Sittlichkeit = ήθος ή ηθική ολότητα
Η «Sittlichkeit» λοιπόν είναι η ήδη διαμορφωμένη ολότητα πράξεων, αντιλήψεων, αξιών, επιθυμιών, προσδοκιών που αν και διαμορφωμένη από υποκείμενα (με τι άλλο θα μπορούσε να ήταν) δεν είναι μια υποκειμενική αυτοβουλία. Η «Sittlichkeit» θα μπορούσαμε να πούμε ότι όχι μόνο υπερβαίνει τα πάθη των ατόμων ως τέτοια, αλλά νοούμενη ως ολότητα είναι μια κοινή προκατανόηση η οποία διαμορφώνει και χαράσσει τα όρια του πράττειν, πραγματώνοντας τα άτομα, μέσω αυτής, την ελευθερία τους. Γίνεται με άλλα λόγια μια αντικειμενική βούληση. Η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή υποστηρίζει: «οι θεϊκές επιταγές δεν είναι του χθες ή του σήμερα, όχι, ζουν αιώνια, και κανείς δεν ξέρει να πει από πού ήρθαν» (26). Αυτή λοιπόν η «Sittlichkeit» ως θεσμοθετημένη έννοια μεταφράζεται ως κράτος. Το κράτος δηλαδή είναι το υλικό μέσω του οποίου διαμεσολαβείται το καθολικό του πνεύματος με το επιμέρους των ατόμων. Είναι αναγκαίο όμως ν’ αναφερθεί ότι η σχέση των ατόμων με το κράτος δεν είναι μια σχέση περιορισμού της ελευθερίας τους, αλλά αντιθέτως πραγμάτωσής της. Η συμφιλίωση αυτή καθολικού και επιμέρους που πραγματοποιείται δεν είναι το τέλος της ιστορίας. Η συμφιλίωση αυτή είναι πρόσκαιρη και ευμετάβλητη. Δεν είναι σε καμία περίπτωση οριστική και απόλυτη. Το πνεύμα όμως πραγματώνεται οριστικά και απόλυτα εννοώντας το απόλυτο μόνο ως το αιώνιο γίγνεσθαι συμφιλίωσης και άρσης. Με άλλα λόγια, μια αιώνια «Aufhebung».Αυτή λοιπόν η «υποστασιακή ζωή του υποκειμένου» ως θεσμός καλείται κράτος.
Κράτος και Ιδέα
Το κράτος είναι η ζωντανή παρουσία της «Sittlichkeit». Το κράτος είναι θεσμός, κάτι «ορατό» ενώ η «Sittlichkeit» είναι η ουσία του κράτους, είναι αυτό που προϋποθέτει το κράτος. Πρέπει επομένως να γνωρίζουμε ότι το κράτος πραγματώνει σε κάθε ιστορική περίοδο την ελευθερία. Σε κάθε δηλαδή ιστορική περίοδο που ιδρύεται ένα κράτος κάθε φορά πραγματώνεται και η ελευθερία της εκάστοτε περιόδου. Το κράτος, με άλλα λόγια, είναι για τα άτομα η αντικειμενική άμεση ύπαρξη της πνευματικότητάς τους. Είναι, υποστηρίζει ο Hegel, «το κράτος, η θεϊκή Ιδέα επί γης» (27). Αυτή η πρόταση δεν πρέπει να παρεξηγηθεί έτσι ώστε να ερμηνευθεί το κράτος ως ένας «Λεβιάθαν» ή ως μια θεότητα που εξουσιάζει τα άτομα. Το ότι είναι «επί γης» η Ιδέα ως κράτος μπορεί να ερμηνευτεί με τέτοιο τρόπο ούτως ώστε να μας εμφανίζει το ίδιο της Ιδέας. Και ποιό είναι αυτό το ίδιο της Ιδέας; Είναι αυτή ακριβώς η εξωτερίκευση της Ιδέας (η εξωτερίκευση δηλαδή εννοούμενη ως αναίρεση του εαυτού της). Είναι, με άλλα λόγια το ίδιό της, η εν γίγνεσθαι διαλεκτική αυτοαντίφασή της. Το ότι είναι «επί γης» είναι γιατί αυτοαναιρείται ως τέτοια και μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να βρει τον εαυτό της. Παύει, με άλλα λόγια, να παραμένει καθ’ εαυτή, ενδογενής και εσωστρεφής όπου ταυτόχρονα καθίσταται ως εξωτερίκευση. Εξωτερίκευση όμως καθίσταται ως τέτοια μόνο αναδιπλούμενη στον εαυτό της γιατί η Ιδέα δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να εξαρτάται από κάτι εκτός από την ίδια. Το κράτος δεν είναι ένας «Λεβιάθαν» ή μια θεότητα που εξουσιάζει τα άτομα, γιατί η ανάλυση της Ιδέας που μόλις παρουσιάστηκε βγάζει το συμπέρασμα ότι το κράτος ούτε μπορεί να εξουσιάζει ούτε να χαρακτηρισθεί ως κάτι εξωγενές και καθ’ εαυτό. Το κράτος είναι η πραγμάτωση της ελευθερίας και το υλικό εκείνο που διαμεσολαβεί το επιμέρους με το καθολικό. Στο βαθμό λοιπόν που τα άτομα υποτάσσονται στο κράτος (ή στους νόμους) δεν υποτάσσονται τελικά σε καμία εξωγενή δύναμη, παρά μόνο στον ίδιο τον εαυτό τους. Μέσα στην «Sittlichkeit» συμφιλιώνεται, με άλλα λόγια, η υποκειμενική και η αντικειμενική βούληση. Η υποκειμενική βούληση αναγνωρίζει μέσα στην «Sittlichkeit» τον εαυτό της. Το ότι αναγνωρίζει η υποκειμενική βούληση τον εαυτό της μέσα στην «Sittlichkeit» δεν είναι μια απλή αποδοχή του ότι ζει ένα άτομο μέσα σε μια κοινωνία και πρέπει να τηρεί έτσι ή αλλιώς τους νόμους. Η αναγνώριση αυτή είναι αναγνώριση της ίδιας της φύσης του ως μιας φύσης που αναγκαία είναι τέτοια (δηλαδή ως μιας φύσης που αναγνωρίζει τον εαυτό της στο έργο της). Μόνο όταν αναγνωρίζει τον εαυτό του στο «άλλο» το ίδιο το άτομο μπορεί να καταστεί ελεύθερο. Και επίσης αν αυτό το «άλλο» είναι το κράτος τότε το καθήκον του είναι και η ίδια η ελευθερία του. Το άτομο μόνο αυτοκαθοριζόμενο καθίσταται ελεύθερο (28). Το κράτος, οι νόμοι, οι θεσμοί, τα δικαιώματα, η ιδιοκτησία, η γη, τα βουνά, ο αέρας και τα νερά επίσης, η χώρα, η πατρίδα τους, η ιστορία του κράτους, οι πράξεις των προγόνων τους ανήκουν αποκλειστικά στα άτομα. Όλα αυτά είναι κτήμα τους, είναι δικά τους, βρίσκουν εντός τους τον εαυτό τους. Συγχρόνως όμως καθώς είναι κτήμα τους (αυτά που αναφέραμε που ως σύνολο τα ονομάζουμε «Sittlichkeit») αποτελούν για τα άτομα «την υπόστασή τους, το Είναι τους» (29). Εδώ βλέπουμε την «ηθική ολότητα» να συνδιαλέγεται διαλεκτικώς την μερικότητα και συγχρόνως να την εμπεριέχει. Επίσης βλέπουμε εντός της μερικότητας (άτομο) ως υπαρκτικό χαρακτηριστικό την «ηθική ολότητα». Τα άτομα, με άλλα λόγια, ή καλύτερα το υπόστρωμα της ανθρώπινης ύπαρξης μπορούμε να συμπεράνουμε ότι είναι ένα υπόστρωμα διυποκειμενικό. Αν δηλαδή το είναι ή η υπόσταση του ατόμου έχει ως υπαρκτικό χαρακτηριστικό την «Sittlichkeit» τότε καταργείται αυτόματα το άτομο ως υποκειμενικότητα και καθίσταται πλέον ως διυποκειμενικότητα. Αυτό λοιπόν το πνευματικό σύνολο, συνεχίζει ο Hegel, αποτελεί μια ουσία, «το πνεύμα ενός λαού».
Το πνεύμα ενός λαού
«Το πνεύμα ενός λαού»: [Geist eines Volkes] ή Volksgeist. Αυτό το Volksgeist είναι η μερίκευση του καθολικού πνεύματος, η άρνηση δηλαδή του εαυτού του. Είναι ένας τρόπος να εξατομικεύεται το πνεύμα όπου ταυτόχρονα μέσα από αυτήν την άρνηση του εαυτού του να βρίσκεται με τον εαυτό του ως παρουσία. Στην φιλοσοφία του πνεύματος ο Hegel αναφέρει: «Το πνεύμα είναι η απέραντη ιδέα, και το πεπερασμένο σημαίνει εδώ την δυσαναλογία ανάμεσα στην έννοια και στη ρεαλιστικότητα, αλλά υπό τον όρο ότι το πεπερασμένο είναι εμφάνιση μέσα στον εαυτό της,- μια εμφάνιση, την οποία το πνεύμα καθ’ εαυτό [= δυνάμει] θέτει στον εαυτό του ως φραγμό, έτσι ώστε μέσω της αναίρεσης αυτού του φραγμού να κατέχει και να γνωρίζει δι’ εαυτό [= ενεργεία] την ελευθερία ως ουσία δική του, δηλαδή να είναι απόλυτα έκδηλο» (30). Η ουσία του Volksgeist που είναι η «Sittlichkeit» είναι κάθε φορά διαμορφωμένη λόγω των μορφωμάτων του απολύτου πνεύματος. Αυτή η «ατομικότητα», όπως ο ίδιος ο Hegel αναφέρεται στο Volksgeist, βρίσκεται σε αδιάρρηκτη ενότητα με την τέχνη, την θρησκεία και με την φιλοσοφία.
Αυτά τα τρία μορφώματα (τέχνη, θρησκεία και φιλοσοφία) είναι εκφάνσεις του απολύτου πνεύματος αδιάρρηκτα ενωμένα με τις εκφάνσεις του αντικειμενικού πνεύματος. Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε πάντα για ένα και μοναδικό πνεύμα. Οι αρχές του κράτους, όπως ο Hegel αναφέρει, έχουν τις ρίζες τους στη θρησκεία. «Το ποιόν της θρησκείας καθορίζει, συνεπώς, το ποιόν του κράτους και του πολιτεύματός του. Το κράτος προήλθε πράγματι από την θρησκεία…» (31). Η θρησκεία είναι αυτή που βρίσκεται σε στενότατη συνάφεια με το κράτος. Για αυτόν ακριβώς το λόγο είναι «μωρία» να θέλουμε τα πολιτεύματα να εφευρίσκονται και να εφαρμόζονται ανεξάρτητα από την θρησκεία. Δεν θα μπορούσε, με άλλα λόγια μια «Sittlichkeit» να είναι όπως είναι, εάν επικρατούσαν άλλου είδους θρησκεία, φιλοσοφία ή τέχνη (32).
Η “φυσική κατάσταση” ως μια θεωρητική κατασκευή
Ο Hegel ασχολείτο με τις σύγχρονες θεωρίες περί κράτους, οι οποίες αναφέρει ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά πλάνες και θεωρητικά κατασκευάσματα. Μια από τις πλάνες που αναφέρει, αφορά στην άποψη ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως ελεύθερος και εισερχόμενος στο κράτος περιορίζεται η φυσική του ελευθερία. Η προ-πολιτική λοιπόν κατάσταση χωρίς κράτος ονομάζεται από τους θεωρητικούς του κοινωνικού συμβολαίου ως «φυσική κατάσταση». Αυτή η «φυσική κατάσταση» είναι μια θεωρητική κατασκευή και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ιστορικά και εμπειρικά.
Πολίτευμα, άπειρο και περατότητα
Ας επιστρέψουμε όμως στην πραγμάτωση της ελευθερίας ως παρουσία. Αυτή η παρουσία συντελείται μέσω του «συνταγματικού πολιτεύματος» [Verfassung – Η λέξη «Verfassung» μπορεί να αποδοθεί είτε ως «συνταγματικό πολίτευμα» είτε ως «σύνταγμα».]. Η «Verfassung» λοιπόν είναι αυτή που κάνει το κράτος να αποκτά ζωή και πραγματικότητα. Μέσα από αυτήν την πραγματικότητα «ανακύπτει και η διάκριση αυτών που διατάσσουν και εκείνων που υπακούουν, των κυβερνώντων και των κυβερνωμένων» (33). «Πρώτιστος λοιπόν προσδιορισμός [κάθε κράτους και κάθε πολιτεύματος] είναι εν γένει η διάκριση κυβερνώντων και κυβερνωμένων» (34). Η διάκριση αυτή είναι αναγκαία ώστε να υπάρξει κράτος (35). Προκύπτει έτσι το ερώτημα: «ποιο είναι το βέλτιστο πολίτευμα, δηλαδή με ποια θέσμιση και οργάνωση, με ποιους μηχανισμούς της κρατικής εξουσίας επιτυγχάνεται ασφαλέστερα ο σκοπός του κράτους» (36). Οι εκάστοτε λοιπόν περίοδοι της παγκόσμιας ιστορίας πραγματώνουν την ελευθερία τους κάθε φορά μέσω των υποκειμένων που προσιδιάζει στην εκάστοτε περίοδο. Τα πολιτεύματα λοιπόν, με αυτόν τον τρόπο, είναι άνευ σημασίας και δεν τίθεται μέτρο σύγκρισης. Μια τέτοια σύγκριση δεν μας διδάσκει τίποτα αφού τα πολιτεύματα του παρόντος βασίζονται και πραγματώνονται σε διαφορετικές αρχές από εκείνων του παρελθόντος. Η εκάστοτε έκφανση του Volksgeist μέσα στην ιστορία είναι μια εμφάνιση ασυνέχειας και ετερογένειας. Αυτή λοιπόν η ιστορικότητα του αντικειμενικού πνεύματος ως ασυνέχεια και ετερογένεια διαφέρει από την ιστορικότητα του απόλυτου πνεύματος που το χαρακτηρίζει η συνέχεια. Τα παρελθόντα πολιτεύματα δεν μπορούν να μας δώσουν τρόπους ώστε να διαμορφώσουμε παρόντα πολιτεύματα ως να είναι το πολίτευμα μια μηχανή που να μπορεί να λειτουργήσει ανά πάσα στιγμή. Επειδή όμως δεν είναι μηχανή αλλά μάλλον η παρουσία της εκάστοτε «Sittlichkeit» υποστασιοποιημένη σε κράτος, η κάθε παρουσία είναι νέα. «Με το πολίτευμα, ωστόσο, τα πράγματα έχουν διαφορετικά: εδώ δεν υφίσταται μια κοινή ουσιώδης αρχή για το παλαιό και το νέο» (37). Η άμεση δημοκρατία δηλαδή δεν μας αφορά ως τέτοια ώστε να συγκροτήσουμε τώρα σύνταγμα ούτε επίσης πρόκειται να μας διδάξει οτιδήποτε. Ας το θέσουμε και πιο γενικά ότι ούτε και η περίπτωση της ιστορίας πρόκειται να μας διδάξει τίποτα. Ποτέ κανείς δεν διδάχτηκε από την ιστορία. Πως θα ήταν εξ άλλου δυνατό το πνεύμα ως παραγωγική απειρότητα και ως αιώνια μεταβολή, που καθιστά το εκάστοτε παρόν θεμελιωδώς διαφορετικό από το προηγούμενο και από το επόμενο, να μπορούσε να μας διδάξει κάτι; Από την άλλη μεριά όμως οι εκφάνσεις του απολύτου πνεύματος (τέχνη, θρησκεία και φιλοσοφία) είναι τέτοιες που η παρουσία τους στην ιστορία καθίστανται διαχρονικά επίκαιρες λόγω της εσωτερικής αρχής τους και του απολύτου τους. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι μέσα στο κράτος (πεπερασμένο) ενυπάρχουν ως υπαρκτικές προϋποθέσεις οι εκφάνσεις του απολύτου πνεύματος (τέχνη, θρησκεία και φιλοσοφία ως απειρότητες) έτσι ώστε το κράτος να είναι κάθε φορά αυτό που είναι. Με άλλα λόγια τις ιστορικές εκφάνσεις του αντικειμενικού πνεύματος θα ήταν δυνατό να τις χαρακτηρίσουμε ως «πεπερασμένες» ενώ τις εκφάνσεις του απολύτου πνεύματος ως «άπειρες». Μέσα στην ιστορική κίνηση ενυπάρχει το πεπερασμένο ως όρος και αίτημα προς το άπειρο. Κάθε πεπερασμένο είναι έκφανση του απείρου. Το άπειρό συναντά τον εαυτό του στην εν γίγνεσθαι αιώνια περατότητα του. Η ιστορική κίνηση είναι η άπειρη πεπερασμένη απειρότητα. «Το άπειρο λοιπόν είναι ακριβώς η εσωτερική δυναμική του πεπερασμένου, που περικλείεται μέσα στην πραγματική του έννοια. Δεν είναι τίποτα άλλο από το γεγονός ότι η περατότητα «υπάρχει μόνο σαν ένα ξέσπασμα του εαυτού» (38).
Τέλος, ο Hegel με την διαλεκτική γνωστοποίησε «τους αφηρημένους προσδιορισμούς της φύσης του πνεύματος, τα μέσα που χρησιμοποιεί για την πραγμάτωση της Ιδέας του, καθώς και τη μορφή που αποτελεί την πλήρη υπαρκτή πραγμάτωσή του, δηλαδή το κράτος» (39).
Αναφορές:
(26), (27) ΧΕΓΚΕΛ Ο λόγος στην ιστορία, μτφ. Παναγιώτης Θανασάς, σελ.147, Μεταίχμιο 2006.
(28) Γκέορκ Χέγκελ, Βασικές κατευθύνσεις της φιλοσοφίας του δικαίου, μτφ. Σ. Γιακουμής, Δωδώνη, Βλ. πργ. 4 «Η βούληση αυτοκαθορίζεται. Αυτός ο καθορισμός είναι καταρχήν κάτι το εσωτερικό. Αυτό που θέλω, το αναπαριστώ, είναι αντικείμενο για μένα. Το ζώο ενεργά σύμφωνα με το ένστικτο, ωθείται από κάτι εσωτερικό και από την άποψη αυτή είναι επίσης πρακτικό, αλλά δεν έχει βούληση διότι δεν αναπαριστά αυτό που επιθυμεί» και επίσης βλ. πργ. 23 «…γιατί ο καθορισμός της (βούλησης) συνίσταται στο να είναι η παρουσία της…» Επίσης στο: ΧΕΓΚΕΛ Ο λόγος στην ιστορία, μτφ. Παναγιώτης Θανασάς, σελ.148, Μεταίχμιο 2006 λέει ότι «Το ήθος είναι το καθήκον, το υποστασιακό δίκαιο, είναι η δεύτερη φύση, όπως δίκαια ονομάστηκε, καθώς πρώτη φύση του ανθρώπου είναι η άμεση, ζωώδης ύπαρξή του».
(29) ΧΕΓΚΕΛ Ο λόγος στην ιστορία, μτφ. Παναγιώτης Θανασάς, σελ.148, Μεταίχμιο 2006.
(30) Γκέοργκ Χέγκελ, Η φιλοσοφία του πνεύματος τόμος πρώτος, πργ. 386 (σελ.64), μτφ. Γ. Τζαβάρα, ΔΩΔΩΝΗ.
(31)ΧΕΓΚΕΛ Ο λόγος στην ιστορία, μτφ. Παναγιώτης Θανασάς, σελ.160, Μεταίχμιο 2006.
(32) ΧΕΓΚΕΛ Ο λόγος στην ιστορία, μτφ. Παναγιώτης Θανασάς, σελ.149, Μεταίχμιο 2006: «…αυτά τα μορφώματα βρίσκονται σε αδιάρρηκτη ενότητα με το πνεύμα του κράτους: τούτη η συγκεκριμένη κρατική μορφή μπορεί να συνυπάρχει μόνο με τούτη τη συγκεκριμένη θρησκεία, μόνο με τούτη τη φιλοσοφία και τέχνη».
(33) ΧΕΓΚΕΛ Ο λόγος στην ιστορία, μτφ. Παναγιώτης Θανασάς, σελ.153, Μεταίχμιο 2006.
(34) ΧΕΓΚΕΛ Ο λόγος στην ιστορία, μτφ. Παναγιώτης Θανασάς, σελ.153, Μεταίχμιο 2006.
(35) Την διάκριση αυτή κυβερνώντων και κυβερνωμένων την βρίσκουμε ως αναγκαία προϋπόθεση του κράτους και στον Πλάτων και στον Αριστοτέλη. Αυτή όμως η διάκριση δεν παραμένει στα όρια μόνο ως προϋπόθεση του κράτους σαν το κράτος να είναι κάτι καθ’ εαυτό. Το κράτος είναι παρόν και μετέχει αυτής της διάκρισης μόνο και μόνο γιατί αυτή η διάκριση αποκτά οντολογικοϋπαρκτικά χαρακτηριστικά. Βλ. Αριστοτέλους Πολιτικά Α5, όπου μπορούμε να δούμε την διάκριση «άρχοντος – αρχομένου» σε οντολογικά πλαίσια. Στον Πλάτωνα επίσης στην Πολιτεία 563 b4-8, μτφ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, εκδόσεις Πόλις, 2002, γράφει: «Το άκρον άωτον όμως της ελευθερίας, φίλε μου, είπα εγώ, μέσα σε τούτη την πόλη, είναι όταν όσοι κι όσες έχουν πουληθεί ως δούλοι έχουν ελευθερία όχι λιγότερη από εκείνους πού τους αγόρασαν».
(36) ΧΕΓΚΕΛ Ο λόγος στην ιστορία, μτφ. Παναγιώτης Θανασάς, σελ.153, Μεταίχμιο 2006.
(37) ΧΕΓΚΕΛ Ο λόγος στην ιστορία, μτφ. Παναγιώτης Θανασάς, σελ.156, Μεταίχμιο 2006.
(38) Χέρμπερτ Μαρκούζε, ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, σελ.143, μτφ. Γ. Λυκιαρδόπουλος, Ύψιλον.
(39) ΧΕΓΚΕΛ Ο λόγος στην ιστορία, μτφ. Παναγιώτης Θανασάς, σελ.162, Μεταίχμιο 2006.