Category Archives: Μικροαστός

Φωτογραφία 11

Ζούμε στην εποχή της ορατικής αφής. Αγγίζουμε τον κόσμο με τα ακροδάκτυλά μας. Η αφή, η αίσθηση με άλλα λόγια, διακρίνεται από την αμεσότητα του αβασάνιστου ελέγχου της. Τα γεγονότα μπορούν να εξισωθούν πλήρως με την αβασάνιστη πληρότητα της πληροφορίας. Αυτή είναι η αίσθηση της αφής σήμερα. Ο Χούσσερλ καλά έλεγε ότι το “άλλο” μπορεί να υπάρξει με την αίσθηση της αφής και όχι με την όραση όπως ισχυρίζεται η καρδιά της δυτικής σκέψης. Σήμερα όμως ο Χούσσερλ θα έσκιζε τα δεφτέρια του με τα έξυπνα κινητά. Τα γεγονότα τ’ αγγίζουμε στην δύση, μόνο με ένα κλίκ.

Τα μυστήρια της Χριστιανοσύνης και ο εγκρατής οργασμός του αριστερού

Francesca Woodman Untitled, Boulder, Colorado, 1972-75 Courtesy George and Betty Woodman

Francesca Woodman Untitled, Boulder, Colorado, 1972-75 Courtesy George and Betty Woodman

Η αριστερά έχει αποκομίσει από την μικροαστική κουλτούρα τους ουσιαστικούς τις χυμούς και η τελευταία τυγχάνει να θηλάζεται από την αριστερά με υπέρμετρη πονηράδα. Η συνουσία αυτή δημιουργεί το αριστερό μικροαστικό υποκείμενο που τον χαρακτηρίζει στην ψυχολογία του:

  • ο ψυχαναγκαστικός έρωτας του δήθεν απρόσμενου τέλους του άλλου που πηγάζει απο την τυραννία της εκκρεμότητας
  • η ψυχρότητα στην οδύνη ως η νικηφόρα αντοχή που αποκτήθηκε από την ιστορία της καπιταλιστικής παραγωγής
  • η κενότητα του συναισθήματος στην οποία καθρεφτίζεται η ακαταμάχητη μεταμοντέρνα απάντηση στην βαρβαρότητα με ένα πίνακα χωρίς λεζάντα ενός διάσημου ανώνυμου

ως κοινωνικό υποκείμενο λειτουργεί ως:

  • μια αναμενόμενη αλλά μοναδική ύπαρξη μιας παγκόσμιας ιστορίας που γίνεται θύμα μιας διασκεδαστικής αποδόμησης για να καταφέρει εν τέλει να ζήσει ως ο βασιλειάς στο βασίλειο της απονέκρωσης των συλλογιστικών ενστίκτων
  • η καρικατούρα της κοινωνικής συνείδησης της οποίας το κοινωνικό της στοιχείο έγκειται μόνο στην επικοινωνιακή διάθεση. Τα ΜΜΕ γίνονται ο εκφραστικός χώρος αυτής της επικοινωνιακής διάθεσης εξ ου και η ανάγκη των ζωντανών κοινωνικών εκπομπών που διαδραματίζουν ένα καθαρό υποκειμενικό επικοινωνιακό όργιο αναψυχής
  • μια μοναχική ύπαρξη που ψάχνει κατανόηση στο κοινωνικά μεταμοντέρνο οτιδήποτε βαφτισμένο από μαρξιστικά προσκείμενο μέχρι και φασιστικά διανεμημένο. Η φαγούρα του να βλέπει κανείς με τα μάτια του άλλου κι ας είναι και τυφλά
Francesca Woodman 1

‘HORIZONTALE’ (PROVIDENCE, RHODE ISLAND) by Francesca Woodman

ως πολιτική προσωπικότητα καθορίζεται ως:

  • η προοδευτικότητα της προσωπικής αποδοχής του άλλου ως διαφορετική ύπαρξη σε συνδυασμό με την παραδοχή μιας πολιτικής ισότητας που εμμένει σταθερά στην απόλυτη ήττα μιας μη διαφορετικής πραγματικότητας
  • το πολιτικό ον το οποίο δημιουργείται από την αποσπασματικότητα της ιστορίας σε σχέση με την πολιτική οικονομία ή διαφορετικά πως το κεφάλαιο καταφέρνει να γίνεται το “αόρατο κάτι” ενός πολιτικού κόσμου που λειτουργεί με αυτοματικές φυσικές τυφλές διαδικασίες προς την πρόοδο
  • η θυματοποίηση του πολιτικού υποκειμένου η οποία γίνεται η αφορμή της ατομικής λύτρωσης τύπου προσωπικών επαναστάσεων
Francesca Woodman

Untitled, Rome, 1977-1978 by Francesca Woodman

και τέλος ο μικροαστός αριστερός έχει μια συγκεκριμένη υπαρξιακή πολιτική θέση όσον αφορά την σεξουαλικότητα, εκφραζόμενη ως:

  • μια μυστικιστική θρησκόληπτη τσόντα που ενέχει τον εγκρατή οργασμό
  • μια γυναικεία σεξιστική αντικειμενοποίηση ενός φαλλοκρατικού κρατικού καπιταλισμού
  • την ερωτική πράξη η οποία τοποθετείται στην μεταφυσική πυραμίδα δίπλα από τα μυστήρια της Χριστιανοσύνης

Η διαλεκτική μονταζιέρα και η απραξία

Η διαλεκτική ως ιστορικός υλισμός είναι η επιστημονική μέθοδος η οποία αναλαμβάνει την ιστορική ευθύνη να αποκωδικοποιήσει το πραγματικό στα μέτρα της πραγματικής χειραφετητικής αλήθειας και της πολιτικής και οικονομικής ελευθερίας. Η αποκωδικοποίηση δεν έγκειται στην αποκλειστικότητα της θεωρητικής διαδικασίας αλλά στην διαμεσολαβημένη επαναστατική πράξη.

Στον διαλεκτικό υλισμό θεωρία και πράξη γίνεται το διαμεσολαβητικό στοιχείο για την επαναστατική πράξη. Η μονταζέρια αυτή έχει προβληματικούς χειριστές σήμερα και πέφτει θύμα της σοσιαλδημοκρατίας και των οπορτουνιστών.

Σήμερα η θεωρία γίνεται το αγαπημένο χόμπι των μικροαστών που ξαφνικά τους ήρθε στο μυαλό ότι ο καπιταλισμός έχει και ανθρώπινο πρόσωπο και με αναγκαίους συμβιβασμούς θα αναδιαμορφώσουν το άκαμπτο πολιτικό του πολιτισμού που μεθάει συνειδήσεις και ομορφαίνει την μέρα.

Ο μικροαστισμός γίνεται ο απορριπτικός μηχανισμός οποιουδήποτε πειραματικού διαλεκτικού πολιτικού μοντάζ παραμένοντας έτσι σε μια στείρα απραξία. Η θεωρία έχει πάψει να σκέφτεται και παραμένει απλά ένας βραχνάς που θεωρεί την πράξη μια προδιατεταγμένη αστοχία.

Η διαφανής άρνηση της μόρφωσης με μια ατσαλένια οργανωτική τρέλα θα ήταν μια καλή αρχή.

Το δίκαιο πάνελ ή το πάνελ του δικαίου

Αλήθεια, μας νοιάζει πολύ ο αριθμός των λεπτών ομιλίας του κάθε υποψηφίου στα ΜΜΕ. Αν έχεις μιλήσει περισσότερο από τον άλλο τότε οι πιθανότητες εκλογής σου είναι περισσότερες. Ο ευρωπαΪκός πολιτικός πολιτισμός εξαντλείται στο δίκαιο πάνελ ή στο πάνελ του δικαίου. Τα debate είναι ένα καλό παράδειγμα όταν ο χρόνος κατανέμεται “δίκαια” στους υποψηφίους. Το κάθε φορά τέλος του χρόνου αλλά και η χρονομέτρηση των επιχειρημάτων είναι απόδειξη της ικανότητας να μιλάς γρήγορα, δηλαδή να παράγεις γρήγορα αυτό που θέλει το κεφάλαιο.

Η δημοκρατία για τον μικροαστό πολιτικό κύπριο, στην περίπτωση τώρα που μπήκαν οι κομματικοί μηχανισμοί στο προεκλογικό όργιο, αρχίζει και τελειώνει στο πάνελ.

Το πάνελ έχει γίνει ο χώρος ο οποίος νοηματοδοτεί οτιδήποτε συμβαίνει μέσα σε αυτό με τους όρους του καπιταλισμού που έτσι κι αλλιώς το καθορίζει. Ο κάθε υποψήφιος είναι το κεφάλαιο που πρέπει να δουλευτεί στο συγκεκριμένο χρόνο με τέτοιο τρόπο ώστε να παραγάγει υπεραξία. Το ίδιο συμβαίνει με την τέχνη. Οτιδήποτε βάζεις εντός του πλαισίου μιας γκαλερί γίνεται τέχνη χωρίς να είναι κατ’ ανάγκην τέχνη. Αυτό δηλαδή που καθορίζει το πράγμα ως τέτοιο είναι στο πλαίσιο που συμπεριλαμβάνεται.

Όλα λοιπόν αρχίζουν και αρχίζουν σωστά αν το πάνελ είναι δίκαιο ως προς τον χρόνο που παράγεται η τηλεοπτική υπεραξία. Αν αυτό δεν συμβαίνει, ο μικροαστός κύπριος έχει έτοιμο το θεωρητικό οπλοστάσιο της επιθυμητής κριτικής του περι δικαίου.

 

Αmor Fati: ιμπεριαλισμός και κυπριακό

Η κυπριακή πραγματικότητα στο σύνολό της δεν είναι ένα είδος πραγματικότητας που υπάρχει ως μια ξέχωρη κατάσταση μοιρολατρικού περιεχομένου ενός δηλαδή amor fati σαν να είναι έξω από την ολότητα που μας οριοθετεί.

Αν συμβαίνει αυτό, που συμβαίνει, είναι χαρακτηριστικό της δυτικής κουλτούρας. Οι ερμηνείες περί ττόπουζου κυπραίου είναι μικροαστικού τύπου ερμηνείες που έχουν την υπαρξιακή ανάγκη να οικειοποιούνται την οποιαδήποτε μοναδικότητα έστω και αν είναι αρνητική. Η μιζέρια του μικροαστού τον θέλει να είναι από κάτι μέχρι το οτιδήποτε απλά για να μπορεί να απαντήσει το βράδυ πριν πάει για ύπνο στο ερώτημα “ποιος είμαι;”

Η δυτική κουλτούρα παράγει μια υποκειμενικού τύπου υπαρξιστική ιδιοσυγκρασία η οποία εκφράζεται στην καθημερινότητα, στις κοινωνικές σχέσεις και στις σχέσεις παραγωγής. Από την άλλη αυτό εκφράζεται και σε ένα εθνικό επίσης πλαίσιο με τις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές τους προεκτάσεις.

Το amor fati της δυτικής μορφής ζωής είναι το αποκορύφωμα της συνειδητής αποβλάκωσης και της θεσμοθετημένης αστικής κυριαρχίας να επιβεβαιώνει καθημερινά την απόλυτη αιώνια επανάληψη της κυριαρχίας της. Ευχαριστούμε λοιπόν τον θεμελιωτή της αιώνιας επανάληψης που η μιζέρια του τότε αστού έπρεπε να εκφραστεί ναι μεν διανοητικά αλλά και με αισθητικές δόσεις διονυσιακής τρέλας. Από την μια δηλαδή έβρισκε τα μέσα για να ενθουσιάσει με μηδενιστικές εφηβικές βιογραφικές σκηνές τύπου Ζαρατούστρα και από την άλλη να προβληματίσει με απολλώνιες ενέσεις μιας δήθεν κριτικής στην διαλεκτική.

Η κάθε πραγματικότητα μοιράζεται κάτι κοινό που την κάνει να μοιάζει μοναδική και αυτοτροφοδοτούμενη μα που στην ουσία δεν είναι τέτοια παρά η σχέση που έχει με την κοινή προσδιοριστική αρχή της.

Με απλά λόγια η δυτική πολιτική και φιλοσοφική σκέψη κορυφώνεται σε πραγματικούς όρους στο όνομα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επειδή όμως και αυτή δεν υπάρχει ως καθεαυτότητα αλλά ως σχέση με κάτι άλλο αυτό που συμβαίνει είναι ότι διαμεσολαβείται από αυτό που της δίνει νόημα και περιεχόμενο να υφίσταται ως μια σχέση.

Ιμπεριαλισμός λοιπόν. Έτσι λέγεται ο διαμεσολαβητικός σχεσιακός τύπος που κάνει την Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει το ιστορικό δικαίωμα να θριαμβεύει. Η ευρωπαϊκή σκέψη και ο εννοιολογικός της διανοητικός κόσμος δεν είναι κάτι περισσότερο από τον ιμπεριαλιστικό τέρας που δημιούργησαν.

Ο Λεβιάθαν του Thomas Hobbes είναι ήδη ένα τιθασευμένο τερατάκι μπροστά στην ευρωαντλαντική συμμαχία που σπέρνει εγγυήσεις, ασφάλεια και ειρήνη. Ούτε ακόμα να προβάλλαμε τα αφηρημένα υποκείμενα που θα συγκροτούσαν την τέλεια κοινωνία δεν θα καταφέρνανε να αντισταθούν παρά να έτρεφαν εν τέλει τα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Από τους υπεράνθρωπους στα αυθεντικά Dasein και από τις αναμφισβήτητα σκεπτόμενες υπάρξεις μέχρι και τα αξιωματικά ηθικά όντα ο ιμπεριαλισμός θα γινόταν το ζεστό σπιτάκι που δεν κατάφεραν να έχουν στην πραγματικότητα. Τώρα, χάρη στην αιώνια επανάληψη έχουν βρει το ζεστό σπιτάκι τους κι όλα τα υποκείμενα της ιστορίας της φιλοσοφίας έχουν ένα και μοναδικό εχθρό: την εργατική τάξη.

Όταν λοιπόν αυνανίζεται η υπαρκτική μας εθνική ιδιοσυγκρασία είτε ως το κέντρο του κόσμου είτε ως η χυδαία μηδαμινότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά το αποτέλεσμα ενός πολιτικού και πολιτισμικού βόθρου που δοκιμάζουμε καθημερινά να τον εμπλουτίζουμε με όποια μέσο μας δοθεί.

Το Κυπριακό πρόβλημα λοιπόν δεν αποσυνδέεται από την ιμπεριαλιστική αγκαλιά γιατί δεν μπορεί να αποχωριστεί από την ίδια την πραγματικότητα. Όποιος δεν αντιλαμβάνεται την ιμπεριαλιστική πραγματικότητα που το κυπριακό πρόβλημα έχει εισέλθει βρίσκεται στο έλεος του καταστροφικού μέλλοντος. Αγαπάμε τόσο πολύ την μοιρά μας λοιπόν που το εθνικό ζήτημα, δημιουργία της αστικής κυριαρχίας, έχει γίνει ζήτημα αστικού τύπου ψυχαναγκαστικής παθολογίας. Η αστική λύση δηλαδή δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί με τίποτα. Οι αντιστάσεις έχουν πιάσει πάτο που το κυπριακό εκφράζεται πλέον ως παθολογικό πρόβλημα. Είναι αποκλειστικά δικό μας πρόβλημα, διαχωρισμένο από τον υπόλοιπο κόσμο και όποιο μέσο μας δοθεί πρέπει να το εκμεταλλευτούμε. Η συγκεκριμένη μέθοδος είναι η μέθοδος της τελικής αποσύνθεσης.

Έχει θεσμοθετηθεί το πρόβλημα ως μια κατάσταση πολιτικού ανεξαίρετου και μιας ενιαίας πηγής αυτοκαθορισμού. Οι ανοιχτές αγκάλες στον ιμπεριαλισμό αυτή τη στιγμή είναι η μόνη λύση για την αστική τάξη της Κύπρου… γι’ αυτό AMOR FATI διαφορετικά AMOR FATI .

 

Ιμπεριαλιστικά εργοστάσια εννοιών

Η δυτική πολιτική κουλτούρα στην κοινωνικά διεκδικητική της αγωνιστική μορφή συνίσταται στον προσωπικό αγώνα που θα επιτευχθεί μόνο από την δράση της ατομικότητας. Η ατομικότητα αυτή δεν συνίσταται όμως στο περιεχόμενο ενός κοινωνικού όντος παρά κάτω από ένα σωτηριολογικό ον τύπου θαυματοποιητή Ιησού.

Για τον δυτικό άνθρωπο η μορφή της χειραφέτησης δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια ιδιωτική υπόθεση. Όπως ακριβώς όλες οι υποθέσεις στην δυτική κοινωνία είναι καθαρά ιδιωτικές υποθέσεις έτσι ακριβώς είναι και η χειραφέτηση. Η χειραφέτηση είναι για την δυτικοποιημένη μορφή ζωής ένας διακανονισμός που δεν έχει να κάνει καθόλου με την πολιτική, αφού μπορεί να διευθετηθεί με ένα δικηγόρο και ένα συμβολαιογράφο.

Το άτομο είναι αυτό που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο και καμία συλλογική μορφή πάλης πόσο μάλλον να έχει και ταξικό περιεχόμενο. Αυτό είναι το πολιτικό και διανοητικό αποτέλεσμα του τρόπου των μέσων παραγωγής. Ένα πράγμα/προϊόν για τον δυτικό άνθρωπο γίνεται μοναδικό αν και ταυτόχρονα το βλέπει στο ράφι μέσα σε εκατοντάδες αντίτυπα. Η αίσθηση και η αντίληψη που διαμορφώνεται, ότι δηλαδή το προϊον αφορά αποκλειστικά εμένα έγκειται από την μια στο θρίαμβο της διαφημιστικής προπαγάνδας και από την άλλη έγκειται στον τρόπο της παραγωγικής διαδικασίας.

Η φωτογραφία λοιπόν της ανάρτησης από το “The Foundation for a Better Life” είναι ένα διαφωτιστικό παράδειγμα το πως ο χειραφετητικός αγώνας κάποιων προσωπικοτήτων μένει στην καλή ψυχή του ατόμου και όχι στην ώριμη ανάγκη του λαού που αγωνιζόταν για την ελευθερία του και την υπόστασή του ως χειραφετημένου κοινωνικού συνόλου που παράγει τον πλούτο στην χώρα του.

Να λοιπόν ποιός είναι στόχος αυτού του παραγωγικού οργανισμού δημιουργίας ιδέων, αξίων και αντιληπτικών ερμηνευτικών φίλτρων:
The goal of The Foundation for a for a Better Life is to offer inspirational messages to people everywhere as a contribution toward promoting good values, good role models and a better life.

Αυτός ο μικρός και μη κερδοσκοπικός οργανισμός λοιπόν, το values.com το οποίο παράγει, βάζοντας το λιθαράκι του στα θεμέλια της καλής ζωής σε συνδυασμό με τις αξίες που θα έπρεπε να έχει ο κάθε ευσυνείδητος δυτικός μικροαστός. Ο αποκλειστικά διαφημιστικός ρόλος του οργανισμού διαφημίζοντας χωρίς να πουλάει κανένα προϊόν δεν θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς τους καλούς χορηγούς οι οποίοι είναι οι εξής:

BMG Chrysalis

EMI, Peermusic

Sony

Universal and Warner/Chappell

ABC

CBS

FOX

NBC

Univision

Telemundo

CNN International

Discovery Channel

OTI

ION

Oxygen

OWN

HGTV

SPEED

Travel Channel

BET

Food Network

CW

USA

Sleuth

Bloomberg

National Geographic

Bravo

Real TV

DIY Network

Sorpresa

Telefutura

PBS

Armed Forces Network

Regal Cinemas

Cinemark

Edwards Theatres

United Artists Theatres

AMC Theatres

National Cinemedia

Cinema Concepts

Outdoor Advertising Association for America

Clear Channel

Lamar

CBS Outdoor

JC Decaux North America

Van Wagner Communications

Clear Channel UK

Clear Channel

FOX Radio

Premiere Radio Networks

Είναι καταδεικτικό λοιπόν πως η δυτική πολιτική κουλτούρα παράγει μέσα από το κυρίαρχο κεφάλαιο της αστικής τάξης τον αποκλειστικά δικό της πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό αλλά και πολιτισμικό κλειστό κόσμο. Καταφέρνει λοιπόν να εκμεταλλεύεται την εργατική τάξη αλλά ταυτόχρονα να γίνεται -η εκμετάλλευση- αποδεκτό φυσικό συμβάν μια που έννοιες, αξίες, νόηματα και πεποιθήσεις κατασκευάζονται κυριολεκτικά σε καπιταλιστικά εργοστάσια.

Ο δυτικός πολιτισμός είναι ιμπεριαλιστικός πολιτισμός. Καθηλώνει οποιαδήποτε διαλεκτική έννοια και με βία την αναδιανέμει στο κοινό ως ξεπερασμένη και αποσπασματική. Η διαλεκτική σκέψη είναι απειλή για τον ιμπεριαλισμό. Το ηθικό και το νομικό πλαίσιο που δημιουργεί ο ιμπεριαλισμός μπορεί να καταδικάζει οτιδήποτε το απειλεί. Η διαλεκτική σκέψη έχει ήδη καταδικαστεί ισόβια, το μόνο που μένει τώρα είναι η απόδραση.

 

Απολαμβάνω άρα χάθηκες

Το αστραπιαίο της φωνής της λαϊκής απόγνωσης γίνεται το μέσο της μικροαστικής αντίληψης στο ν’ αντέχει τελικά την ίδια την κραυγή της απόγνωσης. 

Η ίδια η κραυγή μεταφράζεται από το μικροαστικό αποπολιτικοποιημένο ερμηνευτικό εργαλείο ως η απολαυστική της ανυπαρξίας. Η πραγματολογική επιβεβαίωση ότι υπάρχει η δυναμική να βιώσουμε ως θεατές της πραγματικότητας την κραυγή της αποξένωσης και της απραξίας στο άλλο, είτε ακόμα και από το ίδιο, εντός της πραγματικότητας, γίνεται το μαρτυρικό φαντασιακό μιας επιβράβευσης ή ακόμα μιας θείας κοινωνίας ενός μεταμοντέρνου: υπάρχω άρα αρκεί που απολαμβάνω. Το ν’ απολαμβάνουμε μια πραγματική κραυγή νομιμοποιεί την πρόσβαση στο δελτίο της καταγραφής μας στην ιστορική συνέχεια αλλά όχι όταν είμαστε οι φορείς της κραυγής.

Αυτό το ιστορικό κενό είναι που ψάχνει η απολαυστική της θεατρικής νομιμότητας μιας πραγματικότητας που δεν αγκαλιάζεται από την χειραφετιτική αλήθεια ενός άλλου είδους ύπαρξης. Καταγράφω δηλαδή το βίωμά μου στον ιστορικό χρόνο μόνο ως μια σκηνική παρουσία ή στη καλύτερη περίπτωση μια δραματολογική οπτασία. 

Αυτή είναι η καπιταλιστική υπαρξιστική κουλτούρα του θαύματος που λέγεται υπάρχω γιατί έχω κέρδος και του έχω κέρδος άρα υπάρχω. Απολαμβάνω με άλλα λόγια την ικανότητά μου να ξεγελώ την ιστορία ώστε να μην με λαμβάνει στα σοβαρά και να καταφέρνω να χάνομαι στους φοβησμένους εφιάλτες της. Κάπως αμήχανα θα προσλάμβανε η πανουργία του Λόγου την συναισθηματική κυριαρχία του υποκειμενικού δυνάστη.

Η απόλαυση του να μην υπάρχω με στην κραυγή του κόσμου αναμετριέται με το πάθος της ίδιας της κραυγής που φωνάζει για την θέση της ως οδηγητή της ιστορίας.

Η ανάλυση, η ερμηνεία, η εξήγηση, η ομιλία και η θεωρία, η κατανόηση ακόμα κυριαρχεί πάνω στην πράξη μια πράξη που συνεχίζει να ασφυκτιά στον θεωρητικό λαβύρινθο του κυρίαρχου που απλά πραγματώνεται με μια λογιστική βοήθεια.

Από την εκμετάλλευση στην «αξιοπρέπεια» και στην «αναγνώριση»: Το κοινωνικό υποκείμενο με όρους ηθικής και εξουσίας

Γράφει ο Θανάσης Αλεξίου

Όλο και συχνότερα τον τελευταίο καιρό το κοινωνικό ζήτημα προσλαμβάνεται με ηθι(κιστι)κούς όρους: με όρους αξιοπρέπειας, αναγνώρισης, τιμιότητας, διαφθοράς κ.λπ. Το γεγονός αυτό εμφανίζει τις κοινωνικές σχέσεις ως προσωπικές σχέσεις με ηθικό υπόβαθρο. Εφόσον τα άτομααποδεχτούν τις ενδεδειγμένες προσωπικές (ηθικές) στάσεις όλα δύνανται να επιτευχθούν. Στο βαθμό που η κοινωνία ορίζεται ως άθροισμα ατόμων και όχι ως σύστημα σχέσεων, η ηθική των ατόμων μπορεί να κάνει και τον καπιταλισμό καλύτερο και ηθικό. Παρόλο που αυτοί οι ηθικές διδαχέςξεκινούν με την εκστρατεία ηθικοποίησης των «επικίνδυνων τάξεων» (τέλη 19ου αι.), δηλαδή της εργατικής τάξης και είναι μέρος ενός συνολικού εγχειρήματος κοινωνικής πειθάρχησης του πληθυσμού, με την κρίση του κράτους πρόνοιας και την συνακόλουθη ιδιωτικοποίηση του κοινωνικού δεσμού (εμπορευματοποίηση δημόσιων αγαθών) επανέρχεται εκ νέου ένας ηθικός λόγος που συνοδεύεται όμως από την ένταση κοινωνικοποιητικών (κατηχητικών) πρακτικών και πρακτικών ελέγχου του κοινωνικού σώματος. Ο λόγος αυτός διαφοροποιείται ανάλογα με τη θέση των κοινωνικών στρωμάτων που τον εκφέρουν στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Αν ο λόγος των νέων κοινωνικών κινημάτων που εκφράζουν τον «ριζοσπαστισμό» μεσοαστικών στρωμάτων, τόσο εξαιτίας της καταναλωτικής συνθήκης (νεωτεριστικοί τρόποι ζωής κ.λπ.)όσο και εξαιτίας της επαπειλούμενης κοινωνικής έκπτωσης διανθίζεται με στοιχεία αντικαπιταλιστικού ρομαντισμού (αντι-παγκοσμιοποίηση, littleisbeautiful, «βιωματική» λογοτεχνία, ethnic-μουσική, «επιστροφή στις ρίζες», οικολογικός ρομαντισμός, κ.λπ.) ο λόγος ακροδεξιών και φασιστικών κομμάτων που εκφράζουν τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα και τους «νοικοκυραίους» και απειλούνται με προλεταριοποίηση, διανθίζεται με στοιχεία ενός αντιδραστικού ρομαντισμού.

Σε μεγάλο βαθμό η εννοιολόγηση του κοινωνικού ζητήματος με όρους προσωπικής αξιοπρέπειας, και προσωπικής «αναγνώρισης» (όπως A. Honneth κ.ά.) αναφέρεται στις αξίες της προκαπιταλιστικής κοινότητας όπου οι άνθρωποι καθώς ήλεγχαν την εξέλιξη των πραγμάτων εμφανίζονταν ως πρόσωπα (τίμιοι, ειλικρινείς, αξιοπρεπείς κ.λπ.). Στις προκαπιταλιστικές συσσωματώσεις οι κοινωνικές σχέσεις δεν είχαν αυτονομηθεί πλήρως από τα πρόσωπα και συνιστούσαν περισσότερο αυτοσκοπό και λιγότερο μέσον. Ωστόσο ο ορισμός του κοινωνικού ζητήματος σήμερα με αναφορά την κοινότητα (Community) και το αξιακό της σύστημα λειτουργεί ιδεολογικά (αντικαπιταλιστικός ρομαντισμός), επειδή ως διακύβευμα αναδεικνύεται η αποκατάσταση των ατόμων ως προσώπων στο πλαίσιο ενός παρωχημένου συστήματος σχέσεων και όχι η κατάργηση της εκμετάλλευσης.

Η κοινωνία ως «ηθική κοινότητα» (E. Durkheim) που συνέχεται από «συλλογικές αναπαραστάσεις» (ιδέες, θρησκευτικά συστήματα, βιώματα κ.λπ.) (ιδεαλισμός), υποδηλώνει επίσης ότι η διάρρηξη του κοινωνικού δεσμού (ανομία) μπορεί να αρθεί αν ενισχυθούν οι ηθικοί δεσμοί και ενταθούν οι κοινωνικοποιητικές πρακτικές. Από την στιγμή που η εργασία λόγω της μαζικής ανεργίας δεν διασφαλίζει την κοινωνική ένταξη μένει μόνο η κατήχηση και οι «κατά φαντασία ειδικότητες» (Β. Bernstein) για κατάρτιση, κυρίως των νέων (ΙΕΚ, μεταπτυχιακά κ.λπ.), καθώς θεωρείται πως το πρόβλημα βρίσκεται στην πλευρά της προσφοράς (εργατικής δύναμης) και όχι στην πλευρά της ζήτησης. Ωστόσο δουλειές δεν υπάρχουν εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, παρόλο που η χώρα διαθέτει ένα πολυειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Συνεπώς το πρόβλημα βρίσκεται στην πλευρά της ζήτησης. Σε αυτό αποσκοπούν στις μέρες μας τα προγράμματα «δια βίου μάθησης» και τα σεμινάρια αυτοπαρουσίασης όπου ο εργαζόμενος καλείται να σκηνοθετήσει τον εαυτό του και να μετατραπεί σε επιχειρηματία της εργατικής του δύναμης (βλ. «θεωρία του ανθρωπίνου κεφαλαίου»). Στην εμπέδωση μιας νέας εργασιακής ηθικής αποβλέπουν επίσης και τα «προγράμματα κοινωφελούς εργασίας». Εδώ το ζητούμενο δεν είναι η εργασία και η αποκατάστασή των ατόμων ως παραγωγών, αποκατάσταση που προσκρούει στην ίδια την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας, αλλά η αποκατάσταση των εργαζομένων ως προσώπων δια μέσου πατερναλιστικών (πελατειακών) πρακτικών. Στο συγκεκριμένο κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο η εργασία έχει εκπέσει σε απασχόληση (ευκαιριακή) πουπλήρως έχει εξατομικευτεί. Σημαντικό στοιχείο των κατ’ επίφαση «καλών πρακτικών»για την απασχόληση και την ανεργία είναι ο διεμβολισμός μιας πρότερης εργασιακής βιογραφίας και εμπειρίας ζωής των ατόμων και η παραμονή τους στη λογική της αγοράς. Κατ’ αυτόν τρόπο διαμορφώνεται ένα μοντέλο ευέλικτου εργαζομένου χωρίς δικαιώματα αλλά ιδιωτικοποιείται κιόλας ο κοινωνικός δεσμός, καθώς η «προώθηση» γίνεται μέσω των ΜΚΟ. Σε ένα άλλο επίπεδο η κατανόηση της εργασίας ως μέσου αυτοπραγμάτωσης και ατομικής ενδυνάμωσης, – το άτομο ως «επιχειρηματίας του εαυτού του» (self-development/self-management) – αποκόβει τα άτομα από την εργασιακή συλλογικότητα, ιδιωτικοποιώντας μια σχέση στην οποία τα άτομα εμπλέκονται ως παραγωγοί. Στη νέα εργασιακή ηθική το άτομο εμφανίζεται «σαν αφεντικό του εαυτού του» με την εργασία να έχει απελευθερωθεί από τις εργαλειακές-βιοποριστικές πλευρές της (βλ. P. duGay). Με ανάγλυφο τρόπο αυτό το εργασιακό ήθος και αυτές οι εργασιακές σχέσεις αποτυπώνονται στον εργαζόμενο («αυτοαπασχολούμενο»), στον «εργαζόμενο με μπλοκάκι» του ΤΕΒΕ.

Μολαταύτα στην αστική-καπιταλιστική πραγματικότητα ατομική «αξιοπρέπεια» μπορούν να έχουν όσοι/όσες διαθέτουν κύρος (απόρροια της κοινωνικής θέσης ή, της εργασιακής κατάστασης), ιδιοκτησία και πόρους (οικονομικούς και συμβολικούς) ή, αποζητούν εξαιτίας αυτών αναγνώριση και θετική διάκριση. Και αυτό παρόλο που όλες οι μορφές εργασίας (ως μέρος του συλλογικού εργάτη), ανεξάρτητα από το περιεχόμενο και την μορφή τους είναι εξίσου αναγκαίες για την διατήρηση και την αναπαραγωγή της κοινωνίας. Εν πρώτοις, λοιπόν, οι έννοιες της αξιοπρέπειας και της αναγνώρισης φαίνεται να αφορούν τα (μεσο)αστικά στρώματα. Σε ένα βαθμό αυτό αφορά και τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα (αυτοαπασχολούμενοι, βιοτέχνες, έμποροι κ.ά.) που έχουν μικρή ιδιοκτησία και αποδέχονται τις αξιακούς κώδικες της αστικής κοινωνίας. Αντίθετα η εργασία των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων ως εξαρτημένη και εκτελεστική (χειρωνακτική) απαξιώνεται και υποβαθμίζεται κοινωνικά ώστε να νομιμοποιείται η υποπληρωμή της. Εδώ δεν υπάρχει επομένως ούτε η ανάγκη αλλά ούτε η επιθυμία για επίδειξη και αναγνώριση. Τι να επιδείξει κανείς; Το σπίτι «με εφτά νομά σε ένα δωμά»; «Τα μουτζουρωμένα χέρια»; Την υπακοή στον εργοδότη; Τις ενδεείς συνθήκες ζωής; Ούτε πάλι οι τρόποι ζωής τους (κατοικείν, αισθητικές προτιμήσεις, καταναλωτικές συνήθειες κ.λπ.) διακρίνονται για την ιδιαιτερότητά τους (exclusivity) ώστε να συγκροτούν, όπως το θέτει ο M. Weber, διακριτή κοινωνική τάξη.Αντίθετα τα αστικά και μεσαία στρώματα μπορούν να επιδείξουν την αναβαθμισμένη (σχεδιαστική/διευθυντική) εργασία τους που σε μεγάλο βαθμό ελέγχει την εργασία άλλων, την εργασιακή τους αυτονομία, την απλοχωριά του σπιτιού που τους επιτρέπει να αναπτύξουν μια ιδιωτικότητα και να επικοινωνήσουν διαλογικά με τον εαυτό τους. Να γιατί αυτά τα στρώματα αποδίδουν τόση σημασία στην αυτονομίακαι στην αυτοπραγμάτωση. Σε τελική ανάλυση η κοινωνική αναγνώριση με τις υλικές και συμβολικές αμοιβές που τη συνοδεύουν, επιβεβαιώνει και νομιμοποιεί αυτά τα στρώματα, πόσο μάλλον όταν αυτά αποσπούν από το κοινωνικό πλεόνασμα, -και εξαιτίας του ελεγκτικού χαρακτήρα της εργασίας τους-αρκετά παραπάνω από το κόστος της βιολογικής και κοινωνικής αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης.

Η αντίληψη της κοινωνίας ως ηθικής κοινότητας πάει σύμφωνα με τον E.P.Thompson (The Making of English Working Class) πίσω στην περίοδο της Moral Economy (δίκαιοι μισθοί/δίκαιες τιμές κ.λπ.). Τα ηθικά-εθιμικά στοιχεία της Moral Economy διαπερνούν σύμφωνα με τον ίδιο το αξιακό σύστημα της αγγλικής εργατικής τάξης στη διαδικασία συγκρότησής της (18ος-19ος αιώνας) και προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική της δράση. Τόσο η προσέγγιση του E.P.Thompson όσο και άλλων (F. Fanon, P. Freire) που έχουν ως μονάδα ανάλυσης τον (δι)υποκειμενικό κόσμο και τις συνειδησιακές του στρώσεις («βουβή εμπειρία», «κουλτούρα της σιωπής» «βίωμα της καταπίεσης» κ.λπ.) και μπορεί να τις εντάξει κανείς στη φαινομενολογία ή, στον ουμανιστικό υπαρξισμό, υποτιμούν σε ένα βαθμό τη δομή, -στην περίπτωση της αγγλικής εργατικής τάξης τη μισθωτή εργασία-, που επενέργησε πάνω στη διϋποκειμενικότητα και στην κοινωνική συνείδηση και τις διαμόρφωσε. Ως γνωστόν η φαινομενολογία διατείνεται πως αφού τεθεί σε παρένθεση η ορθολογική (επιστημονική) σκέψη που αποικιοποιεί τους βιωμένους κόσμουςμπορούμε να ακουμπήσουμε την καθαρή συνείδηση. Κατ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να επέλθει η αποπραγμοποίηση (δηλαδή η αποτίναξη εκείνων των στάσεων που εκλαμβάνονται ως «φυσικές»).

Εντούτοις η αποπραγμοποίηση της συνείδησης χωρίς αποπραγμοποίηση (αποδόμηση) της ίδιας της πραγματικότητας δεν κάνει νόημα, πόσο μάλλον όταν η πραγματικότητα στην φαινομενολογία συνέχεται από νοήματα και «κατασκευάζεται» μέσα από τις ερμηνείες των ίδιων των υποκειμένων («ιθαγενείς κατηγορίες»). Στο συγκεκριμένο Παράδειγμα δεν τίθεται καν ζήτημα αν τα άτομα βρίσκονται σε πλάνη (ιδεολογία) ή αν αυτά είναι εκτεθειμένα σε αλλότρια ως προς την συνείδησή τους συμφέροντα (ταξικά, αγοραία). Κατά τον ίδιο τρόπο η αποπραγμοποίηση της συνείδησης και η απόκτηση μια κριτικής σκέψης που υπόσχεται η «κριτική παιδαγωγική», παραχωρώντας στο σχολικό θεσμό και στους παιδαγωγούς «πρωτοποριακό» ρόλο, -όπως και ο πραγματισμός του J. Dewey- υπονοεί επίσης ότι η κοινωνία μπορεί να αλλάξει αν αλλάξει η κοινωνική συνείδηση. Εδώ όμως σε κοινωνικό υποκείμενο δεν αναδεικνύονται οι παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου, δηλαδή η εργατική τάξη, αλλά οι «καταπιεσμένοι», «οι καταφρονημένοι», «οι αγανακτισμένοι» κ.ο.κ. Ωστόσο η καταπίεση δεν είναι το ίδιο πράγμα με την εκμετάλλευση. Ενώ στην εκμετάλλευση υπάρχει ενσωματωμένη καταπίεση στην καταπίεση δεν υπάρχει οπωσδήποτε εκμετάλλευση. Όπως το θέτει ο αμερικανός κοινωνιολόγος E. OWright: οι γονείς μπορεί να καταπιέζουν τα παιδιά, ωστόσο δεν τα εκμεταλλεύονται. Το ίδιο συμβαίνει και με την έμφυλη καταπίεση.

Είναι προφανές πως όταν το κοινωνικό ζήτημα τίθεται με όρους εξουσίας (καταπιεστές/καταπιεζόμενοι) τα κοινωνικά υποκείμενα θα αναζητηθούν στη σφαίρα της εξουσίας (M. Weber, M. Foucault κ.ά.). Με αυτή την έννοια θα αρκούσε η κατάληψη της πολιτικής εξουσίας για να αρθεί η καταπίεση και να αποκατασταθεί η αδικία. Εφόσον πάλι το ζήτημα τεθεί με όρους κύρους («καταφρονημένοι») η αναγνώριση της ιδιότητας του πολίτη, θα έπρεπε επίσης να άρει την αντίθεση και να αποκαθιστά την αξιοπρέπεια. Εφόσον πάλι το ζήτημα τεθεί με ηθικούς όρους (τίμιοι/διεφθαρμένοι, «αγανακτισμένοι») η αντικατάσταση των πρώτων από τους δεύτερους θα αρκούσε, όπως διατείνεται η θεωρία των ελιτ, που ενστερνίζεται επίσης η Χρυσή Αυγή (αριστοκρατία του έθνους και της φυλής), για να αντιμετωπιστεί η διαφθορά και να αποκατασταθεί η τίμια διαχείριση. Εντούτοις κοινή είναι η διαπίστωση ότι οι οποιεσδήποτε αλλαγές στα διάφορα πεδία αδυνατούν να άρουν τις αιτίες αυτών των αντιθέσεων. Επομένως οι άνισες θέσεις, οι ασύμμετρες σχέσεις, εφόσον δεχτούμε μια κοινωνική διαστρωμάτωση δύναμης, κύρους, ηθικής κ.ο.κ., είναι παράγωγες της ταξικής συνθήκης. Αυτή είναι εν τέλει που διαπερνώντας όλα τα επίπεδα του εποικοδομήματος παράγει δευτερογενείς αντιθέσεις που απολήγουν σε ασύμμετρες σχέσεις και στις πολλαπλές καταπιέσεις. Εκ των πραγμάτων λοιπόν μόνο τα υποκείμενα που δομούνται στη σφαίρα παραγωγής και απόσπασης του κοινωνικού πλούτου, δύνανται, θέτοντας το ζήτημα της εκμετάλλευσης, να θέσουν επίσης το ζήτημακατάργησης των επιμέρους καταπιέσεων. Βαθμίδες εξουσίας και κύρους, κατηγορίες ηθικής κ.λπ. αδυνατούν να εξηγήσουν την πολλαπλότητα των καταπιέσεων (εξουσιαστικών, ηθικών, έμφυλων κ.ά.), καθώς δεν διαθέτουν τους θεωρητικούς (μεθοδολογικούς) συνειρμούς που ενυπάρχουν στην αναλυτική κατηγορία της κοινωνικής τάξης (η τάξη ως μορφή ενσωματωμένης εκμετάλλευσης) (G. Ε.Μ deSteCroix). Μόνο εφόσον το κοινωνικό ζήτημα τεθεί με όρους εκμετάλλευσης και όχι με όρους μιας «ταυτοχρονίαςκαταπιέσεων», -με την κάθε μία από αυτές να εντοπίζεται σε μια διαφορετική μορφή κυριαρχίας (δύναμης, ηθικής, φυλής, φύλου κ.λπ.)-μπορούν να προσδιοριστούν οι αιτίες των φαινομένων και να ιεραρχηθούν προτεραιότητες ώστε να η ανάλυσή μας να αποφύγει το τυχαίο και το αυθαίρετο.

*Καθηγητής Κοινωνιολογίας/Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Πηγή: Ατέχνως

Βιταμίνες και ιχνοστοιχεία

Η ακαδημαϊκή φιλοδοξία του κρεβατωμένου μυξιάρικου που έμαθε στα εργαστήρια ότι η ταξική πάλη έγινε από συναισθηματικούς οργασμούς, η μικροαστική θρησκευτική χαλαρότητα μιας δύναμης που υποτίθεται αυξάνεται όταν δεν σκοτώνεται αλλά και η επαναστατική γυμναστική του ανοιχτόμυαλου ειδήμονα χιπστερά που κάνει μπαντιέρα την αποδοχή του διαφορετικού σαν να ο ίδιος να έχει πρόσβαση στην κατηγορική προσταγή βάζουν τους δικούς τους μύθους μπροστά στους βρώμικους άθεους προλετάριους επαναλαμβάνοντας στα κέντρα δημιουργικής εγγραφής ότι δεν υπάρχει πλέον εργατική τάξη.

Να σβήσουν θέλουν με ένα πρέπει τα λερωμένα πρόσωπα των εργατών, διαφορετικά τα κάνουν τέχνη ή αλλιώς μεταμοντέρνα παράκρουση. Για να μην γίνουν σαν δαύτους πίνουν τις κατάλληλες βιταμίνες και ιχνοστοιχεία από μπρος και από πίσω. Η υγεία τους έγινε η μεταφυσική μιας ζωής θανάτου. Δεν υπάρχει ο θάνατος στον δυτικό ανοργασμικό μικροαστικό σας κόσμο παρά μόνο υπάρχει ο φόβος της αιωνιότητας όσο ζει κανείς. Η ζωτική ορμή, το πάθος και το ένστικτο της απόλαυσης έγιναν βιταμινούχα επιχειρήματα σφραγισμένα αεροστεγώς. Η λογική, η σκέψη και η διαλεκτική έγιναν απαρχαιωμένα αγάλματα που η χρησιμότητά τους δεν αποδίδει στον μικροαστό την θαυματοποιητική του ανάγκη να αλλάξει με μιας όχι μόνο την κοινωνία αλλά ακόμα και την κοσμική αρμονία.

Η μικροαστική αντίσταση βρίσκει την ουσία της και ξεκινά από μια φοβική κουλτούρα που ο θάνατος είναι γι’ αυτήν η ελπίδα και η νίκη μιας αγωνιστικής καρικατούρας.

Γκρέξιτ, Νατάσα και εθνική περηφάνια

Στις 11 June 2015 αργά το βράδυ στο Barbican, στο Λονδίνο, με τον τίτλο Markos Vamvakaris the Patriarch of Rebetiko είχε μόλις τελειώσει με επιτυχία η συναυλία προς τιμή του πατριάρχη του ρεμπέτικου. Επιτυχία όμως μόνο όσον αφορά τα κέρδη του Barbican και σίγουρα με αποτυχία της ρεμπέτικης μουσικής. Δεν το λέω αυτό γιατί θα έπρεπε η ρεμπέτικη μουσική να μην παίζεται σ’ αμφιθέατρα αλλά το λέω με την σκέψη ότι η ρεμπέτικη μουσική δεν θα έπρεπε να δέχεται τον εμπορευματοποιημένο εξευτελισμό που έχει δεχτεί και από το Barbican αλλά και από τους επί τω πλείστον ελλαδίτες και κύπριους παρευρισκομένους.

Στο αμφιθέατρο ελάχιστες θέσεις είχαν μείνει κενές και το πολιτιστικό κέντρο σπάνια το πετύχαινες με τόση μαζική ροή έλευσης… Και για να μην λέω πολλά, είχε δημιουργηθεί κατά την διάρκεια της συναυλίας μια ατμόσφαιρα εθνικής περηφάνιας με τσιφτετελέ ύφος αλλά πάνω από όλα υπήρχε σεβασμός στον ενδυματολογικό τομέα μια που η κιτσαρία είχε κάνει την δική της πασαρέλα. Έμειναν όλοι ευχαριστημένοι, και το Barbican αλλά και ο κόσμος, μια που είχε περάσει καλά και έβγαλε όλα τα μικροαστικά απωθημένα με σάλτσα εθνικής περηφάνιας. Τόσο πολύ δηλαδή που είχε εμφανιστεί στο τέλος η artistic curator της συναυλίας Λίνα Νικολακοπούλου και μας είπε ότι μόλις έχουμε κάνει το δικό μας Γκρέξιτ μέσα στο Barbican, μέσα στο Λονδίνο (ακόμα δεν καταλαβαίνω το νόημα αυτής της θέσης).

Θα μπορούσαν να λεχθούν πολλά γι’ αυτήν την συναυλία καρικατούρα, από την μουσική και την καλλιτεχνική επιμέλεια μέχρι και το ενδυματολογικό κ.τ.λ. Το βασικό όμως είναι ότι πέτυχε. Κατάφερε να συγκεντρώσει ελλαδίτες και κύπριους κοντά με αποτέλεσμα τα ταμεία του Barbican να κλαίνε από το βάρος. Η εθνική περηφάνια πουλάει και το έχουν καταλάβει πολύ καλά εκεί τα τσακάλια του Barbican. Το άλλο που έχουν καταλάβει ως συμπέρασμα από την ρεμπέτικη συναυλία είναι ότι η εθνική περηφάνια πρέπει να συνοδευτεί με το απαιτούμενο τσιφτετελέ ύφος αλλιώς καήκαμε.

Τι έχουν κάνει λοιπόν τα τσακάλια του Barbican για να επαναλάβουν το επιτυχημένο εθνικό οργασμό των Ελλήνων και Κυπρίων του Λονδίνου: Αυτό: Natasa Theodoridou 7 October 2015 / 19:30