Category Archives: Πολιτική Οικονομία

Κύπρος: το μνημόνιο έφυγε… μένοντας!

Βγήκε κι η Κύπρος από το μνημόνιο, λοιπόν. Και μπράβο της! Μπράβο και πάλι μπράβο, καθ’ ότι αυτά πρέπει να λέγονται. Βγήκε κι η Κύπρος από το μνημόνιο, όπως έχουν ήδη βγει και η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Και μπράβο και στην Ιρλανδία, και μπράβο και στην Πορτογαλία. Χίλια μπράβο σε όσους βγήκαν από τα μνημόνια και δυο χιλιάδες σ’ όσους κατάφεραν να μη μπουν ποτέ σε δαύτα. Κι αυτά να τα βλέπουμε εμείς οι άχρηστοι, οι ανίκανοι, οι ρεμπεσκέδες, που από το ένα μνημόνιο βγαίνουμε και στο άλλο μπαίνουμε και μας σιχτιρίζει όλος ο κόσμος κι έχουμε καταντήσει κάτι σε μνημονιομανείς, παναπεί πρεζάκηδες των μνημονίων που δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς αυτά.

Βρυξέλλες, 7/3/2016: Ο πρόεδρος του Γιούρογκρουπ Γερούν Ντάισελμπλουμ λέει ένα ανέκδοτο και ο υπουργός οικονομικών της Κύπρου Χάρης Γεωργιάδης σκάει στα γέλια, δίπλα στον πρόεδρο του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ.

Ξέρω τι σκέφτεστε διαβάζοντας την προηγούμενη παράγραφο και σπεύδω να βάλω τα πράγματα στην σωστή τους θέση: όχι, δεν τρελλάθηκα! Απλώς σας προετοιμάζω για την επίθεση που θα εξαπολύσουν εναντίον μας τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τις επόμενες μέρες. Τι θα εξαπολύσουν, δηλαδή, που η επίθεση έχει ήδη εκδηλωθεί. Πάρτε ένα μικρό δείγμα:
– “Γιατί η Κύπρος βγήκε από το μνημόνιο και η Ελλάδα παραμένει” (Καθημερινή, 3/4/2016)
– “Αναστασιάδης: Η νοικοκυρεμένη πολιτική θα συνεχιστεί” (Πολίτης [Κύπρου], 7/4/2016)
– “Η Κύπρος μετανιώνει που δεν μπήκε νωρίτερα στο Μνημόνιο” (Το Χρήμα, 6/4/2016)
– “Βγήκε από το μνημόνιο η Κύπρος” (in.gr, 31/3/2016)

Τι σημαίνει, όμως, το “βγαίνω από το μνημόνιο”; Το “βγαίνω από το σινεμά”, ας πούμε, μπορεί να σημαίνει πάω μια βόλτα και μπορεί να πιω κι ένα ποτό ή, αν ήταν η τελευταία παράσταση, πάω σπίτι για ύπνο. Το “βγαίνω από το μνημόνιο”;

Ας είμαστε ψύχραιμοι. “Βγαίνω από το μνημόνιο” θα πεί τέρμα τα δίφραγκα και τα φράγκα που έπαιρνα από τον Μηχανισμό Στήριξης (ESM) και τώρα πρέπει να ξαναβγώ στις αγορές για δανεικά. Επίσης, σημαίνει ότι τώρα, εκτός από τα δανεικά που χρειάζομαι για να σπρώξω την διαλυμένη οικονομία μου μπροστά, χρειάζομαι και παραπανίσια δανεικά για να ξεπληρώσω τα φράγκα και τα δίφραγκα που είχα πάρει κατά την διάρκεια του μνημονίου από τον Μηχανισμό Στήριξης. Υποθέτω ότι όλοι θυμάστε κάτι δόσεις, που για να τις πάρουμε μαύριζε το συκώτι μας επειδή έπρεπε κάθε φορά να κλείσει πρώτα μια αξιολόγηση; Πώς το βλέπετε το θέμα, λοιπόν; Δεν πρέπει κάποια στιγμή να επιστρέψουμε αυτά τα λεφτά και, μάλιστα, με τόκο; Ε, αυτή η στιγμή είναι τώρα.

Το κακό είναι ότι αυτή η ρημάδα η στιγμή δεν είναι καθόλου στιγμή, καθ’ όσον τραβάει πολύ σε μάκρος. Η Κύπρος, ας πούμε, έμεινε τρία χρόνια σε μνημόνιο και θα χρειαστεί δεκαπέντε για να ξοφλήσει τα δανεικά αυτής της τριετίας, με το τελευταίο τοκοχρεωλύσιό της να έχει οριστεί για τον Μάρτιο του 2031. Υπ’ αυτή την έννοια, είναι απολύτως λογικό το ότι η Ελλάδα θα καθαρίσει τις ανάλογες υποχρεώσεις της το 2050 και πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα ακολουθήσει και τέταρτο μνημόνιο. Συνεπώς, είχε δίκιο βουνό ο Βαρουφάκης που είπε πριν έναν μήνα: “Θα ήμουν ο πρώτος που θα πανηγύριζα αν η Κύπρος, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία έβγαιναν από το μνημόνιο, αλλά δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, απλά τέλειωσε η καταβολή δόσεων από το ESM. Τώρα ξεκινάει η μακρά και βασανιστική διαδικασία της αποπληρωμής του 95% των χρημάτων των δόσεων. Απλά τέλειωσαν τα πακέτα. Τώρα θα ξεκινήσουν νέα μέτρα”.

Προσέξατε όσο έπρεπε την τελευταία φράση τού Βαρουφάκη; Δείτε τώρα τι λέει ο ίδιος ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας στο τουίττερ:

Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι μνημονιακοί νόμοι όχι απλώς δεν πρόκειται να καταργηθούν αλλά θα προστεθούν και νέοι, με περισσότερα αντιλαϊκά μέτρα. Με δυο λόγια: το μνημόνιο φεύγει μένοντας! Το είπε ξεκάθαρα ο επί κεφαλής του Μηχανισμού Στήριξης Κλάους Ρέγκλινγκ, στην ανακοίνωση που εξέδωσε στις 31 Μαρτίου, ημέρα της εξόδου της Κύπρου από το μνημόνιο: Το τέλος του προγράμματος δεν είναι το τέλος της μεταρρυθμιστικής ατζέντας στην Κύπρο. Χρειάζονται περισσότερες προσπάθειες για να μειωθεί το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, να συνεχισθούν οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και να διατηρηθεί η δημοσιονομική πειθαρχία (…) Για τον σκοπό αυτό, ο ESM θα ενημερώνεται τακτικά από την Κύπρο και θα μετέχει στις αποστολές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δύο φορές τον χρόνο, για τη μετά το πρόγραμμα παρακολούθηση. Πόσο πιο καθαρά να το πει ο άνθρωπος; Πάντως, αν κρίνουμε από τα παραπάνω “τιτιβίσματά” του, ο Αναστασιάδης τον κατάλαβε απολύτως.

Βγήκε, λοιπόν, η Κύπρος από το μνημόνιο. Και μπράβο της. Μόνο που, βγαίνοντας, πήρε μαζί της τους πετσοκομμένους μισθούς, τις συντάξεις εξαθλίωσης, τα γκρεμισμένα εργασιακά δικαιώματα, την κατακόρυφα αυξημένη μετανάστευση των νέων, τις κατεστραμμένες μικροεπιχειρήσεις, την πρωτοφανή ανεργία (16,5%, εκεί που πριν 3 χρόνια δεν ξεπερνούσε το 4,4%), το εκτιναγμένο στο 108% του ΑΕΠ χρέος (από 61,3% το 2010), τους καινοφανείς και δυσβάσταχτους φόρους στα ακίνητα, τις κουρεμένες καταθέσεις, την διάλυση του κοινωνικού κράτους, την κατάρρευση του ΑΕΠ… Κράτησε, δηλαδή, όλα τα συστατικά στοιχεία του μνημονίου.  Όπως έκαναν, άλλωστε, και η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, πιστοποιώντας μια μεγάλη αλήθεια: ακόμα κι αν βγεις από τα μνημόνια, αυτά θα μένουν εκεί. Στον σβέρκο σου.

 

Πηγή: Cogito Ergo Sum

Το κεφάλαιο σαν βαμπίρ απορροφά αδιάκοπα

Τα αποσπάσματα είναι από το Grundrisse – Βασικές Γραμμές της Κριτικής Της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Β, Εκδόσεις Στοχαστής του Marx Karl.

Κεφάλαιο και Εργάτης:

Ολόκληρη λοιπόν η πρόοδος του πολιτισμού, ή μ’ άλλα λόγια κάθε αύξηση των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων – αν προτιμάτε, των παραγωγικών δυνάμεων
της ίδιας της εργασίας – όπως προκύπτει από την επιστήμη, τις εφευρέσεις, τον καταμερισμό και τον συνδυασμό της εργασίας, τα βελτιωμένα μέσα επικοινωνίας, την δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς, τα μηχανήματα κλπ. δεν πλουτίζει τον εργάτη, αλλά το κεφάλαιο απλά λοιπόν μεγαλώνει πάλι τη δύναμη που εξουσιάζει την εργασία αυξάνει μόνο την παραγωγική δύναμη
του κεφαλαίου. Καθώς το κεφάλαιο είναι η αντίθεση του εργάτη, κάθε τέτοια πρόοδος αυξάνει απλά την αντικειμενική δύναμη πάνω στην εργασία.” (σελ: 227-228)

Οπως λοιπόν η παραγωγή που βασίζεται στο κεφάλαιο δημιουργεί από τη μια μεριά την καθολική εργατικότητα – δηλαδή υπερεργασία, αξιοδημιουργική εργασία – έτσι από την άλλη μεριά δημιουργεί ένα σύστημα γενικής εκμετάλλευσης των φυσικών και ανθρώπινων ιδιοτήτων, ένα σύστημα γενικής ωφελιμότητας, που σαν φορέας του εμφανίζεται τόσο η ίδια η επιστήμη, όσο και όλες οι φυσικές και πνευματικές ιδιότητες, ενώ τίποτα δεν εμφανίζεται σαν καθεαυτό-ανώτερο, σαν δικαίωση του εαυτού του, έξω απ’ αυτό τον κύκλο της κοινωνικής παραγωγής και ανταλλαγής. Έτσι δημιουργεί το κεφάλαιο για πρώτη φορά την αστική κοινωνία και την καθολική ιδιοποίηση της φύσης όπως και του ίδιου του κοινωνικού ιστού από τα μέλη της κοινωνίας.” (σελ: 308)

(…) το ποσοστό του κέρδους δεν εκφράζει ποτέ τον πραγματικό βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο, αλλά πάντοτε μια πολύ μικρότερη αναλογία και η αναλογία που εκφράζει είναι τόσο πιο ψεύτικη, όσο μεγαλύτερο είναι το κεφάλαιο. Το ποσοστό του κέρδους θα μπορούσε να εκφράζει το πραγματικό ποσοστό της υπεραξίας μόνο αν ολόκληρο το κεφάλαιο μετατρεπόταν απλά σε εργατικό μισθό.” (σελ: 585)

Ο εργάτης αλλοτριώνει την εργασία σαν παραγωγική δύναμη του πλούτου το κεφάλαιο την ιδιοποιείται σαν τέτοια.” (σελ: 227)

Η κίνηση του κεφαλαίου:

Υπάρχει εκμετάλλευση από το κεφάλαιο χωρίς τον τρόπο παραγωγής του κεφαλαίου.” (σελ: 659)

Το γενικό συμφέρον είναι ακριβώς η γενικότητα των ιδιοτελών συμφερόντων.” (σελ: 177)

Η δραστηριότητα του εργάτη, περιορισμένη σε απλά αφηρημένη δραστηριότητα, καθορίζεται και ρυθμίζεται ολόπλευρα από την κίνηση των μηχανημάτων – όχι το αντίστροφο. Η επιστήμη, που αναγκάζει τα άψυχα μέλη των μηχανημάτων με την κατασκευή τους να λειτουργούν σκόπιμα σαν αυτόματος μηχανισμός, δεν υπάρχει στη συνείδηση του εργάτη αντίθετα, επιδρά διαμέσου της μηχανής σαν ξένη δύναμη πάνω στον εργάτη, σαν δύναμη της ίδιας της μηχανής. Η ιδιοποίηση της ζωντανής εργασίας από την αντικειμενοποιημένη εργασία, της αξιοποιητικής δύναμης ή δραστηριότητας από την αξία που υπάρχει για-τον-εαυτό-της, – ιδιοποίηση που ενυπάρχει στην έννοια του κεφαλαίου – τοποθετείται στη βασισμένη στα μηχανήματα παραγωγή σαν χαρακτήρας της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας, ακόμα και ως προς τα υλικά της στοιχεία και την υλική της κίνηση.” (σελ: 531-532)

Το κεφάλαιο ως το καταστροφικό αιώνιο:

Στο κεφάλαιο τοποθετείται (ως ένα βαθμό) η αφθαρσία της αξίας γιατί το κεφάλαιο ενσαρκώνεται βέβαια στα φθαρτά εμπορεύματα, παίρνει τη μορφή τους, αλλά και αδιάκοπα την αλλάζει εναλλάσσεται ανάμεσα στην αιώνια χρηματική του μορφή και την φθαρτή εμπορευματική του μορφή η αιωνιότητα τοποθετείται σαν το μόνο που μπορεί να είναι: παροδικότητα που παρέρχεται – διαδικασία – ζωή. Το κεφάλαιο διατηρεί όμως αυτή την ικανότητα μονάχα στο μέτρο που σαν βαμπίρ απορροφά αδιάκοπα, σαν ψυχή του, τη ζωντανή εργασία. Η αφθαρσία – η διάρκεια της αξίας στη μορφή της σαν κεφαλαίου – τοποθετείται μόνο με την αναπαραγωγή, που είναι κι αυτή διπλή: αναπαραγωγή σαν εμπόρευμα, αναπαραγωγή σαν χρήμα, και ενότητα αυτών των δυο αναπαραγωγικών διαδικασιών.” (σελ: 494)

Το κεφάλαιο είναι διαρκής αυτο-πολλαπλασιαζόμενη αξία, που δεν καταστρέφεται πια ποτέ. Η αξία αυτή αποχωρίζεται από το εμπόρευμα που την δημιούργησε όμοια με μεταφυσική, άυλη ποιότητα μένει πάντα στην κατοχή του ίδιου καλλιεργητή και θα αποκτούσε γι αυτόν διαφορετικές μορφές.” (σελ: 407)

Το ίδιο το κεφάλαιο είναι η κινούμενη αντίφαση: προσπαθεί να περιορίσει τον χρόνο εργασίας στο ελάχιστο, ενώ από την άλλη μεριά τοποθετεί τον χρόνο εργασίας σαν μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου. Μειώνει άρα τον εργάσιμο χρόνο με τη μορφή της αναγκαίας εργασίας για να τον αυξήσει με τη μορφή της υπερεργασίας. Από τη μια μεριά λοιπόν ξυπνά όλες τις δυνάμεις της επιστήμης και της φύσης, όπως και του κοινωνικού συνδυασμού και της κοινωνικής συναλλαγής, για να κάνει τη δημιουργία του πλούτου ανεξάρτητη (σχετικά) από τον χρόνο εργασίας που καταβλήθηκε γι αυτόν. Από την άλλη μεριά, αυτές τις γιγάντιες κοινωνικές δυνάμεις που δημιουργήθηκαν μ’ αυτό τον τρόπο θέλει να τις μετρήσει με τον χρόνο εργασίας, και να τις περιχαρακώσει μέσα στα όρια που απαιτούνται για τη διατήρηση της ήδη δημιουργημένης αξίας σαν αξίας. Οι παραγωγικές δυνάμεις και οι κοινωνικές σχέσεις – που κι οι δυο είναι διαφορετικές πλευρές της ανάπτυξης του κοινωνικού ατόμου – εμφανίζονται στο κεφάλαιο απλά και μόνο σαν μέσα, και για το κεφάλαιο δεν είναι παρά μέσα για να συνεχίσει να παράγει πάνω στη δική του στενή βάση. Στην πραγματικότητα όμως αποτελούν τους υλικούς όρους για να το ανατινάξουν.” (σελ: 539)

Αν ο κεφαλαιοκράτης απασχολεί εργασία μόνο και μόνο για να δημιουργεί υπεραξία – για να δημιουργεί αξία περισσότερη απ’ αυτή που υπάρχει – ωστόσο φαίνεται καθαρά, ότι μόλις σταματήσει να απασχολεί εργασία απαξιώνεται και το κεφάλαιο που ήδη κατέχει ότι λοιπόν η ζωντανή εργασία όχι μόνο προσθέτει νέα αξία, αλλά και με την ίδια την πράξη να προσθέτει μια νέα αξία στην παλιά διατηρεί, διαιωνίζει την τελευταία.” (σελ: 273)

 

Πέρα απ’ το καλό και το κακό

Διαβάζοντας σήμερα λίγο περισσότερο για το ζήτημα του “μιλιταριστικού Κεϋνσιανισμού”, δηλαδή, για να μην αφήνουμε τους νεολογισμούς να συσκοτίζουν την ουσία, της δημοσιονομικής πολιτικής του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, έπεσα πάνω σε ένα άρθρο της Heidi Garrett-Peltier για λογαριασμό του Political Economy Research Institute.

Αντιγράφω την εισαγωγική παράγραφο που με εντυπωσίασε για την αποκαλυπτική της καθαρότητα:

Είναι αλήθεια ότι οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί δημιουργούν θέσεις εργασίας στην οικονομία, καθώς και ότι πολλές από αυτές τις θέσεις είναι καλά αμοιβόμενες. Όμως σε μια περίοδο που το ποσοστό ανεργίας είναι υψηλό, που οι υποδομές καταρρέουν και που η παγκόσμια κλιματολογική αλλαγή γίνεται επείγον ζήτημα, πρέπει να αναρωτηθούμε αν οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί είναι πράγματι λύση για τα οικονομικά μας προβλήματα ή αν μπορούμε να δημιουργήσουμε περισσότερες θέσεις εργασίας σε παραγωγικούς τομείς που μπορεί να μας βοηθήσουν να πετύχουμε πιο μακροπρόθεσμους στόχους. Σε μια πρόσφατη εργασία που συνέγραψα με τον Robert Pollin είδαμε ότι αν το δούμε δολάριο για δολάριο, η καθαρή ενέργεια, η ιατρική περίθαλψη, και η παιδεία δημιουργούν περισσότερες θέσεις εργασίας από ό,τι ο στρατός.

Ό,τι με εντυπωσιάζει εδώ είναι ότι σε κανένα σημείο δεν τίθεται καν ως ερώτημα ποιος είναι ο σκοπός των στρατιωτικών εξοπλισμών, και συγκεκριμένα των στρατιωτικών εξοπλισμών των ΗΠΑ, τις οποίες αφορά οικονομικά το άρθρο· ούτε απασχολεί πουθενά τη συγγραφέα ποιο είναι το κόστος, σε ανθρώπινες ζωές, της γιγάντωσης αυτών των εξοπλισμών, που βεβαίως, κάπου πρέπει να χρησιμοποιηθούν, τουλάχιστο εν τμήματι· ούτε πού και σε ποιους πουλιούνται και με τι συνέπειες, τα εμπορεύματα που παράγονται μέσω “military spending” (ο πρωτότυπος όρος της συγγραφέως). Αν η συγγραφέας υπερασπίζεται επιχειρηματολογικά την στροφή του κράτους από τις ρουκέτες ή τις νάρκες στα σχολεία ή τα νοσοκομεία, αυτό δεν αφορά στο παραμικρό ότι τα σχολεία και τα νοσοκομεία είναι πιο ανθρώπινα και πολιτισμένα αγαθά από ό,τι οι ρουκέτες και οι νάρκες· αφορά, μας λέει, ότι “δολάριο για δολάριο” δημιουργούν περισσότερες θέσεις εργασίας.

Έχω εδώ και καιρό καταλήξει ότι η νιτσεϊκή “πρόκληση” μιας ηθικής “πέρα απ’ το καλό και το κακό” είναι στην πραγματικότητα η καθυστερημένη αντανάκλαση, στο πεδίο της φιλοσοφίας, του βασικού θεμελίου της αστικής πολιτικής οικονομίας από την γέννησή της, στον 18ο αιώνα: η πολιτική οικονομία είναι η πρώτη σφαίρα στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης όπου η ηθική έχει εξαλειφθεί ως διάσταση, η πρώτη ηθικά αδιάφορη ανθρώπινη επιστήμη, και ως εκ τούτου η πιο αμιγώς μοντέρνα επιστήμη, η επιστήμη που αντανακλά στο έπακρο τον θεμελιώδη μηδενισμό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: ο φιλοσοφικός “μηδενισμός” ωχριά μπροστά της, την απηχεί ως ένα μισοπομπώδες και μισοντροπαλό αντίγραφο του ρωμαλέου, χαρωπά ξεδιάντροπου μηδενισμού που αποτελεί τον πυρήνα της οικονομικής σκέψης ως αυτοστοχασμού του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Βέβαια, η εγγενής τάση της πολιτικής οικονομίας στην ανηθικότητα –στην απόλυτη αδιαφορία για την ηθική– δεν της δίνει και το στάτους της επιστήμης, αν με τον όρο νοήσουμε αυτό που υπερβαίνει την ιδεολογία. Η “κριτική της πολιτικής οικονομίας” (ο υπότιτλος του Κεφαλαίου) είναι εφικτή επειδή, παρόλο της τον κυνισμό, η πολιτική οικονομία παραμένει αφελής, ή μάλλον αποτελεί ένα πρωτόγνωρο στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης μείγμα απάνθρωπου κυνισμού και γελοίας αφέλειας: η κυρία Garrett-Peltier, για παράδειγμα, εξετάζει το ζήτημα του “στρατιωτικού κεϋνσιανισμού” ωσάν να αφορά απλώς το με ποιον τρόπο δημιουργούνται περισσότερες εργασίας, ξεχνώντας (;) ότι υπάρχουν φάσεις στην ιστορία του καπιταλισμού, καλή ώρα αυτή εδώ, όπου το ζητούμενο είναι μάλλον η καταστροφή εργατικής δύναμης ως μοναδική αποτελεσματική μέθοδος υπερκέρασης, μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, των μακροπόθεσμων συνεπειών (απ’ τα μέσα του 70) του νόμου της πτωτικής τάσης του κέρδους (τεχνικά ομιλώντας, η δια της βίας αποκατάσταση μιας σχετικής ισορροπίας στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου μετά από μια φάση όπου το σταθερό κεφάλαιο έχει αυξηθεί υπερβολικά στη σχέση του με το μεταβλητό).

Την εξυγιαντική για το κεφάλαιο καταστροφή εργατικής δύναμης (μη τεχνικά ομιλώντας, τη μαζική δολοφονία) δεν την φέρνουν φυσικά τα σχολεία και τα νοσοκομεία, αλλά τα πυροβόλα και οι βόμβες, που έτσι αναδεικνύονται σε πολύ πιο χρήσιμα εμπορεύματα από ό,τι τα πρώτα, καθώς μπορούν και να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και να καταστρέψουν υπεράριθμη και επιβαρυντική για την οικονομία εργατική δύναμη, όπως έκαναν, για παράδειγμα, κατά τον Β Παγκόσμιο Ιμπεριαλιστικό Πόλεμο. Τέτοιες σκέψεις ακόμα και οι αυθεντικοί μηδενιστές της αστικής πολιτικής οικονομίας ντρέπονται να τις εκφράσουν. Ευτυχώς, για αυτές τις περιπτώσεις, υπάρχουν οι πολιτικοί.

Πηγή: leninreloaded