Category Archives: Μαρξ

Νυχτολόγιο 8: Το κινούν ακίνητο

​Το ιστορικό συμβάν της κάθε φορά ιστορικής στροφής είναι η σχεσιακή αποκρυστάλλωση μιας συγκεκριμένης πολιτικής, οικονομικής, πολιτιστικής και κοινωνικής μορφής ζωής που φτάνει στη διαλεκτική κορύφωση μετεξέλιξης του μέλλοντος. Το ιστορικό συμβάν δεν είναι ακίνητο συμβάν αλλά η επιτομή της ιστορικής κίνησης της ύλης. 

Η Οκτωβριανή Επανάσταση για παράδειγμα είναι ένα ιστορικό συμβάν στο οποίο κορυφώνεται η μορφή ζωής η οποία φτάνει στην συνειδητότητα του κόσμου, της ελευθερίας και του πράγματος για μένα

Ο ιμπεριαλισμός από την άλλη είναι το αντιστρόφως ανάλογο ως προς την ισοπέδωση των ιστορικών εντάσεων. Ο ιμπεριαλισμός ισοπεδώνει την παράδοση μέχρι και το σήμερα, από την μέρα μέχρι το σκοτάδι. Ο ιμπεριαλισμός γίνεται η ιστορική γενίκευση μιας φυσικής κατάστασης που επικρατεί μεταφυσικά. Με αυτό τον τρόπο τον βρίσκει κανείς εύκολα και αντίδιαλεκτικά πανταχού παρόν.

Η ανακρίβεια στοιχίζει ζωές, ρώτησε ένα χειρουργό. Η ιστορική γενίκευση στοιχίζει την εξέλιξη, ρώτησε ένα νεκρό. 

Νυχτολόγιο 5: Ο μαρξισμός σου λέει σκάσε και πράξε.  

Εβγάτε όξω, εβγάτε όξω από τις λέξεις“, μας φωνάζει ακόμα και νεκρός.

Ο στίχος του Ν. Καρούζου αναλαμβάνει την ευθύνη της ιστορικής εποχής στο προσκύνημα της βλακείας που μαστίζει την καθεστωτική νοοτροπία. 

Το μικροαστικό μίζερο σκουλήκι της ζωής του ανθρώπου και των παραισθήσεων του ξεκινά πάλι το αργό ταξιδιώτικο δρομολόγιο για την ανάπτυξη της αρχόντισσας κυρίας, της ευτυχίας. 

Ο εγκλεισμός γίνεται η μοναδική πολιτική εμπειρία γεύσης της ασφάλειας και της διατήρησης. Το αφηρημένο διάνυσμα ενός κενού το καθοδηγεί ο ανεμοδείκτης οπορτουνισμός. Η φόρμα της αμεσότητας γίνεται το πρώτο ραδιενεργό στοιχείο του οικισμού. Μολύνεται καθημερινά με την καθεστωτική αλλαγή των εργασιακών σχέσεων μεταξύ αιτίου και αποτελέσματος. Το πρωτόκολλο του θανάτου μιας γυναίκας που επιθυμεί να προσλάβει προσωπικό για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι. 

Ο μαρξισμός δεν μιλάει. Αυτό που ο Μαρξ ήθελε να αλλάξουμε ήταν το να σταματήσουμε να ερμηνεύουμε. Ήθελε ακριβώς να βγούμε όξω από τις λέξεις. Να χειραφετηθεί η ομιλία από την αφηρημένη σκέψη. Η χειραφετημένη ομιλία είναι η πράξη. Ο μαρξισμός σου λέει σκάσε και πράξε.  

Ο λαός ο βρωμιάρης ο υπάνθρωπος

image

Το προλεταριακό διεθνιστικό θεμέλιο της κομμουνιστικής επαναστατικής θεωρίας και πράξης συγκεντρώνεται ως πυρήνας στις μαρξικές συμπερασματικές διατυπώσεις που τις βρίσκει κανείς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Όταν ο Μαρξ διατυπώνει το γνωστό “προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε” δεν εκφράζεται απλά για να αναδειχθεί η μεταφυσική συλλογική υποκειμενικότητα τύπου Dasein ούτε και το τέλος μιας συλλογικής ένωσης υποκειμένων εκφρασμένη πολιτικά ως δημοκρατία. Τι αλήθεια όμως υπονοούν και τι φανερώνουν αυτές οι συμπερασματικές πολιτικές δηλώσεις του Μαρξ και γιατί σήμερα είναι τόσο επίκαιρες όσο ποτέ;

Ας ξεκινήσουμε την ανάλυση με την έννοια του “λαού” έτσι ώστε να μας δώσει το κλειδί για να φτάσουμε στο αναγκαίο “οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα”. Η λέξη λαός συμβαίνει να εννοιολογικοποιείται ως ένας πολιτικός όρος στα χέρια της ιμπεριαλιστικής δυτικής μηχανής ήδη από τον 19 αιώνα. Οι ιμπεριαλιστές αποικιοκράτες δεν αναγνώριζαν την μάχη για ελευθερία από τον λαό της εκάστοτε χώρας που πάλευε για αυτήν. Αυτό που αναγνώριζε ήταν μονάχα κάποιες τρομοκρατικές ομάδες, κάποιες οργανώσεις ανταρτών, κάστες κτλ (1). Μέχρι σήμερα δηλαδή τα πλείστα αστικά ΜΜΕ αλλά και η επίσημη κρατική καπιταλιστική πολιτική ρητορική ασπάζεται αυτή την πολιτική ανάλυση και εννοιολογική ορολογία. Οτιδήποτε, με άλλα λόγια, που θα είχε, έστω δυνητικά, την δυνατότητα να θέσει υπό αμφισβήτηση και απειλή την κρατική αστική κυριαρχία δεν αναγνωρίζεται ως ο λαός που ξεσηκώνεται ή ο λαός ο οποίος ισχυρά και δυναμικά παλεύει και απαιτεί. Στη Γαλλία για παράδειγμα, η οποία είναι βυθισμένη ακόμα και σήμερα στις εργατικές κινητοποιήσεις και απεργίες, η κινητοποίηση της αστικής ταξης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια μορφή κινητοποίησης του γαλλικού λαού αλλά μεμονωμένων ομάδων όπως επίσης και μεμονωμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι όταν ξεκίνησαν οι αυθόρμητες και συστημικές διαδηλώσεις της Πλατείας μεταξύ άλλων και ενάντια στις μεταρρύθμισεις στα εργασιακά (El Khomri law ή Loi travail), στην Γαλλική πρωτεύουσα, η άρχουσα τάξη και τα ΜΜΕ εξέφραζαν μια “θετική” στάση όσον αφορά φυσικά το δικαίωμα και μόνο του γαλλικού λαού να εκφράζεται. Η Γαλλική κυβέρνηση μια που δεν είχε απειληθεί αλλά ούτε αμφισβητηθεί ουσιαστικά από τις εξορμήσεις των διαδηλώσεων της Πλατείας δεν υπήρχε κανένας λόγος να συντάξει σύσσωμη την παριζιάνικη αστυνομία για να τους εμποδίσει να διαδηλώνουν.

Το σκηνικό όμως άλλαξε όταν οι διαμαρτυρίες πήρανε ενα ταξικό χαρακτήρα αφού συνδικαλιστές ενώσεις και εργαζόμενοι δημιούργησαν ένα δυναμικό και ενεργό μέχρι και σήμερα απεργιακό πολιτικό μέτωπο. Ως εκ τούτου η Γαλλική σοσιαλιστική κυβέρνηση Hollande άρχισε ένα βίαιο ταξικό πόλεμο εναντίον των εργαζομένων και κατά συνέπεια του γαλλικού λαού.

Το παράδειγμα του Γαλλικού λαού γίνεται ένα καλό παράδειγμα για να γίνει σαφές ότι το κυρίαρχο αστικό Κράτος είναι τελικά αυτό που προσδιορίζει κάθε φορά ποιός είναι ο λαός του. Η εργατική τάξη και τα χαμηλά λαϊκά στρώματα της εκάστοτε κοινωνίας δεν συμπεριλαμβάνονται στην έννοια λαός όταν ταξικοποιούνται οι αγώνες του. Αντιθέτως προσδιορίζονται ως μεμονωμένη αταξία που πρέπει να τιμωρηθεί τόσο απο την εκτελεστική εξουσία όσο και από την δικαστική με αποτέλεσμα να νομοθετούνται αντεργατικοί και κατ’ επέκταση αντιλαϊκοί νόμοι. Μ’ άλλα λόγια, όλες οι εξουσίες του Κράτους τίθενται ανοικτά και με τον νόμο ενάντια στην κατά το Κράτος εσωτερική μεμονωμένη απειλή που κάνει κακό στον λαό.

Όταν ο Μαρξ ισχυρίζεται οτι “οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα” δεν θεσμοθετεί μια ουτοπική χώρα αλλά εισάγει το νέο και ζωντανό υλικό του διεθνισμού. Ο προλετάριος είναι το σώμα εκείνο που απειλείται και εκβιάζεται όπου και αν βρίσκεται. Ταυτόχρονα όμως απαντάει μέσα από τους αγώνες του καθώς αυτοί είναι που τον συνιστούν ως το υποκείμενο εκείνο που θέτει την υλιστική βάση του διεθνιστικού κομμουνισμού.

Το παράδειγμα των προσφύγων, και ειδικά της κρίσης του προσφυγικού που βιώνουμε σήμερα, καταδεικνύει ακριβώς την καπιταλιστική διαχείριση των προσφύγων ως του υποκειμένου εκείνου που αναθεματίζεται από την έννοια του λαού της εκάστοτε χώρας είτε ως του προσωρινά επισκέπτη είτε ως του “βρωμιάρη” υπανθρώπου. Στους πρόσφυγες μπορεί να καταδειχθεί ευκολότερα η ιμπεριαλιστική διαχείρηση των δεκάδων χιλιάδων προσφύγων. Για τα “δημοκρατικά” κράτη της ιμπεριαλιστικής δύσης ο πρόσφυγας πράγματι και βιαίως δεν έχει πατρίδα. Ο πρόσφυγας είναι ο νομάς εργάτης ο οποίος μπορεί σήμερα να δουλεύει στο Λονδίνο και αύριο στην Ολλανδία και τον επόμενο μήνα στην Κίνα. Ο καπιταλισμός “ελευθερώνει” (αποδεκατίζει δηλαδή) από την μια τους οργανωτικούς μηχανισμούς των εργατικών στρωμάτων με την ιμπεριαλιστική του εργατική πολιτική και από την άλλη παρουσιάζεται ως ο μηχανισμός εκείνος που διατυμπανίζει τις εργασιακές ευκαιρίες σε μια παγκοσμιοποιημένη και “ελεύθερη” αγορά.

Η Ε.Ε αυτή τη στιγμή μαστίζεται από τις ροές μεταναστών και προσφύγων ως οι πρόσφυγες να μην συμπεριλαμβάνονται και νομίμως στην έννοια του λαού εντός της χώρας που βρίσκονται με αποτελέσμα να διαχωρίζεται ο “αληθινός” λαός ή “καθαρός” λαός της εκάστοτε χώρας από τους πρόσφυγες και μετανάστες. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι το 17% των εγχώριων εργαζομένων είναι μετανάστες. Ο φασισμός λοιπόν και το ανεπτυγμένο ιμπεριαλιστικό ένστικτο της καθαρότητας του λαού που εκφράζεται στους ναούς της δημοκρατίας από όπου και τρέφονται γίνεται η επίσημη πολιτική της ΕΕ.

Το Κράτος μπορεί να χρησιμοποιεί την έννοια του λαού για να επιφέρει ένα επιθυμητό συνονθύλευμα μιας εθνικής ενότητας αλλά και την κοινωνική ενότητα ως προς την διατήρηση των δημοκρατικών αρχών που υπηρετούν τον θεμιτό καπιταλιστικό ανταγωνισμό ικανοποιώντας το ένστικτο του φασισμού.

Η πολιτική έννοια του λαού συνίσταται ως προς την χρηστική της προπαγανδιστική αποτελεσματικότητα για να προσδιορίζει κάθε φορά το πνεύμα ενός λαού ακριβώς για να διατηρεί σε νομοθετική βάση τα κυριαρχικά της εκμεταλλευτικά και φασιστικά σχέδια.

Στην παράγραφο 274 από τις “Βασικές κατευθύνσεις της φιλοσοφίας του δικαίου” ο Hegel γράφει το εξής εκ του οποίου πηγάζει η άρρητη σχέση μεταξύ Κράτους και λαού η οποία αμφισβητείται από τον Μαρξ με την “Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου”. Παραθέτουμε την εγελιανή παράγραφο:

“Δεδομένου ότι το πνεύμα δεν είναι πραγματικό παρά μόνο στο βαθμό που έχει επίγνωση ότι είναι και ότι το Κράτος σαν πνεύμα ενός λαού είναι ταυτόχρονα ο νόμος που διαπερνά όλες τις σχέσεις αυτού του λαού, τα ήθη και τη συνείδηση των ατόμων, από αυτό συνάγεται ότι το καθεστώς κάθε λαού εξαρτάται απόλυτα από τη φύση και τη μορφή της αυτοσυνείδησης του λαού τούτου. Σ’ αυτή την αυτοσυνείδηση εδράζεται η υποκειμενική του ελευθερία και συνακόλουθα η πραγματικότητα του καθεστώτος, γι’ αυτό και κάθε λαός έχει το καθεστώς που του προσιδιάζει και του αρμόζει.” (2)

Ο Μαρξ πολύ σωστά αποδομεί την σχέση αυτή του Κράτους με τον λαό ως αντιφατική και κατ’ επέκταση αδιαμεσολάβητη. Πιο αναλυτικά, το Κράτος δεν μπορεί εξ ορισμού να γίνεται η αποκρυστάλλωση του πνεύματος του λαού, αν δεν προϋποτεθεί μια λαϊκή κυριαρχία, που τα μέσα παραγωγής να τα ελέγχει μια κρατική θεσμοθετημένη αστική τάξη εν ονόματι μιας αιώνιας νόμιμης συνταγματικότητας. Ο Hegel από την άλλη ισχυρίζεται ότι “κάθε λαός έχει το καθεστώς που του προσιδιάζει και του αρμόζει”. Ο Hegel όμως δεν λαμβάνει υπόψιν το πλαίσιο του περιεχομένου της διαλεκτικής σχέσης κυρίου και δούλου που ο ίδιος την εξέφρασε διεξοδικά αρχικά στο “Φαινομενολογία του Πνεύματος” το 1806.

Ο Hegel εξηγεί ότι η “κυριαρχία του λαού” συγκροτείται από τον λαό, ο οποίος αφήνει δικαιωματικά στο Κράτος να τον ελέγχει. Αυτό όμως εν τέλει συνεπάγεται λαός και Κράτος να θεωρείται ένα δίπολο αυτονομημένων αντιδιαλεκτικών οντοτήτων. Ο λαός με αυτήν την αντιπαραγωγική αντιδιαλεκτική σχέση μένει υποταγμένος στην ίδια του την ύπαρξη. Η μαρξική κριτική έγκειται στο ότι το εγελιανό Κράτος είναι μια αφαίρεση η οποία αποδίδει χωρίς δισταγμό, σ’ αυτό το αφηρημένο Κράτος, μια ζωντανή ιδιότητα όπως αυτής της κυριαρχίας. Το μόνο συγκεκριμένο, κατά τον Μαρξ, σε αντιδιαστολή με το αφηρημένο Κράτος, είναι ο λαός. Όταν λοιπόν πρόκειται για τον προσδιορισμό του λαού ή της λαϊκής κυριαρχίας αρχίζουν είτε οι δημοκρατικές αντι-λαϊκές περιοριστικές ρήτρες είτε η κοινωνικοπολιτική και οικονομική εξορία του προλεταριάτου ως μη-λαός ως δηλαδή κάτι που δεν υπάρχει. (3)

Προσδιορίζει λοιπόν ο Μαρξ το περιεχόμενο της ουσίας του Κράτους: “Πράγμα που σημαίνει: ο πρώτος προσδιορισμός της πραγματικότητάς του (Κράτους) είναι αφηρημένος. Το Κράτος δεν μπορεί να θεωρηθεί απλή πραγματικότητα, πρέπει υποχρεωτικά να θεωρηθεί σαν αποτελεσματική δραστηριότητα, σαν διαφοροποιούμενη άποτελεσματική δραστηριότητα.” (4)

Ο προλετάριος λοιπόν είναι το γεγονός της υποκειμενοποιημένης αντικειμενικότητας εκ της οποίας δίνεται το συγκεκριμένο περιεχόμενο της έννοιας του λαού. Η έννοια του λαού προσδιορισμένη θετικά “βρίσκεται, σε σχέση με τον κόσμο του μέλλοντος, να έχει το ίδιο δικαίωμα που έχει ο Γερμανός βασιλιάς σε σχέση με τον κόσμο του παρόντος, όταν λέει για το λαό πώς είναι ο λαός του, όπως λέει για το άλογο πώς είναι το άλογο του. Ο βασιλιάς, διακηρύσσοντας πώς ο λαός είναι ατομική του ιδιοκτησία, έκφράζει ταυτόχρονα και το ότι ο ατομικός ιδιοκτήτης είναι βασιλιάς” (5). Με άλλα λόγια ο λαός εντός της κρατικής κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού γίνεται το δυνητικό μέλλον μιας μη-υπάρχουσας ακόμα διεθνιστικής λαϊκής κυριαρχίας.

Το παρόν μη-υπάρχον του λαού ως κυριαρχία βρίσκεται σήμερα σποραδικά στα κομμουνιστικά κόμματα και στην έννοια του συνδικαλισμού που δεν υποτάσσονται στην διαχειριστική οπορτουνιστικότητα της σοσιαλδημοκρατίας. Δεν είναι τυχαίο που χώρες της Ε.Ε θέτουν νομοθετήματα απαγορεύσεων των κομμουνιστικών κομμάτων και αντι-κομμουνιστικών μέτρων. Το αστικό Κράτος αναγνωρίζει ότι η μόνη απειλή που μπορεί να δεχτεί είναι από το πραγματικό και συγκεκριμένο οργανωμένο κομμουνιστικό κίνημα και την εργατική τάξη.

Τι κάνει λοιπόν το Κράτος για να προσδιορίσει την έννοια του λαού με αποτέλεσμα να την φέρνει κάθε φορά στα μέτρα του κοινωνικοπολιτικοποιώντας στην πράξη τα μέτρα που λαμβάνει; Ο λαός αρχίζει λοιπόν μέσω των εκλογικών διαδικασιών να λαμβάνει ενεργή δράση στο Κράτος ειδικά με το εκλογικό δωράκι της κοινοβουλευτικής του εκπροσώπησης. Ταυτόχρονα το Κράτος, “θεωρούμενο σαν ‘επέκεινα’ περνά στην υποκειμενική του συνείδηση” και ως συνταγματικό καθεστώς γίνεται το καθεστώς εκείνο στο όποιο το συμφέρον του Κράτους γίνεται το συμφέρον του λαού (6). Το συγκεκριμένο διαμεσολαβητικό  συμφέρον της καπιταλιστικής σχέσης του κύριου και δούλου είναι το συμφέρον που παράγει την τάξη εκείνη που γίνεται το στρώμα που προσδιορίζει την ασφαλιστική δικλείδα της καπιταλιστικής ύπαρξης των υποκειμένων ως αυτόνομες ανταγωνιστικές οντότητες. Με άλλα λόγια: η μεσαία τάξη (7).

Η μεσαία τάξη είναι η τάξη εκείνη η οποία χαρακτηρίζεται ως ο λαός της καπιταλιστικής ολιγαρχίας (8). Η μεσαία τάξη στην οποία ο καπιταλισμός βρίσκει το χρυσό και αφηρημένο ευτυχισμένο αριστοτελικό παν μέτρον και ο ιμπεριαλισμός τον καθαρό και αληθινό λαό ως παράδειγμα μια ηγεμονικής αυτοκρατορικής δημοκρατικοποίησης του πλανήτη.

 

 


 

Αναφορές:

(1) A. Badiou, P. Bourdieu, J. Butler, G. D. Huberman, S. Khiari, J. Ranciere, What is People?, Columbia University Press, English Translation: 2016. A. Badiou, “TWENTY-FOUR NOTES ON THE USES OF THE WORD “PEOPLE”, (page 21-31).

(2)  K. Marx, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, Εκδόσεις: Παπαζήση, Αθήνα, 1978. (Οι παραγράφοι του Hegel είναι από τις “Βασικές κατευθύνσεις της φιλοσοφίας του δικαίου ή φυσικό δίκαιο και πολιτειακή επιστήμη”), (σελ: 52).

(3) K. Marx, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, Εκδόσεις: Παπαζήση, Αθήνα, 1978. (Οι παραγράφοι του Hegel είναι από τις “Βασικές κατευθύνσεις της φιλοσοφίας του δικαίου ή φυσικό δίκαιο και πολιτειακή επιστήμη”), (σελ: 62 – 63).

(4) K. Marx, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, Εκδόσεις: Παπαζήση, Αθήνα, 1978. (Οι παραγράφοι του Hegel είναι από τις “Βασικές κατευθύνσεις της φιλοσοφίας του δικαίου ή φυσικό δίκαιο και πολιτειακή επιστήμη”), (σελ: 47 – 48).

(5) K. Marx, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, Εκδόσεις: Παπαζήση, Αθήνα, 1978. (Οι παραγράφοι του Hegel είναι από τις “Βασικές κατευθύνσεις της φιλοσοφίας του δικαίου ή φυσικό δίκαιο και πολιτειακή επιστήμη”), (σελ: 30).

(6) K. Marx, Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, Εκδόσεις: Παπαζήση, Αθήνα, 1978. (Οι παραγράφοι του Hegel είναι από τις “Βασικές κατευθύνσεις της φιλοσοφίας του δικαίου ή φυσικό δίκαιο και πολιτειακή επιστήμη”), (σελ: 105).

(7, 8) A. Badiou, P. Bourdieu, J. Butler, G. D. Huberman, S. Khiari, J. Ranciere, What is People?, Columbia University Press, English Translation: 2016. A. Badiou, “TWENTY-FOUR NOTES ON THE USES OF THE WORD “PEOPLE”, (page 29).

 

 

 

Μαρξ: “Στη θέση του βούρδουλα του επιστάτη των δούλων μπαίνει το βιβλιάριο τιμωριών του επιστάτη εργασίας”

Στη μανουφακτούρα και στη χειροτεχνία ο εργάτης εξυπηρετείται από το εργαλείο, ενώ στο εργοστάσιο ο εργάτης υπηρετεί τη μηχανή. Εκεί η κίνηση του μέσου εργασίας ξεκινάει απ’ αυτόν, εδώ είναι υποχρεωμένος ν’ ακολουθεί αυτός τις κινήσεις του μέσου εργασίας. Στη μανουφακτούρα οι εργάτες είναι μέλη ενός ζωντανού μηχανισμού.

Στο εργοστάσιο υπάρχει ένας νεκρός μηχανισμός ανεξάρτητα από τους εργάτες, και οι εργάτες προσαρτούνται σ’ αυτόν σαν ζωντανά εξαρτήματα- «Η θλιβερή μονοτονία ενός ατέλειωτου μαρτυρίου της δουλειάς, όπου επαναλαβαίνεται διαρκώς το ίδιο μηχανικό προτσές, μοιάζει με το μαρτύριο του Σίσυφου. Το βάρος της δουλειάς πέφτει συνεχώς ξανά και ξανά σαν το βράχο του Σίσυφου πάνω στον αποκαμωμένο εργάτη». Ενώ η δουλειά στις μηχανές καταπονεί στο έπακρο το νευρικό σύστημα, πνίγει το πολύπλευρο παιχνίδι των μυώνων και στερεί από τον άνθρωπο κάθε ελεύθερη σωματική και πνευματική δραστηριότητα. Ακόμα και το ξαλάφρωμα της δουλειάς γίνεται μέσο βασανισμού, γιατί η μηχανή δεν απελευθερώνει τον εργάτη από την εργασία, αλλά την εργασία από το περιεχόμενο της.

Κάθε κεφαλαιοκρατική παραγωγή, εφόσον δεν είναι μόνο προτσές εργασίας, μα ταυτόχρονα είναι και προτσές αξιοποίησης του κεφαλαίου, έχει κοινό χαρακτηριστικό της ότι δε χρησιμοποιεί ο εργάτης τον όρο εργασίας, αλλά αντίστροφα ο όρος εργασίας χρησιμοποιεί τον εργάτη, μονάχα όμως με τις μηχανές η αντιστροφή αυτή αποκτάει μια τεχνικά χειροπιαστή πραγματικότητα. Στη διάρκεια του ίδιου του προτσές εργασίας, το μέσο εργασίας, με τη μετατροπή του σε αυτόματο, ορθώνεται απέναντι στον εργάτη σαν κεφάλαιο, σαν νεκρή εργασία, που εξουσιάζει και απομυζά τη ζωντανή εργατική δύναμη. “Όπως είπαμε κιόλας πιο πάνω, ο χωρισμός των πνευματικών δυνάμεων του προτσές παραγωγής από τη χειρωνακτική εργασία και η μετατροπή τους σε δυνάμεις κυριαρχίας του κεφαλαίου πάνω στην εργασία ολοκληρώνονται στη μεγάλη βιομηχανία που στηρίζεται στις μηχανές. Η μερική δεξιότητα του μεμονωμένου εργάτη, που δουλεύει στη μηχανή και που του αφαίρεσαν κάθε περιεχόμενο, εξαφανίζεται σαν μηδαμινό πάρεργο μπρος στην επιστήμη, μπρος στις τεράστιες φυσικές δυνάμεις και μπρος στη μαζική κοινωνική εργασία πού ενσαρκώνονται στο σύστημα των μηχανών και αποτελούν μαζί του τη δύναμη του «αφεντικού» (master).

Γιαυτό, σε περίπτωση σύγκρουσης με τα «χέρια», το αφεντικό αυτό, που στο μυαλό του είναι αχώριστα συνυφασμένα οι μηχανές και το μονοπώλιο του σ’ αυτές, αναφωνεί περιφρονητικά απευθυνόμενος στα «χέρια»: «Οι εργοστασιακοί εργάτες θάκαναν καλά να θυμούνται ότι στην πραγματικότητα η εργασία τους είναι ένα πολύ κατώτερο είδος ειδικευμένης δουλειάς, ότι καμιά άλλη δουλειά δεν μπορεί να μαθευτεί πιο εύκολα και ότι, παίρνοντας υπόψη την ποιότητα της καμιά άλλη δεν πληρώνεται καλύτερα, ότι καμιά εργασία δεν μπορεί, με μια τόσο σύντομη διδασκαλία στο λιγότερο έμπειρο, να προσφερθεί σε τέτοια αφθονία και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Στην πραγματικότητα οι μηχανές του αφεντικού παίζουν στην υπόθεση της παραγωγής πολύ σημαντικότερο ρόλο από το ρόλο της εργασίας και της δεξιότητας του εργάτη, που μπορεί να τη διδαχτεί κανείς με μαθήτευση 6 μηνών και που μπορεί να τη μάθει και ο τελευταίος σκαφτιάς».

Η τεχνική υποταγή του εργάτη στη μονότονη πορεία του μέσου εργασίας και η ιδιόμορφη σύνθεση του σώματος εργασίας από άτομα και των δυο φύλων και των πιο διαφορετικών ηλικιών δημιουργούν μια πειθαρχία στρατώνας, που διαμορφώνεται και γίνεται το ολοκληρωμένο καθεστώς του εργοστασίου και πού αναπτύσσει ως την ολοκλήρωση της την προαναφερμένη δουλειά της επίβλεψης, δηλ. ταυτόχρονα και το χωρισμό των εργατών σε χειρωνακτικούς εργάτες και σε επιστάτες εργασίας, σε κοινούς φαντάρους τής βιομηχανίας και σε υπαξιωματικούς τής βιομηχανίας. «Η κύρια δυσκολία στο αυτόματο εργοστάσιο συνίστατο στην πειθαρχία, που είναι απαραίτητη για να μάθουν τους ανθρώπους ν’ απαρνηθούν τις άταχτες συνήθειες τους στη δουλειά και για να τους κάνουν ένα με την αμετάβλητη κανονικότητα του μεγάλου αυτόματου.

Ήταν όμως ηράκλειο έργο η εφεύρεση και η πετυχημένη εφαρμογή ενός κώδικα πειθαρχίας, που ν’ ανταποκρίνεται στις ανάγκες και στην ταχύτητα του αυτόματου συστήματος, και το ευγενικό αυτό έργο το πραγματοποίησε ο Αρκραϊτ! Ακόμα και σήμερα, που το σύστημα είναι οργανωμένο σ’ όλη του την εντέλεια, είναι σχεδόν αδύνατο να βρει κανείς κατάλληλους βοηθούς για το αυτόματο σύστημα ανάμεσα στους εργάτες πού έχουν φτάσει την ανδρική ηλικία…». Ο κώδικας του εργοστασίου, με τον όποιο το κεφάλαιο διατυπώνει την απόλυτη κυριαρχία του πάνω στους εργάτες του σαν ιδιώτης νομοθέτης και αυτεξούσια, χωρίς το χωρισμό των εξουσιών, τον τόσο αρεστό άλλωστε στους αστούς, και χωρίς το αντιπροσωπευτικό σύστημα, που τους αρέσει ακόμα περισσότερο, ο κώδικας αυτός είναι απλώς η κεφαλαιοκρατική γελοιογραφία της κοινωνικής ρύθμισης του προτσές εργασίας, που την κάνει απαραίτητη η συνεργασία σε πλατιά κλίμακα και η χρησιμοποίηση κοινών μέσων εργασίας, και ιδίως των μηχανών. Στη θέση του βούρδουλα του επιστάτη των δούλων μπαίνει το βιβλιάριο τιμωριών του επιστάτη εργασίας. “Όλες οι τιμωρίες ανάγονται φυσικότατα σε χρηματικά πρόστιμα και σε περικοπές από το μισθό, και η νομοθετική οξυδέρκεια των Λυκούργων του εργοστασίου κάνει γι’ αυτούς την παράβαση των νόμων τους ακόμα πιο επικερδή από την τήρηση τους”. (…)

 

Κ. Marx, “Το Κεφάλαιο”, Μέρος Τέταρτο: Η Παραγωγή της Σχετικής Υπεραξίας, Το εργοστάσιο, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, 2002 (σελ. 438-441).

Ο Μάρξ ακόμα μας ζαλίζει

Η “Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου” γράφτηκε από τα τέλη του 1843 μέχρι το Γενάρη 1844. Ο Μαρξ θέτει τις βάσεις της κριτικής της καθαρής πολιτικής διαλεκτικής του δικαίου. Όπως ακριβώς ο Καντ συμβάλλει με την φιλοσοφική του κοπερνίκεια επανάσταση την ιδέα του υποκειμένου ως το κέντρο της δόμησης της πραγματικότητας έτσι και ο Μάρξ συμβάλλει στην χειραφέτησή του.

Ακόμα και ο Καντ όπως και ο Hegel και η δυτική σκέψη στο σύνολό της διαλογίστηκε στα όρια της αφαίρεσης. Η κατάκτηση της ελευθερίας, η επιβολή του Λόγου, η προσπάθεια άρσης της αντίθεσης ουσίας και ύπαρξης, η συμφιλίωση του ανθρώπου με τον εαυτό του και τη φύση. Όλη η θεωρητική προσπάθεια της δυτικής σκέψης συνέβαλε στο να αφαιρετικοποιηθεί το υποκείμενο και να εκφραστεί στον Χέγκελ ως μια “φανταστική ιδιαιτερότητα” στην “απλή πραγματικότητα” του κράτους. Ο Μάρξ κατάφερε ακριβώς την χειραφετιτική “κοπερνίκεια επανάσταση”, την στροφή δηλαδή από την φανταστική ιδιαιτερότητα” στην “αληθινή ανθρώπινη ύπαρξη” 75 και από την “απλή πραγματικότητα” του κράτους στην υποχρεωτική θεώρηση του κράτους ως “αποτελεσματικής δραστηριότητας” 48.

Διαβάζουμε το σχετικό απόσπασμα στην “Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας”: “(…) ο αφηρημένος και υπερβατικός αυτός τρόπος στοχασμού πάνω στο σύγχρονο κράτος, του όποιου η πραγματικότητα παραμένει ένα «επέκεινα»… αντίθετα όμως, η γερμανική αντίληψη για το σύγχρονο Κράτος, που κάνει αφαίρεση του πραγματικού ανθρώπου, δεν ήταν δυνατή παρά επειδή και στο βαθμό που το ίδιο το σύγχρονο Κράτος κάνει αφαίρεση του πραγματικού ανθρώπου ή πού δεν ικανοποιεί τον ολοκληρωμένο άνθρωπο παρά με φανταστικό τρόπο.” 24

Ο Ένγκελς έλεγε: “Το κόμμα μας πρέπει να δείξει ότι ή όλες οι φιλοσοφικές προσπάθειες του γερμανικού έθνους από τον Καντ ως τον Χέγκελ οδηγούν στον κομμουνισμό ή στάθηκαν ανώφελες· οι Γερμανοί θα πρέπει ή να απορρίψουν όλους τους μεγάλους φιλόσοφους που θεωρούν δόξα τού έθνους τους ή να αποδεχθούν τον κομμουνισμό.” Ο Ένγκελς αναγνωρίζει την Μαρξική κριτική της κριτικής του πολιτικού υποκειμένου και του κράτους.

Ο Μαρξ με την κριτική αυτή γεννάει το προλεταριάτο αλλά μαζί με αυτό δημιουργεί την επαναστατική φιλοσοφία. Με άλλα λόγια φέρνει στο κόσμο το εργαλείο της χειραφέτησης αλλά και το υλικό στοιχείο της: “Η φιλοσοφία βρίσκει στο προλεταριάτο τα υλικά της όπλα, όπως το προλεταριάτο βρίσκει στη φιλοσοφία τα πνευματικά του όπλα, κι αμέσως μόλις η αστραπή της σκέψης θα χτυπήσει κατάκαρδα το παρθένο τούτο λαϊκό έδαφος, θα συντελεστεί ή χειραφέτηση (…). Η κεφαλή της χειραφέτησης αυτής είναι η φιλοσοφία, καρδιά της το προλεταριάτο. Η φιλοσοφία δεν μπορεί να πραγματωθεί χωρίς να εξαλείψει το προλεταριάτο, το προλεταριάτο δεν μπορεί να εξαλειφθεί χωρίς να πραγματώσει τη φιλοσοφία.” 30, 31

Με την στροφή αυτή ο Μαρξ γυρίζει τον κόσμο ανάποδα. Ακόμα και σήμερα ο κόσμος είναι ζαλισμένος: “Στόχος της ιστορίας είναι, λοιπόν, μετά την εξαφάνιση του Επέκεινα της αλήθειας, να καθιερώσει την αλήθεια τον Ενθάδε. Κατ’ αρχήν, είναι στόχος της φιλοσοφίας, που υπηρετεί την ιστορία, αμέσως μόλις ξεμασκαρευτεί η ιερή μορφή της αυτοαλλοτρίωσης του ανθρώπου, να ξεμασκαρέψει την αυτο-αλλοτρίωση και στις βέβηλες μορφές της. Η κριτική του ουρανού μετατρέπεται έτσι σε κριτική της γης, η κριτική τής θρησκείας σε κριτική τον δικαίου, η κριτική της θεολογίας σε κριτική της πολιτικής.” 18

 

Οι αναφορές και τα αποσπάσματα από το: Κ. Μάρξ, “Κριτική της Εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου”, 1843-44, Εκδόσεις Παπαζήση, ΣΕΙΡΑ: “ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ – ΠΗΓΕΣ”.

Μπούχτισε η Ευρώπη από γνώση!

Και όλη η συνειδησιακή συμπαντικότητα να κατανοήσει ότι το προσφυγικό είναι ιμπεριαλιστικό παράγωγο δεν φτάνει να κινήσει ούτε το μικρό δακτυλάκι καμιάς μορφής αντίστασης.

Η κατανόηση της πραγματικότητας είναι εφικτή όχι λόγω της γνωσιολογικής μας ικανότητας για το εκάστοτε συγκεκριμένο ούτε της ειδικής μεταχείρισης των επιστημών ως προς την διαφώτιση των ζητημάτων.

Ποτέ η γνώση δεν κατάφερε να αλλάξει ούτε καταστάσεις, ούτε πραγματικότητες, ούτε πολιτικές, ούτε συνειδήσεις. Αυτό που έκανε πάντα και το κάνει και τώρα είναι η ερμηνεία της πραγματικότητας.

Όταν ο Μαρξ έλεγε: “οι φιλόσοφοι έχουν απλά ερμηνεύσει τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Το θέμα είναι να τον αλλάξουμε”, ισχυρίζεται ακριβώς την ανημποριά της θεωρίας και της αφηρημένης εννοιοποίησης να σηκώσει έστω και ένα πετραδάκι από την γη. Ο Μαρξ λύνει το γνωσιολογικό πρόβλημα της φιλοσοφίας από τους προσωκρατικούς, που το έθεσαν ως ερώτημα, τον 19ο αιώνα με την αντι-ερμηνευτική και επαναστατική θεωρία του.

Η θεωρία ή η εννοιοποίηση της πραγματικότητας, είτε η ερμηνεία και η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας έχει υλικά χαρακτηριστικά. Δεν φτάνει δηλαδή να γνωρίζεις από που έρχονται και που πανε οι πρόσφυγες, πως πάνε και πόσοι παθαίνουν. Δεν φτάνει να λες πως θα λυθεί, ποιοί φταίνε και τι θα γίνει. Δεν φτάνει να το βλέπεις γιατί δεν μπορείς διαφορετικά. Δεν φτάνει να το ψάχνεις, να πείσεις, να γράψεις, να διαβάσεις.

Δεν φτάνει δηλαδή να γνωρίζεις πολιτισμένε ευρωπαίε… μπούχτισε η Ευρώπη από γνώση, διδακτορικά, μεταπτυχιακά, πανεπιστήμια, σχολεία, μαθήματα, εργασίες, βιβλία, παρουσιάσεις, εκδοτικούς οίκους, προφεσόρους, δασκάλους με τάπλετ, πτυχία, αναλυτικές και αίμα.

 

Το κεφάλαιο σαν βαμπίρ απορροφά αδιάκοπα

Τα αποσπάσματα είναι από το Grundrisse – Βασικές Γραμμές της Κριτικής Της Πολιτικής Οικονομίας, Τόμος Β, Εκδόσεις Στοχαστής του Marx Karl.

Κεφάλαιο και Εργάτης:

Ολόκληρη λοιπόν η πρόοδος του πολιτισμού, ή μ’ άλλα λόγια κάθε αύξηση των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων – αν προτιμάτε, των παραγωγικών δυνάμεων
της ίδιας της εργασίας – όπως προκύπτει από την επιστήμη, τις εφευρέσεις, τον καταμερισμό και τον συνδυασμό της εργασίας, τα βελτιωμένα μέσα επικοινωνίας, την δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς, τα μηχανήματα κλπ. δεν πλουτίζει τον εργάτη, αλλά το κεφάλαιο απλά λοιπόν μεγαλώνει πάλι τη δύναμη που εξουσιάζει την εργασία αυξάνει μόνο την παραγωγική δύναμη
του κεφαλαίου. Καθώς το κεφάλαιο είναι η αντίθεση του εργάτη, κάθε τέτοια πρόοδος αυξάνει απλά την αντικειμενική δύναμη πάνω στην εργασία.” (σελ: 227-228)

Οπως λοιπόν η παραγωγή που βασίζεται στο κεφάλαιο δημιουργεί από τη μια μεριά την καθολική εργατικότητα – δηλαδή υπερεργασία, αξιοδημιουργική εργασία – έτσι από την άλλη μεριά δημιουργεί ένα σύστημα γενικής εκμετάλλευσης των φυσικών και ανθρώπινων ιδιοτήτων, ένα σύστημα γενικής ωφελιμότητας, που σαν φορέας του εμφανίζεται τόσο η ίδια η επιστήμη, όσο και όλες οι φυσικές και πνευματικές ιδιότητες, ενώ τίποτα δεν εμφανίζεται σαν καθεαυτό-ανώτερο, σαν δικαίωση του εαυτού του, έξω απ’ αυτό τον κύκλο της κοινωνικής παραγωγής και ανταλλαγής. Έτσι δημιουργεί το κεφάλαιο για πρώτη φορά την αστική κοινωνία και την καθολική ιδιοποίηση της φύσης όπως και του ίδιου του κοινωνικού ιστού από τα μέλη της κοινωνίας.” (σελ: 308)

(…) το ποσοστό του κέρδους δεν εκφράζει ποτέ τον πραγματικό βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας από το κεφάλαιο, αλλά πάντοτε μια πολύ μικρότερη αναλογία και η αναλογία που εκφράζει είναι τόσο πιο ψεύτικη, όσο μεγαλύτερο είναι το κεφάλαιο. Το ποσοστό του κέρδους θα μπορούσε να εκφράζει το πραγματικό ποσοστό της υπεραξίας μόνο αν ολόκληρο το κεφάλαιο μετατρεπόταν απλά σε εργατικό μισθό.” (σελ: 585)

Ο εργάτης αλλοτριώνει την εργασία σαν παραγωγική δύναμη του πλούτου το κεφάλαιο την ιδιοποιείται σαν τέτοια.” (σελ: 227)

Η κίνηση του κεφαλαίου:

Υπάρχει εκμετάλλευση από το κεφάλαιο χωρίς τον τρόπο παραγωγής του κεφαλαίου.” (σελ: 659)

Το γενικό συμφέρον είναι ακριβώς η γενικότητα των ιδιοτελών συμφερόντων.” (σελ: 177)

Η δραστηριότητα του εργάτη, περιορισμένη σε απλά αφηρημένη δραστηριότητα, καθορίζεται και ρυθμίζεται ολόπλευρα από την κίνηση των μηχανημάτων – όχι το αντίστροφο. Η επιστήμη, που αναγκάζει τα άψυχα μέλη των μηχανημάτων με την κατασκευή τους να λειτουργούν σκόπιμα σαν αυτόματος μηχανισμός, δεν υπάρχει στη συνείδηση του εργάτη αντίθετα, επιδρά διαμέσου της μηχανής σαν ξένη δύναμη πάνω στον εργάτη, σαν δύναμη της ίδιας της μηχανής. Η ιδιοποίηση της ζωντανής εργασίας από την αντικειμενοποιημένη εργασία, της αξιοποιητικής δύναμης ή δραστηριότητας από την αξία που υπάρχει για-τον-εαυτό-της, – ιδιοποίηση που ενυπάρχει στην έννοια του κεφαλαίου – τοποθετείται στη βασισμένη στα μηχανήματα παραγωγή σαν χαρακτήρας της ίδιας της παραγωγικής διαδικασίας, ακόμα και ως προς τα υλικά της στοιχεία και την υλική της κίνηση.” (σελ: 531-532)

Το κεφάλαιο ως το καταστροφικό αιώνιο:

Στο κεφάλαιο τοποθετείται (ως ένα βαθμό) η αφθαρσία της αξίας γιατί το κεφάλαιο ενσαρκώνεται βέβαια στα φθαρτά εμπορεύματα, παίρνει τη μορφή τους, αλλά και αδιάκοπα την αλλάζει εναλλάσσεται ανάμεσα στην αιώνια χρηματική του μορφή και την φθαρτή εμπορευματική του μορφή η αιωνιότητα τοποθετείται σαν το μόνο που μπορεί να είναι: παροδικότητα που παρέρχεται – διαδικασία – ζωή. Το κεφάλαιο διατηρεί όμως αυτή την ικανότητα μονάχα στο μέτρο που σαν βαμπίρ απορροφά αδιάκοπα, σαν ψυχή του, τη ζωντανή εργασία. Η αφθαρσία – η διάρκεια της αξίας στη μορφή της σαν κεφαλαίου – τοποθετείται μόνο με την αναπαραγωγή, που είναι κι αυτή διπλή: αναπαραγωγή σαν εμπόρευμα, αναπαραγωγή σαν χρήμα, και ενότητα αυτών των δυο αναπαραγωγικών διαδικασιών.” (σελ: 494)

Το κεφάλαιο είναι διαρκής αυτο-πολλαπλασιαζόμενη αξία, που δεν καταστρέφεται πια ποτέ. Η αξία αυτή αποχωρίζεται από το εμπόρευμα που την δημιούργησε όμοια με μεταφυσική, άυλη ποιότητα μένει πάντα στην κατοχή του ίδιου καλλιεργητή και θα αποκτούσε γι αυτόν διαφορετικές μορφές.” (σελ: 407)

Το ίδιο το κεφάλαιο είναι η κινούμενη αντίφαση: προσπαθεί να περιορίσει τον χρόνο εργασίας στο ελάχιστο, ενώ από την άλλη μεριά τοποθετεί τον χρόνο εργασίας σαν μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου. Μειώνει άρα τον εργάσιμο χρόνο με τη μορφή της αναγκαίας εργασίας για να τον αυξήσει με τη μορφή της υπερεργασίας. Από τη μια μεριά λοιπόν ξυπνά όλες τις δυνάμεις της επιστήμης και της φύσης, όπως και του κοινωνικού συνδυασμού και της κοινωνικής συναλλαγής, για να κάνει τη δημιουργία του πλούτου ανεξάρτητη (σχετικά) από τον χρόνο εργασίας που καταβλήθηκε γι αυτόν. Από την άλλη μεριά, αυτές τις γιγάντιες κοινωνικές δυνάμεις που δημιουργήθηκαν μ’ αυτό τον τρόπο θέλει να τις μετρήσει με τον χρόνο εργασίας, και να τις περιχαρακώσει μέσα στα όρια που απαιτούνται για τη διατήρηση της ήδη δημιουργημένης αξίας σαν αξίας. Οι παραγωγικές δυνάμεις και οι κοινωνικές σχέσεις – που κι οι δυο είναι διαφορετικές πλευρές της ανάπτυξης του κοινωνικού ατόμου – εμφανίζονται στο κεφάλαιο απλά και μόνο σαν μέσα, και για το κεφάλαιο δεν είναι παρά μέσα για να συνεχίσει να παράγει πάνω στη δική του στενή βάση. Στην πραγματικότητα όμως αποτελούν τους υλικούς όρους για να το ανατινάξουν.” (σελ: 539)

Αν ο κεφαλαιοκράτης απασχολεί εργασία μόνο και μόνο για να δημιουργεί υπεραξία – για να δημιουργεί αξία περισσότερη απ’ αυτή που υπάρχει – ωστόσο φαίνεται καθαρά, ότι μόλις σταματήσει να απασχολεί εργασία απαξιώνεται και το κεφάλαιο που ήδη κατέχει ότι λοιπόν η ζωντανή εργασία όχι μόνο προσθέτει νέα αξία, αλλά και με την ίδια την πράξη να προσθέτει μια νέα αξία στην παλιά διατηρεί, διαιωνίζει την τελευταία.” (σελ: 273)

 

Μάρξ: “… μόλις δέν είμαι μόνος, είμαι ένας άλλος”

HegelMarxNietzsche

Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι από τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844 από τον Μαρξ του κεφαλαίου ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΔΙΑΕΛΚΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΓΕΝΙΚΑ. Η προσπάθεια αυτή είναι να απλά να τοποθετηθούν κάποιες έννοιες πιο επιγραμματικά τις οποίες αναπτύσσει και αναλύει ο Μαρξ σε σχέση με την σκέψη του Χέκγελ που εκφράζεται στην Φαινομενολογία του Πνέυματος.

“… ό Χέγκελ άπλώς άνακάλυψε την άφηρημένη, λογική, θεωρητική, έκφραση της κίνησης τής ιστορίας. Αύτή ή κίνηση της ιστορίας δέν είναι άκόμα ή πραγματική ιστορία του άνθρω­που σάν δεδομένο ύποκείμενο, είναι μόνο ή διάδικασία τής δημιουργίας του, η ιστορία τής έμφάνισής του.”

Πνέυμα:

Τελικά τό πνεύμα, πού είναι ή σκέψη επιστρέφει στήν κοιτί­δα της και ή όποία σάν άνθρωπολογικό, φαινομενολογικό, ψυχολογικό, ήθικό, καλλιτεχνικό, θρησκευτικό πνεύμα δέν έχει άξια γιά τόν έαυτό του, μέχρι πού τελικά ανακαλύπτει καί έπιβεβαιώνει τόν έαυτό του σάν άπόλυτη γνώση καί κατά συνέπεια σάν άπόλυτο, δηλαδή σάν άφηρημένο πνεύμα, άποκτα τή συνειδητή του καί κατάλληλη ύπαρξη.
Γιατί ή πραγματική του ύπαρξη είναι ή άφαίρεση.

Αποξενωμένο πνεύμα:

Η έγκυκλοπαίδεια του Χέγκελ αρχίζει μέ τήν λογική, μέ καθαρή φιλοσοφική σκέψη, και τελειώνει μέ τήν απόλυτη γνώση, μέ τό αύτοσυνείδητο, αύτο-έννοούμενο φιλοσοφικό ή απόλυτο πνεύμα, δηλαδή υπεράνθρωπο, άφηρημένο πνεύμα. Μέ τόν ίδιο τρόπο, όλόκληρη ή έγκυκλοπαίδεια δέν εί­ναι τίποτα περισσότερο παρά ή έκτεταμένη ύ­παρξη τού φιλοσοφικού πνεύματος, ή αύτο-άντικειμενοποίηση, καί τό φιλοσοφικό πνεύμα δέν είναι τίποτε άλλο άπό τό άποξενωμένο πνεύμα τού κόσμου πού σκέφτεται μέσα στήν αύτοάποξένωσή του δηλαδή άντιλαμβάνοντας τόν έαυτό του άφηρημένα. Ή λογική είναι τό τρέχον νόμισμα τού πνεύματος, ή θεωρητική άξια – σκέψη τού άνθρώπου καί τής φύσης, ή ούσία τους πού έγινε όπόλυτα άδιάφορη σέ κάθε πραγματικό προ­σδιορισμό καί συνακόλουθα μή πραγματική. Είναι ή αλλοτριωμένη σκέψη, καί γιά τό λόγο αύτό σκέψη πού άποχωρίζεται άπό τή φύση καί τόν πραγματικό άνθρωπο, αφηρημένη σκέψη.

Ό Χέγκελ διαπράττει ένα διπλό σφάλμα:

1. Ο Χέγκελ άντιλαμβάνεται τόν πλούτο, τή δύναμη τού κράτους, κτλ., σάν άντότητες άποξενωμένες άπό τήν ύπαρξη, τού άνθρωπου, τις άντιλαμβά­νεται μάνο στή μορφή τους σάν σκέψη… Είναι όντότητες της σκέψης και γιά τό λόγο αύτό μόνο μιά άποξένωση της καθαρής, δηλαδή τής άφηρημένης, φιλοσοφικής σκέ­ψης. Έτσι όλόκληρη ή κίνηση καταλήγει στήν άπόλυτη γνώση.

2. ή διεκδίκηση τού άντικειμενικού κόσμου γιά τόν άνθρωπο (…) είναι μόνο ή άποξενωμένη πραγματικότητα της άνθρώπινης αντικειμενοποίησης, των άνθρώπινων ουσιαστικών δυνάμεων πού γεννήθηκαν μέ­σα στήν έργασία.

Εργασία:

Ο Χέγκελ βλέ­πει τήν έργασία σάν ουσία , ή αύτοέπιβεβαιούμενη ούσία, τοΰ άνθρωπου. Βλέπει μόνο τή θετική και όχι τήν άρνητική πλευρά τής έργασίας. Ή έργασία είναι ο έρχομός τοΰ άνθρωπου γιά τον έαυτό του μέσα στήν άλλοτρίωση ή ο έρχομαός του σάν αλλοτριωμένου ανθρώπου. Ή μόνη έργασία πού ξέρει και άναγνωρίζει ό Χέγκελ είναι ή άφηρημένη πνευματική έργασία. Ετσι αύτό που πάνω άπ’ όλα θεμελιώνει τήν ουσία τής φιλοσοφίας – ή άλλοτρίωση του άνθρωπου πού γνω­ρίζει τόν έαυτό του ή αλλοτριωμένη έπιστήμη πού στοχάζεται τόν έαυτό της – ο Χέγκελ τήν κατανοεί σάν ουσία της…

Αντικείμενο:

Ή πείνα είναι ή άναγνωρισμένη άνάγκη τού σώματός μου γιά ένα αντικείμενο πού ύπάρχει έξω άπό τόν έαυτό του καί πού είναι άπαραίτητο στήν όλοκλήρωσή της καί στήν έκφραση τής ούσιαστικής φύσης της. Ό ήλιος εί­ναι ένα αντικείμενο γιά τό φυτό, ένα άπαραίτητο άντικείμενο πού έπιβεδαιώνει τή ζωή του, όπως τό φυτό εί­ναι ένα άντικείμενο γιά τόν ήλιο, μιά έκφραση τής δύναμής του νά ξυπνά τή ζωή καί τής άντικειμενικής του ούσιαστικής δύναμης. Μιά ύπαρξη δέν έχει τήν φύση της έξω άπό τον έαυτό της δέν είναι μιά φυσική ύπαρξη καί δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο στό σύστημα τής φύσης. Μιά ύπαρξη που δέν έχει αντικείμενο έξω από τόν έαυτό της δέν είναι μιά άντικειμενική ύπαρξη. Μιά ύπαρξη πού δέν είναι ή ίδια ένα άντικείμενο γιά μιά τρίτη ύπαρξη δέν έχει ύπαρξει γιά τό αντικείμενό της, δηλαδή δέν έχει αντικειμενικές σχέσεις και η ύπαρξή της δεν είναι αντικειμενική.

Ύπαρξη:

Μιά μή αντικειμενική ύπαρξη είναι μιά μή ύπαρξη. Φανταστήτε μία ύπαρξη πού δέν είναι ούτε άντικείμενο άπό μόνη της ούτε έχει ένα άντικείμενο. Αρχικά, μιά τέτοια ύπαρξη θά ήταν ή μόνη ύπαρξη, καμιά άλλη ύπαρξη δέν θά ύπήρχε έξω απ’ αύτή, θά ύπήρχε σέ μιά κατάσταση άπομόνωσης. Γιατί μόλις ύπάρχουν άντικείμενα εξω άπό μένα, μόλις δέν είμαι μόνος, είμαι ένας άλλος, μιά πραγματικότητα άλλη άπό τό άντικείμενο, έξω άπό μένα. Γιά ένα τρίτο αντικείμενο είμαι συνεπώς μιά πραγματικότητα άλλη άπό αυτό, δηλαδή τό άντικείμενό του. Μιά ύπαρξη πού δέν είναι τό άντικείμενο μιας άλλης ύπαρξης προϋποθέτει έτσι, ότι δέν ύπάρχει άντικειμενική ύπαρξη. Μόλις έχω ένα άντικείμενο, τό αντι­κείμενο αυτό έχει έμένα γιά άντικείμενό του. Αλλά μιά μή άντικειμενική ύπαρξη δέν είναι παρά μόνο μιά μή πραγμα­τική, μή αίσθητή σκέψη, δηλαδή μόνο μιά νοητή ύπαρξη, μιά ύπαρξη άφαίρεσης.

Ό άνθρωπος σάν άντικειμενική αίσθητή ύπαρξη είναι κατά συνέπεια μιά πάσχουσα υπαρξη, και επειδή νιώθει ότι πάσχει, είναι μιά θυμοειδής ύπαρξη. Το πάθος είναι ή θεμελιώδης δύναμη τοϋ άνθρώπου πού άγωνίζεται ρωμαλέα νά κατακτήσει τό άντικείμενά της.

Καί καθώς κάθε τι φυσικό πρέπει ν’ άπο­κτήσει ύπαρξη, έτσι και ό άνθρωπος έχει τή δια­δικασία του τής καταγωγής στήν ιστορία. Άλλά γιά τόν άνθρωπό η ιστορία είναι μιά συνειδητή διαδικασία, και κατά συνέπεια μιά διαδικασία πού συνειδητά ξεπερνά τόν έαυτό της. Ή ιστορία είναι ή αληθινή φυσική ιστορία του άνθρώπου.

Αλλοτρίωση και αφαίρεση:

Ο Χέγκελ έξισώνει τόν άνθρωπο μέ τήν αυτο­συνείδηση, τό αποξενωμένο άντικείμενο, ή αποξενωμένη, ου­σιαστική πραγματικότηχα του ανθρώπου δέν είναι τίποτε άλλο άπό συνείδηση, τίποτε άλλο από τή σκέψη τής απο­ξένωσης, η αφηρημένη της και κατά συνέπεια κού­φια και μη πραγματική έκφραση, η άρνηση. Τό ξεπέ­ρασμα τής αλλοτρίωσης δέν είναι έτσι τίποτε αλλο άπό μία άφαίρεση, ένα κούφιο ξεπέρασμα αύτής τής κούφιας α­φαίρεσης, η άρνηση της άρνησης. Ή ανεξάν­τλητη, ζωτική, αισθητική, σταθερή δραστηριότητα τής αύτοαντικειμενοποίησης ύποβιβάζεται έτσι στήν άπλή της άφαίρεση, απόλυτη αρνητικότητα

Απορρέει ότι όλη ή Λογική είναι άπόδειξη του γεγονότος ότι ή άφηρημένη σκέψη δέν είναι τίποτα γιά τόν έαυτό της, ότι ή άπόλυτη ίδέα δέν εί­ναι τίποτα γιά τόν έαυτό της και ότι μόνο ή φύση είναι κάτι.

Ό άνθρωπος αποξενωμένος άπό τόν εαυτό του είναι έπίσης ό στοχαστής άποξενωμένος από την ουσία του, δηλαδή άπό τή φυσική καί ανθρώπινη ουσία του. Οί σκέψεις του είναι κατά συνέπεια σταθερά φαντάσματα πού ύπάρχουν έξω άπό τή φύση καί τόν άνθρωπο. Στή «Λογική» του ο Χέγκελ κλείδωσε όλα αύτά τά φαντάσματα κατανοώντας τό καθένα άπ’ αύτά πρώτα σάν άρνηση δηλαδή σάν άλλοτριωμένη ανθρώπινη σκέψη και μετά σάν άρνηση τής άρνησης, δηλαδή σάν ξεπέρασμα τής άλλοτρίωσης αυτής, σάν μιά πραγματική έκφραση της αν­θρώπινης σκέψης. Αλλά άπό τή στιγμή πού ή άρνηση αύτή είναι ή ίδια παγιδευμένη στήν άποξένωση, αύτό άντιστοιχεί έν μέρει μέ τήν άποκατάσταση τών σταθερών φαντασμά­των στήν άποξένωσή τους καί έν μέρει στήν άποτυχία νά κινηθεί πέρα άπό τή τελική φάση, τή φάση τής αύτοαναφοράς στήν άλλοτρίωση, πού είναι ή άληθινή ύπαρξη τών φαν­τασμάτων αύτών. Στό βαθμό πού ή αφαίρεση αύτή κατανοεί τόν έαυτό της και δοκιμάζει μιά απεριόριστη άνία με τόν έαυτό της, βρίσκουμε στον Χέγκελ μιά έγκατάλειψη της άφηρημένης σκέψης πού κινείται μόνη μέσα στή σκέψη, πού δέν έχει μάτια, δόντια, αυτιά, ότιδήποτε, και μιά άπόφαση ν’ άναγνωρίσει τη φύση σάν ύπαρξη και νά περάσει στήν ένόραση. Αλλά ή φύση έπίσης παρμένη αφηρημένα, γιά τόν έαυτό της, και στον σταθερό της διαχωρισμό άπό τόν άνθρωπο, δέν είναι τίποτα γιά τόν άνθρωπο.

Κ. Μαρξ. Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χερόγραφα 1844, Εκδόσεις Γλάρος, 1975, (σελ: 168 – 196).

Το φάντασμα που αληθεύει

Ένα φάντασμα που πλανιέται πάνω από την Ευρώπη… Και αυτό είναι το φάντασμα του κομμουνισμού. Το φάντασμα αυτό δεν είναι μια μεταφυσική καρικατούρα ιδεαλίστικης σύλληψης ενός φιλοσόφου που ερμηνεύει τον κόσμο γιατί του το επιβάλλει η μυθική υπόσταση του συστήματος της φιλοσοφίας του αλλά το αληθινό αίτημα μιας πραγματικότητας που αναγκάζεται να εκπληρωθεί. Το φάντασμα του κομμουνισμού είναι αυτό που θα συνεχίζει να πλανιέται όσο ο άνθρωπος δεν το κατεβάζει ως αλήθεια στην πραγματικότητα. Πλανιέται ως φάντασμα και οχι ως φαντασία γιατί είναι το φάντασμα που θέλει να πραγματωθεί ενώ το φανταστικό έγκειται ακριβώς στο αντίθετο. Το αίτημα της ίδιας της ιστορίας που εγκυμονεί την δυνατότητα της αλήθειας που πλανιέται. Θα μπορούσαμε να το θέσουμε και κάπως έτσι: Μια αλήθεια πλανιέται πάνω από την πραγματικότητα και είναι η αλήθεια του κομμουνισμού.

Λόγος και Επανάσταση

“(…) Άφού όμως οί ανώτερες τάξεις μπορούσαν νά διατηρούν τά κεκτημένα, μέσα στό απολυταρχικό πλαίσιο, καί άφού δέν υπήρχε οργανωμένη εργατική τάξη, τό δη­μοκρατικό κίνημα σέ μεγάλη έκταση προερχόταν άπό τήν αγανά­κτηση τής ανίσχυρης μικροαστικής τάξης. Ή αγανάκτηση αυτή πήρε έντονη έκφραση στό πρόγραμμα τών ακαδημαϊκών Burschenschaften* καί τών προδρόμων τους Turnvereine. Γινόταν πο­λύς λόγος γιά ελευθερία καί ισότητα, άλλά επρόκειτο γιά μιά ελευθερία πού θά ήταν αποκλειστικά τό κεκτημένο προνόμιο τής τεκτονικής φυλής καί γιά μιά ισότητα πού έσήμαινε γενική φτώχεια καί στέρηση. Ή πνευματική καλλιέργεια θεωρούνταν σάν κάτι πού άνηκε στους πλούσιους καί τούς ξένους, καί είχε σκοπό νά διαφθείρει καί νά κάνει μαλθακό τό λαό. Τό μίσος γιά τούς Γάλλους συνοδευόταν άπό τό μίσος γιά τούς Εβραίους, τούς Κα­θολικούς καί τούς «ευγενείς». Τό κίνημα απαιτούσε έναν αληθινά «γερμανικό πόλεμο», ώστε νά μπορέσει ή Γερμανία νά αποκαλύ­ψει τήν «άφθονη υγεία τού εθνισμού της». Ζητούσε ένα «σωτήρα» γιά νά επιτύχει τή γερμανική ενότητα, ένα σωτήρα πού «ό λαός θά τού συγχωρήσει κάθε αμάρτημα». Τό κίνημα έκαιγε βιβλία καί καταφερόταν εναντίον τών Εβραίων. Θεωρούσε τόν εαυτό του υπεράνω τού νόμου καί τού συντάγματος επειδή «γιά τό σωστό σκοπό δέν υπάρχει νόμος». Τό κράτος έπρεπε νά οικοδομηθεί «έκ τών κάτω», άπό τόν έξαλλο ενθουσιασμό τών μαζών, καί ή «φυσική» ενότητα τού Λαού του “Εθνους (Volk) έπρεπε νά άντικαταστήσει τήν κατά στρώματα διάταξη τού κράτους καί τής κοινωνίας. Δέν είναι δύσκολο νά αναγνωρίσει κανείς σ’ αυτά τά «δημο­κρατικά» συνθήματα τήν ιδεολογία τής φασιστικής Volksgemein­schaft. Υπάρχει, έν προκειμένω, μιά πολύ στενότερη σχέση ανάμεσα στόν ιστορικό ρόλο τών Burschenschaften, μέ τό ρατσισμό καί τόν άντι-ορθολογισμό τους, καί στό ρόλο τού Έθνικοσοσιαλισμού, άπ’ αυτήν πού υπάρχει ανάμεσα στόν Έθνικοσοσιαλισμό καί τή θέση τού Χέγκελ. Ό Χέγκελ έγραψε τή Φιλοσο­φία τον Δικαίου γιά νά υπερασπιστεί τό κράτος εναντίον τής ψευδοδημοκρατικής ιδεολογίας, στήν οποία έβλεπε μιάν απειλή γιά τήν ελευθερία πιό σοβαρή άπό αυτήν πού αντιπροσώπευε ή συνεχιζόμενη κυριαρχία τών εξουσιοδοτημένων άρχων. Δέν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτό τό έργο ενίσχυε τήν εξουσία αυτών τών άρχων καί βοηθούσε έτσι τή θριαμβεύουσα ήδη αντίδραση όμως, σέ σχετικά πολύ μικρό διάστημα αποδείχτηκε πώς είναι ένα όπλο κατά τής αντίδρασης. Διότι τό κράτος πού είχε στό νού του ό Χέγκελ ήταν ένα κράτος πού τό κυβερνούσαν οί κανόνες τού κριτικού λόγου καί οί καθολικά ισχύοντες νόμοι. Ή λογικότητα τού δικαίου, λέει, είναι τό στοιχείο ζωής τού σύγχρονου κράτους. « Ό νόμος είναι… ή λυδία λίθος πού μας βοηθάει νά ξεχωρίζουμε τούς δήθεν αδελφούς καί φίλους τού λεγομένου λαού»1 7 , θά δού­με ότι ό Χέγκελ έχει συνυφάνει αυτό τό θέμα μέσα στήν ώριμη του πολιτική φιλοσοφία. Δέν υπάρχει αντίληψη πιό συμβιβάσιμη μέ τή φασιστική ιδεολογία άπό εκείνη πού θεμελιώνει τό κράτος σ’ ένα καθολικό καί έλλογο δίκαιο πού εξασφαλίζει τά συμφέροντα όλων τών ατόμων ανεξαρτήτως τής φυσικής καί κοινωνικής τους κατάστασης.” (σελ: 180-181)

“Ή επανά­σταση εξαρτάται πράγματι άπό ένα σύνολο αντικειμενικών συν­θηκών: απαιτεί ένα ορισμένο επίπεδο υλικού καί πνευματικού πολιτισμού, μιά συνειδητή καί οργανωμένη εργατική τάξη σέ παγκόσμια κλίμακα καί μιά όξυνση τής ταξικής πάλης. Όλ’ αυτά όμως γίνονται επαναστατικές συνθήκες μόνο άν συλλαμβάνονται καί κατευθύνονται άπό μιά συνειδητή δραστηριότητα πού άποβλέπει στό σοσιαλισμό. Καμιά αναγκαιότητα καί κανένας αναπό­τρεπτος αυτοματισμός δέν εγγυάται τή μετάβαση άπό τόν καπιτα­λισμό στό σοσιαλισμό.” (σελ: 302-303)

“Στήν πορεία τής σύγχρονης κοινω­νίας «ό εργάτης γίνεται ολοένα καί φτωχότερος όσο αυξάνεται ό πλούτος πού παράγει, δσο αυξάνεται ή παραγωγή του σέ ισχύ καί μέγεθος. Ό εργάτης γίνεται ένα όλο καί φθηνότερο εμπόρευμα, δσο περισσότερα εμπορεύματα παράγει. Μέ τήν εκμετάλλευση (Verwertung) τού κόσμου τών αντικειμένων προωθείται σέ άμεση αναλογία ή υποτίμηση τού κόσμου τών ανθρώπων». Ή κλασική πολιτική οικονομία (ό Μαρξ αναφέρεται στόν Adam Smith καί τόν J.B.Say) παραδέχεται δτι ακόμη καί ό μεγάλος κοινωνικός πλούτος γιά τόν εργάτη δέν σημαίνει παρά «ακατάπαυτη φτώ­χεια»” (σελ: 263)

“Ό αλλοτριωμένος άπό τό προϊόν του εργάτης αλλοτριώνεται συγχρόνως καί άπό τόν εαυτό του. Ή ίδια του ή εργασία παύει νά τού ανήκει, καί τό γεγονός ότι γίνεται ιδιοκτησία ενός άλλου μαρτυράει μιάν αποστέρηση πού αγγίζει τήν ίδια τήν ουσία τού άνθρωπου. Ή εργασία στήν αληθινή της μορφή είν’ ένα μέσο γιά τήν αυθεντική αύτοεκπλήρωση τού άνθρωπου, γιά τήν πλήρη ανάπτυξη τών δυνατοτήτων του ή συνειδητή χρησιμοποίηση τών φυσικών δυνάμεων θά έπρεπε νά συντελείται γιά τήν ικανοποίη­ση καί τήν απόλαυση του. Στήν τρέχουσα μορφή της, όμως, ή ερ­γασία σακατεύει όλες τίς ανθρώπινες ικανότητες καί απαγορεύει τήν ικανοποίηση. Ό εργάτης «δέν καταφάσκει άλλά αντιφάσκει στήν ουσία του». «Αντί νά αναπτύσσει τίς ελεύθερες φυσικές καί πνευματικές του δυνάμεις, απονεκρώνει τό σώμα του καί κατα­ στρέφει τό πνεύμα του. Γι’ αυτό νιώθει στόν εαυτό του όταν είναι έξω άπό τή δουλειά του, καί έξω άπό τόν εαυτό του όταν είναι στή δουλειά του. Βρίσκεται στά νερά του όταν δέν δουλεύει, καί έξω άπό τά νερά του όταν δουλεύει. Ή δουλειά του, συνεπώς, δέν γίνεται εθελοντικά, άλλά μέ καταναγκασμό. Είναι καταναγ­καστική εργασία. Δέν αποτελεί συνεπώς ικανοποίηση μιάς ανάγκης, άλλά μονάχα ένα μέσον γιά τήν ικανοποίηση αναγκών εξωτερικών πρός αυτήν»” (σελ: 266-267)

“Ό Μαρξ αναφέ­ρεται στήν καθοριστική σύλληψη τού Χέγκελ πού τού αποκάλυψε ότι ή κατάσταση τού κυρίου καί τού δούλου προκύπτει αναγκαία άπό ορισμένες σχέσεις εργασίας οί όποιες, μέ τή σειρά τους, είναι σχέσεις ενός «πραγμοποιημένου» κόσμου. “Ετσι, ή σχέση κυρίου καί δούλου δέν είναι μιά αιώνια ούτε μιά φυσική σχέση, άλλά έχει τίς ρίζες της σέ έναν ορισμένο τρόπο εργασίας καί στή σχέση πού έχει ό άνθρωπος μέ τά προϊόντα τής εργασίας του.” (σελ: 122)

Herbert Marcuse, Λόγος και Επανάσταση, Εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1999.