Λονδίνο, η πόλη που οι άνθρωποι σαπίζουν μέσα στους δρόμους, στα υπόγεια, στα γραφεία, στα σπίτια, στα πάρκα, λιώνουν περπατώντας όχι μόνο από απόγνωση αλλά κι από έλλειψη ανάσας. Οι Λονδρέζοι αναθέτουν στους εαυτούς τους την ανάγκη να διατίθενται ως οι εκλεκτοί και δυνατοί μιας κοινωνίας στην οποία γίνεται ανεκτή η εκμετάλλευση. Οι Λονδρέζοι κοιμούνται γρήγορα, τρώνε καλά μόνο αν έχουν χρήμα να φάνε, δουλεύουν σκληρά, παράγουν “πολιτισμό” αλλά ξέχασαν και θυσίασαν γι’ αυτά την ανθρώπινη ιδιότητα για να καταφέρει εν τέλει να μην είναι ανθρώπινη. Δεν χρειάζεται και δεν πρέπει να είναι ανθρώπινη η κοινωνία γιατί αν διατηρηθεί η ανθρώπινη ιδιότητα της πόλης τότε θα πέσει ως ένας χάρτινος πύργος. Η απανθρωπιά και η εκμετάλλευση είναι η δυναμική που σε αποθεώνει στην πόλη όχι μόνο γιατί η εκμετάλλευση είναι παρούσα αλλά γιατί λαμβάνεις μέρος στην διατήρησή της.
Η αποξένωση στο Λονδίνο έχει υλική μορφή, αποτυπώνεται στο βλέμμα μέχρι την στάση του σώματος από την μυρωδιά μέχρι την γεύση του αέρα. Με την χρήση του λεωφορείου ή των τρένων μπορεί κανείς να την νιώσει, ειδικά όταν αγγίξεις κάποιον κατά λάθος και τραντάζεται σαν να έβαλες το χέρι σου μέσα στο σώμα του. Εύθραυστα σώματα, ανοιχτές πληγές που δεν μπορεί να στάξει το αίμα, δεν το αφήνουν… το έχουν αγοράσει, το έχουν χτίσει με κλειστά μάτια και με την ακοή, που για να μην αρχίζει να μιλάει, πρέπει να μην σταματήσει ν’ ακούει προειδοποιήσεις και εντολές. Μια βόλτα μετά τις 12 το βράδυ στην καρδιά του Λονδίνου όταν η πόλη κοιμάται μπορεί να εκπλήξει ακόμα και τον πιο αφελή. Άνθρωποι που περπατάνε με δυσκολία, ζητιανεύουν σε ελάχιστους περαστικούς, άστεγοι κοιμούνται σε σκαλοπάτια εισόδων σπιτιών, σε τηλεφωνικούς θαλάμους, σε πεζοδρόμια, σαν σκιές προσχεδίων ενός άσημου ξεχασμένου ζωγράφου. Με το φως της μέρας χάνονται στο πλήθος, δεν τους λαμβάνεις υπόψιν. Οι αρουραίοι της νύχτας. Η ανθρωπιά που ξεχάστηκε από την πόλη δεν κοιμάται ποτέ.
Η κατοικία των αποξενωμένων ανθρώπων είναι στενή, μικρή, απρόσωπη και τυφλή κι από την άλλη πελώρια, λαμπερή και αέρινη. Η αστική τάξη ζει σε τυφλά σπίτια-παλάτια κι άλλοι σε διάφανα διαμερίσματα, λαμπερά αλλά απρόσωπα, καθαρίζονται μόνα τους, αυτόματα, μια που ούτε η βρωμιά δεν καταδέχεται να πλησιάσει. Η εργατική τάξη από την άλλη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα ζούνε μέσα σε σπίτια που μοιράζονται όχι μόνο τα δωμάτια αλλά μοιράζονται και τα ίδια τα δωμάτια με κρεβάτια. Μέσα σε ένα δωμάτιο στενό 3×3 μένουν και τρεις άνθρωποι με τρία κρεβάτια. Τα πλείστα σπίτια είναι βρώμικα και πολλών ετών. Όταν πετύχεις καθαρό ή και καινούργιο σπίτι, το νοίκι είναι τόσο που δεν μπορείς να το αντέξεις, σ’ απονεκρώνει. Για να μπορέσει κάποιος να μένει σε αυτά τα καθαρά κουτιά θα πρέπει να δουλεύει τόσο σκληρά που η εργατομέρα να γίνεται το βάσανο, δηλαδή ένα είδος τιμωρίας γιατί προτίμησες να ζεις κάπου λίγο πιο ανθρώπινα. Οι Λονδρέζικες παλιές κατοικίες ανανεώνονται και ανακαινίζονται από του ιδιοκτήτες και το νοίκι διπλασιάζεται. Οι παλιές, βρώμικες κατοικίες παραμένουν έτσι μέχρι που να γίνουν μικρά παλατάκια ούτως ώστε να αλλάξει και το περιεχόμενο της κοινωνικής τάξης των ενοίκων. Από τον φτωχό αποξενωμένο εργάτη στον πλούσιο αποξενωμένο μικροαστό. Ο μικροαστός ζει σε ωραία κουτιά και ο φτωχός επίσης σε κουτιά, αλλά βρώμικα. Οι διάδρομοι των σπιτιών, οι κουζίνες, οι αποθήκες, τα σαλόνια γίνονται δωμάτια. Τα δωμάτια του Λονδίνου είναι τα ενεργά φέρετρα των κατοίκων του.
Το κεφάλαιο καταφέρνει όλη αυτήν την αηδία της απανθρωπιάς και της εκμετάλλευσης να την κάνει στάση ζωής, μόδα μια κατάσταση φυσιολογικής πραγματικότητας. Ο πολιτισμός που παράγεται μέσα από αυτές τις συνθήκες είναι αποκρουστικός μια που διατίθεται στην υπηρεσία του κεφαλαίου.
Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι γραμμένα από τον Engels γύρω στα 1840 δηλαδή πριν 175 χρόνια:
“… οι Λονδρέζοι χρειάστηκε να θυσιάσουν το καλύτερο μέρος απ’ την ανθρώπινη τους ιδιότητα, για να πραγματοποιήσουν όλα τα θαύματα του πολιτισμού, απ’ τα όποια ξεχειλίζει η πολιτεία, ότι εκατοντάδες δυνάμεις, πού κούρνιαζαν μέσα τους, παράμειναν αδρανείς και καταπνίγηκαν, για να μπορέσουν ν’ αναπτυχθούν καλύτερα μονάχα μερικές και να πολλαπλασιαστούν με την ένωση τους μ’ εκείνες των άλλων. Η οχλαγωγία των δρόμων έχει κιόλας, μονάχα αυτή, κάτι το αποκρουστικό, που επαναστατικοποιεί την ανθρώπινη φύση. Αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες τα πρόσωπα, κάθε κατάστασης και κάθε τάξης, πού συνθλίβονται και συνωθούνται, δεν είναι μήπως όλοι τους άνθρωποι πού διαθέτουν τα ίδια προτερήματα και ικανότητες και το ίδιο συμφέρον στην αναζήτηση τής ευτυχίας; (…)
Κι ωστόσο, αυτοί οι άνθρωποι διασταυρώνονται τρέχοντας, σαν να μην έχουν τίποτα το κοινό μεταξύ τους, τίποτα να κάνουν από κοινού, κι ωστόσο ή μόνη σύμβαση πού ‘χουν κάνει μεταξύ τους, είναι ή σιωπηρή συμφωνία πού σύμφωνα μ’ αυτήν ο καθένας κρατά στο πεζοδρόμιο το δεξί του μέρος, έτσι που τα δυο ρεύματα του πλήθους που διασταυρώνονται δεν αλληλοεμποδίζονται κι ωστόσο, σε κανενός τη σκέψη δε γεννιέται η ιδέα ν’ αφιερώσει στον άλλο έστω και μια ματιά. Αυτή η βάρβαρη αδιαφορία, αυτή η αναίσθητη απομόνωση του κάθε ατόμου στο εσωτερικό των ιδιαίτερων συμφερόντων του, είναι τόσο πιο αποκρουστικά και προσβλητικά φαινόμενα, όσο ο αριθμός αυτών των ανθρώπων που γειτνιάζουν σ’ αυτό το χώρο είναι μεγαλύτερος. Κι ακόμα αν ξέρουμε ότι αυτή ή απομόνωση του ατόμου, αυτός ο περιορισμένος εγωισμός αποτελούν παντού τη θεμελιακή αρχή της σύγχρονης κοινωνίας, ωστόσο πουθενά δεν εκδηλώνονται με μια τέτοια αναισχυντία, με μια τέτοια ολοκληρωτική αυτοπεποίθηση, όσο στην οχλαγωγία αυτής τής μεγάλης πόλης.
Ή αποσύνθεση της ανθρωπότητας σε μονάδες, που η κάθε μια απ’ αυτές έχει μια ιδιαίτερη αρχή στη ζωή της, και μια ιδιαίτερη επιδίωξη, αυτή η ατομικοποίηση του κόσμου έχει προωθηθεί εδώ στο ακρότατο όριό της. Προκύπτει επίσης ότι ο κοινωνικός πόλεμος, ο πόλεμος όλων ενάντια σ’ όλους, έχει εδώ κηρυχτεί ανοιχτά…
(…) τ’ άτομα αλληλοθεωρούνται σαν χρησιμοποιήσιμα υποκείμενα – ο καθένας εκμεταλλεύεται τον άλλον και το αποτέλεσμα είναι ότι ο ισχυρός ποδοπατάει τον αδύνατο, κι ότι ο μικρός αριθμός των δυνατών, δηλαδή οι κεφαλαιούχοι, οικειοποιούνται τα πάντα, ενώ στο μεγάλο αριθμό των αδύνατων, στους φτωχούς, δεν απομένει παρά ή ζωή τους και μόλις αυτή.
(…) Παντού βάρβαρη αδιαφορία, εγωιστική σκληρότητα απ’ τη μια πλευρά και ανείπωτη αθλιότητα απ’ την άλλη, παντού ο κοινωνικός πόλεμος, του καθ’ ενός το σπίτι σε κατάσταση πολιορκίας, παντού αμοιβαία καταλήστευση κάτω απ’ το κάλυμμα του νόμου, ενώ το σύνολο χαρακτηρίζεται από έναν κυνισμό, από μια τέτοια παρρησία πού τρομάζουν για τις συνέπειες που μπορούν ν’ ασκήσουν στην κοινωνική μας κατάσταση, κι όπως εμφανίζονται εδώ στη γυμνότητα τους, ενώ για τίποτα πια δε μπορεί κανένας να εκπλαγεί, έκτος απ’ τ’ ότι όλος αυτός ο τρελός κόσμος δεν έχει ακόμα εξαρθρωθεί.
(…) Κανένας δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτόν πεταμένος σ’ αυτό το χαώδη στρόβιλο, του επιβάλλεται, κακά – καλά, να παλέψει. Αν είναι αρκετά τυχερός και βρει δουλειά, δηλαδή αν η αστική τάξη του κάνει τη χάρη να πλουτίσει σε βάρος του, τον περιμένει ένα μεροκάματο, που μόλις αρκεί να τον διατηρεί σ’ αυτή τη γη, αν πάλι δε βρει δουλειά μπορεί να κλέψει, αν δε φοβάται την αστυνομία, ή να πεθάνει απ’ την πείνα και σ’ αυτό επίσης η αστυνομία θα επιβλέψει, να πεθάνει μ’ έναν ήσυχο τρόπο, που να μην πληγώνει στο παραμικρό την αστική τάξη.
“Κακές συνοικίες”: Το πιο συχνό είναι οικήματα με δυο πατώματα η ακόμα με ένα, δυο τούβλα, ευθυγραμμισμένα σε μακριές σειρές, κατά το δυνατό με υπόγεια κατοικημένα και που σχεδόν πάντα είναι ακανόνιστα οικοδομημένα. Αυτά τα μικρά σπίτια, με τα τρία ή τέσσερα διαμερίσματα τους και μια κουζίνα, ονομάζονται (αγροκήπια) και αποτελούν συνήθως σ’ όλη την Αγγλία, μ’ εξαίρεση μερικές συνοικίες του Λονδίνου, τις κατοικίες της εργατικής τάξης. Τα σπίτια κατοικούνται απ’ το υπόγειο ως τη στέγη, είναι στον ίδιο βαθμό βρώμικα στο εξωτερικό και στο εσωτερικό τους, και έχουν μια τέτοια θέα, που κανένας δε θα δοκίμαζε την επιθυμία να κατοικήσει σ’ αυτά.
(…) ένα μικρό δωμάτιο που ‘βγάζε στην αυλή, όχι μεγαλύτερο από ένα εντοιχισμένο ντουλάπι, κι όπου δεν υπήρχε ούτε ένα έπιπλο. Σε μια γωνιά, μερικά κουρέλια, όπου κοιμόντουσαν και οι δυο, ενώ μια κασόνα χρησίμευε σύγχρονα για καρέκλα και τραπέζι.”
F. Engels (1974), “Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία“, Μέρος Α’. Εκδόσεις Μπάϋρον, σελ. 66-80.
Τα αποσπάσματα είναι γραμμένα από τον Engels γύρω στα 1872, δηλαδή 143 χρόνια πριν:
“Από πού προέρχεται λοιπόν η στενότητα κατοικίας; Πώς δημιουργήθηκε;
Αναγκαίο δημιούργημα της αστικής κοινωνικής μορφής, ότι δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς στενότητα κατοικίας μια κοινωνία όπου η μεγάλη εργαζόμενη μάζα εξαρτάται αποκλειστικά από το μισθό της εργασίας, δηλαδή από το ποσό των μέσων συντήρησης που είναι απαραίτητα για την ύπαρξη και την αναπαραγωγή της …
Σε μια τέτοια κοινωνία δεν είναι τυχαία η στενότητα κατοικίας· είναι μια αναγκαία κατάσταση που τότε μόνο θα εξαλειφθεί μαζί με τις συνέπειες που έχει πάνω στην υγεία κλπ. όταν ανατραπεί συθέμελα όλο το κοινωνικό καθεστώς που τη δημιουργεί. Αυτό όμως δεν επιτρέπεται να το ξέρει ο αστικός σοσιαλισμός. Δεν επιτρέπεται να βρίσκει την εξήγηση της στενότητας κατοικίας στις υπάρχουσες συνθήκες. Δεν του μένει λοιπόν τίποτα άλλο παρά να την εξηγεί με φράσεις ηθικολογίας για την κακία των ανθρώπων, σαν να λέμε για το προπατορικό αμάρτημα.
(…) πολλές οικογένειες μαζί νοικιάζουν συχνά μια κατοικία, ακόμα και ένα μόνο δωμάτιο, και όλα αυτά για να ξοδέψουν όσο το δυνατόν λιγότερα για την κατοικία.
(…) Η λεγόμενη στενότητα κατοικίας, που παίζει σήμερα έναν τόσο μεγάλο ρόλο στον Τύπο, δεν είναι μόνο ότι η εργατική τάξη ζει γενικά συνωστισμένη σε κακές και ανθυγιεινές κατοικίες. Αυτή η στενότητα κατοικίας δεν είναι κάτι που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τη σημερινή εποχή. Δεν είναι ούτε ένα από τα βάσανα που αποτελούν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του σύγχρονου προλεταριάτου σε σύγκριση με όλες τις προηγούμενες καταπιεζόμενες τάξεις. Αντίθετα, σε όλες τις εποχές η στενότητα κατοικίας έπληττε όλες τις καταπιεζόμενες τάξεις. Για να μπει τέρμα σ’ αυτήν τη στενότητα κατοικίας υπάρχει μόνο ένα μέσο: Να καταργηθεί γενικά η εκμετάλλευση και η καταπίεση της εργαζόμενης τάξης από την κυρίαρχη τάξη.”
F. Engels (2012), “Για το ζήτημα της κατοικίας“, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ. 64.