Tag Archives: Μαρξ

Μάρξ: “… μόλις δέν είμαι μόνος, είμαι ένας άλλος”

HegelMarxNietzsche

Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844 από τον Μαρξ του κεφαλαίου ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΔΙΑΕΛΚΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΓΕΝΙΚΑ. Η προσπάθεια αυτή είναι να απλά να τοποθετηθούν κάποιες έννοιες πιο επιγραμματικά τις οποίες αναπτύσσει και αναλύει ο Μαρξ σε σχέση με την σκέψη του Χέκγελ που εκφράζεται στην Φαινομενολογία του Πνέυματος.

“… ό Χέγκελ άπλώς άνακάλυψε την άφηρημένη, λογική, θεωρητική, έκφραση της κίνησης τής ιστορίας. Αύτή ή κίνηση της ιστορίας δέν είναι άκόμα ή πραγματική ιστορία του άνθρω­που σάν δεδομένο ύποκείμενο, είναι μόνο ή διάδικασία τής δημιουργίας του, η ιστορία τής έμφάνισής του.”

Πνέυμα:

Τελικά τό πνεύμα, πού είναι ή σκέψη επιστρέφει στήν κοιτί­δα της και ή όποία σάν άνθρωπολογικό, φαινομενολογικό, ψυχολογικό, ήθικό, καλλιτεχνικό, θρησκευτικό πνεύμα δέν έχει άξια γιά τόν έαυτό του, μέχρι πού τελικά ανακαλύπτει καί έπιβεβαιώνει τόν έαυτό του σάν άπόλυτη γνώση καί κατά συνέπεια σάν άπόλυτο, δηλαδή σάν άφηρημένο πνεύμα, άποκτα τή συνειδητή του καί κατάλληλη ύπαρξη.
Γιατί ή πραγματική του ύπαρξη είναι ή άφαίρεση.

Αποξενωμένο πνεύμα:

Η έγκυκλοπαίδεια του Χέγκελ αρχίζει μέ τήν λογική, μέ καθαρή φιλοσοφική σκέψη, και τελειώνει μέ τήν απόλυτη γνώση, μέ τό αύτοσυνείδητο, αύτο-έννοούμενο φιλοσοφικό ή απόλυτο πνεύμα, δηλαδή υπεράνθρωπο, άφηρημένο πνεύμα. Μέ τόν ίδιο τρόπο, όλόκληρη ή έγκυκλοπαίδεια δέν εί­ναι τίποτα περισσότερο παρά ή έκτεταμένη ύ­παρξη τού φιλοσοφικού πνεύματος, ή αύτο-άντικειμενοποίηση, καί τό φιλοσοφικό πνεύμα δέν είναι τίποτε άλλο άπό τό άποξενωμένο πνεύμα τού κόσμου πού σκέφτεται μέσα στήν αύτοάποξένωσή του δηλαδή άντιλαμβάνοντας τόν έαυτό του άφηρημένα. Ή λογική είναι τό τρέχον νόμισμα τού πνεύματος, ή θεωρητική άξια – σκέψη τού άνθρώπου καί τής φύσης, ή ούσία τους πού έγινε όπόλυτα άδιάφορη σέ κάθε πραγματικό προ­σδιορισμό καί συνακόλουθα μή πραγματική. Είναι ή αλλοτριωμένη σκέψη, καί γιά τό λόγο αύτό σκέψη πού άποχωρίζεται άπό τή φύση καί τόν πραγματικό άνθρωπο, αφηρημένη σκέψη.

Ό Χέγκελ διαπράττει ένα διπλό σφάλμα:

1. Ο Χέγκελ άντιλαμβάνεται τόν πλούτο, τή δύναμη τού κράτους, κτλ., σάν άντότητες άποξενωμένες άπό τήν ύπαρξη, τού άνθρωπου, τις άντιλαμβά­νεται μάνο στή μορφή τους σάν σκέψη… Είναι όντότητες της σκέψης και γιά τό λόγο αύτό μόνο μιά άποξένωση της καθαρής, δηλαδή τής άφηρημένης, φιλοσοφικής σκέ­ψης. Έτσι όλόκληρη ή κίνηση καταλήγει στήν άπόλυτη γνώση.

2. ή διεκδίκηση τού άντικειμενικού κόσμου γιά τόν άνθρωπο (…) είναι μόνο ή άποξενωμένη πραγματικότητα της άνθρώπινης αντικειμενοποίησης, των άνθρώπινων ουσιαστικών δυνάμεων πού γεννήθηκαν μέ­σα στήν έργασία.

Εργασία:

Ο Χέγκελ βλέ­πει τήν έργασία σάν ουσία , ή αύτοέπιβεβαιούμενη ούσία, τοΰ άνθρωπου. Βλέπει μόνο τή θετική και όχι τήν άρνητική πλευρά τής έργασίας. Ή έργασία είναι ο έρχομός τοΰ άνθρωπου γιά τον έαυτό του μέσα στήν άλλοτρίωση ή ο έρχομαός του σάν αλλοτριωμένου ανθρώπου. Ή μόνη έργασία πού ξέρει και άναγνωρίζει ό Χέγκελ είναι ή άφηρημένη πνευματική έργασία. Ετσι αύτό που πάνω άπ’ όλα θεμελιώνει τήν ουσία τής φιλοσοφίας – ή άλλοτρίωση του άνθρωπου πού γνω­ρίζει τόν έαυτό του ή αλλοτριωμένη έπιστήμη πού στοχάζεται τόν έαυτό της – ο Χέγκελ τήν κατανοεί σάν ουσία της…

Αντικείμενο:

Ή πείνα είναι ή άναγνωρισμένη άνάγκη τού σώματός μου γιά ένα αντικείμενο πού ύπάρχει έξω άπό τόν έαυτό του καί πού είναι άπαραίτητο στήν όλοκλήρωσή της καί στήν έκφραση τής ούσιαστικής φύσης της. Ό ήλιος εί­ναι ένα αντικείμενο γιά τό φυτό, ένα άπαραίτητο άντικείμενο πού έπιβεδαιώνει τή ζωή του, όπως τό φυτό εί­ναι ένα άντικείμενο γιά τόν ήλιο, μιά έκφραση τής δύναμής του νά ξυπνά τή ζωή καί τής άντικειμενικής του ούσιαστικής δύναμης. Μιά ύπαρξη δέν έχει τήν φύση της έξω άπό τον έαυτό της δέν είναι μιά φυσική ύπαρξη καί δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο στό σύστημα τής φύσης. Μιά ύπαρξη που δέν έχει αντικείμενο έξω από τόν έαυτό της δέν είναι μιά άντικειμενική ύπαρξη. Μιά ύπαρξη πού δέν είναι ή ίδια ένα άντικείμενο γιά μιά τρίτη ύπαρξη δέν έχει ύπαρξει γιά τό αντικείμενό της, δηλαδή δέν έχει αντικειμενικές σχέσεις και η ύπαρξή της δεν είναι αντικειμενική.

Ύπαρξη:

Μιά μή αντικειμενική ύπαρξη είναι μιά μή ύπαρξη. Φανταστήτε μία ύπαρξη πού δέν είναι ούτε άντικείμενο άπό μόνη της ούτε έχει ένα άντικείμενο. Αρχικά, μιά τέτοια ύπαρξη θά ήταν ή μόνη ύπαρξη, καμιά άλλη ύπαρξη δέν θά ύπήρχε έξω απ’ αύτή, θά ύπήρχε σέ μιά κατάσταση άπομόνωσης. Γιατί μόλις ύπάρχουν άντικείμενα εξω άπό μένα, μόλις δέν είμαι μόνος, είμαι ένας άλλος, μιά πραγματικότητα άλλη άπό τό άντικείμενο, έξω άπό μένα. Γιά ένα τρίτο αντικείμενο είμαι συνεπώς μιά πραγματικότητα άλλη άπό αυτό, δηλαδή τό άντικείμενό του. Μιά ύπαρξη πού δέν είναι τό άντικείμενο μιας άλλης ύπαρξης προϋποθέτει έτσι, ότι δέν ύπάρχει άντικειμενική ύπαρξη. Μόλις έχω ένα άντικείμενο, τό αντι­κείμενο αυτό έχει έμένα γιά άντικείμενό του. Αλλά μιά μή άντικειμενική ύπαρξη δέν είναι παρά μόνο μιά μή πραγμα­τική, μή αίσθητή σκέψη, δηλαδή μόνο μιά νοητή ύπαρξη, μιά ύπαρξη άφαίρεσης.

Ό άνθρωπος σάν άντικειμενική αίσθητή ύπαρξη είναι κατά συνέπεια μιά πάσχουσα υπαρξη, και επειδή νιώθει ότι πάσχει, είναι μιά θυμοειδής ύπαρξη. Το πάθος είναι ή θεμελιώδης δύναμη τοϋ άνθρώπου πού άγωνίζεται ρωμαλέα νά κατακτήσει τό άντικείμενά της.

Καί καθώς κάθε τι φυσικό πρέπει ν’ άπο­κτήσει ύπαρξη, έτσι και ό άνθρωπος έχει τή δια­δικασία του τής καταγωγής στήν ιστορία. Άλλά γιά τόν άνθρωπό η ιστορία είναι μιά συνειδητή διαδικασία, και κατά συνέπεια μιά διαδικασία πού συνειδητά ξεπερνά τόν έαυτό της. Ή ιστορία είναι ή αληθινή φυσική ιστορία του άνθρώπου.

Αλλοτρίωση και αφαίρεση:

Ο Χέγκελ έξισώνει τόν άνθρωπο μέ τήν αυτο­συνείδηση, τό αποξενωμένο άντικείμενο, ή αποξενωμένη, ου­σιαστική πραγματικότηχα του ανθρώπου δέν είναι τίποτε άλλο άπό συνείδηση, τίποτε άλλο από τή σκέψη τής απο­ξένωσης, η αφηρημένη της και κατά συνέπεια κού­φια και μη πραγματική έκφραση, η άρνηση. Τό ξεπέ­ρασμα τής αλλοτρίωσης δέν είναι έτσι τίποτε αλλο άπό μία άφαίρεση, ένα κούφιο ξεπέρασμα αύτής τής κούφιας α­φαίρεσης, η άρνηση της άρνησης. Ή ανεξάν­τλητη, ζωτική, αισθητική, σταθερή δραστηριότητα τής αύτοαντικειμενοποίησης ύποβιβάζεται έτσι στήν άπλή της άφαίρεση, απόλυτη αρνητικότητα

Απορρέει ότι όλη ή Λογική είναι άπόδειξη του γεγονότος ότι ή άφηρημένη σκέψη δέν είναι τίποτα γιά τόν έαυτό της, ότι ή άπόλυτη ίδέα δέν εί­ναι τίποτα γιά τόν έαυτό της και ότι μόνο ή φύση είναι κάτι.

Ό άνθρωπος αποξενωμένος άπό τόν εαυτό του είναι έπίσης ό στοχαστής άποξενωμένος από την ουσία του, δηλαδή άπό τή φυσική καί ανθρώπινη ουσία του. Οί σκέψεις του είναι κατά συνέπεια σταθερά φαντάσματα πού ύπάρχουν έξω άπό τή φύση καί τόν άνθρωπο. Στή «Λογική» του ο Χέγκελ κλείδωσε όλα αύτά τά φαντάσματα κατανοώντας τό καθένα άπ’ αύτά πρώτα σάν άρνηση δηλαδή σάν άλλοτριωμένη ανθρώπινη σκέψη και μετά σάν άρνηση τής άρνησης, δηλαδή σάν ξεπέρασμα τής άλλοτρίωσης αυτής, σάν μιά πραγματική έκφραση της αν­θρώπινης σκέψης. Αλλά άπό τή στιγμή πού ή άρνηση αύτή είναι ή ίδια παγιδευμένη στήν άποξένωση, αύτό άντιστοιχεί έν μέρει μέ τήν άποκατάσταση τών σταθερών φαντασμά­των στήν άποξένωσή τους καί έν μέρει στήν άποτυχία νά κινηθεί πέρα άπό τή τελική φάση, τή φάση τής αύτοαναφοράς στήν άλλοτρίωση, πού είναι ή άληθινή ύπαρξη τών φαν­τασμάτων αύτών. Στό βαθμό πού ή αφαίρεση αύτή κατανοεί τόν έαυτό της και δοκιμάζει μιά απεριόριστη άνία με τόν έαυτό της, βρίσκουμε στον Χέγκελ μιά έγκατάλειψη της άφηρημένης σκέψης πού κινείται μόνη μέσα στή σκέψη, πού δέν έχει μάτια, δόντια, αυτιά, ότιδήποτε, και μιά άπόφαση ν’ άναγνωρίσει τη φύση σάν ύπαρξη και νά περάσει στήν ένόραση. Αλλά ή φύση έπίσης παρμένη αφηρημένα, γιά τόν έαυτό της, και στον σταθερό της διαχωρισμό άπό τόν άνθρωπο, δέν είναι τίποτα γιά τόν άνθρωπο.

Κ. Μαρξ. Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χερόγραφα 1844, Εκδόσεις Γλάρος, 1975, (σελ: 168 – 196).

Το φάντασμα που αληθεύει

Ένα φάντασμα που πλανιέται πάνω από την Ευρώπη… Και αυτό είναι το φάντασμα του κομμουνισμού. Το φάντασμα αυτό δεν είναι μια μεταφυσική καρικατούρα ιδεαλίστικης σύλληψης ενός φιλοσόφου που ερμηνεύει τον κόσμο γιατί του το επιβάλλει η μυθική υπόσταση του συστήματος της φιλοσοφίας του αλλά το αληθινό αίτημα μιας πραγματικότητας που αναγκάζεται να εκπληρωθεί. Το φάντασμα του κομμουνισμού είναι αυτό που θα συνεχίζει να πλανιέται όσο ο άνθρωπος δεν το κατεβάζει ως αλήθεια στην πραγματικότητα. Πλανιέται ως φάντασμα και οχι ως φαντασία γιατί είναι το φάντασμα που θέλει να πραγματωθεί ενώ το φανταστικό έγκειται ακριβώς στο αντίθετο. Το αίτημα της ίδιας της ιστορίας που εγκυμονεί την δυνατότητα της αλήθειας που πλανιέται. Θα μπορούσαμε να το θέσουμε και κάπως έτσι: Μια αλήθεια πλανιέται πάνω από την πραγματικότητα και είναι η αλήθεια του κομμουνισμού.

Πως πειθαρχήσαμε στο σύστημα της μισθωτής εργασίας

ΑΙΜΑΤΗΡΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΜΕΝΟΥΣ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ. ΝΟΜΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΤΕΒΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΙΣΘΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

  • Ερρίκος Η ‘ 1530: Στους γέρους καί ανίκανους γιά εργασία ζητιά­νους δίνεται άδεια επαιτείας. Αντίθετα, οί σωματικά γεροί αλήτες μα­στιγώνονται καί φυλακίζονται. Σύμφωνα με τό νόμο τους δένουν πίσω άπ’ ένα κάρο καί τους μαστιγώνουν ώς ποΰ νά τρέξει αίμα άπό τό κορμί τους, έπειτα τους βάζουν καί ορκίζονται πώς θά επιστρέψουν στόν τόπο που γεννήθηκαν, ή έκεί όπου κατοικούσαν τά τελευταία τρία χρόνια, γιά «νά δουλέψουν» (to put himself to labour). Τί φριχτή ειρωνεία! Μέ τό νόμο 27 τοΰ Ερρίκου Η ‘ έπαναλαβαίνεται αυτός ό νόμος, μόνο που γίνεται αυστηρότερος μέ συμπληρωματικές διατάξεις. Όταν συλληφθεί κανείς γιά δεύτερη φορά ν’ αλητεύει, τό μαστίγω­μα έπαναλαβαίνεται καί τοΰ κόβουν τό μισό άφτί. Σέ περίπτωση όμως νέας υποτροπής χαρακτηρίζεται μεγάλος εγκληματίας καί εχθρός τής κοινωνίας καί εκτελείται.
  • Εδουάρδος Στ’: “Ενας νόμος τοΰ πρώτου έτους τής βασιλείας του, 1547, ορίζει πώς, άν κάποιος αρνιέται νά εργαστεί, πρέπει νά δίνεται σκλάβος στό πρόσωπο που τόν κατάγγειλε σάν αργόσχολο. Ό αφέντης πρέπει νά τρέφει τό σκλάβο του μέ ψωμί καί νερό, μέ αδύ­νατα ποτά καί μέ ό,τι άπορίμματα κρεάτων κρίνει αυτός κατάλληλα. “Εχει τό δικαίωμα νά τόν βάζει νά κάνει οποιαδήποτε εργασία, όσο αηδιαστική κι άν είναι, μαστιγώνοντας κι αλυσοδένοντάς τον. “Αν ο σκλάβος λείψει 15 μέρες, πρέπει νά καταδικαστεί σέ ίσόβια σκλα­βιά καί μέ πυρακτωμένο σίδερο νά χαραχτεί στό μέτωπο ή στό μά­γουλο, του τό γράμμα «S», άν φύγει γιά τρίτη φορά, εκτελείται σάν ένοχος εσχάτης προδοσίας. Ό αφέντης του μπορεί νά τόν πουλήσει, νά τόν κληροδοτήσει καί νά τόν εκμισθώσει σάν δούλο, απαράλλαχτα όπως καί κάθε άλλο κινητό αγαθό ή ζώο. Οί σκλάβοι εκτελούνται έπίσης, άν επιχειρήσουν κάτι ενάντια στόν αφέντη τους. Οί ειρηνο­δίκες έχουν υποχρέωση, μόλις πληροφορηθούν ότι δραπέτευσαν σκλά­βοι, νά ψάχνουν νά τους βρουν. Άν αποδειχτεί πώς ένας τους άλήτεψε τρεις μέρες, πρέπει νά μεταφερθεί στόν τόπο που γεννήθηκε, νά του χαράξουν μέ καυτό σίδερο τό σημάδι «V» στό στήθος καί νά χρησιμοποιείται αλυσοδεμένος σέ δουλιές τοΰ δρόμου ή καί σέ άλλες εργασίες. Άν ό αλήτης δηλώσει ψεύτικο τόπο γέννησης, γιά τιμωρία του γίνεται ισόβιος σκλάβος τοΰ τόπου αύτοΰ, τών κατοίκων ή τής συντεχνίας του καί στιγματίζεται μέ τό γράμμα «S». Ό καθένας έχει τό δικαίωμα νά παίρνει τά παιδιά τών αλητών καί νά τά χρήσιμοποιεί σάν μαθητευόμενους, τούς νέους ώς 24 χρονών και τά κορί­τσια ώς 20. Άν δραπετεύσουν, υποχρεώνονται ώς αυτή τήν ηλικία νά είναι σκλάβοι τών μαστόρων τους πού έχουν τό δικαίωμα νά τους άλυσοδένουν, νά τους μαστιγώνουν κλπ. κατά βούληση. Κάθε μάστο­ρας έχει τό δικαίωμα νά περνάει ένα σιδερένιο χαλκά στό λαιμό, στά χέρια ή στά πόδια τοϋ σκλάβου του, γιά νά μπορεί νά τόν γνωρίζει πιό εύκολα καί γιά νά τόν κρατάει πιό σίγουρα. Τό τελευταίο μέ­ρος τούτου τοΰ νόμου προβλέπει πώς ορισμένοι φτωχοί πρέπει νά χρησιμοποιούνται άπό τόν τόπο ή άπό πρόσωπα πού τούς ταΐζουν, τους ποτίζουν καί τους βρίσκουν δουλιά. Τέτοιου είδους σκλάβοι τών ενοριών διατηρήθηκαν στήν Αγγλία ώς τά μέσα τοΰ 19ου αιώνα μέ τό όνομα roundsmen (περιφερόμενοι).
  • Νόμος τής Ελισάβετ, 1572: οί ζητιάνοι πού δέν έχουν άδεια επαιτείας καί είναι πάνω άπό 14 χρονών μαστιγώνονται σκληρά καί καυτηριάζονται στό αριστερό άφτί, άν δέν υπάρχει κανένας πού νά θέλει νά τους πάρει στήν υπηρεσία του γιά δυό χρόνια. Σέ περίπτω­ση υποτροπής, κι άν είναι πάνω άπό 18 χρονών, έκτελοΰνται, άν δέν υπάρχει κανένας ποΰ νά θέλει νά τους πάρει στήν υπηρεσία του γιά δυό χρόνια. Σέ περίπτωση όμως νέας υποτροπής, εκτελούνται χωρίς οίκτο σάν ένοχοι εσχάτης προδοσίας. Παρόμοιες διατάξεις περιέχει ό νόμος 18, κεφ. 13, τής Ελισάβετ καί ό νόμος τοΰ 1597.
  • Ιάκωβος Α’: “Ενας άνθρωπος ποΰ περιπλανιέται καί ζητιανεύει θεωρείται αλήτης καί μπαγαπόντης. Οί ειρηνοδίκες τών Petty Sessions [τοπικών δικαστηρίων] είναι εξουσιοδοτημένοι νά διατάζουν τή δημόσια μαστίγωση του καί νά τόν κλείνουν 6 μήνες στή φυλακή στην πρώτη έπαυτοφώρω σύλληψη του καί δυό χρόνια στή δεύτερη σύλληψη του. Στή διάρκεια τής φυλάκισης του πρέπει νά μαστιγώνε­ται όσες φορές καί όσο κρίνουν οί ειρηνοδίκες… Τους αδιόρθωτους καί επικίνδυνους αλήτες πρέπει νά τούς χαράζουν μέ καυτό σίδερο τό γράμμα “R” στόν αριστερό ώμο καί νά τους στέλνουν σέ καταναγκα­στικά έργα, κι άν τούς ξαναπιάσουν έπαυτοφώρω νά ζητιανεύουν νά τους έκτελοΰν χωρίς οίκτο. Οί διατάξεις αυτές τών νόμων ίσχυαν ώς τίς αρχές τοΰ 18ου αιώνα καί ακυρώθηκαν μόνο μέ τό νόμο 12 της “Αννας.
  • Παρόμοιοι νόμοι υπήρχαν καί στή Γαλλία, όπου στά μέσα τοΰ 17ου αίώνα είχε ιδρυθεί στό Παρίσι ένα βασίλειο αλητών (royaume des truands). Στίς αρχές ακόμα τής βασιλείας τοΰ Λουδοβίκου ΙΣτ’ (ordonnance [διάταγμα] τής 13 τοΰ Ιοΰλη 1777) κάθε σωματικά υγιής άνθρωπος άπό 16 ώς 60 χρονών στέλνονταν στά κάτεργα, άν δέν είχε μέσα συντήρησης καί δέν άσκοΰσε κανένα επάγγελμα! Τά ίδια θέσπιζε γιά τίς Κάτω Χώρες ό νόμος τοΰ Καρόλου Ε’ ποΰ εκ­δόθηκε τόν Όχτώβρη τοΰ 1537, τό πρώτο διάταγμα τών κρατών και τών πόλεων τής Όλλανδίας τής 19 τοϋ Μάρτη 1614, τό Plakat [Διακήρυξη] τών Ενωμένων Επαρχιών τής 25 τοϋ Ιούνη 1649 κλπ.

Στήν παραπέρα πορεία τής κεφαλαιοκρα­τικής παραγωγής αναπτύσσεται μιά εργατική τάξη, πού άπό αγωγή, παράδοση καί συνήθεια αναγνωρίζει σάν αυτονόητους φυσικούς νό­μους τίς απαιτήσεις τού κεφαλαιοκρατικοϋ τρόπου παραγωγής. (…)

Η κεφαλαιοκρατία πού γεννιόταν χρειά­ζεται καί χρησιμοποιεί τήν κρατική εξουσία γιά νά «ρυθμίζει» τό μισθό τής εργασίας, δηλ. γιά νά τόν στριμώχνει μέσα στά όρια πού ευνοούν τήν παραγωγή κέρδους, γιά νά παρατείνει τήν εργάσιμη ήμε­ρα, καί γιά νά κρατάει τόν ίδιο τόν εργάτη σέ κανονικό βαθμό εξάρ­τησης. Αυτό είναι ενα ουσιαστικό στοιχείο τής λεγόμενης πρωταρχι­κής συσσώρευσης. (…)

Άπό τό 14ο αίώνα ώς τό 1825, τό χρόνο πού κα­ ταργήθηκαν οί νόμοι ενάντια στό δικαίωμα τοΰ συνεταιρίζεσθαι, τι­μωρούνταν σάν βαρύ έγκλημα ή οργάνωση εργατών. (…)

Το Κεφάλαιο, Τόμος Ι, Κ. Μαρξ, Σύγχρονη Εποχή, 2002,  (σελ: 758 – 767)

Γιατί ο Μάρξ ήταν προπάντων επαναστάτης

karl-marx-vida-obra-e-pensamentos

 

” Όπως ο Δαρβίνος ανακάλυψε το νόμο εξέλιξης της οργα­νικής φύσης, έτσι ο Μάρξ ανακάλυψε το νόμο εξέλιξης της αν­θρώπινης ιστορίας: το σκεπασμένο ίσαμε τώρα με ιδεολογικά επιστρώματα απλό γεγονός, ότι οι άνθρωποι, πρίν απ’ όλα, πρέπει να τρώνε, να πίνουν, να έχουν κατοικία και να ντύνον­ται προτού αρχίσουν να ασχολούνται με την πολιτική, την επι­στήμη, την τέχνη, τη θρησκεία κλπ.

Ο Μάρξ ανακάλυψε επίσης τον ειδικό νόμο κίνησης του σημερινού κεφαλαιοκρατικοΰ τρόπου παραγωγής και της αστικής κοινωνίας που προέρχεται απ’ αυτόν. Με την ανακάλυψη της υπεραξίας, φωτίστηκαν με μιας όλα, ενώ όλες οι προηγούμενες έρευνες, τόσο των αστών οικονομο­λόγων, όσο και των σοσιαλιστών κριτικών είχαν πλανηθεί στο σκοτάδι.

Γιατί ο Μάρξ ήταν προπάντων επαναστάτης. Ο πραγμα­τικός σκοπός της ζωής του ήταν να βοηθήσει με έναν οποιοδή­ποτε τρόπο στήν ανατροπή της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας και των κρατικών θεσμών που έχει δημιουργήσει, να πάρει μέρος στην απελευθέρωση του σύγχρονου προλεταριάτου, που αυτός του έδοσε για πρώτη φορά τη συνείδηση της θέσης του καί των αναγκών του, τη συνείδηση των όρων της χειραφέτησής του.”

 

Κ. Μάρξ, Φ. Ένγκελς, Διάλεχτα Έργα, Τόμος ΙΙ, Ομιλία στον τάφο του Μάρξ.

το χέρι είχε ελευθερωθεί

 Avant-Garde4_s

Ώσπου το ανθρώ­πινο χέρι επεξεργαστεί καί κάνει μαχαίρι τοο πρώτο χαλίκι, θα πέρασαν χρονικά διαστήματα, που απέναντί τους μας φαίνε­ται ασήμαντος ο γνωστός μας ιστορικός χρόνος. Μα το απο­φασιστικό βημα είχε γίνει: το χέρι είχε ελευθερωθεί και μπορούσε τώρα ν’ αποχτά όλο και νέες επιδεξιότητες, και η μεγαλύτερη ευκαμψία που αποχτιόταν έτσι κληρονομιόταν και μεγάλωνε από γενιά σε γενιά. Έτσι το χέρι δέν είναι μόνο το Οργανο της εργασίας, είναι καί το προϊόν της.

Η κυριαρχία πάνω στη φύ­ση που άρχιζε με τη διαμόρφωση του χεριού, πλάταινε με κά­θε νέα πρόοδο τον ορίζοντα του άνθρωπου. Στα αντικείμε­να της φύσης ανακάλυπτε αδιάκοπα νέες, άγνωστες ως τότε ιδιότητες. Από την άλλη μεριά η διαμόρφωση της εργασίας συντελούσε αναγκαστικά στο να φέρνει πιό κοντά μεταξύ τους τα μέλη της κοινωνίας, πληθαίνοντας τις περιπτώσεις αμοιβαί­ας υποστήριξης, κοινής συνεργασίας και ξεκαθάριζε στη συνεί­δηση τη χρησιμότητα αυτής της συνεργασίας για τον καθένα. Κοντολογής οι διαμορφωμένοι άνθρωποι κατάληξαν στο ότι είχαν κάτι να πούν ο ένας στον άλλον.

Η ανάγ­κη δημιούργησε το όργανό της: ο ανεξέλιχτος λάρυγγας του πίθηκου μετασχηματιζόταν αργά, μα σίγουρα, με λυγίσματα για ολοένα ανώτερα λυγίσματα της φωνής και τα όργανα του στόματος έμαθαν σιγά-σιγά να προφέρουν το ένα έναρθρο γράμ­μα ύστερα από το άλλο. Η σύγκριση με τα ζώα αποδείχνει ότι η εξήγηση αυτή για τη γένεση της γλώσσας από τη δουλιά καί με τη δου­λιά είναι η μόνη σωστή.

Με τη συνεργασία του χεριού, των οργάνων της ομιλίας και του εγκέφαλου όχι μόνο στον κάθε χωριστό άνθρωπο, μα και στην κοινωνία, έγιναν ικανοί οι άνθρωποι να εκτελούν όλο πιο σύνθετες λειτουργίες, να βάζουν στον εαυτό τους και να φτάνουν όλο και ανώτερους σκοπούς. (…) Πλάι στο εμπόριο και στη χειροτεχνία ήρθε τέλος η τέχνη και η επιστήμη, από τις φυλές έγιναν έθνη και κράτη. Το δίκαιο και η πολιτική ανα­πτύχθηκαν και μαζί τους αναπτύχθηκε το φανταστικό είδωλο των ανθρώπινων πραγμάτων στο ανθρώπινο κεφάλι: η θρησκεία. Μπρός σ’ όλα αυτά τα δημιουργήματα, που πρώτα παρουσιά­ζονταν σαν προϊόντα του κεφαλιού και που φαίνονταν να κυ­ριαρχούν πάνω στις ανθρώπινες κοινωνίες, τα ταπεινά δημιουρ­γήματα του εργαζόμενου χεριού πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, και τόσο περισσότερο μάλιστα, όσο το κεφάλι που σχεδίαζε την ερ­γασία σε μια πολυ πρώιμη ακόμα βαθμίδα εξέλιξης της κοινω­νίας (λχ. στην απλή κιόλας οικογένεια) μπορούσε να βάζει άλ­λα χέρια κι όχι τα δικά του να εκτελούν τη σχεδιασμένη δουλιά. Στο κεφάλι, στην εξέλιξη και στη δράση του εγκέφαλου κατα­λόγισαν όλες τις καταχτήσεις του πολιτισμού που προχωρούσε γρήγορα. Οι άνθρωποι συνήθισαν να εξηγούν τις πράξεις τους από τη σκέψη τους, αντί να τις εξηγούν από τις ανάγκες τους (που βέβαια αντανακλώνται στο κεφάλι, γίνονται συνείδηση) — και έτσι δημιουργήθηκε με τον καιρό η ιδεαλιστική εκείνη αν­τίληψη για τον κόσμο που ιδίως από τη δύση του αρχαίου κό­σμου και δώ κυριάρχησε στα κεφάλια.

 

Κ. Μάρξ, Φ. Ένγκελς, Διάλεχτα Έργα, Τόμος ΙΙ, Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου.

Για την ουσία της αλληλεγγύης

festival-34

                               Collective Farm Harvest Festival, Sergei Gerasimov, 1937

Στην καθημερινή ζωή, ο εργάτης είναι πολύ πιο ανθρώπινος από τον αστό. Ανάφερα ήδη πιο πάνω ότι οι ζητιάνοι συνηθίζουν ν’ απευθύνονται σχεδόν μονάχα στους εργάτες και ότι γενικά γίνονται περισσότερα για τη συντήρηση των φτωχών, από τη μεριά των εργατών, παρά από τη μεριά της αστικής τάξης. […] Γενικά, όμως, η ανθρωπιά των εργατών ξεχωρίζει παντού μ’ ευχάριστο τρόπο! Έχουν ζήσει οι ίδιοι τη σκληρή μοίρα και μπορούν έτσι να συμπάσχουν μ’ εκείνους που υποφέρουν γι’ αυτούς κάθε άνθρωπος είναι άνθρωπος, ενώ για τον αστό ο ερ­γάτης μετράει λιγότερο από άνθρωπος. Γι’ αυτό το λόγο, είναι πιο ευπρόσιτοι και φιλικοί, και παρ’ όλο που έχουν περισσότερο ανάγκη τα χρήματα από τους πλούσιους είναι λιγότερο προσηλω­μένοι σ’αυτά. Το χρήμα έχει γι’ αυτούς αξία μόνο σε σχέση με το τι μπορούν ν’ αγοράσουν πραγματικά μ’ αυτό, ενώ για τον αστό έχει μια ιδιαίτερη, ενδογενή αξία, την αξία ενός θεού που κάνει έτσι τον αστό έναν πρόστυχο, βρωμερό «χρηματάνθρωπο». Ο εργάτης που δεν γνωρίζει αυτό το δέος για το χρήμα, δεν είναι τόσο αρπακτικός όσο ο αστός, που κάνει τα πάντα μόνο για να βγάλει χρήματα, που βλέπει σαν σκοπό της ζωής του τη συσσώ­ρευση σάκων με χρήματα.”

Καρλ Μαρξ – Φρίντριχ Ένγκελς, Για την αγάπη, τη φιλία, την αλληλεγγύη, Σύγχρονη Εποχή, 1987, (σελ. 194).