Να συμβιβαστώ; Είμαι πεθαμένος ή ζωντανός;
Category Archives: Επανάσταση
Νυχτολόγιο 10: Η αριστερά ανθρωποφάγος
Η καύλα του ανθρωποφάγου δεν είναι κατ’ ανάγκην η ανθρωποφαγία. Μπορεί να είναι η χορτοφαγία. Η βασική αντιφατική γοητεία του πολιτισμένου ανθρωποφάγου έγκειται στην εικόνα του προσώπου την στιγμή που γευματίζει. Ο ανθρωποφάγος δεν χρησιμοποιεί μαχαιροπίρουνα αλλά μόνο οδοντογλυφίδες.
Διαβάζουμε λοιπόν τα εξης:
Η εταιρεία “Αριστερά της Κύπρου” σας καλωσορίζει επίσημα στην ιστοσελίδα της για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης και για την επίτευξη της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Επειδή εργαζόμαστε αποκλειστικά για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της Κύπρου είμαστε όλοι μαζί στο αγώνα για ένα χειραφετημένο κεφάλαιο. Το κεφάλαιο αυτό είναι μη-κερδοσκοπικό αλλα κερδοσκοπικίζων το οποίο μπορεί να λειτουργεί στα πλαίσια της επαγγελματικής και τεχνοκρατικής κατάρτισης και των ίσων ευκαιριών.
Η ιστορική αναδρομή σκοπεύει άσκοπα και ανέξοδα στην εικόνα μιας ψευδαίσθησης που θέλει να ανοίγει τα κρανία των εργαζομένων με πρόσχημα την καπιταλιστική ευελιξία.
Η εταιρεία “Αριστερά της Κύπρου” υπόσχεται μια συμπληρωματική ασφάλεια ζωής σε μια τιμή γνωριμίας. Έχουμε αρκετές χιλιάδες πελάτες, οι οποίοι είναι όχι μόνο ικανοποιημένοι από τις υπηρεσίες μας αλλά πιστοί στις όποιες αναθεωρήσεις του εταιρικού μας φόρου και της υπεραξίας μας.
Σήμερα το βράδυ ένα συσπειρωτικό φεστιβάλ χάλκινων άηχων πνευστών θα γίνει ο αποκλειστικός ήχος έλξεως των πιο αγαπημένων συντρόφων. Οι κοσμοσπάστες σύντροφοι μπορεί να μην είναι υπάλληλοι της εταιρείας αλλά είναι πιστά σκυλιά στην πρώτη γραμμή του αγωνιστικού πελατολογίου.
Με επάρκεια, αμεσότητα και αντικειμενικότητα η εταιρεία “Αριστερά της Κύπρου” έχει ανοιχτούς λογαριασμούς μόνο με τις οδοντογλυφίδες του κεφαλαιοκρατικού συστήματος και της νοθείας καυσίμων.
Η προσπάθεια να ενισχυθεί ο δρόμος αυτός που οδηγεί στην θεϊκή καταστροφή έχει αγκαλιάσει ολόκληρη την αριστερή διανόηση αφού ασφαλίζονται οι αγωνιστές για μια αγωνιστική καριέρα εφ όρου ζωής.
Η εταιρεία “Αριστερά της Κύπρου” αγωνίζεται για την αντιμετώπιση επίσης του ιμπεριαλισμού. Ο ιμπεριαλισμός για την εταιρεία είναι ένας κλάδος που θα μπορούσε να γίνει μία συνήθεια γλυκιά. Χρειαζόμαστε κάθε ιμπεριαλισμό για να μπορούμε να κάνουμε την διαφορά στους εικονικούς μας αγώνες. Η τεχνολογία που διαθέτει η εταιρεία κάνει το επίπεδο της ιστορίας του πολιτισμού να μην έχει σημεία αμφισβήτησης.
Ο ιμπεριαλισμός γίνεται για τον λαό μια συμπληρωματική πληροφορία σχετικά με την Ανατολή και τον ορίζοντα του δυτικού πολιτισμού. Χορεύοντας με τα ομόλογα και τα ακίνητα η εταιρεία θα δώσει τη λύση του μυστηρίου που ταλανίζει το Κυπριακό εδώ και κάποιες δεκαετίες.
Ζήτω η εταιρεία…
BREXIT και μαντικές ικανότητες
Έχουμε ακούσει τους ΝΑΙνέκους του Ηνωμένου Βασιλείου να εκπροσωπούνται από ρατσιστές μέχρι αριστερούς. Τους έχουμε δει ως θύματα των ανθρώπων μιας εποχής που θέλει το μίσος να κυριαρχεί γιατί είπαν ΟΧΙ στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Έχουμε δει πορείες διαμαρτυρίας, και συλλογή υπογραφών με αίτημα την επιστροφή των καλών καιρών που είχαμε την συνειδησιακή απονεύρωση του Ευρωπαϊκού συνδρόμου ‘πας μη δυτικός βάρβαρος εστίν’.
Δημοσιογράφοι με φλύαρα λογύδρια, πολιτικοί με επαναστατικές διακηρυκτικές καρικατούρες, διανοούμενοι με αφηρημένα εννοιολογικά μπαλόνια, ακαδημαϊκοί με μαντικές ικανότητες έχουν να λένε για συμπεράσματα, για συμπεράσματα, συμπεράσματα, συμπεράσματα, συμπεράσματα…
Η Ευρωπαϊκή Αριστερά μαζί με τον Ευρωπαϊκό εθνικισμό αποφάσισαν την ίδια πορεία. Οι πολιτικές παραιτήσεις των εθνικιστών στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και η ανημποριά των αριστερών να αναλάβουν την απόφαση του λαού τι αποτέλεσμα έχει; Τι συμπεράσματα βγάζουν οι προφεσόροι διανοούμενοι, πολιτικοί και δημοσιογράφοι που άλλο τίποτα παρά ακόμα και την συγκεκριμένη ιστορική απόφαση του βρετανικού λαού την διαβάζουν μέσα από το αιώνιο φίλτρο της παρατηρητικότητας;
Η φωνή του λαού, του 52%, από ποιο μικρόφωνο, ποια οθόνη, ποια αίθουσα θα μπορούσαν να εισακουστούν; Τι σκέφτεται αλήθεια ο βρετανικός λαός μια που η φωνή του δεν ακούγεται από κανένα επίσημο στόμα;
Τι άλλο άφησε το BREXIT πίσω του τελικά παρά την ανημποριά και την ανετοιμότητα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς να αλλάξει την Ευρωπαϊκή Ένωση από τα μέσα;
Τι άλλο άφησε αν όχι την απόδειξη ότι ο εθνικισμός είναι η άθλια υπαρξιακή οντότητα, η οποία ο πατριωτισμός του έγκειται στο ατομικίστικο συμφέρον;
Τι άλλο άφησε το BREXIT παρά την τυφλή ακαδημία να ψάχνει στις βιβλιογραφίες τι πήγε στραβά;
South Korea: Gwangju Uprising, May 1980
“The American bases that still dot Japan and South Korea (containing nearly 100,000 troops) were agents both to contain the Communist enemy and to constrain the capitalist ally. Meanwhile both countries were showered with all manner of support in the early postwar period, as part of a Cold War project to re-make both of them as paragons of noncommunist development.” (…) “Japan was shorn of its military and political clout to become an American-sponsored “economic ani- mal,” with coercive functions transferred to bloated authoritarian states in Taiwan and South Korea, each of which had mammoth armies and which spent almost all the income they extracted from their people on coercion, getting what else they needed from direct American aid grants.” From the book: Lee Jae-eui, “Kwangju Diary: Beyond Death, Beyond the Darkness of the Age”, UCLA, 1999, (p: 18, 19):
Εχοντας αυτά υπόψιν:
“Η εξέγερση του Gwangju συνδέεται με ένα πολύ σημαντικό ερώτημα σχετικά με την ευθύνη των ΗΠΑ για τη σφαγή που έλαβε χώρα. Γεγονός είναι, ότι εκείνη την εποχή ο κορεάτικος στρατός ήταν ελεγχόμενος από διοικητές των ΗΠΑ, και ως εκ τούτου η χρήση της στρατιωτικής βίας κατά του άμαχου πληθυσμού έπρεπε να εγκριθεί από την Ουάσιγκτον. (…)
Τα στοιχεία σχετικά με το συνολικό αριθμό των θυμάτων ποικίλλουν – σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, 191 άνθρωποι σκοτώθηκαν στο Gwangju, αλλά μέλη της αντιπολίτευσης μιλούν για δέκα χιλιάδες θύματα. Ωστόσο, αν αναλύσουμε τα συνολικά στατιστικά στοιχεία των θανάτων στην πόλη τον Μάιο του 1980, ανέρχονται στα 4.900… (…)
Πολλοί συγγραφείς, όχι μόνο εκείνων που προέρχονται από την αριστερά, συγκεντρώνουν την προσοχή τους στο γεγονός ότι το διοικητικό σύστημα που προέκυψε αυθόρμητα (;) στην πόλη θύμιζε την Κομμούνα του Παρισιού ή κάποιες διοικητικές αρχές από τις πρώτες δημοκρατικές κυβερνήσεις. (…)”
Ακολουθεί το άρθρο “To the Anniversary of the 1980 Gwangju Uprising” στα αγγλικά:
At the National Cemetery in Gwangju, anofficial ceremony was held to commemorate the 36th anniversary of the May 18 democratic uprising, which played an important role in the democratization of the Republic of Korea (RK). In order to express their condolences to the families of the victims, RK Prime Minister, Hwang Kyo-ahn, and representatives of the ruling and opposition parties arrived in Gwangju. In his speech, the Prime Minister said that the establishment of the democratic society of the Republic of Korea is continuing on the basis of the principles laid down 36 years ago. The leader of the ruling party Saenuri, Chung Jin-suk said that the spirit of the democratic movement should promote national unity.
Is that the case or not? Let us recall the events of that time.
After the assassination of General Park Chung-hee on October 26, 1979 the new government tried to carry out democratization measures, but only 6 days later, there was a coup d’état organized by the head of military intelligence, General Chun Doo-hwan.
The new attempt to usurp power met the resistance of the opposition and the youth, but Chun actively sought the approval of the United States of his securing the Presidential post, all the while trying to play the North Korean card. As part of this strategy, on May 13, he said that North Korea was behind the student and the radical left movement. In response, on May 15 more than 100 thousand people gathered in front of Seoul Station, but on 17-18 of May 1980, Chun Doo-hwan held large-scale arrests of opposition members, disbanded the National Assembly and declared complete martial law instead of the partial one, which had already been in place.
The reaction to these developments was the uprising in Gwangju, where it all began with a dispersal of the demonstration against the closure of the Chonnam University that had been a bulwark of democratic sentiment. To suppress the protests of 18-20 of May 1980, 3 thousand air force soldiers and officers with no prior experience of this kind were engaged alongside 18 thousand police officers. Moreover, the soldiers were told that the city was in the throes of a communist rebellion, and, according to some unconfirmed reports, many of them were under the influence of drugs.
In principle, this was not the first time special forces were employed against demonstrators, but it was the first time that such brutal beatings had ever been administered against such a big crowd of people. In Gwangju, it ended up with bayonets and flamethrowers being used against unarmed civilians; the soldiers not only dispersed the demonstration, but also broke into cafes and buses and targeted all the young people of around college age in brutal attacks; they even killed taxi drivers who tried to take the injured to the hospitals.
Such unprecedented and brutal suppression of a purely peaceful demonstration prompted the students to fight back; the students were joined by the city’s inhabitants and the unrest escalated into a large-scale uprising. On May 21, 1980 the number of protesters reached 300 thousand people. The rebels stormed 16 police stations and other government offices, seized stocks of weapons and 350 vehicles including armored personnel carriers.
Fearing massive bloodshed, the government withdrew the special division from the city. The rebels seized the Office of the Provincial Administration, set up their authorities to maintain order and conduct negotiations with the central government, and organized the delivery of food to the city.
Among those who had seized power in the city, it was young radicals who were in the majority; their plan was to hold out for as long as possible and either die as heroes, thus demonstrating the barbarity of the military regime, or seek out the intervention of the US that was supposed to stand up for democracy.
Many authors, not only those from the left, draw attention to the fact that the governing system that spontaneously arose in the city was reminiscent of the Paris commune or the authorities of the first democratic governments. There was no looting in the city, the banks and offices of large companies were left unharmed, there were virtually no communist slogans. On the contrary, the authorities tried to control the private stock of weapons and actively relied on the assistance of religious authorities, while squadrons created to maintain order had the American acronym SWAT written on their cars.
Early in the morning of May 27, the city was stormed by tanks, and within ninety minutes the main government offices were occupied by government troops. The seizure of the city was very quick and well-organized and was perceived as a successful military operation.
Thus, Korean history was “enriched” by a new landmark event, which became an age-long symbol of suppression of opposition. No one believed the rumor that it was Communist provocation, moreover, there was no direct evidence found even in the aftermath of the events proving the North Korean influence on the events in Gwangju. Japanese TV filmed the uprising close enough to capture a large number of frames showing the war crimes of the regime, including images of people crushed by tanks, on film.
Data on the total number of victims vary – according to official data, 191 people were killed in Gwangju, but dissidents and members of the opposition speak about ten thousand victims. However, if we analyze the overall statistics of deaths in the city in May 1980, it totaled 4,900 people in comparison to the usual figure of about 2,000 people.
That is why events in Gwangju are regularly compared to another “tank suppression”: that of Beijing’s Tiananmen Square, and it is argued that the Korean case was bloodier, since in China, according to some data, the number of dead came to around 700 people.
However, it can be observed that while the story about the “tank-crushed democracy” in China is well-known and is constantly in the public arena, the Korean history is hardly known to anyone but specialists.
The uprising in Gwangju is associated with a very important question about the US responsibility for the massacre that took place. The fact is that at that time the Korean army was subordinate to US commanders, and thus the use of military force against the civilian population had had to be approved by Washington.
American authors are trying to cover up the participation of the United States, portraying the case in such a light that the Korean government not only ignored and failed to publish a statement of the United States government calling for a peaceful settlement, but, on the contrary, trumpeted that the United States gave the “green light” for the suppression of the uprising. However, although the United States provided no direct support to Chun Doo-hwan, they did nothing to keep the regime from bloodshed.
Although representatives of the City Council set up by the rebels immediately contacted the US embassy with a plea to intervene in the situation, America was afraid of creating a dangerous precedent by supporting citizens in their struggle against the regime. Curiously, the decisive role in elaborating the decision that was adopted, was played by Richard Holbrooke, who then stated that “the issue is attracting too much attention, whereas it should be considered more broadly in terms of national security interests. We have to give the nod to Chun to suppress the uprising, and he then will be much more dependent on Washington than his predecessor”. And so it happened, and, with the exception of Lee Myung-bak, Chun was considered the most pro-American leader of the country.
The prosecution for the massacre only followed in the 90s and under very particular circumstances. As part of the political struggle to force out the military from political life, “the first civilian president” Kim Young-sam initiated a legal process against Chun Doo-hwan, accusing him of corruption. But the evidence was insufficient, and to force his opponents out, on December 20, 1995 the “Special Law on the events in Gwangju” was adopted, which was endowed with retroactive effect and served as the basis for the accusation of Chun Doo-hwan of crimes against the constitutional order and treason. The particular choice of the chief investigator, the propaganda campaign in the press and mass rallies organized by the authorities reminded the author of the political process in the times of Chun Doo-hwan himself. In December 1996, Chun Doo-hwan was sentenced to life in prison, but sometime later he was pardoned, while most of the direct participants in the events were never prosecuted, which still causes resentment in the opposition.
Thus, the statements of the current RK leaders that they are continuing the traditions of those who died for democracy 36 years ago have at least a dash of hypocrisy.
Επίσης μπορείτε να διαβάσετε και εδώ:
25 Years Ago: The Kwangju Massacre in South Korea
Εδώ 2 βιβλία (1 και 2) όσον αφορά το “The Kwangju Massacre in South Korea”
Εκλογική ανάσταση
Ευκολάκι είναι για τον καθένα που θέλει να αναδείξει την προοδευτικότητά του, την επαναστατικότητα και τον διαφορετικό εναλλακτικό τρόπο σκέψης κατά την διάρκεια του Άγιου Πάσχα των χριστιανών.
Από την μια θα έχει την ευκαιρία να διατυμπανίζει στις παρέες και στους συγγενείς ότι δεν εκκλησίαζεται και θα νιώθει την απόλαυση της νοητικής αυτοεκσεπερμάτωσης της δήθεν εναλλακτικότητας. Από τη άλλη θα βρεί τρόπους να νιώσει το πνευματικό επίπεδο της ανύψωσης με ένα διαφορετικό τρόπο αλλά κάθε άλλο παρά να μην ξεπερνάει το σολιψιστικό υπαρξιακό ύφος μιας ηθελημένης μελαγχολίας και περισυλλογής περί θανάτου.
Αυτό συμβαίνει σε όλες τις θεσμικές κοινωνικές συνευρέσεις είτε θρησκευτικού ύφους, είτε εκπαιδευτικού και φυσικά πολιτικού. Η αποχή με άλλα λόγια, μια που είμαστε σε προεκλογική περίοδο, γίνεται ακριβώς η ίδια υπαρξιακή κατάσταση μ’ αυτή του σολιψιστικού βαθιά κατά τα άλλα θρησκευόμενου υποκειμένου που δεν εκκλησιάζεται. Οι ακόλουθοι της αποχής φαίνεται τελικά να είναι βαθία πολιτικοποιημένοι χώρις να το συνειδητοποιούν.
Ο ψηφοφόρος που απέχει είναι ο εναλλακτικός τύπος που βρίσκει το πολιτικό νόημα της ανάστασης στο συνειδησιακό νοητικό κλουβί του. Δεν χρειάζεται την εκκλησία ως θεσμό όπως δεν χρειάζεται την βουλή ως την δημοκρατική επικύρωση του να είναι ελεύθερος.
Από την μια δηλαδή διακρίνεται αρχικά η νίκη της αστικής πολιτικής τάξης με την εγκαθίδρυση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που έβαλε τα θεμέλια η Γαλλική επανάσταση. Κατά δεύτερον, γίνεται φανερός ο θρίαμβος της αστικής πολιτικής ισχύς να μην γίνεται αρεστή και απαραίτητη από τους πολιτευτές και τους πολιτευόμενους η όποια δημοκρατική διαδικασία.
Η αποχή λοιπόν εκφράζει εμπράκτως την νίκη της φιλελεύθερης δημοκρατίας αλλά και την αναγκαία πολιτική “επιλογή”. Με άλλα λόγια ο φιλελευθερισμός κατάφερε να αποδεσμεύσει ή να απονεκρώσει όχι την κρατική εξουσία αλλά την οργανωμένη εργατική πάλη για εργατική εξουσία.
Η αποχή και οι ακόλουθοί της γίνονται τα θύματα της κλούβιας επανάστασης πίσω από την homemade αγία τράπεζα και οι εκλογικοποιημένοι πολίτες τα θύματα μιας εκκλησιάζουσας πατριωτικοκομματικής μιζέριας που η παλαβή ελπίδα γίνεται πολιτική δράση.
Η καταφατική “αισιοδοξία” της αριστεράς
Η αριστερά εκφράζει την έλλογη υπευθυνότητα και την αποδοτικότερη επιλογή μιας εποχής που ανέχεται την απροκάλυπτη απέχθεια της απόλυτης καθολικής κατάφασης. Η κατάφαση αυτή διακηρύττει την επιβολή μιας πολιτικής πραγματικότητας της οποίας η προτεραιότητα είναι το αισιόδοξο σύνθημα του τύπου: “μαζί μπορούμε”, “η αλλαγή έρχεται”, “ναι στο μέλλον”. Με ένα μεταμοντέρνο “ναι” δηλαδή που εισχωρεί σε κάθε τύπου αίτημα, σε κάθε σκέψη, σε κάθε πρακτική.
Η καταφατική αυτή αριστερά έγκειται στην καθολική αισιοδοξία του διαφωτισμού. Η πολιτική αισιοδοξία της αριστεράς έχει την δυνατότητα ακόμη και όταν είσαι μέχρι τα ρουθούνια στα σκατά να επιμένεις σε μυρωδάτα λουλούδια. Η καταφατική “αισιοδοξία” επικαλείται την ανοργασμική ψευδαίσθηση. Η “αισιοδοξία” του διαφωτισμού έχει τις ρίζες του στην ερμηνευτική βία του “καλύτερου δυνατού κόσμου” του Λάιμπνιτς. Η ανάγκη να εκλογικευτεί μεταφυσικά η καταγωγή του κακού και να εκκοσμικευτεί ως ηθική εκφράζεται σήμερα με την πολιτικοποιημένη “αισιόδοξη” αριστερά.
Η “αισιοδοξία” της αριστεράς χρειάζεται ένα κοινό που βρίσκεται το χείλος του κόλπου της παραγωγής. Μπροστά στο χείλος βρίσκεται το τέλος της ιστορίας και μπροστά στο τέλος της ιστορίας ο τελευταίος άνθρωπος. Ο τελευταίος άνθρωπος είναι που ξεφύτρωσε από τις φαινομενολογικές εντός των παρενθέσεων εποχές και από την καταγωγή μιας ιστορίας που βρίσκει τα αίτια στην γενεαλογία της ηθικής. Από την άλλη υπάρχει ήδη η απαντητική υλιστική δόση που σπάζει κυριολεκτικά τις δομές του κατεστημένου πολιτικού υπάρχοντος. Η κυριότητα της άρνησης φωνάζει ένα “όχι” που αρνείται μέχρι το μεδούλι την βαρβαρότητα.
Αυτό το “όχι” απαντά στην τερατώδη κατάφαση του καπιταλισμού που γεννά όλες τις χρωματιστές αισιοδοξίες και επαναστάσεις. Κομμουνισμός… έτσι λέγεται αυτό το “όχι” που πηγάζει από τα σκοτεινά περιθώρια της ιστορίας κι αναπνέει μόνο γιατί διαμορφώνει την πραγματικότητα με το οικείο πολιτικό, το αφαιρετικό ποιητικό και το συγκεκριμένο εννοιολογικό πλαίσιο. Η αφαίρεση και η δημιουργική διαδικασία δεν εμπίπτουν στην επικινδυνότητα της μεταφυσικής καθολικότητας αλλά πηγάζουν από την εμπειρία και την παρατήρηση. Το συγκεκριμένο και το καθολικό είναι παιδιά του επαναστατικού μαρξισμού σε αντίθεση με κάθε αριστερά που εναποθέτει την εξέγερση σε ένα φαντασιακό πανδαιμόνιο ελπίδας.
Το νόημα της αλλαγής και του αισιόδοξου “ναι” που κινείται από τα δεξιά στα αριστερά και τανάπαλιν έχει τον χαρακτήρα της φαντασιακής εξέγερσης. Η φαντασιακή εξέγερση δεν έγκειται στην καταστροφική διαδικασία ή σε μια εκμηδενιστική λειτουργία, αλλά χαρακτηρίζεται από μια τύπου αποσυναρμολόγηση και διαμελισμό. Ο συγκεκριμένος διαμελισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από τον ντερριντιανό όρο της déconstruction.
O Ντεριντά εισάγει την “νέα γραφή” ως η γραφή η οποία γίνεται το διαμεσολαβητικό εργαλείο μεταξύ του αδιάσκεπτου ή του ανείπωτου με το αισθητό. Αυτό το διαμεσολαβητικό εργαλείο μεταφράζεται πολιτικά ως ο αισιόδοξος διαμελισμός μιας φαντασιακής εξέγερσης η οποία γίνεται το κέντρο της αφομοίωσης η οποία διατηρείται αφού φτάνει να υπάρχει η αριστερά που λέει “ναι μπορούμε”.
Η déconstruction είναι η πολιτική εργαλειοθήκη που δίνει σε ακαδημία και κοινωνία, σχολεία και κόμματα τα εργαλεία εκείνα που έχουν ως σκοπό να χρησιμοποιηθούν πισώπλατα όποτε και όταν πρέπει ενάντια στον επαναστατικό μαρξισμό. Αφενός δημιουργείται από τα κατάλοιπα της ιστορίας της οντολογίας μια “νέα μεταφυσική” η οποία διαμελίζει τα δεδομένα και αφετέρου επιστρέφει στην αιώνια επανάληψη της μεταφυσικής μιζέριας.
Από το 1927 όταν το “Είναι και Χρόνος” κάνει την επίσημη εμφάνισή του προμηνύει την βία που έρχεται. Από την μια προμηνύει την βία του φασισμού και από την άλλη την βία της ερμηνείας. Τα πάντα συντρίβονται με την déconstruction ώσπου το κείμενο να εξαφανιστεί, ώσπου ο άνθρωπος να κερδίσει την αιωνιότητα περιπλανώμενος στην ιστορία πάντα κάτω από την δικτατορία της ερμηνείας. Η βία της φιλοσοφικής ερμηνευτικής déconstruction οδηγεί τα ερωτήματα στις εκ των προτέρων δοσμένες απαντήσεις. Η ερμηνευτική βία γεννημένη ουσιαστικά από το 1927 και καλλιεργημένη ήδη από τον Βίλχελμ Ντίλταϋ, επιδιώκει παντού να αναγνωρίζει τον εαυτό της.
Η ερμηνευτική βια του Μάρτιν Χάιντεγκερ ή διαφορετικά το ξεγύμνωμα της φασιστικής δομής της απόκτησης γνώσης γίνεται το επίσημο εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό σύστημα παραγωγής γνώσης, ιστορίας και ποίησης. Οι ποιητές του δυτικού άξονα και της σημερινής ευρωπαϊκής κουλτούρας βαφτίστηκαν από τα μουστάκια του Γερμανού οραματιστή για την τόσο πολυπόθητη αυθεντικότητα του Dasein.

Οι ερωτικοί κομμουνιστές: Καβάζογλου – Μισιαούλης
Η αστική τάξη, λέει ο ποιητής και σκηνοθέτης Παζολίνι, “είναι ένα εύθραυστο οικοδόμημα που μόλις δεχτεί μια δυνατή γροθιά – παρέμβαση θα γκρεμιστεί. Και θα γκρεμιστεί γιατί η “σύνθεσή” της, ο τρόπος που ενώνονται τα μέλη της, η έλλειψη ισχυρών ηθικών αξιών που τη διακρίνει, προδικάζουν και τη συντριβή της.”
Ο Παζολίνι βρίσκεται στη καρδιά της διαμεσολαβητικής σχέσης μεταξύ του προβλήματος της αγιότητας (Χριστιανισμός) με αυτό της στράτευσης (Κομμουνισμός) και αυτό εκφράζεται με ένα πολύ πολύπλοκο σενάριο για τη ζωή του Απόστολου Παύλου. (περισσότερα εδώ και εδώ)
Με το πιο πάνω απόσπασμα από το ποίημά του “Η Πραγματικότητα” συνοψίζεται ο χειραφετητικός αγώνας του κομμουνιστή και ομοφυλόφιλου Παζολίνι:
“έχω κάτι μάλλον διαφορετικό να πω: όχι ως Μαρξιστής
πλέον, ή ίσως ναι, αλλά από αυτή τη στιγμή μόνο
–εφόσον η έκσταση των Συγγραφέων
της Αποκάλυψης μυθοποιείται
σε μια άχρονη φλόγα: Οι αγάπες μου–
θα φωνάξω–είναι όπλο τρομερό
γιατί δεν το χρησιμοποιώ; Τίποτε δεν είναι τρομερότερο
απ’ το να είσαι διαφορετικός. Εκτεθειμένος κάθε στιγμή
–φωναγμένο διαρκώς–ασταμάτητη εξαίρεση–”
Ο Παζολίνι δολοφονήθηκε και κακοποιήθηκε άγρια επειδή ακριβώς κατάφερε να δώσει γροθιά στην καρδιά του πραγματικού που είναι η Ιστορία. Το πραγματικό του Παζολίνι γίνεται ο συγκεκριμένος εκείνος αγώνας για την άρνηση. Έδωσε το πραγματικό μάθημα του Μαρξισμού όχι στα έδρανα και στα γραφεία, σχολιάζοντας ο ίδιος την ακαδημαϊκή του εμπειρία ως “ένα πανεπιστήμιο με δομή φασιστική”.
Στο μεγάλο ποίημα Vittoria (Νίκης) ο Παζολίνι γράφει κάπου στην μέση τους εξής στίχους:
“οπουδήποτε πάει ο εχθρός, οδηγούμενη από μια ιστορία
που είναι η ιστορία και των δυο, και τους κάνει, βαθιά κάτω,
διεστραμμένα, αδελφούς.”
Ο Παζολίνι τερματίζει το διορατικό του βλέμμα στο τέρμα της πραγματικότητας. Δεν έχει να στρέψει το βλέμμα κάπου άλλου αφού η όποια πολιτική ελπίδα κλειδώνεται στην απολυτότητα του αδύνατου ή στην πορεία με τα τέσσερα.
“Γιατί η ηθική
της κοινής λογικής, της παθητικής κοινότητας
χωρίς απομεινάρι πραγματικότητας, δεν είναι τίποτα”.
(στίχοι από το ποίημα “Η Πραγματικότητα”)
Η συνενοχή είναι το μέσο που μας οδηγεί “διεστραμμένα” να γίνουμε αδελφοί στο τέλμα της βαρβαρότητας. “Όπως γράφει ο Παζολίνι: αναγνωρίζουμε ότι πάμε ακριβώς εκεί που πάει ο εχθρός μας, “οδηγούμενοι από μια Ιστορία, που είναι η ιστορία και των δυο.” Κι είναι αδύνατη η πολιτική ελπίδα.”
Το “φωναγμένο διαρκώς” και η “ασταμάτητη εξαίρεση” ταυτοχρόνως δολοφονείται. Και επειδή ακριβώς δολοφονείται και επειδή ακριβώς αγγίζει με αγένεια τα αχαμνά του καλογεννημένου δυτικού πολιτισμού είναι αναγκαία η επιμονή να γίνουνε κομμάτια.
Σαν κινηματογραφική σκηνή του Παζολίνι λοιπόν η φωτογραφία των δολοφονημένων από τους φασίστες Καβάζογλου – Μισιαούλη.
Νά τι σκότωσαν οι φασίστες και νά τι εξακολουθούν να σκοτώνουν οι φασίστες: το κάθε φορά “φωναγμένο διαρκώς” και την αιώνια “ασταμάτητη εξαίρεση”.
Η φωτογραφία των δολοφονημένων κομμουνιστών ακόμα και όταν τα σώματα πέφτουν, πέφτουν ερωτικά, για προσέξτε καλύτερα, σαν τις κινηματογραφικές ποιητικές σκηνές του Παζολίνι ή σαν τις ερωτικές πινελιές του άλλου κομμουνιστή, του Πικάσο.
Ο αγώνας της χειραφέτησης δεν επικυρώνει καμιά εξαγρίωση των σωμάτων αλλά ούτε σκύβει το κεφάλι στο δημοκρατικό πέπλο της κυριαρχίας παρά οφείλουμε “να μάθουμε κάτι από τη μηδενιστική υποκειμενικότητα”.
“Σκίστε τον κόσμο των καλογεννημένων σε κομμάτια!
Μόνο ένα λουτρό αίματος μπορεί να σώσει τον κόσμο
από τα αστικά του όνειρα, που είναι βέβαιο
ότι τον κάνουν όλο και πιο ψευδή!
Μόνο μια επανάσταση που σφαγιάζει
τους νεκρούς αυτούς άνδρες μπορεί να αποκαθηλώσει το κακό τους!”
Μόνο όταν ειπωθεί ή φωναχτεί αυτό
θα μπορέσει η μοίρα μου να λευτερωθεί
και να αρχίσει τον λόγο μου για την πραγματικότητα.” (απόσπασμα από το ποίημά του “Η Πραγματικότητα”)

Ο καρνάβαλος της απόλυτης αλήθειας
Το φαινόμενο της μετα-μαρξιστικής διανόησης – χρησιμοποιούμενος επίσης με το ίδιο περιεχόμενο και ο όρος μαρξισμός – προσδιοριζεται μεσα από το βασικότερο χαρακτηριστικό του, το οποίο έγκειται στην επανίδρυση της επαναστατικής διαδικασίας σε ένα συνειδησιακό/ιδεολογικό μεταφυσικό μόρφωμα. Το φαινόμενο σίγουρα δεν είναι καινούργιο. Γεννιέται από τους δεξιούς εγελιανούς στοχαστές και εκφράζεται με τον Μάη του 1968 μέχρι και σήμερα. Σήμερα εμφανίζεται ως ένα καθολικό κοινωνικοπολιτικό πραγματολόγημα και σίγουρα δεν σημαίνει ότι έχει τον χαρακτήρα του τυχαίου και έχει αξία μόνο επειδή έχει γίνει προϊόν αγοράς.
Ο μετα-μαρξιστικός διανοουμενισμός που εκφράζεται στα έδρανα του ακαδημαϊκού κόσμου αλλά και στα έδρανα των αστικών πολιτικών κομμάτων εκπροσωπείται από τον Ευρωπαϊκή αριστερά. Η Ευρωπαϊκή αριστερά είναι η οπορτουνιστική μετα-μαρξιστική σκέψη που εκφράζεται πολιτικά από τον σημερινό αριστερό ακτιβιστή μέχρι τον μαχόμενο διαλεκτικό αναλυτή που γνωρίζει κάθε μαρξική έννοια σαν να βρίσκεται σε παιχνίδι γνώσεων. Ο οπορτουνισμός λοιπόν είναι η ενσυνείδητη πολιτικοθεωρητική προσπάθεια εδραίωσης του δικαιώματος της αστικής τάξης να διατηρεί την κοινωνική, πολιτική και οικονομική της κυριαρχία επειδή αυτή την ιστορική στιγμή με αυτές τις συνθήκες δεν υπάρχει η δυνατότητα σύγκρουσης, ρήξης και κατεδάφισης του υπάρχοντος συστήματος.
Η αντικειμενικότητα του φαινομένου είναι αποτέλεσμα μιας επίπονης και επίμονης προσπάθειας παραγωγής της κυριαρχίας του κεφαλαίου έναντι της εργατικής τάξης. Η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από τους κεφαλαιοκράτες δεν προκύπτει από την δύναμη των έξεων, δηλαδή της συνήθειας. Οι Αριστοτελικές έξεις/συνήθειες δεν είναι συναισθηματικού τύπου πρακτικές αλλά πρόκειται για ένα ξεχωριστό αρεταϊκό τύπο βασισμένο σε ένα συγκεκριμένο ηθικοπρακτικό πακέτο. Ως εκ τούτου, το κάθε κοινωνικό φαινόμενο δεν είναι αποτέλεσμα της αρεταϊκής συνήθειας αλλά της αντικειμενικής εκμεταλλευτικής βίαιης καπιταλιστικής πολιτικής και οικονομικής πρακτικής. Η ταξικότητα των φαινομένων είναι που βαφτίζει τα ίδια τα φαινόμενα να έχουν αντικειμενικούς λόγους ύπαρξης και όχι η συνήθεια.
Η “συνήθεια” είναι απλά ένα επιπλέον εργαλείο για μια αντικειμενική ή υποκειμενική περιγραφική προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας χωρίς όμως να αγγίζει τις πραγματολογικές παραγωγικές σχέσεις. Η παραγωγή και η εξαγωγή της αλήθειας γίνεται μόνο μέσα από τον μαρξισμό όχι όμως στην βάση μιας θεωρητικοφιλοσοφικής διαλεκτικής, ούτε στην βάση μιας κοινωνιολογικής πειραματικής αναγνωρισιμότητας αλλά ούτε εντός του πλαισίου μιας οικονομικής θεωρίας. Ο επαναστατικός μαρξισμός είναι η παραγωγή της αλήθειας που θέτει τις υλικές βασικές προϋποθέσεις και τα αναγκαία πολιτικά μέσα για την πραγματική συγκρουσιακή μορφή του αγώνα προς ένα άλλο είδος κοινωνικής κοινωνικής πραγματικότητας. Η υλική πραγμάτωση μιας τέτοιας κοινωνίας με το συγκροτητικό στοιχείο της συλλογικής οργάνωσης ονομάζεται “κομμουνισμός”.
Το παιχνίδι γνώσεων μετατρέπεται σε παιχνίδι αγοράς. Η διανοητική και ακαδημαϊκή παραγωγή πουλιέται, είναι δηλαδή πουλημένη. Έχει πουληθεί η διανόηση και αγοραστεί όχι μόνο υλικά αλλά και πνευματικά. Το μικροαστικό επιχείρημα του διανοούμενου που δεν έχει πουληθεί πνευματικά γιατί συντάσσει μερικά άρθρα προς δημοσίευση αλλά υλικά έχει αγοραστεί δεν δικαιώνει τίποτε παρά την υπαρξιακή δικαίωση της υποκειμενικής ηθικής του. O συνειδητά αδιάθετος για την αγορά διανοούμενος ή ο απρόθυμος και άχρηστος θεωρητικός είναι το πταίσμα και ο περιθωριακός που η αναγνώριση της αντίστασής του δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν. Σήμερα οι ευσυνείδητοι διανοούμενοι που ενσυνείδητα έχουν ως πολιτική στρατηγική να είναι άχρηστοι για τον καπιταλισμό είναι αυτοί που έχουν πραγματικά κάτι να προσφέρουν στην κοινωνία.
Η διαφθορά και τα σκάνδαλα δεν εξαντλούνται στις ερμηνείες ως αυτοσκοπού του κέρδους για το κέρδος κτλ. Ο ιδιωτικός ή ο συλλογικός πλουτισμός γίνεται όχι αυτοσκοπός αλλά η ουσία της πολιτικής δράσης ακόμα και στις εργατικές συντεχνίες. Συμπερασματικά λοιπόν δεν τίθεται θέμα αυτοσκοπού αλλά ενός πολιτικού χάσματος που γεμίζεται από την κυριαρχία της αστικής φιλελεύθερης ιδεολογίας και των πολιτικών υλικών μέσων με την υπεραξία να είναι το οντολογικό στοιχείο της αλυσίδας του ιστορικού νόμου της πάλης των τάξεων. Το μέγα σκάνδαλο, παραφράζοντας το Badiou, έγκειται στην αποδοχή της συναινετικής αντιπροσώπευσης του καπιταλισμού ως δημοκρατικής διαδικασίας. Η μη εναντίωση σε μια τέτοια συναινετική δημοκρατία δηλαδή η άρνηση μιας μεταβατικής δικτατορίας, η λεγόμενη δικτατορία του προλεταριάτου, έχει ως αποτέλεσμα την αδιαφάνεια της διαλεκτικής μεταξύ αντιπροσώπευσης και διαφθοράς.
Ο μετα-μαρξιστικά ακτιβιστής αριστερός, ο ακαδημαϊκός θεωρητικός μαρξιστής ή ο οπορτουνιστής που διαβάζει την πραγματικότητα και συμβαδίζει μαζί της γιατί το επιβάλλει η πραγματικότητα έχει τα εξής πραγματολογικά πολιτικοκοινωνικά αποτελέσματα:
α) κατεδαφίζει τη μαρξιστική υλική πραγμάτωση της ταξικής πάλης
β) δημιουργεί άμεσα την αντίληψη της ορθότητας του καπιταλισμού ωσαν να κρύβει ένα ανθρώπινο πρόσωπο
γ) οδηγεί την εργατική τάξη στην προσκόλληση της συνθηματολογίας της Ε.Ε ως την επιτομή του βασιλείου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
δ) προσφέρει τις απαιτούμενες ασφαλιστικές δικλείδες του να λαμβάνει μέρος σε πολέμους αλλά να μην πολεμάει
ε) δημιουργεί ένα κοινωνικού τύπου ηρωισμό για το ποιος θα βγει λιγότερο χαμένος από την κρίση
Ο καπιταλισμός είναι η απόδειξη, χωρίς να χρειάζεται καμιά δικαστική εξουσία, ότι ακόμα και η καθολικοποιημένη τύπου αμφισβήτηση του συστήματος δεν αρκεί να συνειδητοποιηθεί ότι δεν έγκειται ως η φύση της πραγματικότητας.
Μπορούν να αμφιβάλουν με όση ακαδημαϊκή ένταση επιθυμούν. Μπορούν να οργανωθούν συλλογικά μέχρι και να συγκροτήσουν κόμμα. Μπορούν να διατυμπανίζουν με όποια μαρξιστική σημείωση ότι η πραγματικότητα είναι ζήτημα συνειδησιακής εκπλήρωσης και ομοφωνιών. Μπορεί να συμφωνηθεί ότι τώρα η πραγματικότητα καλύπτει τα δεδομένα και η συμφωνία γίνεται το μέσο για να γίνει προσβάσιμη η πραγματικότητα πανω στην οποία εγινε κατορθωτη η μαρξιστική ανάλυση.
Μπορει ο νεομαρξιστής να γίνει ο καρνάβαλος της απόλυτης αλήθειας την οποία διατείνεται ότι κυνηγά, λησμονώντας ότι θα αφαιμάσσεται από τη πραγματικότητα καθημερινά, αφού η όποια ιδεολογική αμφισβήτηση του συστήματος δεν μπορεί παρά να παράξει απλά και το νέκταρ της νίκης του.

Κομμουνιστικό ρήγμα στην Κύπρο;
Με την πεινασμένη ανάγκη των καιρών και τ’ ώριμο λαρύγγι του λαού, την πρωτοπορία συνάμα ν’ αφρίζει από το ρίγος της ζωντάνιας ας ξεπηδήσει ένα κομμουνιστικό θραύσμα στη Κύπρο.
Η χειραφετημένη κοινωνία, η πολιτική και οικονομική ελευθερία και η λύση του κυπριακού αν δεν στιγματίζεται από το κομμουνιστικό πρόταγμα και την δικτατορία του προλεταριάτου τότε το μέλλον θα παραμένει στην μέγγενη της εκμετάλλευσης και της ανελευθερίας.
Το κομμουνιστικό ρήγμα εκφράζει την απόλυτη πράξη της απόλυτης ιδέας ενός εμπράγματος “δογματισμού” που ακυρώνει από την μια την θρησκευτική αφηρημένη μορφή ζωής και από την άλλη καλλιεργεί τις απαραίτητες ταξικές και πολιτικές μεθοδεύσεις για να κερδηθεί ο αγώνας για μια χειραφετημένη μορφή κοινωνικής ζωής.
Η αντι-μαρξιστική/λενινιστική θεωρία εκφρασμένη πολιτικά με την σοσιαλδημοκρατία και τον οπορτουνισμό είναι εξαιρετικά διαθέσιμη και εύκαμπτη μπροστά στην κυριαρχία του κεφαλαίου αλλά και του ιμπεριαλισμού. Η ιδεολογία της σοσιαλδημοκρατίας και της ευρωπαϊκής αριστεράς όπως διαμορφώνεται δεν συνιστά καμιά σημαντική συμβολή στην ταξική πάλη ή στην οργάνωση της εργατικής τάξης. Από την άλλη η ιδεολογία του τέλους των ιδεολογιών και ο φετιχισμός της εξάλειψης κάθε ιδεολογίας είναι παρόμοιος με την θρησκευτική αφηρημένη αντίληψη της πτώσης του πρώτου ανθρώπου από την αιωνιότητα του παραδείσου.
Η Ιστορία ταυτίζεται με την ιστορία της ταξικής πάλης υποστηρίζει ο Μαρξ. Αυτό κάνει την ιδέα του κομμουνιστικού θραύσματος να απολυτοποιείται για μια οριοθετημένη γεωγραφική αναφορά μέχρι και για μια οριοθετούμενη κοινωνιολογική αλλά και πολιτική δράση. Όταν ο Μαρξ διακηρύσσει ότι οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα κατανέμει ακριβώς στο απόλυτο την ιδέα του κομμουνισμού – της δικτατορίας του προλεταριάτου – σε μια διαλεκτική οριοθέτηση της πολιτικής δράσης με μια μορφή κρατικού μαρασμού. Ο μαρξικός χειραφετητικός πολιτικός χώρος είναι ο απόλυτος χώρος του κρατικού μαρασμού ή της νικήτριας επαναστατικής προλεταριακής δικτατορίας.
Η κομμουνιστική απολυτότητα της ιδέας είναι θραύσμα του ιστορικού γίγνεσθαι. Γίνεται η ιδεολογική προβολή του επικείμενου κομμουνιστικού ρήγματος που με την βοήθεια του τυχαίου αφομοιώνεται σε μια ευρύτερη αναγκαιότητα που πρέπει να πραγματωθεί. Το κομμουνιστικό ρήγμα ή θραύσμα αν και εκτίθεται αρχικά αναγκαία ως εξαίρεση έχει ήδη οικειοποιημένη την δυνατότητα της διαθεσιμότητας σε όλους.

Η Κομμούνα (LA COMMUNE, PARIS 1871)
«Το Παρίσι των εργατών με την Κομμούνα του θα γιορτάζεται πάντα»
Καρλ Μαρξ
Η «Κομμούνα» του Γουότκινς μιλά στη γλώσσα της Κομμούνας του 1871
Η ταινία του Πίτερ Γουότκινς από το 2000, γυρισμένη σε φιλμ 16mm, ασπρόμαυρη, στην αυθεντική, ολοκληρωμένη της μορφή των 345 λεπτών .Το έργο ζωής του αντισυμβατικού και ριζοσπάστη βρετανού σκηνοθέτη Πίτερ Γουότκινς αγγίζει σχεδόν τις έξι ώρες και ανασυνθέτει τα ιστορικά γεγονότα της παρισινής «Κομμούνας».
Η περιπέτεια της ταινίας ξεκίνησε το 1998, µαζί µε τον Γάλλο παραγωγό Πωλ Σααντούν (µεταξύ άλλων συµπαραγωγό στο Satantango και τις «Αρµονίες του Βερκµάιστερ» του Μπέλα Ταρ, ενώ η παρέµβασή του πρακτικά έσωσε και τον «Άνθρωπο από το Λονδίνο» του Ούγγρου σκηνοθέτη). Η χρηµατοδότηση του εγχειρήµατος (ως συνήθως όταν πρόκειται για τον Watkins) υπήρξε το πιο δύσκολο κοµµάτι. Οι περισσότεροι µεγάλοι τηλεοπτικοί σταθµοί αρνήθηκαν οποιαδήποτε ανάµειξη (ο υπεύθυνος χρηµατοδοτήσεων του BBC απλά δήλωσε πως «δεν µ΄ αρέσουν οι ταινίες του Watkins»). Τελικά, το Μουσείο του Ορσύ που εκείνη την εποχή ετοίµαζε µια έκθεση για την Παρισινή Κοµµούνα διέθεσε τα απαιτούµενα κεφάλαια.
Μία τόσο δυνατή καλλιτεχνικά και πολιτικά παραγωγή δε θα μπορούσε παρά να αντιμετωπίσει εμπόδια. Έτσι, το γαλλικό κανάλι LA SEPT ARTE που είχε αναλάβει την παραγωγή της, αρνήθηκε την προώθησή της γιατί ο Watkins δεν ήταν διατεθειμένος να την λογοκρίνει, όπως του ζητήθηκε. Η ταινία δεν βρήκε το δρόμο προς τις κινηματογραφικές αίθουσες παρά το ότι, ή …μάλλον διότι, «αφορά σε μια πολύ σημαντική σελίδα της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης».
Τα γυρίσµατα έγιναν σε ένα παλιό εργοστάσιο του Μοντρέιγ, στο Ανατολικό Παρίσι. Εκεί βρίσκονταν παλιότερα τα στούντιο του Ζωρζ Μελιές, Οι χώροι χρησιµοποιούνταν από την θεατρική κολλεκτίβα «La parole errante» που παρουσίαζε τις δηµιουργίες του Γάλλου δραµατουργού και ποιητή Αρµάν Γκατί.
Η κινηματογραφική έκφραση του εξεγερσιακού πνεύματος που πήρε σάρκα και οστά στο Παρίσι από τον Μάρτιο ως τον Μάη του 1871, δε θα ήταν δυνατή μέσω της συμβατικής ηθοποιίας. Η επιλογή των 220 ηθοποιών, ή καλύτερα συμμετεχόντων στην ταινία ανάμεσα από ανθρώπους χωρίς καμία προηγούμενη εμπειρία υποκριτικής (60% συμμετεχόντων), μεταναστών, επαρχιωτών και ανθρώπων με συντηρητικές πολιτικές ιδέες δεν ήταν καθόλου τυχαία αφού συνέβαλε καθοριστικά στην τελική διαμόρφωση του αποτελέσματος. Οι συμμετέχοντες συνδιαμόρφωσαν την ταινία αφού συμμετείχαν ενεργά στη διαδικασία της προετοιμασίας, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και μετά την ολοκλήρωσή της η διαδικασία συνεχίστηκε με δικιά τους πρωτοβουλία με τη δημιουργία ομάδων /οργανώσεων όπως η “Rebond pour la Commune” που δραστηριοποιείται στη Γαλλία.
Πολλούς µήνες πριν τα γυρίσµατα, οι ηθοποιοί ερεύνησαν εξαντλητικά ό,τι στοιχείο υπήρχε διαθέσιµο σχετικά µε την Κοµµούνα. Από τα Ιστορικά γεγονότα ως τον ρόλο των γυναικών και της Εκκλησίας, τα προβλήµατα ύδρευσης και αποχέτευσης της εποχής, ντοκουµέντα συζητήσεων και διαφωνιών στις συνελεύσεις κ.ο.κ. Στη συνέχεια οι ηθοποιοί σχηµάτισαν οµάδες ανάλογα µε τους ρόλους τους (στρατιώτες, εργάτες κλπ.)και συζητούσαν για τους χαρακτήρες που ερµήνευαν αλλά και τη σύνδεση της Κοµµούνας µε τη σηµερινή κοινωνία.Ουσιαστικά αναφέρονταν στις δικές τους προσωπικές ιστορίες κι αυτή η µέθοδος αποτέλεσε κεντρικό άξονα του φιλµ.
Το σετ, µια σειρά από δωµάτια και διαδρόµους, αναπαράστησε το 11ο διαµέρισµα, µια φτωχική Παριζιάνικη συνοικία. Ο σχεδιασµός ισορροπούσε ανάµεσα στον ρεαλισµό και την θεατρικότητα. Οι λεπτοµέρειες στα ρούχακαι στις πατίνες των τοίχων προσέχθηκαν ιδιαίτερα, από την άλλη, τα τελειώµατα των σκηνικών και οι γυµνοί τοίχοι ήταν ορατά, κρεµαστά φώτα νέον χρησιµοποιήθηκαν έτσι ώστε η κίνηση της κάµερας ανάµεσα σε ανθρώπους και σκηνικά να µη συναντά εµπόδια. Έτσι, ο διευθυντής φωτογραφίας Οντ Γκάιρ µπορούσε απερίσπαστος να πετύχει τα µεγάλα µονοπλάνα µε διαρκή κίνηση που απαιτούσε ο Γουότκινς.
Τα γυρίσµατα ήταν ακόµα µια συλλογική εµπειρία. Συζητήσεις, διαφωνίες, αντιδράσεις, φιλµάρονται σε µεγάλες λήψεις, Οι ηθοποιοί αυτοσχεδιάζουν , φορές αλλάζουν γνώµη αλληλεπιδρούν, εγκαταλείποντας την πόζα και την τεχνική, φτάνοντας σε καθαρά προσωπικά ερωτηµατικά για τη σηµερινή κοινωνία, αυτός ήταν ο στόχος εξαρχής.µετά το τέλος των γυρισµάτων, πολλά µέλη του καστ συνέχισαν να συναντιούνται και να συζητούν για την Κοµµούνα, τα σύγχρονα κοινωνικά ζητήµατα υπό το πρίσµα της εµπειρίας που βίωσαν.
Η διάρκεια είχε υπολογιστεί στις 2 ώρες. Η µέθοδος του Γουότκινς και οι αλληλεπιδράσεις κατά τη διάρκεια των γυρισµάτων δηµιούργησαν µια νέα δυναµική. Ο Γουότκινς επιλέγει τον δύσκολο δρόµο, γνωρίζοντας τους κινδύνους µιας εκ νέου περιθωριοποίησης της δουλειάς του. Πράγµατι, το ARTE, µετά από ατέλειωτες ώρες διαφωνιών µε το στυλ, την αισθητική, την φόρµα της «Κοµµούνας» πραγµατοποιεί µια και µόνη προβολή που τελειώνει στις 4 το πρωί. Το φιλµ δείχνει χαµένο, πέρα από σποραδικές ειδικές προβολές. Η αναγνώριση του Peter Watkins, κυρίως µέσα από τις προσπάθειες του Scott Macdonald και του Joseph Gomez, ξαναφέρνειστο προσκήνιο την «Κοµµούνα» όπως και όλο το έργο του κι έτσι µόλις στα τέλη της δεκαετίας του 2000 η «Κοµµούνα» βρίσκει τον δρόµο της προς το µεγαλύτερο κοινό.
Η «La Commune» αποτελεί ένα πειραματισμό και συνεχίζει την παράδοση των φιλμ του Αϊζενστάιν όπου στο επίκεντρο του σκηνοθετικού ενδιαφέροντος δεν είναι τα μεμονωμένα άτομα αλλά οι μάζες τις στιγμές που «αλλάζουν τα πεπρωμένα τους».
ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΦΙΛΜ, ΤΩΡΑ;
«Διανύουµε µια εξαιρετικά ζοφερή περίοδο της ανθρώπινης Ιστορίας. Ο συνδυασµός του µεταµοντέρνου κυνισµού (που αποκλείει κάθε ουµανιστική και κριτική σκέψη από το εκπαιδευτικό σύστηµα), της καθαρής απληστίας που εκτρέφει η καταναλωτική κοινωνία και της ανθρωπιστικής, οικονοµικής και περιβαλλοντικής καταστροφής µε την µορφή της παγκοσµιοποίησης, αύξησαν δραµατικά τις συµφορές και την εκµετάλλευση των ανθρώπων που ανήκουν στον αποκαλούµενο «Τρίτο Κόσµο». Επίσης, ο αποβλακωτικός κοµφορµισµός και η προτυποποίηση που προκαλεί η κυριαρχία του οπτικοακουστικού στον πλανήτη, συνεργούν στη δηµιουργία ενός κόσµου όπου η ηθική, οι αρχές, η συλλογικότητα και η αφοσίωση (εκτός αυτής προς τον οπορτουνισµό) θεωρούνται «παλιοµοδίτικα». Η κατάχρηση και η οικονοµική εκµετάλλευση αποτελούν πλέον τον κανόνα (ο οποίος διδάσκεται ακόµα και στα παιδιά). Σ’ έναν κόσµο σαν κι αυτόν, τα γεγονότα του 1871 στο Παρίσι, αντιπροσωπεύουν ακόµα την ιδέα της αφοσίωσης σε έναν αγώνα για έναν καλύτερο κόσµο, την ανάγκη για µια κάποια µορφή συλλογικής Ουτοπίας – κάτι που ΕΜΕΙΣ χρειαζόµαστε απελπισµένα όπως ο ηµιθανής χρειάζεται αίµα. Έτσι γεννήθηκε η σκέψη για ένα φιλµ που θα έδειχνε αυτή την αφοσίωση.
Πίτερ Γουότκινς.
Ένας σύγχρονος “αγκιτ-προπ” κινηματογραφιστής και η Κομμούνα του ¨Μέσα στα όνειρα αρχίζει η ευθύνη”πολιτικά στρατευμένο Αγγλο δημιουργό, τον Πίτερ Γουότκινς. Εναν δημιουργό, που οι ταινίες του συνάντησαν και συναντούν δυσκολίες στη διανομή, αφού είναι όλες σχεδόν «επικίνδυνα αντικαπιταλιστικές» και «επικίνδυνα ανατρεπτικές».Με ένα δημιουργό που όλα του σχεδόν τα έργα (45 χρόνια κινηματογραφιστής) γυρίστηκαν και κλείστηκαν για μεγάλα διαστήματα (ή για πάντα;) στα συρτάρια, αφού ήταν τόσο τολμηρά που δεν έβρισκε διανομή! Η θητεία του Βρετανού Πίτερ Γουότκινς στην τηλεόραση του BBC είναι καταφανής σ’ όλες τις ταινίες του, ιδιαίτερα σ’ αυτή την εκπληκτική, μοναδική στο είδος της, «Κομμούνα», από τα πιο μεγάλα σε διάρκεια έργα του: ντοκιμαντεριστικό στιλ, κάμερα στο χέρι, συνεντεύξεις, αποστασιοποίηση του ηθοποιού από το ρόλο.Κάτι που πρόβαλε για πρώτη φορά ο Ντζίγκα Βέρτοφ και αργότερα οι σκηνοθέτες της νουβέλ βαγκ με επικεφαλής τον Γκοντάρ, αλλά και το σινεμά-βεριτέ, καθώς και ο Μπρεχτ στο θέατρο. Μέχρι πριν µερικά χρόνια, το όνοµα του Peter Watkins ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεθεί ακόµα και στα πιο αξιόπιστα κινηµατογραφικά αλµανάκ. «Η περιθωριοποίηση του Peter Watkins» αποτελεί ένα από τα µεγαλύτερα αίσχη της σύγχρονης κριτικής» ανέφερε στο έργο του για τον µεγάλο δηµιουργό ο κριτικός Scott Macdonald.
Η κατά µέτωπο σύγκρουση του Watkins µε τα µεγάλα στούντιο, την κυρίαρχη αισθητική, τα δαιµόνια που εισήγαγε σε ταραγµένες εποχές, η επιµονή του για µια διαλεκτική, δηµιουργική κι αντικοµφορµιστική αντιµετώπιση της Ιστορίας, τον οδήγησαν στην πλήρη περιθωριοποίηση µε το έργο του να µένει δυσεύρετ «στα κουτιά», Χρειάστηκαν κάποια µεγάλα αφιερώµατα της σινεµατέκ του Οντάριο, του Φεστιβάλ της Λαροσέλ, και επίµονες προσπάθειες θεωρητικών όπως ο John Gianvito, ο Joseph Gomez και ο Sxott Macdonald, έτσι ώστε το ευρύτερο κοινό αλλά και οι επαγγελµατίες του χώρου να ανακαλύψουν έναν από τους πιο ανήσυχους και παραγωγικούς δηµιουργούς των τελευταίων 40 χρόνων.
Ο Πίτερ Γουότκινς δεν είναι ιδιαίτερα συμπαθής στους εκφραστές της κυρίαρχης αντίληψης. Ούτε της Ιστορίας αλλά ούτε και του κινηματογράφου. Είναι ένας σκηνοθέτης ο οποίος δεν ασκεί κριτική αλλά εφορμά κατά μέτωπον, κάνει πολεμική.
Φιλμογραφία «Punishment Park», «The Word Game», «ΗΚομμούνα», «The Freethinker»
«The Privilege», «The Gladiators», «Edvard Munch», «Culloden»,«Eveningland»
«Diary of an Unknown Soldier»,«Forgoten Faces»,«The Universal Clock»
Διπλή η ευχαρίστηση για όποιον μπει στον κόπο (και πιστέψτε με, αξίζει τον κόπο και με το παραπάνω) να παρακολουθήσει το 6ωρο saga του πρωτοπόρου Γουότκινς, το τελευταίο του έργο, που γύρισε το 2000.
Πηγή: redflecteur