαλισμός] δεν σημαίνει απλώς τον «καπιταλισμό των μονοπωλίων», αλλά επιπλέον τον καπιταλισμό των μονοπωλίων που αποσπούν ένα αυξανόμενο μέρος υπερεργασίας από την εκμετάλλευση των λαών τής περιφέρειας. Η αναπαραγωγή τής σοσιαλδημοκρατικής τάξης πραγμάτων στο κέντρο συνεπάγεται υποχρεωτικά την ανάπτυξη μιας επαναστατικής κατάστασης στην περιφέρεια.

Χωρίς αμφιβολία μπορεί κανείς να συζητήσει ή και να απορρίψει την λενινιστική θέση. Αυτή ήταν η περίπτωση των σοσιαλδημοκρατών που αρνούνταν να παραδεχτούν ότι η εποχή τής ανάπτυξης τού καπιταλισμού [στις περιφέρειες] είχε περάσει, γιατί σαν δυτικοκεντρικοί κοροϊδεύανε τον υπόλοιπο κόσμο και γίνονταν ανοιχτά οι συνένοχοι τής ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης. Ήταν όμως και η περίπτωση πολλών δυτικών επαναστατών. [Ορισμένοι από αυτούς] είχαν προαισθανθεί ορισμένες ανεπάρκειες τής ρωσικής επανάστασης. Υπήρξαν έτσι μερικοί διάλογοι, είτε σαφείς είτε με υπονοούμενα, ανάμεσα στον Λένιν, τη Λούξεμπουργκ, τον Γκράμσι, τον Πάνεκουκ, τον Άντλερ κ.ά. και τους «κομμουνιστές των συμβουλίων», τους «αριστεριστές» κ.ο.κ. […] Αξίζει να σημειωθεί ότι στη Δύση η σύγχρονη κριτική τού λενινισμού είναι δεξιά. Ο τροτσκισμός, που κι αυτός ισχυρίζεται ότι είναι λενινιστικός, δεν είναι καθόλου τέτοιος: η αυστηρά δυτικοκεντρική του θεώρηση τον υποχρεώνει να τελματώνεται στη δογματική εξήγηση. […] Αντίθετα, η αριστερή κριτική τού λενινισμού, η λύση στα πρακτικά προβλήματα που αυτός έθεσε, αποτελεί τη συνεισφορά τού μαοϊσμού. […] Η πρακτική και η θεωρία τής πάλης των τάξεων στη φάση τής σοσιαλιστικής μεταβατικής περιόδου […] αναπτύχθηκαν από τον μαοϊσμό πάνω στη βάση τού λενινισμού και στα πλαίσια ενός μαρξισμού που παραμένει ο μαρξισμός τής εποχής τού ιμπεριαλισμού και τής κρίσης του.

 

Νόμος τής Αξίας και ιστορικός υλισμός (1977/80, σελ.128 και επ.), Μετάφρ. Μ. Κρητικού

Πηγή:  Δυτικός «μαρξισμός» και φιλοϊμπεριαλιστές «κομμουνιστές» (ή το «αυγό τού κούκου»)—Samir Amin (1977)

Ο Μάρξ ακόμα μας ζαλίζει

Η “Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου” γράφτηκε από τα τέλη του 1843 μέχρι το Γενάρη 1844. Ο Μαρξ θέτει τις βάσεις της κριτικής της καθαρής πολιτικής διαλεκτικής του δικαίου. Όπως ακριβώς ο Καντ συμβάλλει με την φιλοσοφική του κοπερνίκεια επανάσταση την ιδέα του υποκειμένου ως το κέντρο της δόμησης της πραγματικότητας έτσι και ο Μάρξ συμβάλλει στην χειραφέτησή του.

Ακόμα και ο Καντ όπως και ο Hegel και η δυτική σκέψη στο σύνολό της διαλογίστηκε στα όρια της αφαίρεσης. Η κατάκτηση της ελευθερίας, η επιβολή του Λόγου, η προσπάθεια άρσης της αντίθεσης ουσίας και ύπαρξης, η συμφιλίωση του ανθρώπου με τον εαυτό του και τη φύση. Όλη η θεωρητική προσπάθεια της δυτικής σκέψης συνέβαλε στο να αφαιρετικοποιηθεί το υποκείμενο και να εκφραστεί στον Χέγκελ ως μια “φανταστική ιδιαιτερότητα” στην “απλή πραγματικότητα” του κράτους. Ο Μάρξ κατάφερε ακριβώς την χειραφετιτική “κοπερνίκεια επανάσταση”, την στροφή δηλαδή από την φανταστική ιδιαιτερότητα” στην “αληθινή ανθρώπινη ύπαρξη” 75 και από την “απλή πραγματικότητα” του κράτους στην υποχρεωτική θεώρηση του κράτους ως “αποτελεσματικής δραστηριότητας” 48.

Διαβάζουμε το σχετικό απόσπασμα στην “Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας”: “(…) ο αφηρημένος και υπερβατικός αυτός τρόπος στοχασμού πάνω στο σύγχρονο κράτος, του όποιου η πραγματικότητα παραμένει ένα «επέκεινα»… αντίθετα όμως, η γερμανική αντίληψη για το σύγχρονο Κράτος, που κάνει αφαίρεση του πραγματικού ανθρώπου, δεν ήταν δυνατή παρά επειδή και στο βαθμό που το ίδιο το σύγχρονο Κράτος κάνει αφαίρεση του πραγματικού ανθρώπου ή πού δεν ικανοποιεί τον ολοκληρωμένο άνθρωπο παρά με φανταστικό τρόπο.” 24

Ο Ένγκελς έλεγε: “Το κόμμα μας πρέπει να δείξει ότι ή όλες οι φιλοσοφικές προσπάθειες του γερμανικού έθνους από τον Καντ ως τον Χέγκελ οδηγούν στον κομμουνισμό ή στάθηκαν ανώφελες· οι Γερμανοί θα πρέπει ή να απορρίψουν όλους τους μεγάλους φιλόσοφους που θεωρούν δόξα τού έθνους τους ή να αποδεχθούν τον κομμουνισμό.” Ο Ένγκελς αναγνωρίζει την Μαρξική κριτική της κριτικής του πολιτικού υποκειμένου και του κράτους.

Ο Μαρξ με την κριτική αυτή γεννάει το προλεταριάτο αλλά μαζί με αυτό δημιουργεί την επαναστατική φιλοσοφία. Με άλλα λόγια φέρνει στο κόσμο το εργαλείο της χειραφέτησης αλλά και το υλικό στοιχείο της: “Η φιλοσοφία βρίσκει στο προλεταριάτο τα υλικά της όπλα, όπως το προλεταριάτο βρίσκει στη φιλοσοφία τα πνευματικά του όπλα, κι αμέσως μόλις η αστραπή της σκέψης θα χτυπήσει κατάκαρδα το παρθένο τούτο λαϊκό έδαφος, θα συντελεστεί ή χειραφέτηση (…). Η κεφαλή της χειραφέτησης αυτής είναι η φιλοσοφία, καρδιά της το προλεταριάτο. Η φιλοσοφία δεν μπορεί να πραγματωθεί χωρίς να εξαλείψει το προλεταριάτο, το προλεταριάτο δεν μπορεί να εξαλειφθεί χωρίς να πραγματώσει τη φιλοσοφία.” 30, 31

Με την στροφή αυτή ο Μαρξ γυρίζει τον κόσμο ανάποδα. Ακόμα και σήμερα ο κόσμος είναι ζαλισμένος: “Στόχος της ιστορίας είναι, λοιπόν, μετά την εξαφάνιση του Επέκεινα της αλήθειας, να καθιερώσει την αλήθεια τον Ενθάδε. Κατ’ αρχήν, είναι στόχος της φιλοσοφίας, που υπηρετεί την ιστορία, αμέσως μόλις ξεμασκαρευτεί η ιερή μορφή της αυτοαλλοτρίωσης του ανθρώπου, να ξεμασκαρέψει την αυτο-αλλοτρίωση και στις βέβηλες μορφές της. Η κριτική του ουρανού μετατρέπεται έτσι σε κριτική της γης, η κριτική τής θρησκείας σε κριτική τον δικαίου, η κριτική της θεολογίας σε κριτική της πολιτικής.” 18

 

Οι αναφορές και τα αποσπάσματα από το: Κ. Μάρξ, “Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου”, 1843-44, Εκδόσεις Παπαζήση, ΣΕΙΡΑ: “ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ”.

ΑΚΕΛ: σαπουνόφουσκες και πιθηκισμοί

Στο παρόν κείμενο δεν θα αναλυθούν οι λόγοι γιατί το ΑΚΕΛ έφτασε στην πλήρη αστικοποιημένη του οντότητα. Οι ιστορικές, οικονομικές και πολιτικές αιτίες είναι πολλές και καμία φορά δυσδιάκριτες αλλά κάποιες άλλες φορές ξεκάθαρες και ευδιάκριτες. Παρόλο που οι ευδιάκριτες αιτίες είναι μπροστά στα μάτια μας υπάρχουν πάντα οι συγκυρίες εκείνες που μας κάνουν να μην τις βλέπουμε. Από την μια υπάρχει η άρνηση αποδοχής τους και από την άλλη η απατηλή πεποίθηση ότι είναι αποτέλεσμα συνειδητής τακτικής και πολιτικής προσέγγισης.

Αρχικά λοιπόν είναι αναγκαία μια ανάλυση για το πως το ΑΚΕΛ καταφέρνει από την μια να μην στηρίζει το εργατικό κίνημα και το σοσιαλιστικό πρόταγμα αλλά από την άλλη να διατηρείται στην ιστορική και πολιτική θέση που δεν του αρμόζει (είτε σε θεωρητικό είτε σε πρακτικό επίπεδο) και να αποπροσανατολίζει την εργατική τάξη.

Όλες οι αναφορές στο παρόν κείμενο είναι από το βιβλίο του Λένιν “Ο Αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού”.

Εργατική τάξη και ΑΚΕΛ

Το ΑΚΕΛ είναι ο μοναδικός άξονας γύρω από τον οποίο το κυπριακό εργατικό κίνημα έχει την πρόσβαση, τα μέσα αλλά και τον κομματικό μηχανισμό να στηριχτεί, να καθοδηγηθεί, να διαπαιδαγωγηθεί και τέλος να επαναστατικοποιηθεί. Σκοπός και στόχος λοιπόν του κομματικού μηχανισμού του ΑΚΕΛ είναι η ταξικά προσδιορισμένη πάλη με πρόταγμα την δικτατορία του προλεταριάτου και η επιβολή της λαϊκής εξουσίας.

Εάν λοιπόν το ΑΚΕΛ ως ο κομματικός μηχανισμός που θα έπρεπε να στηρίζει, να διαπαιδαγωγεί και να επαναστατικοποιεί το εργατικό κίνημα δεν υλοποιεί τα καθήκοντά του τότε υπάρχει μια προβληματική σχέση μεταξύ του κόμματος και του εργατικού κινήματος όπως και με την εργατική τάξη στο σύνολό της. Είναι λοιπόν αληθές ότι το ΑΚΕΛ διαπράττει ένα ιστορικό λάθος και το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η μη αναγνώριση του προβλήματος ως ιστορικής έλλειψης ανάλυσης της αντικειμενικής πραγματικότητας. Όταν λοιπόν “η στάση ενός πολιτικού κόμματος απέναντι στα λάθη του είναι ένα από τα σπουδαιότερα και ασφαλέστερα κριτήρια για τη σοβαρότητα του κόμματος και για την εκπλήρωση στην πράξη από μέρους του των υποχρεώσεων του απέναντι στην τάξη του και στις εργαζόμενες μάζες εφόσον δεν καταπιάνονται με εξαιρετική προσοχή, επιμέλεια και περίσκεψη με τη μελέτη του ολοφάνερου λάθους τους, μ’ αυτό ακριβώς αποδείχνουν πως δεν είναι κόμμα της τάξης, αλλά ένας όμιλος, δεν είναι κόμμα των μαζών, αλλά μια ομάδα διανοουμένων και λίγων εργατών που αντιγράφουν τις χειρότερες πλευρές του διανοουμενισμού.” (κεφ. 7)

Ιστορική παρέκκλιση του ΑΚΕΛ

Η ιστορική θέση του ΑΚΕΛ χαρακτηρίζεται από μια ιστορική παρέκκλιση από τις απαιτήσεις της πραγματικότητας. Η ιστορική παρέκκλιση ως αδυναμία “να αναγνωρίζει ανοιχτά το λάθος του, να βρίσκει τις αίτιες του λάθους, να αναλύει την κατάσταση που το γέννησε, να εξετάζει προσεκτικά τα μέσα για τη διόρθωση του λάθους – αυτό είναι το γνώρισμα ενός σοβαρού κόμματος, αυτό θα πει εκπλήρωση από μέρους του των υποχρεώσεων του, αυτό θα πει διαπαιδαγώγηση και μόρφωση της τάξης και έπειτα και της μάζας…”

Οι υλικές προϋποθέσεις της ανατροπής της πολιτικής ελεύθερης πτώσης του ΑΚΕΛ είναι ανύπαρκτες, όπου ένα μαρξιστικό/λενινιστικό κόμμα θα έπρεπε ακόμα να διαθέτει ένα μαρξιστικό ένστικτο αυτοσυντήρησης. Το να αρνείται να θέσει τόσο προγραμματικά και στρατηγικά όσο και τακτικά την ενδυνάμωση της επαναστατικότητας της εργατικής τάξης, την οργάνωση και την υλική προετοιμασία της, αυτό δεν χαρακτηρίζεται παρακμή αλλά προδοσία. Αντιθέτως λοιπόν όλη η υλική προσπάθεια του κόμματος αναλώνεται στην ενδυνάμωση της αστικής της παρουσίας στην πολιτική αρένα του καπιταλιστικού συστήματος και το πως θα διαχειριστεί καλύτερα το κεφάλαιο. Παραμένει σε μια τραγικοκωμική εικονική θεωρητική ελπίδα ότι η εργατική τάξη θα συνειδητοποιήσει την εκμετάλλευση που δέχεται από τούς καπιταλιστές και εκ του θαύματος θα εγκαθιδρύσει λαϊκή εξουσία.

Ο κυπριακός λαός και ο κάθε λαός δεν θέλει να καταλάβει τόσο σε θεωρητικό βαθμό το πως το θαύμα θα μας επισκεφτεί εξ ουρανού παρά να βιώσει στην καθημερινότητά του την στήριξη, να αναγνωρίσει την δουλειά και να δει με τα μάτια του την αφοσίωση από το κόμμα ότι εργάζεται για ένα καλύτερο αύριο με αντίσταση και σθένος έναντι στο καπιταλιστικό σύστημα.

Πως ακριβώς το ΑΚΕΛ θεμελιώνει στην ιστορική του παρουσία ως ένα κόμμα μαρξιστικό και λενινιστικό όταν ο ίδιος ο Λένιν μας υπενθυμίζει ότι “η νίκη ενάντια στην αστική τάξη είναι αδύνατη χωρίς μακρόχρονο, επίμονο, απεγνωσμένο πόλεμο ζωής ή θανάτου, πόλεμο που απαιτεί αντοχή, πειθαρχία, σταθερότητα, αδιαλλαξία και ενότητα θέλησης” και πως ακριβώς μπορεί το ΑΚΕΛ να σηκώσει το κεφάλι του όταν έχει γυρίσει 180 μοίρες και βλέπει μόνο αυτό που θέλει να βλέπει ξεχνώντας ότι “η απόλυτη συγκεντροποίηση και η πιο αυστηρή πειθαρχία του προλεταριάτου είναι ένας από τους βασικούς όρους για τη νίκη ενάντια στην αστική τάξη”; (κεφ. 2)

Ιμπεριαλισμός και ΑΚΕΛ

Ο Λένιν στο “Ο Αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού” μεταξύ άλλων υποστηρίζει ότι “η δικτατορία του προλεταριάτου είναι ο πιο γεμάτος από αυτοθυσία και ο πιο αμείλικτος πόλεμος της νέας τάξης ενάντια σε έναν πιο ισχυρό εχθρό, ενάντια στην αστική τάξη…” (κεφ. 2). Είναι αλήθεια αυτός ο πόλεμος κηρυγμένος από το ΑΚΕΛ έτοιμο δηλαδή ως κομματικός μηχανισμός, όχι να είναι γεμάτος από αυτοθυσία για να μην υπερβάλλουμε, αλλά έτοιμος ώστε να έχει την πολιτική δυνατότητα να βλέπει εχθρούς; Ποιος και τι θεωρείται εχθρός του ΑΚΕΛ; Μήπως εχθρός είναι η ΕΕ με την οποία προσπαθεί να λύσει το κυπριακό; μήπως ο ιμπεριαλισμός που τον φλερτάρει με την ΕΕ αλλά τον απεχθάνεται ως αμερικάνικη σημαία; μήπως με τους γείτονες Ισραηλινούς που αύριο υπογράφουμε οικονομικές και πολιτικές δεσμεύσεις με το ιμπεριαλιστικό κράτος φονιά στην περιοχή και το δεξί χέρι του ιμπεριαλισμού που απεχθάνεται το ΑΚΕΛ;

Τι χαρακτηριστικά έχει ο ιμπεριαλισμός για το ΑΚΕΛ όταν ο αντι-ιμπεριαλιστικός του αγώνας δεν πολιτικοποιείται, δεν κοινωνικοποιείται και εν τέλει δεν ταξικοποιείται; Τι σημαίνει αντι-ιμπεριαλιστικός αγώνας με συμφωνία με την ΕΕ;

Οι πιθηκισμοί του ΑΚΕΛ

Ποιοι είναι ακριβώς οι όροι με του οποίους το ΑΚΕΛ δημιουργεί τις βάσεις για μια κομματική και κινηματική πειθαρχία όταν η μόνη πειθαρχία που δημιουργεί είναι από την μια η οικειοποίηση της αποκλειστικότητας της ιστορίας του και από την άλλη η αλλαγή πορείας από τις πολιτικές θέσεις όχι που έχει αλλά που θα έπρεπε να έχει. Πως μπορεί δηλαδή το ΑΚΕΛ να δημιουργήσει πειθαρχία αφού του λείπει η συνειδητότητα της προλεταριακής πρωτοπορίας και η αφοσίωσή του στην επανάσταση, την αντοχή του, την αυτοθυσία του, τον ηρωισμό του, παραφράζοντας στο Λένιν; Επίσης που ακριβώς βρίσκεται στο κομματικό μηχανισμό “η ικανότητά του να συνδέεται, να πλησιάζει, και ως ένα ορισμένο βαθμό, αν θέλετε, να συγχωνεύεται με την πιο πλατιά μάζα των εργαζομένων, πρώτα-πρώτα με την προλεταριακή, μα ακόμη και με τη μη προλεταριακή εργαζόμενη μάζα”, και τέλος τι κατέχει το ΑΚΕΛ από “την ορθότητα της πολιτικής καθοδήγησης, που την πραγματοποιεί αυτή η πρωτοπορία, με την ορθότητα της πολιτικής στρατηγικής και τακτικής της, με τον όρο ότι οι πιο πλατιές μάζες θα πείθονται από την ίδια τους την πείρα γι’ αυτή την ορθότητα”; (κεφ. 2)

Οι όροι αυτοί λοιπόν είναι ανύπαρκτοι στο κομματικό μηχανισμό του ΑΚΕΛ και “χωρίς αυτούς τους όρους κάθε απόπειρα να δημιουργηθεί πειθαρχία μετατρέπεται αναπόφευκτα σε σαπουνόφουσκα, σε λογοκοπία, σε πιθηκισμούς. Από το άλλο μέρος, οι όροι αυτοί δεν μπορούν να παρουσιαστούν αμέσως. Τους διαμορφώνει μόνο μια μακρόχρονη δουλειά, μια δύσκολη πείρα, η επεξεργασία τους διευκολύνεται με τη σωστή επαναστατική θεωρία, που με τη σειρά της δεν είναι δόγμα, αλλά διαμορφώνεται τελικά μόνο σε στενή σύνδεση με την πρακτική δράση ενός πραγματικά μαζικού και πραγματικά επαναστατικού κινήματος.” (κεφ. 2). Ο Λένιν είναι απόλυτα σωστός: “διαμορφώνεται τελικά μόνο σε στενή σύνδεση με την πρακτική δράση ενός πραγματικά μαζικού και πραγματικά επαναστατικού κινήματος.” Αυτό στην Κύπρο δεν συμβαίνει από το κόμμα που θα έπρεπε να επωμιστει αυτόν τον ρόλο όχι γιατί δεν μπορεί λόγω των συνθηκών και των αναγκαίων συμβιβασμών αλλά γιατί το ΑΚΕΛ δεν είναι πλέον ο κομματικός μηχανισμός που έχει μια τέτοια αποστολή.

Όσο για τα επιχειρήματα μια ελπίδας που έρχεται ή μιας πραγματικότητας τύπου ‘δυστυχώς έτσι είναι, αυτά έχουμε’ τότε ας θυμηθούμε και πάλι το Λένιν “Ο πολιτικός, που θέλει να είναι ωφέλιμος στο επαναστατικό προλεταριάτο, πρέπει να ξέρει να ξεχωρίζει τις συγκεκριμένες περιπτώσεις εκείνων ακριβώς των συμβιβασμών που είναι απαράδεκτοι, που εκφράζουν οπορτουνισμό και προδοσία, και να κατευθύνει όλη τη δύναμη της κριτικής του, όλη την αιχμή ενός αμείλικτου ξεσκεπάσματος και ενός ανειρήνευτου πολέμου ενάντια σ’ αυτούς τους συγκεκριμένους συμβιβασμούς, χωρίς να επιτρέπει στους πολύπειρους «καταφερτζήδες» σοσιαλιστές και στους κοινοβουλευτικούς Ιησουΐτες να ξεφεύγουν και να ξεγλιστρούν από τις ευθύνες με επιχειρήματα για «συμβιβασμούς γενικά».” (κεφ. 4)

Το ΑΚΕΛ δεν έχει εκτιμήσει σωστά την αντικειμενική κατάσταση για να βρει απαραίτητο και ιστορικά αναγκαίο “να διαπαιδαγωγήσει τα καθυστερημένα στρώματα της τάξης του, ακριβώς για να ξυπνήσει και να διαφωτίσει τις καθυστερημένες, κακομοιριασμένες και αμόρφωτες μάζες του χωριού.” (κεφ. 7)

ΑΚΕΛ: κόμμα σιδερένιο και ατσαλωμένο στην πάλη;

Το κόμμα που δεν μπορεί επηρεάζει τις μάζες και να τις διαπαιδαγωγεί αλλά να τις αποδιοργανώνει και να τις αφοπλίζει από την πραγματική δύναμη που έχει, ως η τάξη που παράγει τον πλούτο σε πραγματολογικό επίπεδο, τότε αυτό το κόμμα είναι ακριβώς το κόμμα που δεν πρέπει να του παραχωρείται καμιά δικαιολογία και καμία ελπίδα. Όσες ελπίδες τρέφονται γι’ αυτό το κόμμα είναι ελπίδες που διατηρούν την αδυναμία να κοιταχτούν στην πραγματικότητα: “Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι ένας επίμονος αγώνας, αιματηρός και αναίμακτος, βίαιος και ειρηνικός, πολεμικός και οικονομικός, διαπαιδαγωγικός και διοικητικός, ενάντια στις δυνάμεις και στις παραδόσεις της παλιάς κοινωνίας. Η δύναμη της συνήθειας εκατομμυρίων και δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων είναι η πιο φοβερή δύναμη. Χωρίς Κόμμα σιδερένιο και ατσαλωμένο στην πάλη, χωρίς Κόμμα που να απολαβαίνει την εμπιστοσύνη κάθε τίμιου στοιχείου της τάξης του, χωρίς Κόμμα που να ξέρει να παρακολουθεί τις διαθέσεις των μαζών και να τις επηρεάζει είναι αδύνατο να διεξαχθεί μια τέτοια πάλη με επιτυχία. Είναι χίλιες φορές πιο εύκολο να νικήσουμε τη μεγάλη συγκεντροποιημένη αστική τάξη, παρά «να νικήσουμε» τα εκατομμύρια και εκατομμύρια των μικρονοικοκυρέων, ενώ αυτοί με την καθημερινή, τη συνηθισμένη, την αφανή, την ασύλληπτη, την αποσυνθετική τους δράση φέρνουν τα ίδια εκείνα αποτελέσματα που χρειάζεται η αστική τάξη και που παλινορθώνουν την αστική τάξη.” (κεφ. 5)

B.I.Λένιν, “Ο Αριστερισμός Παιδική Αρρώστια του Κομμουνισμού”, Eκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.

,

Ο “νέος ιμπεριαλισμός” ως μετα-καπιταλισμός και βάλτου ρίγανη

Ο “νέος ιμπεριαλισμός” γίνεται η καθολική έννοια μιας πανταχούσα παρουσίας που χαρακτηρίζει την πραγματικότητα ως ιμπεριαλιστική καθ’ αυτήν. Μια τέτοια πραγματικότητα είναι προσβάσιμη στην ανάλυση και στην κριτική αφού οι αρχές δεν θα προσφέρουν καμιά θεωρητική ή πρακτική ανατροπή του κεφαλαίου αλλά αντιθέτως την διατήρησή του και την ενδυνάμωση της κυριαρχίας του. Ο ιμπεριαλισμός γίνεται η πολιτική πραγματικότητα που για να γίνει μπορετή η αποδεύσμευσή του από αυτήν πρέπει να εγκαθιδρυθεί ο καθαρός καπιταλισμός του ελεύθερου εμπορίου και της ατομικής ιδιοκτησίας. Με άλλα λόγια ο ιμπεριαλισμός είναι η κακή προέκταση του καλού καπιταλισμού ή καλύτερα το κακό πρόσωπο του ανθρώπινου καπιταλισμού.

Υπάρχει δηλαδή ένας νέου τύπου μετα-ιμπεριαλισμός ενός κακού μετα-καπιταλισμού. Το τέλος της ιστορίας της δυτικής διανόησης έχει αποδεσμεύσει από την ίδια την όποια διαλεκτική σκέψη. Αυτό που παραμένει και συνεχίζει να αναλύει την πραγματικότητα είναι μια μεταφυσική μετα-μεταφυσικού τύπου παρανόηση της εγελιανής άρνησης, δηλαδή ο συλλογισμός από το παλιό να βγεί το νέο και από το νέο το καλο νέο αλλά μπορεί και το κακό νέο με προσδιορσμούς καθαρότητας και μη σύγκρουσης.

Το δίδυμο Μηλιός και Σωτηρόπουλος έχει πολλά να πεί για την ανάγκη του “νέου” μια που το τέλος της ιστορίας έχει ήδη ιδεολογικά χωνευτεί από τον περασμένο αιώνα.

 

” (…) ο καπιταλισμός έχει υποστεί ριζικούς και δομικούς μετασχηματισμούς, με αποτέλεσμα η ανάλυση του Μαρξ να μην επαρκεί πλέον για την πλήρη περιγραφή του“. (σελ. 2)

“Ο Weber ολοκλήρωσε το επιχείρημά του με την παρατήρηση ότι ο φιλελεύθερος καπιταλισμός μπορεί να τιθασεύσει την επεκτατική τάση του κράτους και σε σημαντικό βαθμό να περιορίσει το φαινόμενο του ιμπεριαλισμού. Στο πλαίσιο αυτό εισήγαγε μία θεμελιώδη διάκριση η οποία – όπως θα δούμε στη συνέχεια – έμελε να έχει πολλούς μεταγενέστερους οπαδούς. Η ιμπεριαλιστική «αρπακτική» μορφή του καπιταλισμού, κατά βάση συνδεδεμένη με μονοπωλιακά οικονομικά συμφέροντα, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία απόκλιση από τον καπιταλισμό του ελεύθερου εμπορίου και της ατομικής ιδιοκτησίας. Αναπτύσσοντας με διαφορετικό τρόπο το επιχείρημά του, ο Weber συμμερίζεται σε κάποιο βαθμό τα συμπεράσματα των κλασικών μαρξιστικών θεωριών του ιμπεριαλισμού: παραδέχεται, δηλαδή, τη μερική σύνδεση ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και τη μονοπωλιακή οργάνωση της οικονομίας, υποστηρίζοντας όμως παράλληλα ότι η δυνατότητα μετάβασης σε ένας ειρηνικό φιλελεύθερο καπιταλισμό δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να αποκλειστεί”. (σελ. 6)

” (…) ο καθαρός φιλελεύθερος καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη την ιμπεριαλιστική επέκταση για την αναπαραγωγή του. (…) ο φιλελεύθερος καπιταλισμός ήταν «από τη φύση του αντι-ιμπεριαλιστικός», έτσι «δεν μπορούμε να εξάγουμε άμεσα από αυτόν ιμπεριαλιστικές τάσεις όπως αυτές που υφίστανται, αλλά πρέπει προφανώς να δούμε τις τελευταίες μόνο σαν ξένα στοιχεία, μεταφερόμενα στον κόσμο του καπιταλισμού από εξωτερικούς χώρους και υποστηριζόμενα από μη-καπιταλιστικούς παράγοντες στη σύγχρονη ζωή» (όπ. παρ.: 96). Ο ιμπεριαλισμός δεν θα έπρεπε λοιπόν να ερμηνευτεί σαν μία αναγκαία φάση του καπιταλισμού, αλλά σαν ένα μεταβατικό φαινόμενο μέχρι τον τελικό θρίαμβο του καπιταλισμού”. (σελ. 7)

“Ενδεικτική είναι η αξιομνημόνευτη παρέμβαση της Arendt (1951). Δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη σύνδεση ανάμεσα στη φασιστική και ιμπεριαλιστική ιδεολογία, υποστήριξε ότι οι ρατσιστικές ιδεολογίες του ιμπεριαλισμού και οι μη-φιλελεύθερες δομές της ιμπεριαλιστικής πολιτικής συμβάλλουν αργά ή γρήγορα στο φασισμό. Κατέληξε, μάλιστα, στο ίδιο συμπέρασμα με τον Schumpeter, επισημαίνοντας ότι σε τελευταία ανάλυση ο ιμπεριαλισμός είναι αποτέλεσμα κατάλοιπων από προ-δημοκρατικές κοινωνικές δομές οι οποίες επιβιώνουν στις μοντέρνες βιομηχανικές κοινωνίες. Κατά συνέπεια, ο καθαρός φιλελεύθερος καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη τον ιμπεριαλισμό για την αναπαραγωγή του”. (σελ. 9)

“Όπως εύκολα μπορούμε να παρατηρήσουμε, μεγάλη ήταν η σύγκλιση στην άποψη ότι ο ιμπεριαλισμός αντιστοιχεί σε μορφές καπιταλισμού που αποκλίνουν από την αντίστοιχη φιλελεύθερη του μορφή“. (σελ. 10)

(και εδώ μια ματιά παρακαλώ!)

Από τον στρατιωτικοφεουδαρχικό ιμπεριαλισμό της τσαρικής Ρωσίας στον γραφειοκρατικό ιμπεριαλισμό της ΕΣΣΔ μέχρι και τον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό της σημερινης Ρωσίας.

Ένα ωραίο πλούσιο γεύμα από τον αρχιμάγειρα Zbigniew Marcin Kowalewski και μια εικόνα η οποία αναμφίβολα θα τον γοήτευε:

putin-stalin1

“Ο ≪ιμπεριαλιστικός οικονομισμός≫ [ΣτΜ], η άρνηση του δικαιώματος των λαών στην αυτοδιάθεση, ο οποίος (υπό τις επικρίσεις του Λένιν) εξαπλώθηκε μεταξύ των Ρώσων Μπολσεβίκων, ήταν μια ακραία της εκδήλωση. Στην πραγματικότητα, ισχύει το ακριβώς αντίθετο: η κρατική απόσχιση ενός καταπιεσμένου λαού είναι η προϋπόθεση για την καταστροφή των αποικιακών σχέσεων, μολονότι δεν το εγγυάται. Ο Βασίλ Σακράι (Vasyl Shakhrai), ο μπολσεβίκικος αγωνιστής της ουκρανικής επανάστασης, το είχε ήδηκαταλάβει αυτό από το 1918 και άσκησε δημοσίως πολεμική στον Λένιν για το ζήτημα αυτό10. Πολλοί άλλοι μη-ρώσοι κομμουνιστές το κατάλαβαντότε, ειδικά ο ηγέτης της τατάρικης επανάστασης, Μιρσαΐντ Σουλτάν Γκαλίεφ. Ήταν ο πρώτος κομμουνιστής που αποσύρθηκε από τη δημόσιαπολιτική ζωή κατ’ απαίτηση του Στάλιν, το 1923.”

“Με την εγκαθίδρυση του σταλινικού καθεστώτος, αποκαταστάθηκε η ιμπεριαλιστική κυριαρχία της Ρωσίας επί όλων εκείνων των λαών, που είχαν προηγουμένως κατακτηθεί και αποικιοποιηθεί, όσοι παρέμειναν εντός των συνόρων της Σοβιετικής Ένωσης απαρτίζοντας πλέον το μισό του πληθυσμού της, καθώς επίσης και επί των νέων προτεκτοράτων: Μογγολία και Τούβα.”

“Η κρίση του σοβιετικού γραφειοκρατικού καθεστώτος και του ρωσικού ιμπεριαλισμού ήταν τόσο μεγάλη που, προς έκπληξη όλων, η ΕΣΣΔκατέρρευσε το 1991, όχι μόνο χωρίς έναν παγκόσμιο πόλεμο, αλλά ακόμα και χωρίς εμφύλιο πόλεμο.”

” (…) Ετσι, μπορούμε να πούμε πως στο σύγχρονο ιμπεριαλιστικό σύστημα, όπου περίπου 200 κράτη έχουν “πολιτική ανεξαρτησία”, έχει διαμορφωθεί ένα καθεστώς ανισότιμης αλληλεξάρτησης μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, που μοιάζει με μια ιμπεριαλιστική “πυραμίδα”, όπου κάθε καπιταλιστικό κράτος καταλαμβάνει τη δική του θέση, στη βάση της ισχύος του (οικονομικής, πολιτικής, στρατιωτικής). Βεβαίως, η θέση των κρατών μεταβάλλεται, λόγω της επίδρασης του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης.

1. “… που μοιάζει με μια ιμπεριαλιστική “πυραμίδα”, όπου κάθε καπιταλιστικό κράτος καταλαμβάνει τη δική του θέση“: ΄τοτε γιατί να μην υποθέσουμε ότι όλες οι χώρες, οι περίπου 200” δηλαδή δεν μπορεί να θεωρηθούν ιμπεριαλιστικές; Γιατί όμως το ιμπεριαλιστικό σύστημα θεωρείται και παρουσιάζεται ως οικονομική “πυραμίδα”; Ποιά χώρα αλήθεια δεν είναι καπιταλιστική όταν περίπου 200 είναι καπιταλιστικές; Δηλαδή θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι η παρούσα πολιτική πραγματικότητα είναι ένα ιμπεριαλιστικό αποκλεισμένο στεγανό;

(…) Στην πραγματικότητα, οι πολιτικές δυνάμεις διαφορετικών ιδεολογικών αποχρώσεων αναγνωρίζουν τις νέες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και τη διαφαινόμενη ανακατάταξη στο παγκόσμιο σύστημα και χαρακτηρίζουν “εκδημοκρατισμό” των διεθνών σχέσεων, “πολυπολικό κόσμο” την τάση ν’ αλλάξει ο συσχετισμός, όπως διαμορφώθηκε μετά τις ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες, αλλά και τη διεύρυνση κι εντατικοποίηση της δράσης του ΝΑΤΟ, της ΕΕ τα τελευταία 20 χρόνια. Ο νέος συσχετισμός περιλαμβάνει την ενίσχυση των Γερμανίας, Ρωσίας, Κίνας, Βραζιλίας και άλλων κρατών.

2.Ο νέος συσχετισμός περιλαμβάνει την ενίσχυση των Γερμανίας, Ρωσίας, Κίνας, Βραζιλίας και άλλων κρατών.“: Δεν θα μπορούσε εδώ να εξηγηθεί υλιστικά από που προκύπτει αυτός ο νέος συσχετισμός και γιατί περιλαμβάνει την ενίσχυση π.χ της Ρωσίας, για να το συγκεκριμενοποιήσουμε;

(…) Οι διάφορες προτάσεις τους, όπως π.χ. η διεύρυνση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ με άλλες χώρες ή η αύξηση του παγκόσμιου ρόλου της ΕΕ ή ακόμη της Ρωσίας και της Κίνας στις διεθνείς υποθέσεις, δεν είναι ικανές να βάλουν σε άλλες “ράγες” τις εξελίξεις. Και αυτό γιατί δεν μπορούν να σταματήσουν τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, οι οποίες εκδηλώνονται για τις πρώτες ύλες, την Ενέργεια και τους δρόμους μεταφοράς της, τη μάχη για τα μερίδια των αγορών. Ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός είναι που οδηγεί σε τοπικές ή και γενικευμένες στρατιωτικές επεμβάσεις και πολέμους.

3.η αύξηση του παγκόσμιου ρόλου της ΕΕ ή ακόμη της Ρωσίας και της Κίνας στις διεθνείς υποθέσεις, δεν είναι ικανές να βάλουν σε άλλες “ράγες” τις εξελίξεις. Και αυτό γιατί δεν μπορούν να σταματήσουν τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις“: Από την μια δηλαδή θεωρείται ιμπεριαλιστική δύναμη η ΕΕ αλλά και η Ρωσία όπως και η Κίνα αλλά από την άλλη ποιός και με ποιά πραγματολογικά κριτήρια διαφαίνεται μια προσπάθεια “να σταματήσουν τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις”; Αν κάποιος προσπαθεί αλήθεια να σταματήσει τις όποιες ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα και ιμπεριαλιστική δύναμη;

(…) Οι εργαζόμενοι δεν έχουν κανένα συμφέρον να πιστέψουν πως είναι δυνατόν να “εκδημοκρατιστούν” ο καπιταλισμός και οι διεθνείς σχέσεις και να επιλέξουν ιμπεριαλιστή που δήθεν θα υλοποιήσει κάτι τέτοιο.

4.να επιλέξουν ιμπεριαλιστή που δήθεν θα υλοποιήσει κάτι τέτοιο“: ένας τέτοιος συλλογισμός όμως δεν είναι το συμπέρασμα του ότι η πραγματικότητα διαχέεται από ένα υπεριμπεριαλιστικό πνεύμα με την βοήθεια του οποίου αποκαθηλώνεται η πολιτική και οικονομική διαλεκτική σχέση του τι είναι ιμπεραιλισμός;

 

 

Έρευνα σοκ!

Οι άνθρωποι παραείναι ανθεκτικοί, αυτό είναι το πρόβλημα. Είναι σε θέση να κάνουν υπερβολικά πολλά σε βάρος του εαυτού τους. Αντέχουν υπερβολικά πολύ.

Bertolt Brecht

Μαρξιστές ερευνητές ανακάλυψαν τον πρώτο ανθρώπινο πληθυσμό με φυσική και κοινωνική αντοχή στην ταξική εκμετάλλευση. Τα άτομα αυτά ζουν παγκοσμίως σε όλες τις γωνιές της γής και η ιδιαιτερότητά τους αποδίδεται στην μετάλλαξη της ταξικής τους συνείδησης σε μια πολυεπίπεδη αυτογωσία.

Σύμφωνα με την επιστημονικη έρευνα έχουν αναλυθεί δείγματα κοινωνικής και πολιτικής ζωής σε άτομα που είχαν γεννηθεί και ζήσει σε συγκεκριμένες περιοχές.

Η ανάλυση αποκάλυψε την προστατευτική μετάλλαξη της συνειδητότητας σε υψηλά επίπεδα αντοχής και υπομονής στην οποία οι κάτοικοι με τον χρόνο ενδυναμώνουν ακόμη πιο πολύ την αντοχή στην ταξική εκμετάλλευση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι εδώ και χιλιάδες χρόνια, σε ορισμένες περιοχές του κόσμου οι άνθρωποι εκτίθενται σε υψηλά επίπεδα ταξικής εκμετάλλευσης (με διαφορετικές μορφές), εξαιτίας ενός κοινωνικοπολιτικού και οικονομικού φαινομένου που συμβαίνει. Όταν η ταξική εκεμετάλλευση που βρίσκεται στο ηφαιστειακό βραχώδες υπόστρωμα του καπιταλισμού, απελευθερώνεται στα υπόγεια μπουντρούμια που εργάζονται οι μισθωτοί τότε η αντοχή πρέπει να είναι σε βαθμό που να αντέχει την εκμετάλλευση.

Λόγω της συνεχούς έκθεσης στην ταξική εκμετάλλευση, ο οργανισμός των κατοίκων έχει προσαρμοστεί, ώστε να ανέχεται την εκμετάλλευση, ουσία κατ’ εξοχήν επικίνδυνη για τα μικρά παιδιά και για τους ανθρώπους στο απόγειο της αναπαραγωγικής ηλικίας τους αλλά επικίδυνο είναι για όλα ανεξαρτήτως τα ζωντανά και τα πεθαμένα.

Μαρξισμός και ρεφορμισμός

fanikan-epitelous-oi-ependites

 

Ο ρεφορμισμός αποτελεί αστική εξαπάτηση των εργατών, που θα μένουν πάντα μισθωτοί σκλάβοι, παρά τις επιμέρους βελτιώσεις, όσο θα κυριαρχεί το κεφάλαιο.

Η φιλελεύθερη αστική τάξη, δίνοντας με το ένα χέρι μεταρυθμίσεις, με το άλλο τις παίρνει πάντα πίσω, τις εκμηδενίζει, τις χρησιμοποιεί για να υποδουλώνει τους εργάτες, για να τους διαιρεί σε ξεχωριστές ομάδες, για να διαιωνίζει τη μισθωτή σκλαβιά των εργαζομένων. Γι’ αυτό ο ρεφορμισμός, ακόμη κι όταν είναι ολότελα ειλικρινής, στην πράξη μετατρέπεται σε όργανο αστικής διαφθοράς και εξασθένισης των εργατών. Η πείρα όλων των χωρών δείχνει ότι, όπου οι εργάτες έδωσαν εμπιστοσύνη στους ρεφορμιστές, βρέθηκαν πάντα γελασμένοι.

Αντίθετα, όπου οι εργάτες αφομοίωσαν τη διδασκαλία του Μαρξ, δηλ. κατάλαβαν ότι η μισθωτή σκλαβιά είναι αναπόφευκτη, όσο θα διατηρείται η κυριαρχία του κεφαλαίου, δεν αφήνουν να τους εξαπατήσουν με κανενός είδους αστικές μεταρυθμίσεις. Οι εργάτες που έχουν καταλάβει, πως σε συνθήκες διατήρησης του καπιταλισμού οι μεταρυθμίσεις δεν μπορούν να είναι ούτε σταθερές, ούτε σοβαρές, παλεύουν για βελτιώσεις και χρησιμοποιούν τις βελτιώσεις για να συνεχίσουν πιο επίμονη πάλη ενάντια στη μισθωτή σκλαβιά. Οι ρεφορμιστές προσπαθούν με ελευμοσύνες να διαιρέσουν και να εξαπατήσουν τους εργάτες, να τους αποτραβήξουν από την ταξική τους πάλη. Οι εργάτες που έχουν καταλάβει την απάτη του ρεφορμισμού, χρησιμοποιούν τις μεταρυθμίσεις για να αναπτύξουν και να πλατύνουν την ταξική τους πάλη.

Όσο πιο ισχυρή είναι η επιρροή των ρεφορμιστών στους εργάτες, τόσο πιο ανίσχυροι είναι οι εργάτες, τόσο πιο εξαρτημένοι από την αστική τάξη, τόσο πιο εύκολο είναι για την αστική τάξη να εκμηδενίζει με διάφορα τεχνάσματα τις μεταρυθμίσεις. Όσο πιο αυτοτελές και πιο βαθύ είναι το εργατικό κίνημα, όσο πιο πλατύτερους σκοπούς βάζει, όσο περισσότερο είναι απαλλαγμένο από την στενότητα του ρεφορμισμού, τόσο καλύτερα πετυχαίνουν οι εργάτες να κατοχυρώνουν και να χρησιμοποιούν τις επιμέρους βελτιώσεις.

Δεν είμαστε ρεφορμιστές-έγραφαν οι λικβινταριστές της Πετρούπολης-γιατί δεν λέμε ότι οι μεταρυθμίσεις είναι το παν, ότι ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα, εμείς λέμε:κίνηση προς τον τελικό σκοπό, με την πάλη για μεταρυθμίσεις[…]

Ο Σεντόφ έγραφε ότι από τα τρία ”κήτη” που προβάλλουν οι μαρξιστές τα δυο δεν είναι τώρα κατάλληλα για ζύμωση. Δεχόταν μόνο το 8ωρο, που θεωρητικά είναι πραγματοποιήσιμο σαν μεταρύθμιση. Παραμέριζε ή έβαζε σε δεύτερη μοίρα αυτό ακριβώς, που έβγαινε έξω από τα πλαίσια της μεταρύθμισης. Συνεπώς, έπεφτε στον πιο καθαρό οπορτουνισμό, εφαρμόζοντας ίσα-ίσα την πολιτική που εκφράζεται με τη διατύπωση ότι ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτε. Αυτό ακριβώς είναι ρεφορμισμός, όταν τον ”τελικό σκοπό” τον απομακρύνουν από τη ζύμωση.

[…]Από τη μια μεριά, μας βεβαιώνουν ότι για αυτούς οι μεταρυθμίσεις δεν είναι καθόλου το παν-και από την άλλη, κάθε ξεπε΄ρασμα των πλαισίων του ρεφορμισμού από την πρακτική δράση των μαρξιστών προκαλεί ή τις επιθέσεις ή την περιφρονητική στάση.

[…]Στην Ευρώπη, ρεφορμισμός σημαίνει στην πράξη άρνηση του  μαρξισμού και υποκατάσταση του με την αστική ”κοινωνική πολιτική’. Στη χώρα μας ο ρεφορμισμός δεν σημαίνει μόνο αυτό, αλλά επιπλέον σημαίνει και διάλυση της μαρξιστικής οργάνωσης και απάρνηση των δημοκρατικών καθηκόντων της εργατικής τάξη, υποκατάσταση τους με τη φιλελεύθερη εργατική πολιτική.

 

 

Β.Ι. Λένιν.  Άπαντα 5η έκδ. τόμ.  24ος, σελ. 1-4

Πηγή: Αγκάρρα

Μαρξισμός και Ισλάμ

artwork_images_141083_439610_lev-borodulin_0

                                                          Lev Borodulin

“Ας αποτολμήσουμε νά τό πούμε: ό μαρξισμός δέν είναι άφ’ εαυ­τού του πολιτισμικό υποκατάστατο. Είναι ένας κοινωνικός προ­σανατολισμός, ένας ηθελημένος ουμανισμός, ένας έξορθολογισμός. Άν κάποτε εφαρμοζόταν στο Ισλάμ, θά κατέληγε πολύ πιθανόν, σέ μιά συνύπαρξη, σέ μιά μοιρασιά, όπως έγινε στή Σοβιετική Ένωση, μεταξύ ρωσικού πολιτισμού καί μαρξισμού, στήν Κίνα, μεταξύ κι­νεζικού πολιτισμού καί μαρξισμού. Βεβαίως ό μαρξισμός εξέτρεψε σέ σημαντικό βαθμό καί τούς δυο αυτούς πολιτισμούς άπό τήν αρχι­κή τους κατεύθυνση, άλλά δέν κατάργησε οΰτε τόν ένα οΰτε τόν άλλον. Οΰτε καί τό επεδίωκε άλλωστε.

Βεβαίως ό Γ. Μουμπάρακ δέν έχει καθόλου άδικο όταν λέει ότι σέ περίπτωση μιάς τέτοιας δοκιμασίας «τό Ισλάμ θά είχε πολύ λι­γότερες αντιστάσεις άπό τόν χριστιανισμό απέναντι σέ μιά μαρξι­στική χειραγώγηση, γιατί δέν κάνει ακόμη σαφή διάκριση μεταξύ εγκόσμιου καί πνευματικού. Τό πνευματικό κινδυνεύει νά εξαφανι­στεί πιο εύκολα κάτω άπό τήν υλιστική επίδραση τής τεχνολογίας, μέσα σέ μιά μουσουλμανική κοινωνία πού θά έχει γίνει κομουνιστι­κή». Γιατί έχει δίκιο; Διότι, σέ τελική ανάλυση, ό χριστιανισμός είχε υποστεί παντού ή σχεδόν παντού τόν κλονισμό μιάς απότομης επιστημονικής προόδου, ορθολογιστικής καί έκκοσμικευμένης, πριν άπό τήν επίδραση μιάς βιομηχανικής Επανάστασης· διότι ή μακροχρόνια αυτή μύηση του τόν είχε βοηθήσει νά προσαρμοστεί, όχι χωρίς αντιστάσεις, άλλά διατηρώντας παρόλαταύτα τήν ισορ­ροπία του, καί εγκαταλείποντας καθ’ όδόν όλα όσα έπρεπε νά εγκα­ταλείψει. Καί τώρα είναι οπλισμένος απέναντι στήν τεχνολογία, απέναντι στον ορθολογισμό, ακόμη καί απέναντι στον μαρξισμό.”

Fernand Braudel, Γραμματική των Πολιτισμών, ΜΙΕΤ, 2002, (σελ. 187).

Aθλιομαρξιστικές και ψευδομαρξιστικές θεωρίες…

GES a

     Spillway Dam at Trans-Caucasian Hydroelectric Station, 1929, Arkady Shaikhet

“Ο Λενινισμός ξεχωρίζει καθαρά από τις αθλιομαρξιστικές και ψευδομαρξιστικές θεωρίες με μια βασική θεωρητική αρχή: ζούμε πραγματικά σε μια εποχή μετάβασης, σε μια κατά την οποία ο καπιταλισμός διέρχεται την φάση της διάλυσης, της υποχώρησης και της αντικατάστασής του από μια καινούργια και λογικότερη οικονομική και κοινωνική διάταξη πραγμάτων. Η ορθότητα της απόψης δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι οι παραγωγικές δυνάμεις δείχνουν οτι αναπτύσσονται πολύ σε ορισμένες καπιταλιστικές χώρες. Όποιος θέλει να την ελέγξει είναι υποχρεωτικό να συνυπολογίσει και άλλους παράγοντες: εκείνους που έκαναν δυνατή την διάσταση τούτη (την τρομερή καταστροφή κατά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και τις ιδιόμορφες συνθήκες της μεταπολεμικής εποχής)…”

“Η καπιταλιστική παραγωγή, παρά την φιλοχρηματία της, σπαταλάει αδίστακτα το ανθρώπινο υλικό, όπως ακριβώς απαταλάει και τα υλικά μέσα, χρησιμοποιώντας ανταγωνιστικές εμπορικές μέθοδες διανομής των προϊόντων, με αποτέλεσμα να ιδιοποιείται ο μεμονωμένος καπιταλιστής ότι χάνει η κοινωνία.”

Η πολιτική οικονομία της σχεδιασμένης οικονομίας, Paul A. Baran, Κάλβος, 1980 (σελ. 25-27).