Category Archives: Τεύκρος Ανθίας

Τεύκρος Ανθίας: “Ελέησόν με, άγιε Σατάν” αιώνιε Διαφορετικέ

Το ποίημα “Προσευχή” είναι το πρώτο από τη συλλογή του Τεύκρου Ανθία: “Άγιε Σατάν ελέησόν με” γραμμένο το 1930. Η πρώτη έκδοση των ποιημάτων έγινε στην Αθήνα το 1930 και η δεύτερη έκδοση στην Κύπρο το 1942.

Προσευχή

Ελέησόν με, άγιε Σατάν, το βράδι αυτό,
κι άκουσε, αν θέλεις, της κοιλιάς μου το γουργουρητό.
Κλαρίνα, πίπιζες, ταμπούρλα, τα έντερά μου,
μια χλαλοή, ένα πανηγύρι διοργανώνουν.
Σαν εφιάλτες οι αναμνήσεις με κυκλώνουν,
γελούν, σα μέγαιρες, τριγύρω τα όνειρά μου…

Άνθρωπος ήμουνα κ΄ εγώ κάποια φορά
κ΄ έγινα ζώο, απ΄ των πραγμάτων τη φορά.
Ναι, κάποιο χτήνος, με τα πόδια του δεμένα,
που δε μπορεί μες το λειβάδι να βοσκήσει,
δεν ημπορεί τ΄ αφεντικό του να κλωτσήσει,
γιατί το σφίγγουν οι αλυσίδες του, ωιμένα!

Κόλαση γύρω μου η ζωή με τυραννεί,
πνίγοντας κάθε βογγητό μου και φωνή.
Μα, ως τόσο, κάτι περιμένω, που όταν φτάσει,
μέσα στο φως, μες τη χαρά θα ξεχυθώ,
μια νέα αυγή, μια μέρα ολόφωτη θα ιδώ.

Κάθε μου δάκρυ, που απ’ τα μάτια μου έχει στάξει,
φωτιά θα γίνει, που ό,τι με σφίγγει θα ρημάξει.
Γαλάζια η νύχτα θα χορεύει ολόγυρά μου,
λαμπρά τ΄ αστέρια θα οργιάζουν μες το φως.
Άγιε Σατάν, τώρα που γέρασε ο Θεός,
οδήγει, Εσύ, οδήγει, Εσύ, τα βήματά μου.

image

Η πρώτη στροφή του ποιήματος μας μεταφέρει χωρίς εισαγωγικές προφάσεις κοινωνικής διαγωγής και χωρίς καμία μεταφυσική εποπτεία των οιστρογόνων ποιητικών ευαισθησιών, στην κόλαση. Η κόλαση του Ανθία και συγκεκριμένα του ποιήματος δεν ταυτίζεται και δεν σχετίζεται με την κόλαση που κατοικεί η χριαστιανική αμαρτία. Η κόλαση εδώ δεν έχει ούτε θρησκευτικό περιεχόμενο, ούτε την πολυπόθητη υπερβατική ασφάλεια αλλά ούτε καμιά υπερβατολογική αρχή.

Η κόλαση του Ανθία ή η κόλαση του 1930 είναι η κόλαση της πείνας δηλαδή “της κοιλιάς μου το γουργουρητό” ή τα “έντερα” που γίνονται μουσικά όργανα τα οποία βρίσκονται σε μόνιμο allegro και σε συνεχές tremolo. Αυτό το “γουργουρητό” λοιπόν είναι η κόλαση της οποίας γινόμαστε θεατές. Το “γουργουρητό” αυτό είναι το “γουργουρητό” το οποίο μοιράζεται μια ολόκληρη κυπριακή κοινωνική πραγματικότητα όπως επίσης και η διαλυμένη τότε όπως και τώρα δυτική πολιτική οικονομία. Τα όνειρα σε μια τέτοια εκμεταλλευτική κοινωνική πραγματικότητα γίνονται “μέγαιρες” που γελούν.

Η δεύτερη στροφή του ποιήματος εκφράζει το μεγάλο άλμα της προόδου της ανθρωπότητας που καταφέρνει από ζώο να γίνει άνθρωπος. Ο ποιητής όμως φτάνει δυστυχώς την ιστορική πραγματικότητα η οποία αφήνεται ο άνθρωπος να γίνεται και πάλι ζώο: “Άνθρωπος ήμουνα κ΄ εγώ κάποια φορά κ΄ έγινα ζώο, απ΄ των πραγμάτων τη φορά.”

Τι κάνει τον άνθρωπο να γίνεται και πάλι ζώο; Για τον ποιητή ειναι ξεκάθαρο επειδή ακριβώς:

“δεν ημπορεί τ΄ αφεντικό του να κλωτσήσει,
γιατί το σφίγγουν οι αλυσίδες του…”.

Ο ποιητής στην δεύτερη στροφή μας βουλιάζει στο λήθαργο της εκμετάλλευσης και της σκλαβιάς. Η ανελευθερία και η κτηνώδης ζωή του εργάτη είναι το μοναδικό βίωμα του ανθρώπου που ούτε καν σαν ζώο δεν μπορεί να βοσκήσει:

“που δε μπορεί μες το λειβάδι να βοσκήσει…”.

Με τον πρώτο στίχο της τρίτης στροφής ο ποιητής αναμεταθέτει την πραγματική κόλαση του “γουργουρητού” και των “μουσικών εντέρων” ονομάζοντάς την τελικά ως “κόλαση”:

“Κόλαση γύρω μου η ζωή με τυραννεί,
πνίγοντας κάθε βογγητό μου και φωνή”.

Με την επιλογή “πνίγοντας” ο ποιητής μας προϊδεάζει για τον επόμενο κιόλας στίχο.

Αυτή η ξαφνικότητα των μεταβάσεων της διάρρηξης της πραγματικότητας διακρίνεται σε όλο το φάσμα της ποίησης του Ανθία. Η αμεσότητα της ποίησης του Ανθία δεν έγκειται στην μυστηριακού τύπου διαδικασία διευθέτησης του κόσμου αλλά γίνεται η διαλεκτική διαμεσολαβητική ενέδρα από την οποία εκτοξεύει την πολεμική του δράση. Ως εκ τούτου δεν διακρίνεται πουθενά κανένα επιτηδευμένο φτιασίδωμα στην ποιητική του παραγωγή κι ούτε επίσης καμιά υπεραξιακή παραγωγή λόγου.

Ας επιστρέψουμε όμως στην τρίτη στροφή και στην ανάδειξη της υπομονής:

“Μα, ως τόσο, κάτι περιμένω…”. Η συγκεκριμένη υπομονή είναι παράγωγο της ταξικής του ύπαρξης. Μια τέτοια υπομονή διακατέχεται από αγωνιστική πάλη και χειραφετητική προοπτική και όχι απο την υπομονή η οποία απαντάει στην εκδικητική παντοδυναμία της Δευτέρας Παρουσίας. Όταν λοιπόν φτάσει η επαναστατική πράξη τότε ο ποιητής θα μπορέσει δικαίως και προπαντός νικητής να ξεχυθεί “μέσα στο φως, μες τη χαρά” και θα δεί
“μια νέα αυγή, μια μέρα ολόφωτη”.

Τέλος, με την τρίτη στροφή ο ποιητής απαντάει στο τι θ’ απογίνει ο εργάτης αν σταματούσαν να τον “σφίγγουν οι αλυσίδες του”. Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: δεν έχουν να χάσουν τίποτα εκτός από τις αλυσίδες τους.

Με την τέταρτη και τελευταία στροφή ο ποιητής εισάγει το στοιχείο εκείνο με το οποίο συνίσταται η κόλαση. Η φωτιά θα ρημάξει κυριολεκτικά την αιτία που δημιουργεί το δάκρυ, τον πόνο και την μιζέρια και έτσι θα διατηρηθούν “λαμπρά τ΄αστέρια [που] θα οργιάζουν μες το φως”.

Οι τελευταίοι δυο στίχοι του ποιήματος:

“Άγιε Σατάν, τώρα που γέρασε ο Θεός,
οδήγει, Εσύ, οδήγει, Εσύ, τα βήματά μου”,

όπως και ο πρώτος στίχος: “Ελέησόν με, άγιε Σατάν…”, ο ποιητής επικαλείται τον διάβολο. Ένα διάβολο ο οποίος εξαιρείται από την χριστιανική κοσμικότητα αποδιοργανώνοντας τον μεταφυσικό “υλισμό” της χριστιανοσύνης. Ο διάβολος του Ανθία έχει όνομα, είναι ο ίδιος ο διάβολος του Ρεμπώ που “στοιχειό δεν είναι, μήτε φάντασμα” αλλά και ο ίδιος ο διάβολος που βρίσκει κανείς στον Πεσσόα στο βιβλίο του “Η ώρα του διαβόλου”:

Είμαι πράγματι ο Διάβολος. Μην τρομάζετε, γιατί είμαι στ’ αλήθεια ο Διάβολος, και γι’ αυτό δεν κάνω κακό. Ορισμένοι μιμητές μου, στη γη και πάνω από τη γη, είναι επικίνδυνοι, όπως όλοι οι αντιγραφείς, γιατί δεν γνωρίζουν το μυστικό της ύπαρξής μου. Ο Σαίξπηρ, τον οποίο ενέπνευσα πολλές φορές, μου απένειμε δικαιοσύνη. Λέει ότι είμαι κύριος. Γι’ αυτό ησυχάστε. Είστε με καλή παρέα. Είμαι ανίκανος να προφέρω μια λέξη, να κάνω μια χειρονομία που θα προσέβαλλε μια κυρία. Ακόμη κι αν δεν μου το υπαγόρευε η ίδια μου η φύση, θα μου το επέβαλλε ο Σαίξπηρ. Αλλά, πραγματικά, δεν είναι απαραίτητο“.

Ο Σατανάς στον οποίο επικαλείται ο εργάτης να οδηγεί τα βήματά του είναι αυτός ο Σατανάς που μιλάει και ταυτοποιείται:

Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχω — ούτε εγώ, ούτε τίποτε άλλο. Όλο αυτό το σύμπαν, και όλα τα άλλα σύμπαντα, με τους διαφορετικούς Δημιουργούς τους και τους διαφορετικούς Σατανάδες τους λιγότερο ή περισσότερο τέλειους και εκπαιδευμένους— είναι κενά μέσα στο κενό, ανυπαρξίες που περιφέρονται, δορυφόροι στην ανώφελη τροχιά του τίποτα“.

Ο Σατανάς του Ανθία είναι εξαιρετική αλήθεια μιας ρήξης με την καθεστωτική αμηχανία ενός πολιτικού κόσμου που θέλει μια κλούβια ενωτική αμβροσία. Αυτό το δηλητήριο λοιπόν της δυτικής ισότιμης εκμετάλλευσης γίνεται για τον Σατανά του Ανθία και του Πεσσόα η αιώνια αλήθεια του “έξω”. Να πως το εκφράζει ο Σατανάς τον ευατό του:

Είμαι ο αιώνιος Διαφορετικός, ο αιώνιος Αναβληθείς, ο αιώνιος Πλεονάζων της Αβύσσου. Βρέθηκα έξω από τη Δημιουργία. Είμαι ο Θεός των κόσμων που υπήρξαν πριν από τον Κόσμο. Η παρουσία μου στον κόσμο αυτόν είναι η παρουσία εκείνου που ήρθε απρόσκλητος. Κουβαλάω μνήμες πραγμάτων που δεν κατόρθωσαν να υπάρξουν αλλά που προορίζονταν για να υπάρξουν“.

“τώρα που γέρασε ο Θεός” γράφει ο Ανθίας. Εξαιρετική και αυτή η αλήθεια του ποιητή η οποία αμφισβητεί την όποια Νιτσεϊκή αιωνιότητα ενός ζώντος θεϊκού θανάτου. Ο Θεός στον Ανθία δεν πεθαίνει αλλά γερνάει. Ο Ανθίας μέσα από το ποίημα του φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά ότι ο θάνατος του Θεού σημαίνει θάνατος της Ιδέας. Επικαλείται λοιπόν ένα διάβολο που θα τον οδηγήσει στην διαλεκτική άρνηση της συλλογικής νικηφόρας χειράφετησης. Μόνο με μια τέτοια αρνητική διαλεκτική μπορούμε να τον πεθαίνουμε αλλά και ζωντανεύοντάς τον να τον παιδεύουμε. Ο Θεός δεν γίνεται πλέον η γέρικη αδιαμεσολάβητη σχέση αλλά η διαμεσολαβημένη συγκεκριμενοποίηση. Ο Θεός γίνεται ορατός, άρα προσβάσιμος, άρα ελέγξιμος.

“Άγιε Σατάν, τώρα που γέρασε ο Θεός,
οδήγει, Εσύ, οδήγει, Εσύ, τα βήματά μου”.

Με αυτό τελειώνει η προσευχή του Ανθία και κάθε Ανθία που βιώνει την εκμετάλλευση και την πλήξη της αποξένωσης. “φωτιά θα γίνει, που ό,τι με σφίγγει θα ρημάξει” λέει ο ποιητής όπως ακριβώς επικαλείται την διαβολική φωτιά και ένας άλλος ποιητής, ο Ρεμπώ:

“Πεθαίνω από πλήξη. Αυτό είναι ο τάφος απ ́ όπου βορά των σκουληκιών γινόμαστε, η φρίκη των φρικών! Σατανά, κατεργάρη, θες να με διαλύσεις με τις γοητείες σου. Απαιτώ. Απαιτώ να με διαπεράσεις μ’ ένα δικράνι, να με κατακάψεις.
A! Για να ξαναγεννηθώ! Για να κοιτάξουν επίμονα τις παραμορφώσεις μας. Και αυτό το δηλητήριο, και αυτό το φιλί, το χίλιες φορές καταραμένο! Η αδυναμία μου, και η σκληρότητα του κόσμου! Θεέ μου, έλεος, κρύψε με, αρρωστημένος αμφιφέρομαι! Κρύβομαι, κι όμως δεν είμαι. Είναι η φωτιά π’ ανασηκώνεται με τους καταραμένους”.