Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844 από τον Μαρξ του κεφαλαίου ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΔΙΑΕΛΚΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΓΕΝΙΚΑ. Η προσπάθεια αυτή είναι να απλά να τοποθετηθούν κάποιες έννοιες πιο επιγραμματικά τις οποίες αναπτύσσει και αναλύει ο Μαρξ σε σχέση με την σκέψη του Χέκγελ που εκφράζεται στην Φαινομενολογία του Πνέυματος.
“… ό Χέγκελ άπλώς άνακάλυψε την άφηρημένη, λογική, θεωρητική, έκφραση της κίνησης τής ιστορίας. Αύτή ή κίνηση της ιστορίας δέν είναι άκόμα ή πραγματική ιστορία του άνθρωπου σάν δεδομένο ύποκείμενο, είναι μόνο ή διάδικασία τής δημιουργίας του, η ιστορία τής έμφάνισής του.”
Πνέυμα:
Τελικά τό πνεύμα, πού είναι ή σκέψη επιστρέφει στήν κοιτίδα της και ή όποία σάν άνθρωπολογικό, φαινομενολογικό, ψυχολογικό, ήθικό, καλλιτεχνικό, θρησκευτικό πνεύμα δέν έχει άξια γιά τόν έαυτό του, μέχρι πού τελικά ανακαλύπτει καί έπιβεβαιώνει τόν έαυτό του σάν άπόλυτη γνώση καί κατά συνέπεια σάν άπόλυτο, δηλαδή σάν άφηρημένο πνεύμα, άποκτα τή συνειδητή του καί κατάλληλη ύπαρξη.
Γιατί ή πραγματική του ύπαρξη είναι ή άφαίρεση.
Αποξενωμένο πνεύμα:
Η έγκυκλοπαίδεια του Χέγκελ αρχίζει μέ τήν λογική, μέ καθαρή φιλοσοφική σκέψη, και τελειώνει μέ τήν απόλυτη γνώση, μέ τό αύτοσυνείδητο, αύτο-έννοούμενο φιλοσοφικό ή απόλυτο πνεύμα, δηλαδή υπεράνθρωπο, άφηρημένο πνεύμα. Μέ τόν ίδιο τρόπο, όλόκληρη ή έγκυκλοπαίδεια δέν είναι τίποτα περισσότερο παρά ή έκτεταμένη ύπαρξη τού φιλοσοφικού πνεύματος, ή αύτο-άντικειμενοποίηση, καί τό φιλοσοφικό πνεύμα δέν είναι τίποτε άλλο άπό τό άποξενωμένο πνεύμα τού κόσμου πού σκέφτεται μέσα στήν αύτοάποξένωσή του δηλαδή άντιλαμβάνοντας τόν έαυτό του άφηρημένα. Ή λογική είναι τό τρέχον νόμισμα τού πνεύματος, ή θεωρητική άξια – σκέψη τού άνθρώπου καί τής φύσης, ή ούσία τους πού έγινε όπόλυτα άδιάφορη σέ κάθε πραγματικό προσδιορισμό καί συνακόλουθα μή πραγματική. Είναι ή αλλοτριωμένη σκέψη, καί γιά τό λόγο αύτό σκέψη πού άποχωρίζεται άπό τή φύση καί τόν πραγματικό άνθρωπο, αφηρημένη σκέψη.
Ό Χέγκελ διαπράττει ένα διπλό σφάλμα:
1. Ο Χέγκελ άντιλαμβάνεται τόν πλούτο, τή δύναμη τού κράτους, κτλ., σάν άντότητες άποξενωμένες άπό τήν ύπαρξη, τού άνθρωπου, τις άντιλαμβάνεται μάνο στή μορφή τους σάν σκέψη… Είναι όντότητες της σκέψης και γιά τό λόγο αύτό μόνο μιά άποξένωση της καθαρής, δηλαδή τής άφηρημένης, φιλοσοφικής σκέψης. Έτσι όλόκληρη ή κίνηση καταλήγει στήν άπόλυτη γνώση.
2. ή διεκδίκηση τού άντικειμενικού κόσμου γιά τόν άνθρωπο (…) είναι μόνο ή άποξενωμένη πραγματικότητα της άνθρώπινης αντικειμενοποίησης, των άνθρώπινων ουσιαστικών δυνάμεων πού γεννήθηκαν μέσα στήν έργασία.
Εργασία:
Ο Χέγκελ βλέπει τήν έργασία σάν ουσία , ή αύτοέπιβεβαιούμενη ούσία, τοΰ άνθρωπου. Βλέπει μόνο τή θετική και όχι τήν άρνητική πλευρά τής έργασίας. Ή έργασία είναι ο έρχομός τοΰ άνθρωπου γιά τον έαυτό του μέσα στήν άλλοτρίωση ή ο έρχομαός του σάν αλλοτριωμένου ανθρώπου. Ή μόνη έργασία πού ξέρει και άναγνωρίζει ό Χέγκελ είναι ή άφηρημένη πνευματική έργασία. Ετσι αύτό που πάνω άπ’ όλα θεμελιώνει τήν ουσία τής φιλοσοφίας – ή άλλοτρίωση του άνθρωπου πού γνωρίζει τόν έαυτό του ή αλλοτριωμένη έπιστήμη πού στοχάζεται τόν έαυτό της – ο Χέγκελ τήν κατανοεί σάν ουσία της…
Αντικείμενο:
Ή πείνα είναι ή άναγνωρισμένη άνάγκη τού σώματός μου γιά ένα αντικείμενο πού ύπάρχει έξω άπό τόν έαυτό του καί πού είναι άπαραίτητο στήν όλοκλήρωσή της καί στήν έκφραση τής ούσιαστικής φύσης της. Ό ήλιος είναι ένα αντικείμενο γιά τό φυτό, ένα άπαραίτητο άντικείμενο πού έπιβεδαιώνει τή ζωή του, όπως τό φυτό είναι ένα άντικείμενο γιά τόν ήλιο, μιά έκφραση τής δύναμής του νά ξυπνά τή ζωή καί τής άντικειμενικής του ούσιαστικής δύναμης. Μιά ύπαρξη δέν έχει τήν φύση της έξω άπό τον έαυτό της δέν είναι μιά φυσική ύπαρξη καί δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο στό σύστημα τής φύσης. Μιά ύπαρξη που δέν έχει αντικείμενο έξω από τόν έαυτό της δέν είναι μιά άντικειμενική ύπαρξη. Μιά ύπαρξη πού δέν είναι ή ίδια ένα άντικείμενο γιά μιά τρίτη ύπαρξη δέν έχει ύπαρξει γιά τό αντικείμενό της, δηλαδή δέν έχει αντικειμενικές σχέσεις και η ύπαρξή της δεν είναι αντικειμενική.
Ύπαρξη:
Μιά μή αντικειμενική ύπαρξη είναι μιά μή ύπαρξη. Φανταστήτε μία ύπαρξη πού δέν είναι ούτε άντικείμενο άπό μόνη της ούτε έχει ένα άντικείμενο. Αρχικά, μιά τέτοια ύπαρξη θά ήταν ή μόνη ύπαρξη, καμιά άλλη ύπαρξη δέν θά ύπήρχε έξω απ’ αύτή, θά ύπήρχε σέ μιά κατάσταση άπομόνωσης. Γιατί μόλις ύπάρχουν άντικείμενα εξω άπό μένα, μόλις δέν είμαι μόνος, είμαι ένας άλλος, μιά πραγματικότητα άλλη άπό τό άντικείμενο, έξω άπό μένα. Γιά ένα τρίτο αντικείμενο είμαι συνεπώς μιά πραγματικότητα άλλη άπό αυτό, δηλαδή τό άντικείμενό του. Μιά ύπαρξη πού δέν είναι τό άντικείμενο μιας άλλης ύπαρξης προϋποθέτει έτσι, ότι δέν ύπάρχει άντικειμενική ύπαρξη. Μόλις έχω ένα άντικείμενο, τό αντικείμενο αυτό έχει έμένα γιά άντικείμενό του. Αλλά μιά μή άντικειμενική ύπαρξη δέν είναι παρά μόνο μιά μή πραγματική, μή αίσθητή σκέψη, δηλαδή μόνο μιά νοητή ύπαρξη, μιά ύπαρξη άφαίρεσης.
Ό άνθρωπος σάν άντικειμενική αίσθητή ύπαρξη είναι κατά συνέπεια μιά πάσχουσα υπαρξη, και επειδή νιώθει ότι πάσχει, είναι μιά θυμοειδής ύπαρξη. Το πάθος είναι ή θεμελιώδης δύναμη τοϋ άνθρώπου πού άγωνίζεται ρωμαλέα νά κατακτήσει τό άντικείμενά της.
Καί καθώς κάθε τι φυσικό πρέπει ν’ άποκτήσει ύπαρξη, έτσι και ό άνθρωπος έχει τή διαδικασία του τής καταγωγής στήν ιστορία. Άλλά γιά τόν άνθρωπό η ιστορία είναι μιά συνειδητή διαδικασία, και κατά συνέπεια μιά διαδικασία πού συνειδητά ξεπερνά τόν έαυτό της. Ή ιστορία είναι ή αληθινή φυσική ιστορία του άνθρώπου.
Αλλοτρίωση και αφαίρεση:
Ο Χέγκελ έξισώνει τόν άνθρωπο μέ τήν αυτοσυνείδηση, τό αποξενωμένο άντικείμενο, ή αποξενωμένη, ουσιαστική πραγματικότηχα του ανθρώπου δέν είναι τίποτε άλλο άπό συνείδηση, τίποτε άλλο από τή σκέψη τής αποξένωσης, η αφηρημένη της και κατά συνέπεια κούφια και μη πραγματική έκφραση, η άρνηση. Τό ξεπέρασμα τής αλλοτρίωσης δέν είναι έτσι τίποτε αλλο άπό μία άφαίρεση, ένα κούφιο ξεπέρασμα αύτής τής κούφιας αφαίρεσης, η άρνηση της άρνησης. Ή ανεξάντλητη, ζωτική, αισθητική, σταθερή δραστηριότητα τής αύτοαντικειμενοποίησης ύποβιβάζεται έτσι στήν άπλή της άφαίρεση, απόλυτη αρνητικότητα…
Απορρέει ότι όλη ή Λογική είναι άπόδειξη του γεγονότος ότι ή άφηρημένη σκέψη δέν είναι τίποτα γιά τόν έαυτό της, ότι ή άπόλυτη ίδέα δέν είναι τίποτα γιά τόν έαυτό της και ότι μόνο ή φύση είναι κάτι.
Ό άνθρωπος αποξενωμένος άπό τόν εαυτό του είναι έπίσης ό στοχαστής άποξενωμένος από την ουσία του, δηλαδή άπό τή φυσική καί ανθρώπινη ουσία του. Οί σκέψεις του είναι κατά συνέπεια σταθερά φαντάσματα πού ύπάρχουν έξω άπό τή φύση καί τόν άνθρωπο. Στή «Λογική» του ο Χέγκελ κλείδωσε όλα αύτά τά φαντάσματα κατανοώντας τό καθένα άπ’ αύτά πρώτα σάν άρνηση δηλαδή σάν άλλοτριωμένη ανθρώπινη σκέψη και μετά σάν άρνηση τής άρνησης, δηλαδή σάν ξεπέρασμα τής άλλοτρίωσης αυτής, σάν μιά πραγματική έκφραση της ανθρώπινης σκέψης. Αλλά άπό τή στιγμή πού ή άρνηση αύτή είναι ή ίδια παγιδευμένη στήν άποξένωση, αύτό άντιστοιχεί έν μέρει μέ τήν άποκατάσταση τών σταθερών φαντασμάτων στήν άποξένωσή τους καί έν μέρει στήν άποτυχία νά κινηθεί πέρα άπό τή τελική φάση, τή φάση τής αύτοαναφοράς στήν άλλοτρίωση, πού είναι ή άληθινή ύπαρξη τών φαντασμάτων αύτών. Στό βαθμό πού ή αφαίρεση αύτή κατανοεί τόν έαυτό της και δοκιμάζει μιά απεριόριστη άνία με τόν έαυτό της, βρίσκουμε στον Χέγκελ μιά έγκατάλειψη της άφηρημένης σκέψης πού κινείται μόνη μέσα στή σκέψη, πού δέν έχει μάτια, δόντια, αυτιά, ότιδήποτε, και μιά άπόφαση ν’ άναγνωρίσει τη φύση σάν ύπαρξη και νά περάσει στήν ένόραση. Αλλά ή φύση έπίσης παρμένη αφηρημένα, γιά τόν έαυτό της, και στον σταθερό της διαχωρισμό άπό τόν άνθρωπο, δέν είναι τίποτα γιά τόν άνθρωπο.
Κ. Μαρξ. Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χερόγραφα 1844, Εκδόσεις Γλάρος, 1975, (σελ: 168 – 196).