Hegel, Λόγος στην Ιστορία Μέρος ΙΙΙ

Η «πονηρία του Λόγου»

Η «πονηρία του Λόγου» είναι ακριβώς αυτό το ίδιο του Λόγου. Είναι αυτό που κάνει τον ίδιο τον Λόγο να είναι Λόγος. Το υπόστρωμα δηλαδή του Λόγου δεν είναι τίποτα άλλο παρά το άρρητο και απροσδιόριστο Είναι που δεν είναι «τίποτα». Ο Λόγος είναι μια έκφανση του πρωταρχικού Ενός ή του Πνεύματος. Αυτό το πρωταρχικό «τίποτα» εκχύνεται στο Λόγο με την «πονηρία» και στον άνθρωπο με το «πάθος». Είναι λοιπόν γι’ αυτό που με αυτήν την ερμηνεία δεν μπορούμε να νοήσουμε κάποιο τελικό σκοπό του Λόγου και της παγκόσμιας ιστορίας εν γένει. Είναι γι’ αυτό που μπορούμε να την προσεγγίσουμε μόνο ως μια αιώνια πραγματωμένη κίνηση, ένα γίγνεσθαι αναδιπλούμενο στον εαυτό του δηλαδή στην απειρότητά του αναστέλλοντας επ’ άπειρον την κάθε τελικότητά του. Ο Ηράκλειτος το λέει με ένα στίχο του εξαίσια στο απόσπ. 64, Ιππόλυτος, Ελ. IX, 10, 6: τά δε πάντα οίακίζει κεραυνός – «Τα πάντα τα κατευθύνει ο κεραυνός» και επίσης στο απόσπ. 123, Θεμίστιος, Λόγοι 5, σελ. 69 D μας λέει ξεκάθαρα το άρρητο ως να είναι κρυφό και απρόσιτο αλλά ταυτόχρονα η αλήθεια ως να είναι το υπόστρωμα, το πρωταρχικό υπόστρωμα: φύσις κρύπτεσθαι φιλεΐ – «Ή αληθινή δομή των πραγμάτων συνήθως κρύβεται» (20).

Αυτή είναι η λεγόμενη «πονηρία του Λόγου [List der Vernunft]». Με την «πονηρία του Λόγου» θα μπορούσαμε εύκολα και απλά να υποθέσουμε ότι τα υποκείμενα είναι πλέον απλά «μέσα» και ο Λόγος ως «πονηρός» πραγματώνεται μέσω αυτών σαν τα «μέσα» αυτά να είναι επιπλέον κάτι εξωγενές προς τον σκοπό. Στην πραγματικότητα όμως στα άτομα «ενυπάρχει ως καθ’ εαυτό αιώνιο» (21) αυτό το οποίο συμφωνεί και μετέχει με το Λόγο έτσι ώστε να διαθέτουν εντός των κάτι κοινό μ’ αυτόν. Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο τα άτομα δεν μπορούν να ερμηνευθούν ως μέσα αλλά αντιθέτως ως αυτοσκοποί: «Ο άνθρωπος είναι αυτοσκοπός μόνο χάρη στο θείο που ενυπάρχει εντός του, χάρη στο θείο που εξαρχής ονομάστηκε Λόγος (καθώς ο Λόγος είναι ενεργός εν εαυτώ και αυτοπροσδιορίζεται) ελευθερία» (22). Εξαιρούνται από την κατηγορία του μέσου και απαιτούνται αφού είναι αυτοσκοποί τα καθ’ εαυτό αιώνια και θεία που είναι: η ηθικότητα [Moralitat], το ήθος [Sittlichkeit] και η θρησκευτικότητα. Δεν μπορούν να νοηθούν τα άτομα ως μέσα, ως κάτι εξωγενές προς τον σκοπό γιατί ακριβώς δεν μπορεί να νοηθεί (και θα ήταν σφάλμα εάν…) το Όν ή η πραγματικότητα σαν κάτι διακριτό από το υποκείμενο. Ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο παρά ελεύθερος. Το ότι ενυπάρχει αυτό το «θείο» εντός του και τον κάνει να είναι αυτοσκοπός είναι σαν να ενυπάρχει με άλλα λόγια μια οντολογική αναγκαιότητα να είναι ο άνθρωπος ελεύθερος.

Ο άνθρωπος είναι ελέυθερος

Αναφερόμαστε λοιπόν στον άνθρωπο, όχι ως μέσο αλλά ως αυτοσκοπό χάρη του οντολογικού υποστρώματος της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά και του Λόγου. Ο Hegel αναφέρει επίσης ότι τα καθ’ εαυτό αιώνια και θεία που είναι: η ηθικότητα [Moralitat], το ήθος [Sittlichkeit] και η θρησκευτικότητα έχουν αναμφισβήτητα ως πηγή και έδαφος την αναγκαιότητα, του να είναι τα άτομα αυτοσκοποί δηλαδή την αναγκαιότητα της ελευθερίας ως το ίδιο των εννοιών κι αρχών. Τα αιώνια όμως και θεία αυτά (η ηθικότητα [Moralitat], το ήθος [Sittlichkeit] και η θρησκευτικότητα) είναι αναμφισβήτητα εντός των ατόμων. Το ότι είναι εντός των ατόμων είναι γιατί εξαρτώνται αποκλειστικά από την ατομική ελευθερία των ίδιων των ατόμων. «Στο πλαίσιο αυτού του προσδιορισμού, η θρησκευτική και ηθική αποδυνάμωση, φθορά και απώλεια ανάγονται στην ευθύνη [Schould] των ίδιων των ατόμων» (23). Δεν πρέπει όμως επ’ ουδενί να συγχέουμε αυτά τα στοιχεία της ατομικής ελευθερίας ως να είναι απόπειρες κατίσχυσης του ατομικού επί του καθολικού ή της υποταγής της παγκόσμιας ιστορίας σε υποκειμενικές επιδιώξεις ή ιδεωδών, ουτοπικών βλέψεων. Με ένα τέτοιο τρόπο, μέσα δηλαδή από την υποκειμενική βλέψη, μπορούμε πολύ πιο εύκολα να δούμε τις ατέλειες του επιμέρους χωρίς να αναγνωρίζουμε εντός του επιμέρους την καθολικότητα. Για να το θέσω ως παράδειγμα είναι όπως όταν βλέπουμε ένα πίνακα και χρειάζεται πάντοτε αναγκαία μια κάποια απόσταση έτσι ώστε να γίνει αυτό κατορθωτό. Βλέποντας δηλαδή τον πίνακα από πολύ κοντά (υποκειμενική βλέψη) και βρίσκοντας πολλές ατέλειες δεν θα αναγνωρίσω με αυτόν τον τρόπο τον πίνακα ως πίνακα. Το ατομικό δηλαδή δεν μπορεί αφ’ εαυτό να κινεί την ιστορία, σαν η ιστορία να είναι κάτι που θα μπορούσε να της δίνει μια υποκειμενικότητα κάθε φορά το εκάστοτε ιδεώδες της ή με άλλα λόγια «οι επινοήσεις του μεμονωμένου ατόμου δεν μπορούν να αποτελέσουν νόμο της καθολικής πραγματικότητας, όπως ούτε και ο κοσμικός νόμος μπορεί να αποτελεί από μόνος του το νόμο των μεμονωμένων ατόμων, τα οποία έτσι ενδεχομένως να παραμελούνταν» (24). Στις αρχές αυτές λοιπόν της ατομικότητας (ηθικότητα [Moralitat], ήθος [Sittlichkeit] και θρησκευτικότητα) δεν μπορεί να παρουσιάζεται το καθολικό ως τέτοιο. Αν και φαινομενικά όμως βλέπουμε μια κάποια διάκριση μεταξύ επιμέρους και καθολικού στην ουσία όμως είναι το ένα και το αυτό που αυτοαναιρείται κάθε φορά με το αντίθετό του αφού αυτή η διαλεκτική σχέση βρίσκεται ήδη εκεί αναγκαία με τον εαυτό του ως να είναι αυτό το ίδιό του.

Η φιλοσοφία λοιπόν οφείλει, σε αντίθεση με εκείνα τα υποκειμενικά ιδεώδη ή κάθε τύπου υποκειμενικές επιδιώξεις και βλέψεις «να οδηγήσει στην επίγνωση ότι ο πραγματικός κόσμος είναι όπως πρέπει να είναι…» (25). Εδώ βλέπουμε η αναζήτηση της φιλοσοφία να είναι ακριβώς η αναζήτηση του πιο θεμελιώδους υποστρώματος του Κόσμου που δεν είναι τίποτα άλλο από την ίδια την αναγκαιότητά του, να είναι αυτοαντίφασή μέσα στην ταυτότητα έτσι ώστε να εμφανίζεται η εν γίγνεσθαι χρονικότητα της ιστορίας.

Με τα πάθη λοιπόν, να είναι ως αυτά τα μέσα, μέσω των οποίων πραγματώνεται το ίδιο το Πνεύμα και αφομοιώνονται μέσα σ’ αυτό χωρίς να εμφανίζονται ως τέτοια στην καθολικότητα του εν γίγνεσθαι «τελικού σκοπού», τίθεται το ερώτημα: ποιο είναι το διαμορφωμένο υλικό εντός του οποίου πραγματώνεται «ο τελικός σκοπός» αφού η υποκειμενικότητα των παθών αν και δεν υποδηλώνει μια ετερογένεια προς τον σκοπό αφομοιώνεται μέσα σ’ αυτόν; Πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη μας ότι δεν διαχωρίζονται τα μέσα ως αυτά να μπορούσαν να είναι κάτι άλλο ή κάτι εξωτερικό από το ίδιο το Πνεύμα. Τα μέσα για το Πνεύμα είναι η ίδια η αυτοαντίφασή του και μόνο έτσι μπορεί να βρει τον εαυτό του, μόνο στο «άλλο». Το ερώτημα λοιπόν είναι καίριο και η απάντηση είναι ότι, το υλικό δεν μπορεί να είναι άλλο από την υποκειμενικότητα. Η υποκειμενικότητα όμως αυτή δεν είναι αυτή των παθών αλλά είναι η υποκειμενικότητα ως «η υποστασιακή ζωή του υποκειμένου». Τι είναι όμως αυτή η «υποστασιακή ζωή του υποκειμένου»; Ο Hegel χρησιμοποιεί τον ορισμό «Sittlichkeit» όπου μεταφράζεται είτε ως «ήθος» είτε ως «ηθική ολότητα».

 

Αναφορές:

(20) G. S. Kirk- J. E. Raven-M. Schofield, Οι προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, απ. 203. μτφ. Δ. Κούρτοβικ, ΜΙΕΤ.

(21) ΧΕΓΚΕΛ Ο λόγος στην ιστορία, μτφ. Παναγιώτης Θανασάς, σελ.141, Μεταίχμιο 2006.

(22), (23) ΧΕΓΚΕΛ Ο λόγος στην ιστορία, μτφ. Παναγιώτης Θανασάς, σελ.142, Μεταίχμιο 2006.

(24) ΧΕΓΚΕΛ Ο λόγος στην ιστορία, μτφ. Παναγιώτης Θανασάς, σελ.143, Μεταίχμιο 2006.

(25) ΧΕΓΚΕΛ Ο λόγος στην ιστορία, μτφ. Παναγιώτης Θανασάς, σελ.144, Μεταίχμιο 2006.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s