Category Archives: Ποίηση

Φωτογραφία 5

Η ποίηση είναι συνυφασμένη με την δύναμη της κίνησης της ύλης. Η βίαιη τριβή είναι η ποίηση. Καμιά φορά μιλάει έξω, αυτό είναι μουσική. Μην τα βάζετε με τους ποιητές. 

Νυχτολόγιο 9: Το ποίημα 

​Φέρτε έστω ένα ποίημα γεννημένο από την ακαδημία και θα μας χαριστεί μάλλον η αιωνιότητα. 

Η φιλοσοφία είναι ψόφια, όχι νεκρή – η διαφορά στην μυρωδιά. Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι φιλόσοφοι όπως όλοι δεν είναι ηλεκτρολόγοι. 

Οι δημοκρατικές ευαισθησίες και ανησυχίες των σοσιαλδημοκρατών, οι μαχητικοί οπορτουνιστές αντάρτες, οι ακαδημαϊκοί διανοούμενοι καριερο-μαρξιστές και οι πολιτικοποιημένοι λεφτάδες συνδικαλιστές είναι εχθροί του ποιήματος. 

Το ποίημα είναι επανάσταση που πνίγεται εσαεί στις λέξεις. 

Νυχτολόγιο 5: Ο μαρξισμός σου λέει σκάσε και πράξε.  

Εβγάτε όξω, εβγάτε όξω από τις λέξεις“, μας φωνάζει ακόμα και νεκρός.

Ο στίχος του Ν. Καρούζου αναλαμβάνει την ευθύνη της ιστορικής εποχής στο προσκύνημα της βλακείας που μαστίζει την καθεστωτική νοοτροπία. 

Το μικροαστικό μίζερο σκουλήκι της ζωής του ανθρώπου και των παραισθήσεων του ξεκινά πάλι το αργό ταξιδιώτικο δρομολόγιο για την ανάπτυξη της αρχόντισσας κυρίας, της ευτυχίας. 

Ο εγκλεισμός γίνεται η μοναδική πολιτική εμπειρία γεύσης της ασφάλειας και της διατήρησης. Το αφηρημένο διάνυσμα ενός κενού το καθοδηγεί ο ανεμοδείκτης οπορτουνισμός. Η φόρμα της αμεσότητας γίνεται το πρώτο ραδιενεργό στοιχείο του οικισμού. Μολύνεται καθημερινά με την καθεστωτική αλλαγή των εργασιακών σχέσεων μεταξύ αιτίου και αποτελέσματος. Το πρωτόκολλο του θανάτου μιας γυναίκας που επιθυμεί να προσλάβει προσωπικό για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι. 

Ο μαρξισμός δεν μιλάει. Αυτό που ο Μαρξ ήθελε να αλλάξουμε ήταν το να σταματήσουμε να ερμηνεύουμε. Ήθελε ακριβώς να βγούμε όξω από τις λέξεις. Να χειραφετηθεί η ομιλία από την αφηρημένη σκέψη. Η χειραφετημένη ομιλία είναι η πράξη. Ο μαρξισμός σου λέει σκάσε και πράξε.  

​Ῥομαντικὸς ἐπίλογος

Μη μὲ διαβάζετε ὅταν δὲν ἔχετε
παρακολουθήσει κηδεῖες ἀγνώστων

ἢ ἔστω μνημόσυνα.

Ὅταν δὲν ἔχετε

μαντέψει τὴ δύναμη

ποὺ κάνει τὴν ἀγάπη

ἐφάμιλλη τοῦ θανάτου.

Ὅταν δὲν ἀμολήσατε ἀϊτὸ τὴν Καθαρὴ Δευτέρα

χωρὶς νὰ τὸν βασανίζετε

τραβώντας ὁλοένα τὸ σπάγγο.

Ὅταν δὲν ξέρετε πότε μύριζε τὰ λουλούδια

ὁ Νοστράδαμος.

Ὅταν δὲν πήγατε τουλάχιστο μιὰ φορὰ

στὴν Ἀποκαθήλωση.

Ὅταν δὲν ξέρετε κανέναν ὑπερσυντέλικο.

Ἂν δὲν ἀγαπᾶτε τὰ ζῶα

καὶ μάλιστα τὶς νυφίτσες.

Ἂν δὲν ἀκοῦτε τοὺς κεραυνοὺς εὐχάριστα

ὁπουδήποτε.

Ὅταν δὲν ξέρετε πῶς ὁ ὡραῖος Modigliani

τρεῖς ἡ ὥρα τὴ νύχτα μεθυσμένος

χτυποῦσε βίαια τὴν πόρτα ἑνὸς φίλου του

γυρεύοντας τὰ ποιήματα τοῦ Βιγιὸν

κι ἄρχισε νὰ διαβάζει ὦρες δυνατὰ

ἐνοχλώντας τὸ σύμπαν.

Ὅταν λέτε τὴ φύση μητέρα μας καὶ ὄχι θεία μας

Ὅταν δὲν πίνετε χαρούμενα τὸ ἀθῶο νεράκι.

Ἂν δὲν καταλάβατε πῶς ἡ Ἀνθοῦσα

εἶναι μᾶλλον ἡ ἐποχή μας.

ΠΡΟΣΟΧΗ

ΧΡΩΜΑΤΑ

Μὴ μὲ διαβάζετε

ὅταν

ἔχετε

δίκιο.

Μὴ μὲ διαβάζετε ὅταν

δὲν ἤρθατε σὲ ρήξη μὲ τὸ σῶμα…

Ὥρα νὰ πηγαίνω

δὲν ἔχω ἄλλο στῆθος.
Ν. Καρούζος 

Το κάρβουνο που κοκκινίζει στη φωτιά την ιδέα του μαύρου δεν την αλλάζει

Αποσπάσματα ποιημάτων του Ν Καρούζου. Μια βαθιά ανάσα πριν ν’ αρχίσει η ναρκοθέτηση των εισηγητών της ταχείας αποκατάστασης για ένα όμορφο καλοκαίρι.

“Ο Μαρξ αποθυρώνει τον κύκλο – ο Νίτσε τον σπιτώνει. Τα φονικά λουτρά του Αγαμέμνονα και του Μαράτ δεν καταδέχονται φιλοσοφία – οπουδήποτε λάμπουν από λύσσα η Κλυταιμνή­στρα, η Charlotte (η μικρανιψιά του ποιητή Corneille, που εκτελέστηκε την ημέρα των γενεθλίων μου, 17 Ιουλίου). Στο χειρό­γραφο έβαλα φωτιά και έτσι κάηκε ολάκερη γνωσιμαχία. Κά­ποια σελίδα όμως τυχαία ολίσθησε στις φλόγες και μισογλίτωσε. Κι απ’ αυτήνε την καψαλισμένη σελίδα τώρα ξεκόβω λίγες άθλιες αλήθειες.

https://i0.wp.com/www.sigmalive.com/uploads/default/files/1576a78f7acbc1.jpg

“Οι αναστενάρηδες φωνάζουν, πατώντας απάνω στη φωτιά: Στάχτ’ να γέν’. Εμείς απ’ αλλού με άλλους όρους φωνάζουμε: Να μεγαλώνει,
η φωτιά να μεγαλώνει,
να γίνετ’ ολοένα ψηλότερη εξαρπάζοντας ιαματικά τον πλανήτη.”

“Όνομα μέσ’ στο στήθος δεν υπάρχει. Κι όμως το σώμα της φωτιάς ανεμοσάλευτο
με φλόγες λουλουδίζοντας αναταράζει
τα συμβαίνοντα κι αυτά συγκλονίζουν
ένα παράξενο σύνολο που δε βρίσκει ανάδοχο. Στα μάτια μας του παγωνιού το άλλοθι:
η φλύαρη ουρά του χασμουρήθηκε.
Στίχοι και στίχοι — λαμπυρίθρες στ’ ουρανού το κάρβουνο. Βλέπεις; Ο έρωτας του ήλιου με τη νύχτα: το φεγγάρι
τουμπανιάζει το αίνιγμα…”

“Χιλιάδες χρόνια έρημου νερού με συντροφεύουν
(ένα κουφάρι πεθαμένης μέλισσας
ανάλαφρο μέσ’ στο λιοπύρι) καθώς η νύχτα η αστραπομάτα χύνεται κάποτε στην πολύκροτη φωτιά στη μαύρη
νευροπάθεια
με στομωμένο κόκκινο ξηλώνοντας με φλόγες το σκοτάδι.”

“σε τσουχτερό κι αδάκρυτο καταχείμωνο ο παλιόγυφτος
τον είδες; — πάει με το σάλιο ο γελοιοδέστατος να πάψει να στομώσει τη φωτιά που άναψε μόλις.”

“… έμπα σ’ αυτό το ιερό δευτερόλεπτο- ρίξε κλαριά
κι άλλα κλαριά στην ανεξέλιχτη φωτιά
ρίξε μ’ αυτά στη φλόγα της
και τον πελώριο βλάκα τον Προμηθέα. Η οπλή του Κενταύρου τα μεσάνυχτα
σπιθίζει στο φυτρωμένο στερέωμα.
Είν’ ώρα να διώξεις όληνε τη σκέψη απ’ το κορμί σου-
είν’ ώρα τα κατάμαυρα κι ανύπαρχτα φτερά σου να βλαστήσεις. Το φως είναι μόνον εικόνισμα…”

“Θα πεθάνω ανατινάζοντας με νιτρογλυκερίνη τη Δραστηριότητα
στα δάση σας θα εγκαταλείψω ένα πύρινο όνομα να θρακιάζει
για να θυμόσαστε της άκαυτης φωτιάς την ισότητα για να βρυχιέται θαυμάσια ο χείμαρρος της Απουσίας.”

Κείθε θ’ ανάψουμε παλαιική φωτιά για να κάψουμε συμπεράσματα και θα ’ναι βαθιά ξεχασμένη η τηλεόραση.

“Το κάρβουνο που κοκκινίζει στη φωτιά την ιδέα του μαύρου δεν την αλλάζει.”

 

André Breton: Πόλεμος

Κοιτάζω το Τέρας που γλείφεται
Για να μπερδευτεί όσο μπορεί με ό,τι είναι γύρω του
Τα μάτια του χρώμα φουρτούνας
Ξάφνου είναι βαλτονέρια που σκεπάζονται με βρώμικα
ρούχα με σκουπίδια.
Βαλτονέρια που πάντα σταματάνε τον άνθρωπο
Βαλτονέρια με μια μικρή πλατεία Όπερας μες την κοιλιά
τους
Ο φωσφορισμός είναι το κλειδί για τα μάτια του Κτήνους
Που γλείφεται
Κι η γλώσσα του
Τοξεμένη ποιος ξέρει από πριν πού
Είναι ένα σταυροδρόμι από καμίνια
Από κάτω ατενίζω τον ουρανίσκο του
Σαν από λάμπες μέσα σε σάκους
Και κάτω απ’ το θόλο σε γαλάζιο βασιλικό χρώμα
Τόξα χρυσαφιά ξεφτισμένα προοπτικά το ‘να μέσα στ’ άλλο
Ενώ τρέχει η πνοή της γενίκευσης στο άπειρο εκείνου του πανά-
θλιου γυμνόστηθου παλιάτσου σαν κι αυτούς που βγαίνουν
στις πλατείες καταπίνοντας δαυλιά αναμμένα με πετρέλαιο
κάτω από μια ψιλή βροχή πεντάρες.
Τα σπυριά του Κτήνους λάμπουν εκατόμβες παλικαριών για να
χορτάσει ο Αριθμός
Με τα πλευρά να τα φυλάνε αστραφτερά λέπια στρατοί
Φουσκωτοί κι ο καθένας τους περιστρέφεται μια χαρά πάνω στη
στρόφιγγά του
Μ’ όλη τους την αλληλεξάρτηση σαν τα κοκόρια που βρίζονται
την αυγή από κοπρώνα σε κοπρώνα
Αγγίζουμε τη ρωγμή της συνείδησης κι όμως μερικοί συνεχίζουν
να λένε πως η μέρα θ’ ανατείλει
Η πόρτα ήθελα να πω το Τέρας γλείφεται κάτω απ’ τη
φτερούγα
Και βλέπεις τάχα από γέλιο να χτυπιούνται από σπασμούς κλέ-
φτες βαθιά σε μια ταβέρνα
Ο αντικατοπτρισμός που μ’ αυτόν είχαν φτιάξει την καλοσύνη
διαλογίζεται
Είναι ένα κοίτασμα υδραργύρου
Θα μπορούσες να το γλύψεις μονομιάς
Νόμισα πως το Κτήνος στρεφόταν σε μένα είδα ξανά τη βρωμιά
της αστραπής
Πόσο είναι άσπρο στις μεμβράνες του μες στην σβελτάδα των δα-
σών από σημύδες όπου στήνεται η ενέδρα
Μες στα ξάρτια των καραβιών του που στην πλώρα τους βουτά μια
γυναίκα με την κούραση του έρωτα να τη στολίζει πράσινη
μάσκα
Μάταιος συναγερμός το Κτήνος κρατά τα νύχια του διεγερτική
στεφάνη γύρω από τα στήθη
Προσπαθώ να μην παραπατώ φανερά όταν κουνά την ουρά του
Που είναι σημαδεμένη άμαξα και καμτσικιά
Μες στην πνιγερή οσμή της κικινδέλης
Απ’ το φορείο το βρωμισμένο με μαύρο αίμα και με χρυσάφι προς
το φεγγάρι
Ακονίζει ένα του κέρατο στο ενθουσιασμένο δέντρο των αιτιάσεων
κουλουριάζεται με φοβερή νωχέλια κολακευμένο
Το Κτήνος γλύφει το όργανό του δεν είπα τίποτα

[πηγή: Γιώργος Σπανός (επιμ.), André Breton, εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 1983, σ. 142-143]

Τεύκρος Ανθίας: “Ελέησόν με, άγιε Σατάν” αιώνιε Διαφορετικέ

Το ποίημα “Προσευχή” είναι το πρώτο από τη συλλογή του Τεύκρου Ανθία: “Άγιε Σατάν ελέησόν με” γραμμένο το 1930. Η πρώτη έκδοση των ποιημάτων έγινε στην Αθήνα το 1930 και η δεύτερη έκδοση στην Κύπρο το 1942.

Προσευχή

Ελέησόν με, άγιε Σατάν, το βράδι αυτό,
κι άκουσε, αν θέλεις, της κοιλιάς μου το γουργουρητό.
Κλαρίνα, πίπιζες, ταμπούρλα, τα έντερά μου,
μια χλαλοή, ένα πανηγύρι διοργανώνουν.
Σαν εφιάλτες οι αναμνήσεις με κυκλώνουν,
γελούν, σα μέγαιρες, τριγύρω τα όνειρά μου…

Άνθρωπος ήμουνα κ΄ εγώ κάποια φορά
κ΄ έγινα ζώο, απ΄ των πραγμάτων τη φορά.
Ναι, κάποιο χτήνος, με τα πόδια του δεμένα,
που δε μπορεί μες το λειβάδι να βοσκήσει,
δεν ημπορεί τ΄ αφεντικό του να κλωτσήσει,
γιατί το σφίγγουν οι αλυσίδες του, ωιμένα!

Κόλαση γύρω μου η ζωή με τυραννεί,
πνίγοντας κάθε βογγητό μου και φωνή.
Μα, ως τόσο, κάτι περιμένω, που όταν φτάσει,
μέσα στο φως, μες τη χαρά θα ξεχυθώ,
μια νέα αυγή, μια μέρα ολόφωτη θα ιδώ.

Κάθε μου δάκρυ, που απ’ τα μάτια μου έχει στάξει,
φωτιά θα γίνει, που ό,τι με σφίγγει θα ρημάξει.
Γαλάζια η νύχτα θα χορεύει ολόγυρά μου,
λαμπρά τ΄ αστέρια θα οργιάζουν μες το φως.
Άγιε Σατάν, τώρα που γέρασε ο Θεός,
οδήγει, Εσύ, οδήγει, Εσύ, τα βήματά μου.

image

Η πρώτη στροφή του ποιήματος μας μεταφέρει χωρίς εισαγωγικές προφάσεις κοινωνικής διαγωγής και χωρίς καμία μεταφυσική εποπτεία των οιστρογόνων ποιητικών ευαισθησιών, στην κόλαση. Η κόλαση του Ανθία και συγκεκριμένα του ποιήματος δεν ταυτίζεται και δεν σχετίζεται με την κόλαση που κατοικεί η χριαστιανική αμαρτία. Η κόλαση εδώ δεν έχει ούτε θρησκευτικό περιεχόμενο, ούτε την πολυπόθητη υπερβατική ασφάλεια αλλά ούτε καμιά υπερβατολογική αρχή.

Η κόλαση του Ανθία ή η κόλαση του 1930 είναι η κόλαση της πείνας δηλαδή “της κοιλιάς μου το γουργουρητό” ή τα “έντερα” που γίνονται μουσικά όργανα τα οποία βρίσκονται σε μόνιμο allegro και σε συνεχές tremolo. Αυτό το “γουργουρητό” λοιπόν είναι η κόλαση της οποίας γινόμαστε θεατές. Το “γουργουρητό” αυτό είναι το “γουργουρητό” το οποίο μοιράζεται μια ολόκληρη κυπριακή κοινωνική πραγματικότητα όπως επίσης και η διαλυμένη τότε όπως και τώρα δυτική πολιτική οικονομία. Τα όνειρα σε μια τέτοια εκμεταλλευτική κοινωνική πραγματικότητα γίνονται “μέγαιρες” που γελούν.

Η δεύτερη στροφή του ποιήματος εκφράζει το μεγάλο άλμα της προόδου της ανθρωπότητας που καταφέρνει από ζώο να γίνει άνθρωπος. Ο ποιητής όμως φτάνει δυστυχώς την ιστορική πραγματικότητα η οποία αφήνεται ο άνθρωπος να γίνεται και πάλι ζώο: “Άνθρωπος ήμουνα κ΄ εγώ κάποια φορά κ΄ έγινα ζώο, απ΄ των πραγμάτων τη φορά.”

Τι κάνει τον άνθρωπο να γίνεται και πάλι ζώο; Για τον ποιητή ειναι ξεκάθαρο επειδή ακριβώς:

“δεν ημπορεί τ΄ αφεντικό του να κλωτσήσει,
γιατί το σφίγγουν οι αλυσίδες του…”.

Ο ποιητής στην δεύτερη στροφή μας βουλιάζει στο λήθαργο της εκμετάλλευσης και της σκλαβιάς. Η ανελευθερία και η κτηνώδης ζωή του εργάτη είναι το μοναδικό βίωμα του ανθρώπου που ούτε καν σαν ζώο δεν μπορεί να βοσκήσει:

“που δε μπορεί μες το λειβάδι να βοσκήσει…”.

Με τον πρώτο στίχο της τρίτης στροφής ο ποιητής αναμεταθέτει την πραγματική κόλαση του “γουργουρητού” και των “μουσικών εντέρων” ονομάζοντάς την τελικά ως “κόλαση”:

“Κόλαση γύρω μου η ζωή με τυραννεί,
πνίγοντας κάθε βογγητό μου και φωνή”.

Με την επιλογή “πνίγοντας” ο ποιητής μας προϊδεάζει για τον επόμενο κιόλας στίχο.

Αυτή η ξαφνικότητα των μεταβάσεων της διάρρηξης της πραγματικότητας διακρίνεται σε όλο το φάσμα της ποίησης του Ανθία. Η αμεσότητα της ποίησης του Ανθία δεν έγκειται στην μυστηριακού τύπου διαδικασία διευθέτησης του κόσμου αλλά γίνεται η διαλεκτική διαμεσολαβητική ενέδρα από την οποία εκτοξεύει την πολεμική του δράση. Ως εκ τούτου δεν διακρίνεται πουθενά κανένα επιτηδευμένο φτιασίδωμα στην ποιητική του παραγωγή κι ούτε επίσης καμιά υπεραξιακή παραγωγή λόγου.

Ας επιστρέψουμε όμως στην τρίτη στροφή και στην ανάδειξη της υπομονής:

“Μα, ως τόσο, κάτι περιμένω…”. Η συγκεκριμένη υπομονή είναι παράγωγο της ταξικής του ύπαρξης. Μια τέτοια υπομονή διακατέχεται από αγωνιστική πάλη και χειραφετητική προοπτική και όχι απο την υπομονή η οποία απαντάει στην εκδικητική παντοδυναμία της Δευτέρας Παρουσίας. Όταν λοιπόν φτάσει η επαναστατική πράξη τότε ο ποιητής θα μπορέσει δικαίως και προπαντός νικητής να ξεχυθεί “μέσα στο φως, μες τη χαρά” και θα δεί
“μια νέα αυγή, μια μέρα ολόφωτη”.

Τέλος, με την τρίτη στροφή ο ποιητής απαντάει στο τι θ’ απογίνει ο εργάτης αν σταματούσαν να τον “σφίγγουν οι αλυσίδες του”. Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: δεν έχουν να χάσουν τίποτα εκτός από τις αλυσίδες τους.

Με την τέταρτη και τελευταία στροφή ο ποιητής εισάγει το στοιχείο εκείνο με το οποίο συνίσταται η κόλαση. Η φωτιά θα ρημάξει κυριολεκτικά την αιτία που δημιουργεί το δάκρυ, τον πόνο και την μιζέρια και έτσι θα διατηρηθούν “λαμπρά τ΄αστέρια [που] θα οργιάζουν μες το φως”.

Οι τελευταίοι δυο στίχοι του ποιήματος:

“Άγιε Σατάν, τώρα που γέρασε ο Θεός,
οδήγει, Εσύ, οδήγει, Εσύ, τα βήματά μου”,

όπως και ο πρώτος στίχος: “Ελέησόν με, άγιε Σατάν…”, ο ποιητής επικαλείται τον διάβολο. Ένα διάβολο ο οποίος εξαιρείται από την χριστιανική κοσμικότητα αποδιοργανώνοντας τον μεταφυσικό “υλισμό” της χριστιανοσύνης. Ο διάβολος του Ανθία έχει όνομα, είναι ο ίδιος ο διάβολος του Ρεμπώ που “στοιχειό δεν είναι, μήτε φάντασμα” αλλά και ο ίδιος ο διάβολος που βρίσκει κανείς στον Πεσσόα στο βιβλίο του “Η ώρα του διαβόλου”:

Είμαι πράγματι ο Διάβολος. Μην τρομάζετε, γιατί είμαι στ’ αλήθεια ο Διάβολος, και γι’ αυτό δεν κάνω κακό. Ορισμένοι μιμητές μου, στη γη και πάνω από τη γη, είναι επικίνδυνοι, όπως όλοι οι αντιγραφείς, γιατί δεν γνωρίζουν το μυστικό της ύπαρξής μου. Ο Σαίξπηρ, τον οποίο ενέπνευσα πολλές φορές, μου απένειμε δικαιοσύνη. Λέει ότι είμαι κύριος. Γι’ αυτό ησυχάστε. Είστε με καλή παρέα. Είμαι ανίκανος να προφέρω μια λέξη, να κάνω μια χειρονομία που θα προσέβαλλε μια κυρία. Ακόμη κι αν δεν μου το υπαγόρευε η ίδια μου η φύση, θα μου το επέβαλλε ο Σαίξπηρ. Αλλά, πραγματικά, δεν είναι απαραίτητο“.

Ο Σατανάς στον οποίο επικαλείται ο εργάτης να οδηγεί τα βήματά του είναι αυτός ο Σατανάς που μιλάει και ταυτοποιείται:

Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχω — ούτε εγώ, ούτε τίποτε άλλο. Όλο αυτό το σύμπαν, και όλα τα άλλα σύμπαντα, με τους διαφορετικούς Δημιουργούς τους και τους διαφορετικούς Σατανάδες τους λιγότερο ή περισσότερο τέλειους και εκπαιδευμένους— είναι κενά μέσα στο κενό, ανυπαρξίες που περιφέρονται, δορυφόροι στην ανώφελη τροχιά του τίποτα“.

Ο Σατανάς του Ανθία είναι εξαιρετική αλήθεια μιας ρήξης με την καθεστωτική αμηχανία ενός πολιτικού κόσμου που θέλει μια κλούβια ενωτική αμβροσία. Αυτό το δηλητήριο λοιπόν της δυτικής ισότιμης εκμετάλλευσης γίνεται για τον Σατανά του Ανθία και του Πεσσόα η αιώνια αλήθεια του “έξω”. Να πως το εκφράζει ο Σατανάς τον ευατό του:

Είμαι ο αιώνιος Διαφορετικός, ο αιώνιος Αναβληθείς, ο αιώνιος Πλεονάζων της Αβύσσου. Βρέθηκα έξω από τη Δημιουργία. Είμαι ο Θεός των κόσμων που υπήρξαν πριν από τον Κόσμο. Η παρουσία μου στον κόσμο αυτόν είναι η παρουσία εκείνου που ήρθε απρόσκλητος. Κουβαλάω μνήμες πραγμάτων που δεν κατόρθωσαν να υπάρξουν αλλά που προορίζονταν για να υπάρξουν“.

“τώρα που γέρασε ο Θεός” γράφει ο Ανθίας. Εξαιρετική και αυτή η αλήθεια του ποιητή η οποία αμφισβητεί την όποια Νιτσεϊκή αιωνιότητα ενός ζώντος θεϊκού θανάτου. Ο Θεός στον Ανθία δεν πεθαίνει αλλά γερνάει. Ο Ανθίας μέσα από το ποίημα του φαίνεται να γνωρίζει πολύ καλά ότι ο θάνατος του Θεού σημαίνει θάνατος της Ιδέας. Επικαλείται λοιπόν ένα διάβολο που θα τον οδηγήσει στην διαλεκτική άρνηση της συλλογικής νικηφόρας χειράφετησης. Μόνο με μια τέτοια αρνητική διαλεκτική μπορούμε να τον πεθαίνουμε αλλά και ζωντανεύοντάς τον να τον παιδεύουμε. Ο Θεός δεν γίνεται πλέον η γέρικη αδιαμεσολάβητη σχέση αλλά η διαμεσολαβημένη συγκεκριμενοποίηση. Ο Θεός γίνεται ορατός, άρα προσβάσιμος, άρα ελέγξιμος.

“Άγιε Σατάν, τώρα που γέρασε ο Θεός,
οδήγει, Εσύ, οδήγει, Εσύ, τα βήματά μου”.

Με αυτό τελειώνει η προσευχή του Ανθία και κάθε Ανθία που βιώνει την εκμετάλλευση και την πλήξη της αποξένωσης. “φωτιά θα γίνει, που ό,τι με σφίγγει θα ρημάξει” λέει ο ποιητής όπως ακριβώς επικαλείται την διαβολική φωτιά και ένας άλλος ποιητής, ο Ρεμπώ:

“Πεθαίνω από πλήξη. Αυτό είναι ο τάφος απ ́ όπου βορά των σκουληκιών γινόμαστε, η φρίκη των φρικών! Σατανά, κατεργάρη, θες να με διαλύσεις με τις γοητείες σου. Απαιτώ. Απαιτώ να με διαπεράσεις μ’ ένα δικράνι, να με κατακάψεις.
A! Για να ξαναγεννηθώ! Για να κοιτάξουν επίμονα τις παραμορφώσεις μας. Και αυτό το δηλητήριο, και αυτό το φιλί, το χίλιες φορές καταραμένο! Η αδυναμία μου, και η σκληρότητα του κόσμου! Θεέ μου, έλεος, κρύψε με, αρρωστημένος αμφιφέρομαι! Κρύβομαι, κι όμως δεν είμαι. Είναι η φωτιά π’ ανασηκώνεται με τους καταραμένους”.

Maria Banus: Ένα ποίημα

The New Notebook

Full of superstition

i begin a new notebook,

white leaves – sea foam.

I close my eyes and wait

for the first day of the world,

for Aphrodite with wet lips,

red curls of flame,

an open shell,

shy and sure,

to rise from the salt foam,

out of the primordial algae.

I wait under closed eyelids.

One can hear the grey rustle of sea gulls,

under the low sky

and the monotonous thunder of waves

only of waves

which come and go.

Maria Banus – Translated from Romanian by Laura Schiff and Dana Beldiman

 

Το Νέο Ημερολόγιο
Μεστή από δεισιδαιμονία
αρχίζω μ’ ένα νέο χαρτί,
λευκά φύλλα – αφροί της θάλασσας.
Κλείνω τα μάτια και περιμένω
την πρώτη μέρα του κόσμου,
την Αφροδίτη με βρεγμένα χείλη,
κουρελιασμένες κόκκινες φλόγες,
ανοικτό κέλυφος,
ντροπαλό και σίγουρο,
να σηκωθεί απ’ τον αφρό τ’ αλατιού,
πέρα απ’ τα αρχέγονα φύκια.
Περιμένω κάτω απ’ τα κλειστά βλέφαρα.
Ένας μπορει κι ακούει το γκρίζο θρόισμα των γλάρων,
κάτω απ’ το χαμηλό ουρανό
και την μονότονη βροντή των κυμάτων
μόνο των κυμάτων
που έρχονται και φεύγουν.

Μετάφραση: fristuti

 

“Φούγκα θανάτου”: Celan, Bach και Adorno

ΜΕΤΑΓΡAΦΟΝΤΑΣ Ἢ AΠΟΔΟΜΩΝΤΑΣ ΤOΝ JOHANN SEBASTIAN BACH

“Δομικὸ καὶ αἰσθητικὸ πρότυπο τοῦ ποιήματος εἶναι ἡ μουσικὴ σύνθεση τῆς φούγκας: δύο μουσικὰ θέματα, ἕνα κύριο (Hauptthema) κι ἕνα δευτερεῦον ἢ θέμα-ἀντί, ἀντίθεμα (Gegenthema), τοποθετοῦνται τὸ ἕνα ἀπέναντι στὸ ἄλλο καὶ ἀναπτύσσονται σύμφωνα μὲ τοὺς νόμους τῆς ἀντίστιξης (contra- punctum). Ἡ φούγκα ξεκινᾶ μονοφωνικὰ μὲ τὴν ἔκθεση τοῦ θέματος στὴν βασικὴ μουσικὴ κλίμακα (Dux). Ακολούθως, μία δεύτερη φωνὴ εἰσάγει τὸ θέμα, ἐλαφρῶς παραλλαγμένο, ὡς ἕνα εἶδος ‘ἀπάντησης’ (Comes), ἐνῶ ἡ πρώτη φωνὴ ἀναλαμβάνει τὸν ρόλο τῆς ἀντίστιξης. Tὸ σύμπλεγμα τῆς θεματικῆς ἔκθεσης καὶ τῆς ‘ἀπάντησης’ συνιστοῦν τὸ δομικὸ ὑλικὸ τῆς φούγκας, τὴν δομική της ἐκτέλεση (Exposition) ποὺ ἐπαναλαμβάνεται σὲ διαδοχικὰ ἢ καὶ ἐπάλληλα μέρη ὄχι κατ’ ἀνάγκην ὅμοια μεταξύ τους, διευρυμένα ἢ συντομευμένα, ἐνίοτε διπλασιασμένα, ἀντεστραμμένα σὰν σὲ καθρέφτη (καθρέφτισμα / Spiegelung) ἢ κίνηση καρκινική. Αὐτὲς οἱ ἀντιστικτικὲς παραλλαγὲς ἐξυπηρετοῦν τὴν δυναμικὴ ἀναβίβαση στὴν πολυφωνικὴ ἐξέλιξη. Ἀκόμη, ἡ τεχνικὴ ‘στρέττο’, ἡ στενὴ συμπόρευση τῶν δύο φωνῶν, Duc καὶ Comes, καὶ ἡ γρήγορη ἐκδίπλωσή τους ἐντείνουν ἐσωτερικὰ καὶ κορυφώνουν τὸν ρυθμὸ τῆς φούγκας. Τὸ τέλος δίνεται μὲ τὴν ἑνοποίησή τους, γνωστὴν ὡς Coda (“Fischerlexikon”, 1957, 55, 56).

Ὁ Meister τῆς φούγκας εἶναι ὁ Johann Sebastian Bach (1685- 1750). Ἄρχισε νὰ γράφει τὸ “Kunst der Fuge” («Τέχνη τῆς φούγκας»), 21 ἀντιστίξεις καὶ κανόνες, τὸ 1736, χωρὶς νὰ ὑποπτεύεται ὅτι τὸ ἔργο, ἂν καὶ παραδομένο ἡμιτελές, θὰ τὸν ἀπασχολήσει ὣς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Στὴν τελευταία ἀντίστιξη, τῆς ὁποίας τὰ τέσσερα μέρη ἔχουν κατανεμηθεῖ στοὺς τέσσερις φθόγγους τοῦ ὀνόματός του, Β-Α-C-H, λείπουν ἑπτὰ μουσικὰ μέτρα. Αὐτὰ τὰ ἐλλείποντα μέτρα καλοῦνται νὰ καλύψουν συμβολικὰ οἱ μουσικοὶ τῆς αὐτοσχέδιας ὀρχήστρας τοῦ Auschwitz (Fénelon, 1980). Ὁ ἐπιζήσας ἑβραῖος ποιητὴς ἐπιχείρησε κάτι περισσότερο: νὰ μεταγράψει τὴν φούγκα τοῦ Bach σὲ ποιητικὴ παρτιτούρα καὶ νὰ στηλιτεύσει τὴν φενακισμένη συνείδηση τοῦ μέσου γερμανοῦ, τοῦ κοινότοπου κακοῦ, ποὺ μπορεῖ μὲ τὴν ἴδια εὐκολία νὰ συγκινεῖται ἀκούγοντας μουσικὴ δωματίου καὶ νὰ στέλνει παιδιὰ στοὺς θαλάμους ἀερίων.
Στὸ ποίημα τοῦ Celan καταγράφεται ὁ ραφιναρισμένος σαδισμὸς καὶ ἡ ἀνερμάτιστη βαρβαρότητα τοῦ γερμανοῦ δήμιου ὡς ἐκτροχιασμός, χωρὶς παλινόρθωση, τοῦ ἀνθρώπινου εἴδους. Στὴν πρώτη δημοσίευση τοῦ ποιήματος, σὲ ρουμανικὴ μετάφραση ἀπὸ τὸν Petre Solomon καὶ μὲ τὸν τίτλο “Todestango“, διαβάζουμε τὸ συνοδευτικὸ σημείωμα: «Τὸ ποίημα […] ἀναφέρεται σὲ πραγματικὰ γεγονότα. Στὸ Lublin [Λούμπλιν] καὶ ἄλλα ναζιστικὰ στρατόπεδα θανάτου ὁρισμένοι ἀπὸ τοὺς καταδικασμένους ὑποχρεώνονταν νὰ παίζουν μουσική, τὴν ὥρα ποὺ ἄλλοι ἔσκαβαν τάφους» (περ. Contemporanul, Bukarest, Νr. 42, 2 Μαΐου 1947). Tὸ ποίημα στὴν γερμανικὴ ἐκδοχή του περιλαμβάνεται στὴν πρώτη ποιητικὴ συλλογὴ “Der Sand aus den Urnen” («Ἡ ἄμμος ἀπὸ τὶς ὑδρίες», 1948, μὲ δύο λιθογραφίες τοῦ Edgar Jené, ἐκδ. A. Sexl, Bιέννη). Τὸ ‘ταγκὸ’ ἔχει δώσει τὴν θέση του στὴν ‘φούγκα’. Ποιοί λόγοι ὑπαγόρευσαν αὐτὴν τὴν πολλῶν παραδηλώσεων ἀλλαγή;
Ὁ Celan δὲν θέλει ἕνα ποίημα-μαρτυρία ̇ δὲν θέλει τὸν αὐτόπτη μάρτυρα, ἐπειδὴ αὐτὸς ὁ μάρτυρας δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει. Ἀντιθέτως, ἡ φούγκα ὁρίζει τὴν ἀναζήτηση μιᾶς φωνῆς (θέμα καὶ θέμα-ἀντί’), ἔστω καταδικασμένης νὰ μὴν ἠχήσει. Τὸ σπουδαιότερο, τὸ ποίημα ἀκολουθεῖ πιστὰ τὴν δομικὴ ἐξέλιξη τῆς φούγκας τοῦ Bach, τοῦ (Kapell-) Meister τῆς Γερμανίας. Τί ἀκριβῶς σημαίνει ἡ λέξη; Δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας (πρωτο-) μάστορας. Ἡ λέξη προσδιορίζει τοὺς πάντες, ἀπὸ τὸν Θεὸ μέχρι τὸν μικροϊδιοκτήτη. Ὁ John Felstiner, ὁ βιογράφος τοῦ Celan, θεωρεῖ τὸν Bach τὸν κατ’ ἐξοχὴν Meister aus Deutschland (2008, 63). Τὸ ποίημα τοποθετεῖ ἀπέναντί του (Gegenthema) ἕναν ἀντίπαλο μυημένον στὴν μαγγανεία τῆς τέχνης, ἕναν μείζονα εἴρωνα τῆς μουσικῆς λειτουργίας. (…)

«Ἡ Φούγκα θανάτου δίνει πίσω στὸν κόσμο τὰ στρατόπεδα ἐξόντωσης καὶ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν κόσμο νὰ ἐπιστρέφει διαρκῶς σ’ αὐτοὺς τοὺς τόπους» (Jakob, 1993, σ. 146). Δὲν εἶναι memento mori οὔτε θρῆνος. Δὲν εἶναι προσευχὴ οὔτε ψαλμός. Ὁ Celan γράφει στὴν I. Bachmann: «Εἶναι ἕνα ἐπιτύμβιο κι ἕνας τάφος […]. Καὶ ἡ μάνα μου ἔχει μόνο αὐτὸν τὸν τάφο» (12.11.1959). Ὁ ποιητὴς κυριολεκτεῖ: Δὲν ὑπάρχουν μεταφορὲς καὶ ἀλληγορίες (ἀπάντηση στὸν W. Jens, 19.5.61). Tὸ «μαῦρο γάλα τῆς αὐγῆς», οἱ «τάφοι στὸν ἀέρα» δὲν ἀποτελοῦν ποιητικὲς εἰκόνες καὶ ὀξύμωρα. Ἡ μητρικὴ γλώσσα θὰ περάσει μέσα ἀπὸ τὸ ἴδιο της τὸ σκοτάδι, τὴν γλώσσα τῶν δολοφόνων, γιὰ νὰ βγεῖ στὸ φῶς. Στὸν V. Lohniský ὁ Celan δηλώνει: «Στὸ ποίημα αὐτὸ προσπάθησα νὰ φέρω στὴν γλώσσα τὴν τερατωδία τῶν θαλάμων ἀερίων» (7.6.1960). Καὶ στὴν ὁμιλία του, κατὰ τὴν ἀπονομὴ τοῦ βραβείου Büchner, τονίζει: «Μαῦρο γάλα τῆς αὐγῆς: Δὲν εἶναι καμιὰ ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς μεταφορὲς σὲ πτώση γενική, ὅπως παρουσιάζονται ἀπὸ τοὺς λεγόμενους κριτικούς μας, γιὰ νὰ μὴν μποροῦμε πιὰ νὰ προχωρήσουμε στὸ ποίημα ̇ δὲν πρόκειται πλέον γιὰ κανένα σχῆμα λόγου […], εἶναι πραγματικότητα […]» (“Der Meridian”, 22 Ὀκτ. 1960).”

AΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤῸΝ AΡΝΗΤΙΚO AΦΟΡΙΣΜO ΤΟΥ ADORNO

“Ὁ Adorno ἀπαντᾶ, στὴν διάλεξη μὲ τίτλο “Engagement oder künstlerische Autonomie” («Στράτευση ἢ καλλιτεχνικὴ αὐτονομία»), καὶ διευκρινίζει ἐπιμένοντας στὴν θέση του: «Τὴν πρόταση, πὼς εἶναι βαρβαρότητα νὰ γράφεις ποίηση μετὰ τὸ Auschwitz, δὲν θέλω νὰ τὴν μετριάσω ̇ […] Ἀλλὰ διατηρεῖ τὴν ἀλήθεια της καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ Enzensberger, πὼς ἡ ποίη- ση πρέπει ἴσα ἴσα νὰ ἀντισταθεῖ σ’ αὐτὴ τὴν ἀπόφανση, δηλαδὴ νὰ μὴν παραδοθεῖ στὸν κυνισμὸ μέσα ἀπὸ τὴν ἁπλῆ ὕπαρξή της μετὰ τὸ Auschwitz […]. Ἡ ὑπερβολὴ στὸν πραγματικό, βιωμένο πόνο δὲν ἀντέχει κανενὸς εἴδους λήθη ̇ ἡ θεολογικὴ ρήση τοῦ Pascal ‘Δὲν ἔχουμε πλέον τὸ δικαίωμα νὰ κοιμόμαστε’, πρέπει νὰ ἐκκοσμικευθεῖ»9. Οἱ ἐπιφυλάξεις του γιὰ τὴν ἀναπαράσταση μιᾶς γενοκτονίας, τὴν παρουσίαση τοῦ Ὁλοκαυτώματος ποὺ «ἔκοψε τὴν ἀνάσα καὶ τὴν λέξη», διατηροῦνται.

Ὅταν, ὅμως, διαβάσει τὴν «Φούγκα…» καὶ γνωρίσει καλύτερα τὴν ποίηση τοῦ Celan, θὰ ἀναθεωρήσει τὴν ἄποψή του καί, ὁρισμένως, θὰ συνηγορήσει ὑπὲρ τῆς ποίησης. Γράφει στὸ Paralipomenon γιὰ τὸν Celan: «[…] Αὐτὴ ἡ ποίηση εἶναι διαποτισμένη ἀπὸ τὴν ντροπὴ τῆς τέχνης μπροστὰ στὸν πόνο ποὺ εἶναι πάνω τόσο ἀπὸ τὴν ἐμπειρία ὅσο καὶ τὸν ἐξευγενισμό [Sublimierung]. Τὰ ποιήματα τοῦ Celan θέλουν νὰ μιλήσουν, μέσα ἀπ’ τὴν ἀποσιώπηση, γιὰ τὴν ἀπόλυτη φρίκη. Τὸ ἴδιο τὸ περιεχόμενο τῆς ἀλήθειας τους γίνεται ἕνα Ἀρνητικό. Μιμοῦνται μιὰ γλώσσα κάτω ἀπὸ τὴν ἀβοήθητη γλώσσα τοῦ ἀνθρώπου […], αὐτὴν τοῦ νεκροῦ ἀπὸ πέτρα καὶ ἄστρο». Συνηγορία τῆς ποίησης τοῦ Ὁλοκαυτώματος μὲ τὴν ἀπαίτηση γιὰ ἕνα ὑψηλὸ καλλιτεχνικὸ ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ καὶ μαθητεία στὸν χασσιδισμὸ ποὺ ἐπιβάλλει τὴν ἄφωνη κραυγή, τὴν σιωπή, ὡς τὴν μόνη κατάλληλη ἀντίδραση στὴν βία καὶ τὴν τρομοκρατία (Martin Buber). Ὁ Adorno βλέπει στὸν Celan τὸν σπουδαιότερο ἐκπρόσωπο τῆς ἑρμητικῆς ποίησης νὰ ἀντιστρέφει μὲ τὴν οὐσία τῆς ἐμπειρίας τὴν ἔννοια τοῦ ἑρμητικοῦ. Τὸ 1966, στὴν «Ἀρνητικὴ διαλεκτική», κλείνει τὸν κύκλο τοῦ παράξενου ἀφορισμοῦ μὲ τὸν ὁποῖο ἡ φιλοσοφία ἀναμετρήθηκε μὲ τὴν ποίηση ἐπάνω στὴ ζεστὴ ἀκόμη τέφρα τῆς Shoah σὲ μιὰ κρίση συνείδησης γιὰ τὸ κακὸ ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ ἀποτρέψει: «Ὁ διαιωνιζόμενος πόνος ἔχει τὸ ἴδιο δικαίωμα στὴν ἔκφραση ὅσο ὁ βασανιζόμενος νὰ οὐρλιάζει ̇ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἴσως ἦταν σφάλμα νὰ μὴν ἐπιτρέπεται νὰ γράφονται πιὰ ποιήματα μετὰ τὸ Auschwitz»

Πηγή: Περιοδικό Οροπέδιο #10 Άνοιξη 2011

 

Paul Celan: Φούγκα θανάτου

Μαῦρο γάλα τῆς αὐγῆς τὸ πίνουμε τὸ βράδυ

τὸ πίνουμε τὸ μεσημέρι καὶ πρωὶ τὸ πίνουμε τὴ νύχτα πίνουμε καὶ πίνουμε

σκάβουμε τάφους ψηλὰ στὸν ἀέρα ἐκεῖ ξαπλώνουμε ἁπλόχωρα

5 Ἕνας ἄντρας εἶναι στὸ σπίτι ποὺ παίζει μὲ τὰ φίδια ποὺ γράφει

γράφει ὅταν σκοτεινιάζει στὴ Γερμανία τὰ χρυσαφένια σου μαλλιὰ Μαργαρίτα

τὸ γράφει καὶ βγαίνει ἀπ’ τὸ σπίτι κι ἀστράφτουν τ’ ἀστέρια σφυρίζει κοντά του τὰ σκυλιά

σφυρίζει ἔξω τοὺς Ἑβραίους του νὰ σκάψουν ἕνα τάφο στὴ γῆ

μᾶς διατάζει ἐμπρὸς παῖξτε τώρα γιὰ χορό

10 Μαῦρο γάλα τῆς αὐγῆς σὲ πίνουμε τὸ βράδυ

σὲ πίνουμε τὸ μεσημέρι καὶ πρωὶ σὲ πίνουμε τὴ νύχτα πίνουμε καὶ πίνουμε

Ἕνας ἄντρας εἶναι στὸ σπίτι ποὺ παίζει μὲ τὰ φίδια ποὺ γράφει

γράφει ὅταν σκοτεινιάζει στὴ Γερμανία τὰ χρυσαφένια σου μαλλιὰ Μαργαρίτα

15 Στάχτη τὰ μαλλιά σου Σουλαμίτη σκάβουμε τάφους ψηλὰ στὸν ἀέρα

ἐκεῖ ξαπλώνουμε ἁπλόχωρα

Φωνάζει χτυπᾶτε πιὸ βαθειὰ στὸ χῶμα ἐσεῖς ἐδῶ ἐσεῖς οἱ ἄλλοι τραγουδᾶτε καὶ παίζετε

πιάνει στὴ ζώνη τὸ σιδερικὸ τὸ ἀνεμίζει τὰ μάτια του εἶναι γαλανά

χτυπᾶτε πιὸ βαθειὰ τὰ φτυάρια ἐσεῖς ἐδῶ ἐσεῖς οἱ ἄλλοι παίζετε κι ἄλλο γιὰ χορό

20 Μαῦρο γάλα τῆς αὐγῆς σὲ πίνουμε τὸ βράδυ σὲ πίνουμε τὸ μεσημέρι καὶ πρωὶ σὲ πίνουμε τὴ νύχτα

πίνουμε καὶ πίνουμε

ἕνας ἄντρας εἶναι στὸ σπίτι τὰ χρυσαφένια σου μαλλιὰ Μαργαρίτα

στάχτη τὰ μαλλιά σου Σουλαμίτη ποὺ παίζει μὲ τὰ φίδια

Φωνάζει παῖξτε πιὸ γλυκὰ τὸν θάνατο ὁ θάνατος εἶν’ ἕνας μάστορας ἀπὸ τὴ Γερμανία

25 φωνάζει χτυπᾶτε τὰ βιολιὰ πιὸ σκοτεινὰ κι ἀνεβεῖτε μετὰ σὰν καπνὸς

στὸν ἀέρα θά ̓χετε τότε ἕνα τάφο στὰ σύννεφα νὰ ξαπλώνετε ἁπλόχωρα

Μαῦρο γάλα τῆς αὐγῆς σὲ πίνουμε τὴ νύχτα

σὲ πίνουμε τὸ μεσημέρι ὁ θάνατος εἶν’ ἕνας μάστορας ἀπὸ τὴ Γερμανία

σὲ πίνουμε βράδυ καὶ πρωὶ πίνουμε καὶ πίνουμε

30 ὁ θάνατος εἶν’ ἕνας μάστορας ἀπὸ τὴ Γερμανία τὸ μάτι του εἶναι γαλανό

σὲ πετυχαίνει μὲ μολυβένια σφαίρα σὲ πετυχαίνει ἀκριβῶς

ἕνας ἄντρας εἶναι στὸ σπίτι τὰ χρυσαφένια σου μαλλιὰ Μαργαρίτα

ἀμολάει τὰ σκυλιά του ἐπάνω μας τάφους μᾶς δωρίζει στὸν ἀέρα

παίζει μὲ τὰ φίδια καὶ ὀνειρεύεται ὁ θάνατος εἶν’ ἕνας μάστορας ἀπὸ τὴ Γερμανία

35 τὰ χρυσαφένια σου μαλλιὰ Μαργαρίτα στάχτη τὰ μαλλιά σου Σουλαμίτη

 

 

Πού;

 

Τη νύχτα στον πέτρινο όγκο που γκρεμίζεται.

Στα πετραδάκια και τα χαλίκια της αναταραχής,
στον πιο αργό σάλο,
ο λάκκος της σοφίας που ονομάζεται Ποτέ.

Υδάτινες βελόνες
μπαλώνουν τη σκισμένη
σκιά – εκείνη πολεμάει να ξεφύγει
βαθύτερα
ελεύθερη.

Paul Celan