Category Archives: Αστική Τάξη

Επιτραπέζιο Παιχνίδι 

Η μικροαστική εφημεριδοποίηση των πολιτικών γεγονότων εκφράζει την ήρεμη τυποποιημένη υπόκλιση στην αδρανή συχνότητα του καθημερινού μόχθου. Η συγκεκριμένη συχνότητα οδεύει προς την κορυφή της υπερπλήρους αποδοχής της προκαθορισμένης κοσμικής αρμονίας χωρίς την παρουσία του υποκειμένου.

Το μεταμοντέρνο αδρανοποιημένο στοιχείο της συχνότητας του πολιτικά αφηρημένου απτού γίνεται ο μέσος όρος. Ένας μέσος όρος ο οποίος συσχετίζει την λογική της εξουσίας μαζί με την φιλελεύθερη δημοκρατία και την ευρωπαϊκή αριστερά.

Αυτό το οποίο συνδέει τον φιλελεύθερο με τον σοσιαλδημοκράτη ριζοσπάστη αριστερό και τον φασίστα έγκειται στο γεγονός ότι υπάρχει ένας μέσος όρος ή ένας κοινός χώρος που διαπερνά και τις τρεις πολιτικές υπάρξεις.

Η δύναμη της αστικής κυριαρχίας επιτρέπει αβασάνιστα την αστικοποιημένη ιδεολογία κάθε εκδοχής – η οποία δεν είναι κομμουνιστική – ακόμα και να αντιστέκεται στον ίδιο τον χώρο.

Μέσα σ’ αυτό ακριβώς το πολιτικό πλαίσιο χώρου, ο φιλελευθερισμός νικηφόρα διατείνεται για την πολιτική ελευθερία του υποκειμένου. Εντός αυτού του κοινού χώρου διακρίνεται επίσης και η σοσιαλδημοκρατία εκφράζοντας τις θεσμικές της επαναστάσεις. Σε αυτόν τον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο ο φασισμός εκμεταλλεύεται την θεσμική του νομιμότητα να υπάρχει ως απαραίτητο λήμμα στην κρατική εξουσία.

Η περίπτωση αυτού του κοινού πολιτικού πλαισίου δεν αντιστοιχεί στην χρηστική του λειτουργία, όπως για παράδειγμα ένα μαχαίρι με το οποίο γίνεται δυνατό να σκοτώσεις αλλά και να κόψεις ένα κομμάτι ψωμί. Η Χαϊντεγκεριανή οντολογική ουσία της χρήσης, που εκφράζεται στο Είναι και Χρόνος, αυτοδιαλύεται σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο. Ο συγκεκριμένος αυτός πολιτικός χώρος δεν προσδιορίζεται ως εργαλείο για σωστή ή κακή χρήση. Ακόμα και το βιβλίο χρήσης του για παράδειγμα – το σύνταγμα – είναι και εκφράζει την κυριαρχία μιας κοινωνικής τάξης πάνω σε μιαν άλλη.

Μέσα σε αυτόν τον χωρικό πολιτικό ιστορικό προσδιορισμό της κρατικής κυριαρχίας φτάνει από την μια στο πολυπόθητο ανώτατο στάδιο της ίδιας, ως ιμπεριαλιστική δύναμη, και από την άλλη εκφράζονται οι υπόλοιποι κυριαρχικοί χώροι ως δίοδοι εμπιστοσύνης της ιμπεριαλιστικής δύναμης.

Το πολιτικό υποκείμενο σε αυτήν την περίπτωση γίνεται το μεταμοντέρνο αφηρημένο υπερ-κείμενο. Η οντότητα του υποκειμένου ως υπερ-κειμένου, μιας δηλαδή ανάγνωσης της ερμηνευτικής αποδόμησης του κειμένου σε υπαρξιστική τύπου αναγνωστική οντολογία, αντιστοιχεί απόλυτα με την Ντεριντιανή ερμηνεία της αποδομητικής ανάγνωσης που βρήκε όαση στο Ντελεζιανό σώμα χωρίς όργανα. Από την ερμηνευτική φαινομενολογία της αποδόμησης του εννοιολογικού κειμένου μεταφερόμαστε στο κενό περιεχομένου υποκείμενο το οποίο δύναται να λειτουργεί ως αυτοματοποιημένη μηχανική αλλοτρίωση. 

Η αποδόμηση γίνεται ο οριζόντιος πολιτικός χώρος που μπορεί να εκχωρεί με μία αέναη ροή την απόλυτη εκεχειρία μπροστά στην καπιταλιστική παραγωγή. Η κυριαρχική δύναμη των μη ορίων σε μια κρυστάλλινη ομίχλη δημοκρατικής κοινωνίας φαίνεται να είναι ο οίκος ανοχής του υποκειμένου. Ένας οίκος του κόσμου και των παραισθήσεων που το κορμί γίνεται το μέσο για την αντιμετώπιση της κρίσης και της νοθείας των πολιτικών καυσίμων. Δεν υπάρχει υποκείμενο ούτε σε σχέση με το αντικείμενο αλλά ούτε σε σχέση με τον εαυτό του. Το υποκείμενο εξατμίζεται καθέτως για να μην μπορεί να εξαπλώνεται. 

Το πολιτικό υποκείμενο έχει αποδομηθεί στην απεραντοσύνη της εκδημοκρατικοποίησης ως μια ατομικότητα ενοχικής τρομοκρατίας. Το συλλογικό δεν επιτρέπεται και το ατομικό γεύεται την λατρεμένη αποδόμηση ως ελευθερία.

Βιώνουμε την εποχή της εξολοκλήρου καταστροφής. Φτάσαμε στο ιστορικό κέντρο του κόσμου που τα πάντα έχουν τελειώσει και απλά αναμένεται ο τελευταίος κραδασμός του τέλους. Όταν ο μηδενισμός γίνεται στα χέρια της κρατικής εξουσίας επιτραπέζιο παιχνίδι τότε εισέρχεται η ιστορία στην κυκλική της θανάτωση. 

Brexit και η δικτατορία του προλεταριάτου

Η απόγνωση και η δυσαρέσκεια του βρετανικού λαού, μπροστά στην λαίλαπα της απατηλής Ευρωπαϊκής Ιδέας και της αντιλαϊκής πολιτικής της, είχε γίνει για τον λαό ένας κοινωνικοπολιτικός βραχνάς. Ο λαός ήθελε και θέλει κάτι “άλλο” αλλά αυτό το “άλλο” δεν είναι εδώ ούτε με συγκεκριμένη πολιτική μορφή και ούτε με οργανωμένη ταξική συγκρότηση.

Brexit και εθνικισμός

Απ’ το προχθεσινό Brexit προκλήθηκε ένα πολιτικό κενό στην καρδιά της ιμπεριαλιστικής Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη Βρετανία την “ιδέα” εξόδου την είχε ρητορικά καρπωθεί ο εθνικισμός. Η ιδέα όμως δεν προσδιορίζεται από το περιεχόμενο της πραγματικότητας. Σε μια τέτοια περίπτωση η ρητορικά εθνικιστική ιδέα του Brexit έγκειται στη κενού περιεχομένου σύσταση της ιδέας του, άρα και μιας αφηρημένης πραγματικότητας. Το Brexit δεν είναι εθνικιστικό αίτημα αλλά η δημοψηφική έκφραση του λαού για την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ο εθνικισμός υπάρχει στην Βρετανία και η διατήρηση του έγκειται στον ευρωσκεπτικισμό του και στις εθνικιστικές πεποιθήσεις του. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ενισχύει τον εθνικισμό και μέσα από τον ευρωσκεπτικισμό η Ένωση ενδυναμώνεται. Ο ευρωσκεπτικισμός έχει εθνικιστικές, ρατσιστικές και φασιστικές αντιλήψεις αλλά δεν είναι αντιτιθέμενες οντότητες με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση στηρίζει υλικά αλλά και πολιτικά/θεσμικά τον εθνικισμό και το φασισμό. Οποιαδήποτε μορφή ευρωσκεπτικισμού που εκφράζει ο εθνικισμός δεν έγκειται σε τίποτε άλλο παρά σ’ ένα ευρωπαϊκό μανδύα προπαγανδιστικού περιεχομένου ώστε ν’ αποπροσανατολίζει την εγχώρια οργάνωση της εργατικής τάξης και μιας οργανωμένης διεθνιστικής κομμουνιστικής προοπτικής. Ο αντι-κομμουνισμός της ΕΕ είναι θεσμική πλέον διαδικασία που συμπεριλαμβάνεται στη λίστα των ευρωπαϊκών αξιών και της ελευθερίας.

 

Bremain και άγιος ο Θεός

Από την άλλη ένα Bremain υποσχόταν την ασφάλεια μιας ιμπεριαλιστικής Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα διατηρούσε την απραξία και την μίζερη αποδοχή μιας κοινής στέγης. Ενός κοινού οικοδομήματος για το οποίο δεν θα επιτρεπόταν σε κανένα να το θέτει υπό αμφισβήτηση. Τα αντεργατικά/αντιλαϊκά μέτρα θα συνέχιζαν ως ο καλύτερος κοινωνικοπολιτικός τρόπος κοινωνικής επιβίωσης. Η εναλλακτική πολιτικοοικονομική πρακτική αρχίζει και τελειώνει στην επιτρεπόμενη πολιτικά αριστερή σοσιαλδημοκρατία.

 

Brexit και δικτατορία του προλεταριάτου

Το πολιτικό και κοινωνικό σοκ που προέκυψε με το αποτέλεσμα του Brexit γίνεται η απόδειξη ότι ακόμα και ο λαός, για ένα μέρος του συνειδητά, και για κάποιο άλλο ενστικτωδώς, αναγνώρισε το πολιτικό/ιστορικό κενό της εποχής. Ο λαός ανέμενε ενστικτωδώς μετά το Brexit μια εναλλακτική, άμεση κινητικότητα αλλά καμιά φωνή, καμιά ακρόαση, καμιά πρόταση. Ως εκ τούτου αποδεικνύεται ότι το Brexit δεν εκφράζει καμιά λύση κανενός προβλήματος. Αυτό το οποίο εμφανίζεται από το Brexit είναι η ανάγκη ενός ιστορικού συμβάντος. Με άλλα λόγια γίνεται φανερό το πραγματολογικό ιστορικό θραύσμα ως κενό αλλά ταυτόχρονα η ανάγκη της συγκεκριμένης λαϊκής/εργατικής ιστορικής διαμεσολαβημένης αναγκαιότητας. Το αναγκαίο ιστορικά προλεταριάτο πρέπει να απαντήσει και να προσδιορίσει το ιστορικό κενό που προέκυψε. Το κομμουνιστικό κίνημα είναι το πολιτικό ταξικό εγχείρημα που ο λαός ενστικτωδώς απαιτεί. Το πολιτικό και κοινωνικό επιθυμητικό διακινείται αυθορμήτως και άμορφα όταν δεν το έχει μπροστά στα μάτια του ως επιλογή. Εδώ έγκειται και η ανάγκη των Κομμουνιστικών Κομμάτων, κινημάτων να λάβουν δράση. Το Brexit δεν μπορεί να προσδιοριστεί ως κατάσταση εξαίρεσης εντός των πλαισίων των αστικών ορίων. Κατάσταση εξαίρεσης θα ήταν μόνο εάν η εργατική τάξη μπορούσε να οργανωθεί και εκμεταλλευτεί αυτό το ιστορικό/πολιτικό κενό στην Ευρωπαϊκή Ένωση και επιβάλει την δικτατορία της.

 

Το κυνήγι των ευθυνών

Το κυνήγι των ευθυνών για το Brexit κινείται ήδη σε μια μιντιακή ρητορεία για το ποιος ευθύνεται για την αναστάτωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από την μια οι διανοούμενοι “επαναστατικοί” κύκλοι της Ένωσης προσδίδουν ευθύνες στην ακαδημία, δηλαδή στους διανοούμενους, σαν να η ακαδημία να ξέχασε το ταξικό της πρόταγμα ως τάχα μου οργανωμένο ταξικό σύνολο και να γελάστηκε στην δίνη μιας φαρσοκωμωδίας. Δεν αναγνωρίζεται ότι δεν είναι παρά ένας μηχανισμός της Νέας Αριστεράς από την δεκαετία του 60′ που αλλάζει κάθε φορά την οπορτουνιστική σοσιαλδημοκρατική του φύση υπέρ της αστικής τάξης. Ευθύνες επίσης προσδίδονται στην υπό έκπληξη ανοργάνωτη Ευρωπαϊκή Αριστερά ή στην Βρετανική Αριστερά. Δεν θυμούνται ότι μέχρι τώρα οι ίδιοι οι αριστεροί της Δύσης έψαχναν μέσα στα σκονισμένα δεφτέρια τα οντολογικά αφηρημένα αιτία της παρακμής τους. Μετά προσδίδονται ευθύνες στους ηλικιωμένους, στον εθνικισμό, στην επιθυμία. Παντού ευθύνες. Η υπερ-ευθυνολογία λοιπόν γίνεται το πρώτο στρώμα ενός αντι-δραστικού δημοσιογραφικού λαβυρίνθου. Το να αναζητούνται οι αιτίες ενός Brexit διακρίνεται ο πραγματολογικός πολιτικοκοινωνικός αστικός μηχανισμός να καλύψει με σύννεφα τον ουρανό που έριξε ένα κεραυνό εν αιθρία. Η απαραίτητη ανάγκη της πιο βαριάς ευθύνης είναι ένας ακόμα μηχανισμός άμυνας για την επιστροφή στην ασφάλεια της κοινής Ευρωπαϊκής στέγης μπροστά στην ζαλάδα του πολιτικού κενού της εποχής. Η απάντηση λοιπόν στους ευθυνολάτρεις διανοούμενους, δημοσιογράφους και αστούς πολιτικούς θα την δώσει μόνο αν ενδυναμωθεί μια ταξική/αντι-ιμπεριαλιστική πάλη. Μόνο έτσι κλείνει αυτό το κενό, με την διαμεσολαβημένη αμεσότητα του δραστικού και έμπρακτου κομμουνιστικού προτάγματος που θα δώσει τελικά στην ακαδημία το μάθημα που πρέπει να πάρει.

 

Σοσιαλδημοκρατία και η επαναθεμελιωμένη ΕΕ

Το συγκεκριμένο κενό πολιτικής που δημιουργείται με το Brexit δεν θα κινητοποιήσει θετικά τίποτε για το συμφέρον του λαού παρά θα συνεχίσει την ταξική πολιτική των αντεργατικών και αντιλαϊκών μέτρων και την εκμεταλλευτική πολιτική της αστικής τάξης έναντι της εργατικής. Τα Σοσιαλδημοκρατικά αριστερά σχήματα και κόμματα με τις πολιτικές που πρεσβεύουν γίνονται τ’ αρπαχτικά, τα οποία ήδη προσπαθούν να προσδώσουν στο Brexit είτε ένα εθνικιστικό παραλήρημα είτε μια αφηρημένη αιτιολογία με σκοπό να αποπροσανατολίζουν τον λαό προς την λαϊκή/εργατική οργάνωση και εξέγερση. Οι νεκρές αφηρημένες αναλύσεις της σοσιαλδημοκρατίας αρχίζουν ήδη να γεμίζουν το πολιτικό κενό με παράταση της δράσης και μιας θριαμβευτικής επανέναρξης μιας άλλης δημοκρατικής, δίκαιης και επαναθεμελιωμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ιμπεριαλισμός: αντεργατική οντολογία

Το κεφάλαιο και η αστική τάξη του δυτικού κόσμου που το υπηρετεί με τον εγγενή ιμπεριαλιστικό του χαρακτήρα είχε ως στόχο την οποιαδήποτε μορφή μόλυνσης της Σοβιετικής Ένωσης και του σοσιαλισμού όπως ακριβως αναπτυσσόταν τον 20ον αιώνα.

Όταν η μεταπολεμική δυτική μηχανή του ΝΑΤΟ και της Ευρώπης κατασκεύασαν τον λεγόμενο ‘Ψυχρό Πόλεμο’ για να μπορέσουν να δημιουργήσουν το τέρας του κομμουνισμού, ο δυτικός πολιτισμός έβαζε τα θεμέλια της μεταμοντέρνας τέχνης προσπαθώντας να εκσφενδονίσει την ιστορία στην ανυπολόγιστη κοσμική αταξία. 

Ο αντικομμουνισμός παρέμεινε στην πρώτη γραμμή μετά και την νικηφόρα μάχη του δυτικού ιμπεριαλιστικού κόσμου έναντι της ΕΣΣΔ. Από τότε η σύγχρονη αντικομμουνιστική προπαγάνδα γίνεται η θεσμική διαδικασία των προοδευτικών αρχών του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Σήμερα ο αντι-κομμουνισμός δεν έχει την ΕΣΣΔ έτσι ώστε να φτάνουν τα πυρά του. Σήμερα οι επιθέσεις συγκεντρώνονται στην μορφή της ταξικής πάλης, στο εργατικό κίνημα και στην μαρξιστική/λενινιστική ιδεολογία.

Η μορφή αντίστασης και πάλης απο τα οπορτουνιστικά κόμματα εγινε διαχειριστική πολιτική εξανθρωπισμού του καπιταλισμού είτε με την θεωρια των σταδίων είτε με την εκλογίκευση μέσα στο παράλογο.

Η αποθέωση του κοινοβουλευτισμού και η διαχειριστική πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας από τα νεο-αριστερά κόμματα με σκοπό να λύσει το πρόβλημα της εθνικής κυριαρχίας είναι ακριβώς ο σύγχρονος πόλεμος της αστικής τάξης με άλλα μέσα για να αποτελειώσει τις όποιες ταξικές οργανωτικές κινηματικές εκλάμψεις που παρέμειναν εν ζωή.

Ο ιμπεριαλισμός δεν εκφράζεται μόνο σαν ένας οικονομικός μηχανισμός υπεροχής αλλά αληθεύει να έχει ανεξάντλητα αποθέματα πολιτικής αντεργατικής οντολογίας.

Εκλογική ανάσταση

 Ευκολάκι είναι για τον καθένα που θέλει να αναδείξει την προοδευτικότητά του, την επαναστατικότητα και τον διαφορετικό εναλλακτικό τρόπο σκέψης κατά την διάρκεια του Άγιου Πάσχα των χριστιανών. 

Από την μια θα έχει την ευκαιρία να διατυμπανίζει στις παρέες και στους συγγενείς ότι δεν εκκλησίαζεται και θα νιώθει την απόλαυση της νοητικής αυτοεκσεπερμάτωσης της δήθεν εναλλακτικότητας. Από τη άλλη θα βρεί τρόπους να νιώσει το πνευματικό επίπεδο της ανύψωσης με ένα διαφορετικό τρόπο αλλά κάθε άλλο παρά να μην ξεπερνάει το σολιψιστικό υπαρξιακό ύφος μιας ηθελημένης μελαγχολίας και περισυλλογής περί θανάτου. 

Αυτό συμβαίνει σε όλες τις θεσμικές κοινωνικές συνευρέσεις είτε θρησκευτικού ύφους, είτε εκπαιδευτικού και φυσικά πολιτικού. Η αποχή με άλλα λόγια, μια που είμαστε σε προεκλογική περίοδο, γίνεται ακριβώς η ίδια υπαρξιακή κατάσταση μ’ αυτή του σολιψιστικού βαθιά κατά τα άλλα θρησκευόμενου υποκειμένου που δεν εκκλησιάζεται. Οι ακόλουθοι της αποχής φαίνεται τελικά να είναι βαθία πολιτικοποιημένοι χώρις να το συνειδητοποιούν. 

Ο ψηφοφόρος που απέχει είναι ο εναλλακτικός τύπος που βρίσκει το πολιτικό νόημα της ανάστασης στο συνειδησιακό νοητικό κλουβί του. Δεν χρειάζεται την εκκλησία ως θεσμό όπως δεν χρειάζεται την βουλή ως την δημοκρατική επικύρωση του να είναι ελεύθερος. 

Από την μια δηλαδή διακρίνεται αρχικά η νίκη της αστικής πολιτικής τάξης με την εγκαθίδρυση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που έβαλε τα θεμέλια η Γαλλική επανάσταση. Κατά δεύτερον, γίνεται φανερός ο θρίαμβος της αστικής πολιτικής ισχύς να μην γίνεται αρεστή και απαραίτητη από τους πολιτευτές και τους πολιτευόμενους η όποια δημοκρατική διαδικασία. 

Η αποχή λοιπόν εκφράζει εμπράκτως την νίκη της φιλελεύθερης δημοκρατίας αλλά και την αναγκαία πολιτική “επιλογή”. Με άλλα λόγια ο φιλελευθερισμός κατάφερε να αποδεσμεύσει ή να απονεκρώσει όχι την κρατική εξουσία αλλά την οργανωμένη εργατική πάλη για εργατική εξουσία. 

Η αποχή και οι ακόλουθοί της γίνονται τα θύματα της κλούβιας επανάστασης πίσω από την homemade αγία τράπεζα και οι εκλογικοποιημένοι πολίτες τα θύματα μιας εκκλησιάζουσας πατριωτικοκομματικής μιζέριας που η παλαβή ελπίδα γίνεται πολιτική δράση. 

Ο καρνάβαλος της απόλυτης αλήθειας

Το φαινόμενο της μετα-μαρξιστικής διανόησης – χρησιμοποιούμενος επίσης με το ίδιο περιεχόμενο και ο όρος μαρξισμός – προσδιοριζεται μεσα από το βασικότερο χαρακτηριστικό του, το οποίο έγκειται στην επανίδρυση της επαναστατικής διαδικασίας σε ένα συνειδησιακό/ιδεολογικό μεταφυσικό μόρφωμα. Το φαινόμενο σίγουρα δεν είναι καινούργιο. Γεννιέται από τους δεξιούς εγελιανούς στοχαστές και εκφράζεται με τον Μάη του 1968 μέχρι και σήμερα. Σήμερα εμφανίζεται ως ένα καθολικό κοινωνικοπολιτικό πραγματολόγημα και σίγουρα δεν σημαίνει ότι έχει τον χαρακτήρα του τυχαίου και έχει αξία μόνο επειδή έχει γίνει προϊόν αγοράς.

Ο μετα-μαρξιστικός διανοουμενισμός που εκφράζεται στα έδρανα του ακαδημαϊκού κόσμου αλλά και στα έδρανα των αστικών πολιτικών κομμάτων εκπροσωπείται από τον Ευρωπαϊκή αριστερά. Η Ευρωπαϊκή αριστερά είναι η οπορτουνιστική μετα-μαρξιστική σκέψη που εκφράζεται πολιτικά από τον σημερινό αριστερό ακτιβιστή μέχρι τον μαχόμενο διαλεκτικό αναλυτή που γνωρίζει κάθε μαρξική έννοια σαν να βρίσκεται σε παιχνίδι γνώσεων. Ο οπορτουνισμός λοιπόν είναι η ενσυνείδητη πολιτικοθεωρητική προσπάθεια εδραίωσης του δικαιώματος της αστικής τάξης να διατηρεί την κοινωνική, πολιτική και οικονομική της κυριαρχία επειδή αυτή την ιστορική στιγμή με αυτές τις συνθήκες δεν υπάρχει η δυνατότητα σύγκρουσης, ρήξης και κατεδάφισης του υπάρχοντος συστήματος.

Η αντικειμενικότητα του φαινομένου είναι αποτέλεσμα μιας επίπονης και επίμονης προσπάθειας παραγωγής της κυριαρχίας του κεφαλαίου έναντι της εργατικής τάξης. Η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από τους κεφαλαιοκράτες δεν προκύπτει από την δύναμη των έξεων, δηλαδή της συνήθειας. Οι Αριστοτελικές έξεις/συνήθειες δεν είναι συναισθηματικού τύπου πρακτικές αλλά πρόκειται για ένα ξεχωριστό αρεταϊκό τύπο βασισμένο σε ένα συγκεκριμένο ηθικοπρακτικό πακέτο. Ως εκ τούτου, το κάθε κοινωνικό φαινόμενο δεν είναι αποτέλεσμα της αρεταϊκής συνήθειας αλλά της αντικειμενικής εκμεταλλευτικής βίαιης καπιταλιστικής πολιτικής και οικονομικής πρακτικής. Η ταξικότητα των φαινομένων είναι που βαφτίζει τα ίδια τα φαινόμενα να έχουν αντικειμενικούς λόγους ύπαρξης και όχι η συνήθεια.

Η “συνήθεια” είναι απλά ένα επιπλέον εργαλείο για μια αντικειμενική ή υποκειμενική περιγραφική προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας χωρίς όμως να αγγίζει τις πραγματολογικές παραγωγικές σχέσεις. Η παραγωγή και η εξαγωγή της αλήθειας γίνεται μόνο μέσα από τον μαρξισμό όχι όμως στην βάση μιας θεωρητικοφιλοσοφικής διαλεκτικής, ούτε στην βάση μιας κοινωνιολογικής πειραματικής αναγνωρισιμότητας αλλά ούτε εντός του πλαισίου μιας οικονομικής θεωρίας. Ο επαναστατικός μαρξισμός είναι η παραγωγή της αλήθειας που θέτει τις υλικές βασικές προϋποθέσεις και τα αναγκαία πολιτικά μέσα για την πραγματική συγκρουσιακή μορφή του αγώνα προς ένα άλλο είδος κοινωνικής κοινωνικής πραγματικότητας. Η υλική πραγμάτωση μιας τέτοιας κοινωνίας με το συγκροτητικό στοιχείο της συλλογικής οργάνωσης ονομάζεται “κομμουνισμός”.

Το παιχνίδι γνώσεων μετατρέπεται σε παιχνίδι αγοράς. Η διανοητική και ακαδημαϊκή παραγωγή πουλιέται, είναι δηλαδή πουλημένη. Έχει πουληθεί η διανόηση και αγοραστεί όχι μόνο υλικά αλλά και πνευματικά. Το μικροαστικό επιχείρημα του διανοούμενου που δεν έχει πουληθεί πνευματικά γιατί συντάσσει μερικά άρθρα προς δημοσίευση αλλά υλικά έχει αγοραστεί δεν δικαιώνει τίποτε παρά την υπαρξιακή δικαίωση της υποκειμενικής ηθικής του. O συνειδητά αδιάθετος για την αγορά διανοούμενος ή ο απρόθυμος και άχρηστος θεωρητικός είναι το πταίσμα και ο περιθωριακός που η αναγνώριση της αντίστασής του δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψιν. Σήμερα οι ευσυνείδητοι διανοούμενοι που ενσυνείδητα έχουν ως πολιτική στρατηγική να είναι άχρηστοι για τον καπιταλισμό είναι αυτοί που έχουν πραγματικά κάτι να προσφέρουν στην κοινωνία.

Η διαφθορά και τα σκάνδαλα δεν εξαντλούνται στις ερμηνείες ως αυτοσκοπού του κέρδους για το κέρδος κτλ. Ο ιδιωτικός ή ο συλλογικός πλουτισμός γίνεται όχι αυτοσκοπός αλλά η ουσία της πολιτικής δράσης ακόμα και στις εργατικές συντεχνίες. Συμπερασματικά λοιπόν δεν τίθεται θέμα αυτοσκοπού αλλά ενός πολιτικού χάσματος που γεμίζεται από την κυριαρχία της αστικής φιλελεύθερης ιδεολογίας και των πολιτικών υλικών μέσων με την υπεραξία να είναι το οντολογικό στοιχείο της αλυσίδας του ιστορικού νόμου της πάλης των τάξεων. Το μέγα σκάνδαλο, παραφράζοντας το Badiou, έγκειται στην αποδοχή της συναινετικής αντιπροσώπευσης του καπιταλισμού ως δημοκρατικής διαδικασίας. Η μη εναντίωση σε μια τέτοια συναινετική δημοκρατία δηλαδή η άρνηση μιας μεταβατικής δικτατορίας, η λεγόμενη δικτατορία του προλεταριάτου, έχει ως αποτέλεσμα την αδιαφάνεια της διαλεκτικής μεταξύ αντιπροσώπευσης και διαφθοράς.

Ο μετα-μαρξιστικά ακτιβιστής αριστερός, ο ακαδημαϊκός θεωρητικός μαρξιστής ή ο οπορτουνιστής που διαβάζει την πραγματικότητα και συμβαδίζει μαζί της γιατί το επιβάλλει η πραγματικότητα έχει τα εξής πραγματολογικά πολιτικοκοινωνικά αποτελέσματα:

α) κατεδαφίζει τη μαρξιστική υλική πραγμάτωση της ταξικής πάλης

β) δημιουργεί άμεσα την αντίληψη της ορθότητας του καπιταλισμού ωσαν να κρύβει ένα ανθρώπινο πρόσωπο

γ) οδηγεί την εργατική τάξη στην προσκόλληση της συνθηματολογίας της Ε.Ε ως την επιτομή του βασιλείου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων

δ) προσφέρει τις απαιτούμενες ασφαλιστικές δικλείδες του να λαμβάνει μέρος σε πολέμους αλλά να μην πολεμάει

ε) δημιουργεί ένα κοινωνικού τύπου ηρωισμό για το ποιος θα βγει λιγότερο χαμένος από την κρίση

Ο καπιταλισμός είναι η απόδειξη, χωρίς να χρειάζεται καμιά δικαστική εξουσία, ότι ακόμα και η καθολικοποιημένη τύπου αμφισβήτηση του συστήματος δεν αρκεί να συνειδητοποιηθεί ότι δεν έγκειται ως η φύση της πραγματικότητας.

Μπορούν να αμφιβάλουν με όση ακαδημαϊκή ένταση επιθυμούν. Μπορούν να οργανωθούν συλλογικά μέχρι και να συγκροτήσουν κόμμα. Μπορούν να διατυμπανίζουν με όποια μαρξιστική σημείωση ότι η πραγματικότητα είναι ζήτημα συνειδησιακής εκπλήρωσης και ομοφωνιών. Μπορεί να συμφωνηθεί ότι τώρα η πραγματικότητα καλύπτει τα δεδομένα και η συμφωνία γίνεται το μέσο για να γίνει προσβάσιμη η πραγματικότητα πανω στην οποία εγινε κατορθωτη η μαρξιστική ανάλυση.

Μπορει ο νεομαρξιστής να γίνει ο καρνάβαλος της απόλυτης αλήθειας την οποία διατείνεται ότι κυνηγά, λησμονώντας ότι θα αφαιμάσσεται από τη πραγματικότητα καθημερινά, αφού η όποια ιδεολογική αμφισβήτηση του συστήματος δεν μπορεί παρά να παράξει απλά και το νέκταρ της νίκης του.

Η σιωπηρή αποδοχή της βαρβαρότητας

Για τον μελλοντικό ιστορικό η εποχή μετά το ολοκαύτωμα της σάρκας και του λόγου μέχρι και σήμερα, θα είναι η εποχή της αποδεκτής και ελκυστικής βαρβαρότητας. Ο δυτικός πολιτισμός δημιουργεί την βαρβαρότητα στην μεταπολεμική δύση να λειτουργεί ως μια προσβάσιμη έλλογη διαδικασία, φτιασιδωμένη αναγκαία με το καθεστωτικό εργαλείο της έκπληξης ως αρκετό για να συμβάλει κανείς στην κίνηση του ιστορικού χρόνου.

Κατά την διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου στην καρδιά της Ευρώπης κάποιοι κάνανε σχέδια διακοπών το καλοκαίρι και δεν μυρίστηκαν ποτέ καμένη σάρκα, ούτε ακούσανε ποτέ κραυγές, ούτε είδανε σκελετούς να περπατάνε. Κάποιοι ακόμα τα είδανε όλ’ αυτά αλλά συνεχίζαν να ψάχνουν καλοκαιρινά θέρετρα για να περάσουν καλά, να ξεχαστούν. Άλλοι πάλι το φχαριστιόντουσαν άλλοι πάλι όχι.

nazi holidays

Η φασιστική και ναζιστική βαρβαρότητα τότε ήταν πρωτόγνωρο πολιτικό βίωμα. Γέννημα θρέμμα από τον πρώτο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Η βαρβαρότητα δεν ήταν ασθενική τρέλα αλλά πολιτική προοπτική, συγκεκριμένες πολιτικο-οικονομικές θέσεις, νόρμες και νομοθετήματα.

??????????????????????????????????

Η βαρβαρότητα σήμερα είναι καταδικαστέα όταν, και μόνο όταν, δεν λες ότι είναι καταδικαστέα. Διαφορετικά η βαρβαρότητα είναι η επιθυμητή παρέκκλιση του αλλοτριωμένου καπιταλιστικού τρόπου εκμετάλλευσης του πλούτου που παράγει ο εργαζόμενος.

Αν ο πλούτος που παράγεται από αυτούς που τον παράγουν δεν τους ανήκει τότε έχει ήδη αρχίσει ένας πόλεμος με εκμεταλλευτή και εκμεταλλευόμενο. Σε κάθε χώρα υπάρχει ο κυρίαρχος ο οποίος καρπώνει τον πλούτο που ο άλλος παράγει. Για να διατηρηθεί η κυριαρχία πρέπει να καταστέλλεται η αντίσταση στον κυρίαρχο, η οργάνωση των εργαζομένων που παράγουν τον πλούτο… και φτου το αστικό κράτος και φτου η διεθνής αγκαλιά του δυτικού ιμπεριαλισμού.

Σήμερα η κυριαρχία είναι το καθολικό τίποτα που πραγματώνεται ως πολιτισμός. Ο δυτικός πολιτισμός, οι δυτικές αξίες και τα δυτικά ευρωενωσιακά ιδεώδη, η δυτική σκέψη, φιλοσοφία και εκπαίδευση δεν είναι τίποτα άλλο παρά η βαρβαρότητα που κατάφερε να γίνει πολιτική.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι ΗΠΑ είναι ο πολιτικός πολιτισμός της βαρβαρότητας και το ΝΑΤΟ ο διεθνής εκφραστής αυτής της πολιτικής. Το ΝΑΤΟ είναι το πολιτικό όργανο του δυτικού πολιτισμού. Όσο για τα πολλά πρόσωπα της ΕΕ που θέλουν να βλέπουν, όσο για τις ελπίδες που θέλουν να τρέφουν, όσο για τις αναλύσεις που θέλουν να δείχνουν είναι απλά η κατάντια της τελειωμένης αριστεράς που ακόμα ελπίζει όχι στην ανατροπή αλλά στην σιωπηρή αποδοχή της βαρβαρότητας.

Hassiktir ο ιμπεριαλισμός…

Το “κυπριακό πρόβλημα” είναι δημιούργημα της πολιτικοοικονομικής πρακτικής της κυπριακής αστικής τάξης εκφράζοντας τις ενδοαστικές συγκρούσεις των αστικών τάξεων των δύο κοινοτήτων και όχι μόνο.

Το δημιούργημα όμως του “κυπριακού προβλήματος” δεν έγκειται σε μια αποκαλυπτική πολιτική παρθενογένεση αλλά ούτε και σε οποιαδήποτε κατηγορική ενοχή παντός και γενικού τύπου. Οι ενδοαστικές συγκρούσεις των δυο κοινοτήτων πηγάζουν από τις σχέσεις που έχουν με τις αστικές τάξεις των δυτικών δυνάμεων πάνω σε πολιτικοοικονομικά και κοινωνικά πλαίσια.

Με άλλα λόγια το “κυπριακό” είναι αποτέλεσμα μιας καθαρά αστικής διένεξης με κύριο άξονα τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις των δυτικών δυνάμεων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Ο ιμπεριαλισμός παράγει, συν τις κυριαρχικές πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές μέθοδες και πολεμικές εντάσεις ή συρράξεις για να επιτυγχάνει τους στόχους του. Η Κύπρος σε αυτή την περίπτωση με το πρόβλημα που οικειοποιήθηκε έλυσε σε μεγάλο βαθμό τις ανησυχίες των ιμπεριαλιστικών δυτικών κύκλων των δεκαετιών 70′ και 80′ σχετικά με τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου.

Το “κυπριακό” δημιουργήθηκε από συγκεκριμένη πολιτική εξουσία και για συγκεκριμένο πολιτικό, γεωστρατηγικό και οικονομικό στόχο. Το “κυπριακό” ως τέτοιο δεν αποτελεί ουσιαστικά πρόβλημα για την αστική τάξη. Αν προκύψει ως πρόβλημα μόνο τότε θα “λυθεί” και θα λυθεί δια μαγείας. Το “κυπριακό πρόβλημα” δεν φράσσει καμιά κεφαλαιοκρατική διακίνηση και δεν αποτελεί καμία απειλή για καμία ιμπεριαλιστική κινητικότητα. Κάθε άλλο θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε: το “κυπριακό πρόβλημα” είναι ο έξοχος διακανονισμός των ιμπεριαλιστών για να επιτυγχάνουν τους ιμπεριαλιστικούς τους στόχους στην Μέση Ανατολή. Δέστε για παράδειγμα τώρα στην Συρία. Το ότι ο βρετανικός ιμπεριαλισμός έχει βάση στην Κύπρο και βομβαρδίζει Συρία και Ιράκ αυτό δεν είναι ούτε αυτονόητο αλλά ούτε αφήνει αμέτοχη την Κύπρο στην υπεράσπιση του ιμπεριαλισμού στην Μέση Ανατολή. Αν επιθυμούν οι ιμπεριαλιστές να τελειώνουν με το “κυπριακό πρόβλημα” δεν είναι γιατί ξαφνικά απέκτησαν το καλό πρόσωπο του ιμπεριαλιστή που διατείνεται για μια παγκόσμια καντιανή ειρήνη υπό το φως των πυραύλων. Άρα, όταν μιλάμε για “λύση”, δεν σημαίνει ακριβώς αυτό που εννοούμε αλλά θα πρέπει να τοποθετήσουμε το περιεχόμενο της λύσης πάντοτε μέσα στο πολιτικό πλαίσιο στο οποίο διακανονίζεται.

Συνεπώς το ”κυπριακό πρόβλημα” δεν συνεπάγεται ως πρόβλημα από τους ιμπεριαλιστές άρα δεν υπάρχει προοπτική ουσιατικής επίλυσης. Όσο η πολιτική εξουσία καθορίζει τις βάσεις της “λύσης” η λύση θα προκύπτει πάντα ως μια μορφή μη λύσης.

Το πολιτικό “κυπριακό πρόβλημα” είναι πρόβλημα μεσανατολικό και όχι ευρωπαϊκό και ούτε δυτικού τύπου πρόβλημα που θα λυθεί στα σαλόνια των τραπεζικών λόμπι αλλά ούτε και στις συναντήσεις κορυφής όπου στην κορυφή κυματίζει θριαμβευτικά το ΝΑΤΟ. Μεσανατολικό λοιπόν το πρόβλημα της Κύπρου όπως ακριβώς και το Παλαιστιανιακό, όπως ακριβώς και το Συριακό και το Ιρακινό και το Κουρδικό. Μεσανατολικό ζήτημα που σημαίνει πρόβλημα που γεννιέται από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές, από την πολιτισμένη Ε.Ε. και το πολυφάνταστο Παρίσι, από την πολυκουλτουριάρικη Νέα Υόρκη και στο τίγκα στην υγρασία Λονδίνο.

Η Μέση Ανατολή καίγεται από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές και η κυπριακή αστική τάξη θριαμβολογεί για την επικείμενη “λύση” του κυπριακού προβλήματος γιατί ακριβώς η “λύση” τώρα είναι ένας διακανονισμός των ιμπεριαλιστών. Από την άλλη διακρίνεται εύστοχα μια κακόμοιρη αριστερά (ΑΚΕΛ) που περιμένει σχεδόν μισό αιώνα για την αποκαλυπτική ιμπεριαλιστική “λύση” του κυπριακού για να αρχίσει μια δήθεν σοσιαλιστική επανάσταση.

Επειδή λοιπόν βρισκόμαστε στο μεταίχμιο όχι μιας νέας εποχής, ούτε μιας νέας ιστορίας αλλά ούτε ακόμα μια νέας μέρας, είναι ιστορικό καθήκον πλέον όχι για ένα καλύτερο μέλλον και τις όποιες μπουρδολογίες της ευρωπαϊκής αριστεράς που χρυσώνει το σκατό. Είναι λοιπόν καθήκον απλά και μόνο η αποκατάσταση του παρελθόντος, αυτών δηλαδή που ακόμα μες το χώμα πολεμάνε τον φασιστικό δυτικό ιμπεριαλισμό στη Συρία, στην Ουκρανία, στο Ισραήλ και όπου αλλού είτε με σπαθιά είτε με πέτρες είτε με βόμβες υδρογόνου. Αυτό είναι το πρωταρχικό χρέος των αγωνιστών, η συνέχεια του αγώνα που δεν έχει τελειώσει ποτέ.

 

Ο ταριχευμένος μικροαστός λέει:

Διαβάζουμε εδώ το παρακάτω τίτλο του άρθρου στην βρετανική εφημερίδα Guardian: Lenin, mum and me – my communist childhood – Ο Λένιν, η μαμά μου και εγώ – η κομμουνιστική μου παιδική ηλικία.

Διαβάζουμε την αποκρυστάλλωση του νοήματος σ’ ένα απόσπασμα μερικών προτάσεων: “I had those stories, too, but for me the dream was dead. I was a realist, not a romanticist. I’d always been a truth-teller, and the fact of the matter was, capitalism had triumphed and that was that. So I got out my credit card and went shopping.”

Μετάφραση: “… αλλά για μένα το όνειρο ήταν νεκρό. Ήμουν μια ρεαλίστρια, όχι μια ρομαντικιά. Ήμουν πάντα μια αληθινή αφηγητής, και ήταν γεγονός ότι ο καπιταλισμός είχε θριαμβεύσει και αυτό ήταν. Έτσι πήρα την πιστωτική μου κάρτα και πήγα για ψώνια”.

Η Jo McMillan έχει γράψει το βιβλίο “Motherland

Εξ αφορμής λοιπόν του νεκρού ονείρου που ταξιδεύει από τον ρομαντισμό στον ρεαλισμό και στις πιστωτικές καρτες ξυπνάμε σε μια πραγματικότητα στο περίμενε… αυτό είναι και το μελαγχολικό σπασμένο, νεκρό όνειρο των αριστερών ριζοσπαστών. Έχουν ηττηθεί στον αγώνα τους αλλά κατάφεραν και διαμόρφωσαν μια γοητευμένη ηττημένη νίκη. Είναι οι μοιρολάτρες που παράγουν την μεταφυσική της μελαγχολίας η οποία στην υλική της πραγματολογική διάσταση είναι ο μεταμοντέρνος κινηματικός και επ’ ουδενί η ταξική πάλη. Η ταξική πάλη έγινε η φαντασιακή δευτέρα παρουσία της λύτρωσης των μετανοημένων αριστερών που τώρα αντί να κρατούν γροθιά τουναντίον κρατούν τις πιστωτικές κάρτες και εξαγοράζουν τον αγώνα εύκολα γιατί ο φόβος παράγει το “μια ζωή την έχουμε”. Ο μικροαστικός φόβος του τίποτα είναι το υπαρξιακό είναι των μικροαστών που δεν υπάρχει λόγος ν’ ασχολείσαι. Λιωμένοι μέσα σ’ αυτό, έχουν την εντύπωση ότι αποδιοργανώνουν το σύστημα. Αρνούνται ότι απειλεί την μελαγχολία τους, με την παρηγοριά που βρίσκουν στις σελίδες της ιστορίας γίνονται ταριχευμένοι αγωνιστές που φοβούνται να φοβηθούν. Η καταδίκη της βίας από όπου και αν προέρχεται είναι το εκφραστικό τους πρόταγμα για δικαιοσύνη πεπεισμένοι ότι μπορούν να αφομοιώσουν τα πάντα γιατί έχουν ανοίξει τα φτερά της αποδοχής και της κατανόησης. Είναι οι απελπισμένοι δόκιμοι της παρανοϊκής εποχής όπου η επανάσταση γίνεται η χαρά του επικήδειου.

Ο ταριχευμένος μικροαστός λέει: “είμαστε τα πάντα, θα παραμείνουμε έτσι.”

Το επαναστατικό προλεταριάτο λέει: “είμαστε τίποτα, θα γίνουμε τα πάντα.”

 

«Αλλαγή φρουράς» για το κεφάλαιο

40 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ
χουντα

Ο Κ. Καραμανλής με τον Φ. Γκιζίκη

Τη νύχτα της 23ης προς 24/7/1974 ήρθε στην Ελλάδα από το Παρίσι ο Κ. Καραμανλής και σχημάτισε κυβέρνηση της λεγόμενης Εθνικής Ενότητας, από πολιτικούς της προδικτατορικής ΕΡΕ και του «κεντρώου» χώρου. Αρχισε η φάση της λεγόμενης μεταπολίτευσης.

Η ΚΕ του ΚΚΕ χαρακτήρισε ως εξής την αλλαγή:

«…Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, η χουντική ηγεσία, με οδηγίες της Ουάσιγκτον και άλλων ηγετικών ΝΑΤΟικών κύκλων, ανέθεσε τη διακυβέρνηση της χώρας σε συντηρητικούς αστούς πολιτικούς, με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Καραμανλή».

Στις 24 Ιούλη 1974, η ανακοίνωση του Πολιτικού Γραφείου τόνιζε ότι «ο ελληνικός λαός δε βασανίστηκε, πάλεψε και μάτωσε επί 7,5 χρόνια για να συντελεστεί μία μεταμφίεση του ζυγού του».

Λίγους μήνες αργότερα (Γενάρης 1975) η 2η Ολομέλεια της ΚΕ υπογράμμιζε:

«…το γεγονός ότι η αντικατάσταση της δικτατορίας έγινε από τα πάνω, με συμβιβασμό ανάμεσα στη χούντα, τους ιμπεριαλιστές και τις συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις, καθόρισε τον περιορισμένο χαρακτήρα της μεταβολής της 23 του Ιούλη. Στην εξουσία ήρθαν οι συντηρητικές δυνάμεις. Πρόκειται για αναγκαστική αλλαγή μορφής εξουσίας των μονοπωλίων, εγχώριων και ξένων…».

Η ντε φάκτο νομιμοποίηση του ΚΚΕ
χουντα 2

Η δίκη των πραξικοπηματιών

Το πιο σημαντικό γεγονός σ’αυτή τη φάση ήταν η νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Βασικός λόγος που την επέβαλε ήταν η ντε φάκτο παρέμβαση του ΚΚΕ αμέσως μετά από την κατάρρευση της δικτατορίας, με την άφιξη του ΠΓ στην Ελλάδα και με το άνοιγμα των κεντρικών γραφείων του στην Αθήνα. Τις ίδιες ημέρες εκδόθηκε η εφημερίδα «ΝΕΑ ΕΛΛΑΔΑ», πριν την επίσημη νομιμοποίηση του ΚΚΕ.Στις 24/9/1974 η ΚΕ απηύθυνε χαιρετιστήριο για τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ «προς την εργατική τάξη, την αγροτιά, τους διανοούμενους, όλο το Λαό». Στις 25/9/1974 κυκλοφόρησε ο «Ριζοσπάστης».

Μετά από 27 χρόνια συνεχόμενης παρανομίας, το ΚΚΕ σημείωσε μια σημαντική κατάκτηση. Παρά τις διώξεις και σε πείσμα όσων είχαν σπεύσει κατά καιρούς να αναγγείλουν την εξαφάνισή του, το ΚΚΕ κατάκτησε τη νόμιμη δράση του. Αρχιζε μια νέα περίοδος στην πολυκύμαντη Ιστορία του.

Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, το ΚΚΕ και η ΚΝΕ αναπτύχθηκαν οργανωτικά και απέκτησαν σημαντική επιρροή στο εργατικό κίνημα και σε άλλα μαζικά κινήματα, αν και η οργανωμένη τους δύναμη μέχρι το 1974 ήταν μικρή.

Σειρά διεθνών και εσωτερικών πολιτικών γεγονότων (ο γαλλικός Μάης 1968, η νίκη του βιετναμέζικου λαού κατά των ΗΠΑ, η ανατροπή της κυβέρνησης Αλιέντε στη Χιλή, ο ξεσηκωμός στο Πολυτεχνείο), μαζί με την ηρωική διαδρομή και πάλη του ΚΚΕ, καθώς και οι θυσίες του στον αγώνα κατά της δικτατορίας είχαν συντελέσει στη μαζική ένταξη νέων στην ΚΝΕ.

Τι προηγήθηκε
χουντα 3

Η ΚΕ του ΚΚΕ απηύθυνε χαιρετιστήριο για τη νομιμοποίηση του Κόμματος «προς την εργατική τάξη, την αγροτιά, τους διανοούμενους, όλο το Λαό» έπειτα από 27 χρόνια συνεχούς παράνομης δράσης, το οποίο δημοσιεύτικε στον πρώτο νόμιμο Ριζοσπάστη στις 25 Σεπτέμβρη 1974

Ενάμιση χρόνο πριν το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας, το λαϊκό κίνημα άρχισε να σημειώνει αισθητή άνοδο και κορυφώθηκε με τον ξεσηκωμό στο Πολυτεχνείο το Νοέμβρη του 1973. Την τριήμερη κατάληψη του Πολυτεχνείου (14-15-16 Νοέμβρη) κατέστειλαν τελικά στρατιωτικές δυνάμεις με την εισβολή τανκ και στρατού στο ίδρυμα τη νύχτα της 17ης Νοέμβρη. Η επέμβαση του Στρατού και της Αστυνομίας στο Πολυτεχνείο και στις γύρω περιοχές οδήγησε σε έναν αιματηρό απολογισμό με δεκάδες νεκρούς και τραυματίες.Επίσης είχε εκδηλωθεί το αντιχουντικό κίνημα στο Πολεμικό Ναυτικό (Μάης 1973), που μπορούσε να προκαλέσει ή και που έδειχνε ότι θα υπάρξουν αλυσιδωτές εστίες αντίδρασης στο Στρατό, στο βασικό και πιο δυναμικό στήριγμα της χούντας.

Οι παραπάνω εξελίξεις συντελούνταν στο έδαφος της νέας οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού που ξέσπασε το 1973 και βεβαίως εκδηλώθηκε και στην Ελλάδα. Οι προϋποθέσεις αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου είχαν χειροτερέψει σημαντικά. Χαρακτηριστική ήταν η μείωση των επενδύσεων, με προεξάρχουσα τη μεγάλη πτώση της οικοδομικής δραστηριότητας. Πτώση υπήρχε και στους ρυθμούς αύξησης των επενδύσεων στην αγροτική οικονομία, ενώ η άνοδός τους στη βιομηχανία και στις μεταφορές, αν και παρουσίαζε μια σχετική σταθερότητα, είχε εξασθενήσει. Το φαινόμενο αφορούσε τόσο τις ιδιωτικές όσο και τις επενδύσεις του κρατικού καπιταλιστικού τομέα.

Για να εκτονώσει το βαρύ κλίμα, η χουντική κυβέρνηση προχώρησε στη λεγόμενη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος, με το γνωστό «πείραμα Μαρκεζίνη».Η δικτατορία, «έχρισε» πρωθυπουργό το Σπύρο Μαρκεζίνη, παλιό αστό πολιτικό, μαζί με άλλα πολιτικά στελέχη αστικών κομμάτων ως μέλη μίας κυβέρνησης που θα έκανε εκλογές προσδίδοντας «αστικοδημοκρατική χροιά» στη χούντα. Η μεγάλη πλειοψηφία του αστικού πολιτικού κόσμου τάχθηκε υπέρ του «πειράματος Μαρκεζίνη»! Το αυτοαποκαλούμενο «ΚΚΕ εσωτερικού», μακρινός πρόγονος του ΣΥΡΙΖΑ συμφώνησε με την προσπάθεια της χούντας των συνταγματαρχών να προσδώσει χαρακτηριστικά αστικού εκδημοκρατισμού στο καθεστώς των φυλακών και της εξορίας, των βασανιστηρίων στους αγωνιστές που πάλευαν ενάντια στη δικτατορία και της απαγόρευσης με βαριές ποινές κάθε συνδικαλιστικής και μαζικής λαϊκής δράσης, αλλά και πολιτικής δράσης και ετοιμαζόταν να συμμετάσχει στις εκλογές.

χουντα 4

Πλήθος κόσμου στη συγκέντρωση του ΚΚΕ στη Θεσσαλονίκη πριν τις εκλογές του 1977 (φωτο αρχείου)

Το μεγαλύτερο τμήμα του κινήματος όμως, που είχε ήδη αναπτυχθεί στα Πανεπιστήμια, καθώς και πρωτοποριακές δυνάμεις του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος εναντιώθηκαν, ως ελιγμό της δικτατορίας να αλλάξει τη μορφή της, διατηρώντας την ουσία, και να αποκτήσει πλατύ λαϊκό έρεισμα.Το ΚΚΕ αντιτάχθηκε. Στις 9 Οκτώβρη 1973 σε ανακοίνωσή του το ΠΓ της ΚΕ τόνιζε: «Ο σχηματισμός της κυβέρνησης Μαρκεζίνη αποτελεί συνέχιση του ελιγμού της χούντας για μεταμφίεσή της στη λεγόμενη Προεδρική Δημοκρατία. Αποβλέπει στο να παραπλανήσει τον ελληνικό λαό, τη διεθνή κοινή γνώμη και ταυτόχρονα να επηρεάσει και να παρασύρει λαϊκές μάζες για να διασπάσει τις αντιδικτατορικές και αντιχουντικές δυνάμεις… για να παρατείνει έτσι τη δικτατορική εξουσία της».

Μετά τον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου η κυβέρνηση Μαρκεζίνη παραιτήθηκε, ενώ στις 25/11/1973 η χούντα του Παπαδόπουλου ανατράπηκε από το στρατιωτικό πραξικόπημα του ταξίαρχου Ιωαννίδη.

Τη χαριστική βολή στη δικτατορία έδωσε το πραξικόπημα για την ανατροπή της κυβέρνησης Μακαρίου (15/7/1974), που υποκίνησε η ελληνική κυβέρνηση σε συνεργασία με Ελληνοκύπριους πολιτικούς και στρατιωτικούς της ΕΟΚΑ Β’. Αμέσως ακολούθησε η εισβολή σε δύο φάσεις των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο (20-22 Ιούλη και 14-16 Αυγούστου). Η κυβέρνηση της δικτατορίας δεν μπορούσε πια να σταθεί.

Η ελληνική αστική τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι ανησύχησαν μήπως δυσκολέψει ο έλεγχος της κατάστασης. Τότε ακριβώς η δικτατορία παρέδωσε τη διακυβέρνηση.

Το αστικό πολιτικό σύστημα

Η στρατιωτική δικτατορία των χρόνων 1967-1974, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των πρωταγωνιστών της, οδήγησε στην επιτάχυνση του εκσυγχρονισμού του αστικού πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα. Η προσαρμογή του στα νέα δεδομένα αποτέλεσε βασική προϋπόθεση για τη θωράκιση και τη μακροημέρευσή του. Σε αυτήν την ανάγκη ανταποκρίθηκε ομόγνωμα ο αστικός πολιτικός κόσμος, πρώτοι απ’ όλους ο Κ. Καραμανλής και το κόμμα που ίδρυσε το 1974, η Νέα Δημοκρατία (ΝΔ).

Το αστικό πολιτικό σύστημα, όπως ήταν διαμορφωμένο μέχρι το 1967, εξάντλησε τα όριά του για τους εξής λόγους:

1. Εξαιτίας των αντιθέσεων ανάμεσα στα αστικά κόμματα και στο παλάτι που διατηρούσε σημαντικές εξουσίες.

2. Λόγω της μεταπολεμικής αστικής πολιτικής ανασυγκρότησης, που είχε στηριχτεί στη διαμόρφωση εκείνων των μέσων και μηχανισμών καταστολής που δεν ανταποκρίνονταν πια στις ανάγκες ενσωμάτωσης ευρύτατων λαϊκών δυνάμεων.

3. Εξαιτίας των αντιθέσεων της άρχουσας τάξης με συμφέροντα των ΝΑΤΟικών συμμάχων της στη Μεσόγειο, πρωταρχικά οι εξελίξεις από την τουρκική εισβολή («Αττίλας 1» και «Αττίλας 2») και την κατοχή του 37% της Κύπρου, όπου ο ρόλος των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ ήταν προκλητικά εμφανής.

Στα προηγούμενα πρέπει ασφαλώς να συνυπολογιστούν η ριζοσπαστικοποίηση πλατιών λαϊκών μαζών, που είχε επέλθει κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και η εκδηλωμένη γενική λαϊκή απαίτηση να μην επαναληφθούν οι «ανώμαλες» καταστάσεις του παρελθόντος. Μαζί τους, η αισθητή υποχώρηση του αντικομμουνισμού, που μετά το 1974 υποχρεώθηκαν την πιο ωμή έκφρασή του να εγκαταλείψουν και οι αστοί πολιτικοί που πρωτοστατούσαν στον αντικομμουνισμό πριν από τη δικτατορία.

Παράλληλα, τη σκέψη και τις αποφάσεις της ηγεσίας της ΝΔ και γενικά του αστικού πολιτικού κόσμου επηρέαζαν αισθητά στη νέα τακτική τους η σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ (ΕΕ), που είχε «παγώσει» στα χρόνια της δικτατορίας, σε συνδυασμό με την επιδιωκόμενη ένταξη σε αυτή.

Η ίδρυση της ΝΔ

Η ίδρυση της ΝΔ ήταν προϊόν των ιστορικών συνθηκών που διαμορφώθηκαν αμέσως μετά την κατάρρευση της δικτατορίας. Στην ιδρυτική διακήρυξη της ΝΔ, ανάμεσα σε άλλα, αποτυπώνονται οι εξής κατευθυντήριες αρχές:

«…”Νέα Δημοκρατία” είναι η πολιτική παράταξη που ταυτίζει το Εθνος με τον Λαόν, την πατρίδα με τους Ανθρώπους της, την Πολιτεία με τους Πολίτες της, την Εθνική Ανεξαρτησία με την Λαϊκή Κυριαρχία, την Πρόοδο με το Κοινό Αγαθό, την Πολιτική Ελευθερία με την Εννομη Τάξη και την Κοινωνική Δικαιοσύνη.

(…) “Νέα Δημοκρατία” είναι η πολιτική παράταξη που αγνοεί τις διενέξεις και τους διχασμούς του παρελθόντος – που τόσα δεινά επεσώρευαν στον τόπο μας – και προσανατολίζεται στα ευρύτερα δυνατά σχήματα εθνικής ενότητος.

(…) Οτι η ελευθέρα οικονομία στην οποία πιστεύει η “Νέα Δημοκρατία” δεν ημπορεί να αποκλείση την διεύρυνση του οικονομικού τομέως τον οποίο ελέγχει το κράτος.

(…) Οτι δεν θα φεισθή κόπων και θυσιών για να καταστήση την Ελλάδα ισχυρή και απρόσβλητη (…) θα επιδιώξη την προσαρμογή του πολιτεύματος προς τις συνθήκες της ελληνικής πραγματικότητος (…) η Ελλάς όχι μόνο δικαιούται, αλλά και ημπορεί να εξασφαλίση την εξέχουσα θέση και την ευτυχία του λαού της μέσα στην Ευρώπη όπου ανήκει… να συμβάλη πολιτικά, ηθικά και πολιτιστικά στην πραγματοποίηση της ιδέας μιας ενωμένης Ευρώπης.

Βασικά, όμως, προϋπόθεση για όλα αυτά είναι η θεμελίωση στον τόπο μας της αληθινής και συγχρόνου δημοκρατίας».

Αυτό το τελευταίο, καθώς και το άλλο σημείο της διακήρυξης «…θα επιδιώξει την προσαρμογή του πολιτεύματος προς τις συνθήκες της ελληνικής πραγματικότητας» τα έλεγαν όλα σχετικά με τη μορφή που είχε αποφασιστεί να πάρει το πολιτικό σύστημα. Η «αληθινή και σύγχρονος δημοκρατία», στην οποία προσέβλεπε η ΝΔ, ήταν μία κλασική αστική δημοκρατία.

Η ιδεολογία της ΝΔ ορίστηκε ως «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός».

Αυτή τη γραμμή υλοποίησε η κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή, προχωρώντας σε κρατικοποιήσεις επιχειρήσεων του ιδιωτικού καπιταλιστικού τομέα, όπως της «Ολυμπιακής Αεροπορίας».

Σχετικά με τη διεθνή θέση της Ελλάδας, αυτή προσδιορίστηκε επιγραμματικά από τον Καραμανλή: «Ανήκομεν εις την Δύσιν».

Η ταξική πολιτική της ΝΔ, υπογραμμισμένη στην ιδρυτική της διακήρυξη και στη φράση «…τα αληθινά συμφέροντα του έθνους, που βρίσκονται πέρα και επάνω από τις παραπλανητικές ετικέτες της Δεξιάς, του Κέντρου και της Αριστεράς», έγινε προσπάθεια να εκφραστεί με τα «ευρύτερα δυνατά σχήματα εθνικής ενότητος».

Η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ υπήρξε πράγματι η πιο σημαντική στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης. Την υλοποίησε ο Κ. Καραμανλής, που οραματιζόταν την ένταξη ακόμα από τη 10ετία του 1950 και υπέγραψε τη συμφωνία σύνδεσης με την ΕΟΚ τον Ιούλη του 1961. Ελεγε ο Κ. Καραμανλής:

«…Η Ελλάς δεν επιθυμεί την ένταξίν της αποκλειστικώς και μόνον για λόγους οικονομικούς. Την επιδιώκει προ πάντων για λόγους πολιτικούς, που αναφέρονται εις την σταθεροποίησιν της δημοκρατίας και εις το μέλλον του έθνους. Οι Ελληνες πιστεύουν εις την αποστολήν της Ευρώπης. Η εκπλήρωσις της αποστολής αυτής προϋποθέτει την επιτάχυνσιν των διαδικασιών ενοποιήσεως, που ευρίσκονται σήμερον εν εξελίξει. Στις διαδικασίες αυτές ενοποιήσεως της Ευρώπης η Ελλάς επιθυμεί και πιστεύει ότι δύναται να συμβάλη…».

Η ένταξη στην ΕΟΚ διαμόρφωνε καλύτερους όρους για την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και για την ισχυροποίηση του ελληνικού καπιταλισμού. Κάποιες αντιδράσεις που υπήρξαν από μικρά τμήματα του κεφαλαίου αφορούσαν σε επιφυλάξεις για τους όρους της ένταξης, καθώς και τους φόβους ορισμένων για τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν κάποιοι παραδοσιακοί κλάδοι της ελληνικής οικονομίας. Αλλά η ηγεσία της ΝΔ έβλεπε το δάσος και όχι τα δέντρα. Υπέταξε ατομικά συμφέροντα κεφαλαιοκρατών στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της αστικής τάξης.

Το ΠΑΣΟΚ

Ο Ανδρέας Παπανδρέου, το 1974, απέρριψε πρόταση να ηγηθεί της «Ενωσης Κέντρου» και προχώρησε στην ίδρυση του ΠΑΣΟΚ. Είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου μαζικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος που θα λειτουργούσε ως ανάχωμα στην τάση ριζοσπαστικοποίησης που έφερνε κυρίως η δράση του ΚΚΕ.

Το ΠΑΣΟΚ προερχόταν από την αντιδικτατορική οργάνωση Πανελλήνιο Αντιδικτατορικό Κίνημα (ΠΑΚ) και διακήρυσσε ότι ακολουθούσε το λεγόμενο «τρίτο δρόμο προς το σοσιαλισμό», ότι δηλαδή απέρριπτε τόσο τον καπιταλισμό, όσο και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ και άλλες χώρες της σοσιαλιστικής εξουσίας στην Ευρώπη, ενώ επέκρινε και την πολιτική των παλαιότερων κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας, υποστηρίζοντας ότι το ίδιο είναι σοσιαλιστικό και όχι σοσιαλδημοκρατικό κόμμα.

Η πολιτική του ΠΑΣΟΚ ως αντιπολίτευσης κινήθηκε στο πλαίσιο της πολιτικής διαχείρισης που εφάρμοζε η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία. Στοιχείο της ήταν και η αξιοποίηση όλων των περιθωρίων που είχε για να διαχωριστεί πειστικά από την «επάρατο δεξιά».

Η συνθηματολογία του ΠΑΣΟΚ κατά «της πολιτικής τής υποτέλειας» απέναντι στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ, που σύμφωνα με τον ισχυρισμό του ακολουθούσε η «δεξιά», επί της ουσίας δεν εξέφραζε στόχο της ηγεσίας του να συγκρουστεί με συνέπεια κατά των ιμπεριαλιστικών οργανισμών. Η φράση ξεπερνούσε το περιεχόμενο.

Ηταν, πάντως, υποχρεωμένο, όχι μόνο να μην παραγνωρίζει τη δράση του ΚΚΕ και την απήχηση που είχαν οι αντιιμπεριαλιστικές θέσεις του στις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ, αλλά και να την παίρνει σοβαρά υπόψη, άλλοτε πραγματοποιώντας ελιγμούς και άλλοτε εκτιμώντας ότι μια σειρά συνεργασίες τού χρησιμεύουν.

Υιοθετώντας το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», το ΠΑΣΟΚ «οχύρωνε» την αριστερή πλευρά του και ταυτόχρονα προσέλκυε εργατικές μάζες σε βάρος της πολιτικής επιρροής του ΚΚΕ, αλλά και πλήθος μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και του χωριού σε βάρος της ΝΔ.

Από την άλλη, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ πραγματοποιούσε «ανοίγματα» και προς την πλουτοκρατία. Εξασφάλιζε ισχυρά οικονομικά και πολιτικά στηρίγματα (συγκρότημα Λαμπράκη, Εκκλησία, κ.ά.), παρέχοντας στο κεφάλαιο τις εγγυήσεις ακίνδυνης γι’ αυτό «εναλλακτικής λύσης». Ετσι, αστοί, εργάτες και μεσαία στρώματα συγκρότησαν την υλική δύναμη της «εθνικής στρατηγικής» του ΠΑΣΟΚ, που υποσχόταν ότι θα οδηγούσε σε μια «νέα Ελλάδα».

Τι είδους δημοκρατία;

Από το 1974 ακόμα, ο Καραμανλής υποστήριζε την ανάγκη «…ν’ αντιμετωπισθούν οι κίνδυνοι που μας απειλούν, να θεμελιωθή κατά τρόπον ασφαλή η δημοκρατία».

Το χαρακτήρα της δημοκρατίας που εγκαθίδρυσε η ΝΔ τον υπερτόνισε και με τη στάση της απέναντι στο λαϊκό κίνημα. Οι κυβερνήσεις Καραμανλή το αντιμετώπισαν με την εχθρότητα που ταίριαζε στη φιλομονοπωλιακή πολιτική τους. Υπήρξαν ακόμα και νεκροί διαδηλωτές, θύματα της αστυνομικής επίθεσης (Κουμής, Κανελλοπούλου).

Στην επτάχρονη περίοδο διακυβέρνησης από τη ΝΔ διαμορφώθηκε ένα αυταρχικό κλίμα, που ενίσχυε την αντίληψη «να φύγει η δεξιά», γεγονός που τροφοδοτούσε το ΠΑΣΟΚ, μειώνοντας ακόμα περισσότερο τις λαϊκές απαιτήσεις διεκδίκησης. Πολύ καιρό πριν από την επίσημη προεκλογική περίοδο του 1981, δε σημάδεψε τις εξελίξεις η άνοδος του λαϊκού κινήματος, αλλά η συνεχής πτώση του που συνοδευόταν από την όλο και μεγαλύτερη αδημονία ερχομού του χρόνου των εκλογών.Ετσι, το 1981 αναδείχτηκε το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση.

Το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση αθέτησε όσα θετικά μεγάλης πολιτικής σημασίας υπήρχαν στην «ιδρυτική του διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη 1974». Συνέχισε και διεύρυνε την πολιτική κρατικής παρέμβασης που ακολούθησε η ΝΔ, για να στηρίξει το ιδιωτικό κεφάλαιο. Παράλληλα, προχώρησε στη διόγκωση του τομέα των υπηρεσιών.

Την πρώτη τετραετία (1981 – 1985) το ΠΑΣΟΚ διακήρυξε το σχήμα της λεγόμενης «μεικτής οικονομίας», μιλώντας για δημόσιο, ιδιωτικό και κοινωνικό τομέα, όπου οι δημοτικές και κοινωνικές επιχειρήσεις θα διείσδυαν εκεί που το ιδιωτικό κεφάλαιο αδιαφορούσε ή αδυνατούσε να διεισδύσει.

Τη δεύτερη τετραετία (1985 – 1989) η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έβαλε και φραστικά τη λεγόμενη ιδιωτική πρωτοβουλία σε πρώτη γραμμή, ως τον τομέα που θα κατηύθυνε την οικονομία τα επόμενα χρόνια. Ταυτόχρονα, προχώρησε και σε εισοδηματική πολιτική λιτότητας που συνοδευόταν με μέτρα προετοιμασίας για το 1992 («ενιαία εσωτερική αγορά της ΕΕ»), ενώ έκανε και στη ΓΣΕΕ εκλογικό πραξικόπημα, καθαιρώντας με δικαστική απόφαση ακόμα και στελέχη του ΠΑΣΟΚ, για να ελέγχει απόλυτα την κατάσταση.

Είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί η πολιτική παροχών προς τους εργαζόμενους που το ΠΑΣΟΚ είχε ακολουθήσει την πρώτη τετραετία, προκειμένου να ενισχυθεί η αγοραστική δύναμη των εργαζομένων (ζήτηση), στο πλαίσιο των αναγκών του ελληνικού καπιταλισμού να αυξηθεί η παραγωγή και η παραγωγικότητα λόγω και ένταξης στην ΕΟΚ.

Και φθορά των συνειδήσεων

Η εναλλαγή στην αστική εξουσία συνοδεύτηκε με τη μαζική ιδεολογική χειραγώγηση και τη φθορά συνειδήσεων, που αποτέλεσαν ένα από τα χαρακτηριστικά της σχέσης σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης – λαϊκών μαζών.

Στη βάση αυτή, το ρουσφέτι και η ευρύτερη δημοσιοϋπαλληλία απέκτησαν επί ΠΑΣΟΚ πρωτόγνωρες διαστάσεις στην ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού. Ταυτόχρονα, έγιναν σημαντικές αλλαγές στο συσχετισμό μεταξύ τμημάτων του κεφαλαίου, γνωστές ως εμφανιζόμενα «νέα τζάκια». Αυτές οι αλλαγές επενδύθηκαν ιδεολογικά με τα συνθήματα «να μπει τέλος στο κράτος της δεξιάς» και «να ελληνοποιηθεί το κράτος» που – κατά το ΠΑΣΟΚ – ήταν φέουδο της «δεξιάς» και καρπός της υποτέλειας στη βάση της διαίρεσης του ελληνικού λαού «σε εθνικόφρονες και σε μιάσματα».

Το ΠΑΣΟΚ υλοποίησε κάποιους επιπλέον εκσυγχρονισμούς σε σχέση με τη ΝΔ (αναγνώριση του ΕΑΜ, κ.ά.) και ταυτόχρονα εκμεταλλεύτηκε πολιτικά τους διωγμούς που υπέστησαν χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι ΕΑΜίτες στις εξορίες και στις φυλακές μετά τον πόλεμο. Από την άλλη, το «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων», που σε ένα βαθμό είχε ατονήσει επί ΝΔ (1974 – 1981), καταργήθηκε τελείως, δίχως να καταργηθεί και το γνωστό «φακέλωμα», που συνεχίστηκε και συνεχίζεται.

Ενας από τους βασικούς λόγους που το ΠΑΣΟΚ μπόρεσε να γίνει τόσο μαζικό ήταν αναμφίβολα το χαμηλό επίπεδο της επαναστατικής ταξικής πάλης.

Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στηρίχτηκε σε ένα ισχυρό υπόστρωμα στη συνείδηση μεγάλου αριθμού εργαζόμενων μαζών, έτοιμο και να αποδεχτεί κάποια ριζοσπαστικά συνθήματα, αλλά και έτοιμο να υπαναχωρήσει, αρκεί η πολιτική της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ να διαφοροποιούνταν από της «δεξιάς» σε ζητήματα που αυτές οι μάζες θεωρούσαν καίριας σημασίας.

Αρκούσε η κατάργηση της τρομοκρατίας από το χωροφύλακα και του μαζικού φακελώματος, αρκούσαν κάποιες επιπλέον συνδικαλιστικές ελευθερίες, για να θεωρήσουν ότι άνοιξε η πόρτα για τη μεγάλη αλλαγή. Το «αντιδεξιό» μείγμα που συσσωρεύτηκε στις συνειδήσεις ήταν εκρηκτικό και ιδιαίτερα στέρεο, και σε εργατικές μάζες.

Επίσης, το ΠΑΣΟΚ αξιοποιούσε πλευρές της εξωτερικής πολιτικής των σοσιαλιστικών κρατών. Τα κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας έδιναν πολύ μεγαλύτερη πολιτική σημασία από όση είχε στο γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ είχε διαφωνήσει με κάποιες αποφάσεις του ΝΑΤΟ, βάζοντας αστερίσκο κάτω από τα σχετικά κείμενα.

Το ίδιο υπερτιμήθηκαν και διεθνείς φιλειρηνικές πρωτοβουλίες του ΠΑΣΟΚ, που έτυχαν θερμής υποδοχής από τα σοσιαλιστικά κράτη. Βεβαίως, η εξωτερική πολιτική του ΠΑΣΟΚ στηριζόταν στη γραμμή «ούτε ΝΑΤΟ ούτε Βαρσοβία», παρότι το Σύμφωνο της Βαρσοβίας έκανε προτάσεις για ταυτόχρονη διάλυση και των δύο συνασπισμών, δίχως να βρίσκει ανταπόκριση από το ΝΑΤΟ.

Βάση αυτής της πολιτικής ήταν η ανάλυση που είχε κάνει το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, του διαχωρισμού δηλαδή της «δεξιάς» από την «αριστερή» σοσιαλδημοκρατία, που είχε εντάξει και το ΠΑΣΟΚ στις συμμαχικές δυνάμεις στην πάλη για την ειρήνη, την ύφεση και τον αφοπλισμό, ενισχύοντας έτσι το σχήμα «δεξιά – αντιδεξιά».

Ορισμένα συμπεράσματα

Δώσαμε σύντομα τον ταξικό χαρακτήρα της διαδικασίας που ονομάστηκε «μεταπολίτευση» και αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος, τον αστικό χαρακτήρα της δημοκρατίας που εγκαθιδρύθηκε μετά την πτώση της χούντας, που οι αστοί παινεύουν ως τη μοναδικά φιλολαϊκή μορφή διακυβέρνησης. Αυτή η πραγματικότητα συνεχίστηκε και στις 10ετίες του 1990 και 2000. Η καπιταλιστική οικονομική κρίση το 2009 και η βάρβαρη αντιλαϊκή διαχείρισή της από τα δύο αστικά κόμματα, ΝΔ – ΠΑΣΟΚ για τη σωτηρία του κεφαλαίου, έφερε ανακατατάξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα με τη μεγάλη φθορά των δύο αστικών κομμάτων, τη δημιουργία πολλών μικρότερων πολιτικών σχηματισμών, αλλά και τη συγκρότηση συμμαχικών αστικών κυβερνήσεων. Σε αυτές τις συνθήκες ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχτηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση και σε δύναμη που διεκδικεί τη διαχείριση της αστικής διακυβέρνησης και του καπιταλισμού, ως άξιος αντικαταστάτης της φθαρμένης σοσιαλδημοκρατίας. Σε αυτά τα πλαίσια επίσης ενισχύθηκαν Η διαδικασία μιας νέας αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος είναι σε εξέλιξη.

Η εμπειρία όλων αυτών των δεκαετιών μετά την κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας, αναδεικνύει οτι η αστική δημοκρατία είναι ξεπερασμένη ιστορικά όπως είναι ξεπερασμένος ιστορικά ο κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός που αυτή εκφράζει , ο καπιταλισμός. Πρόκειται για τυπική δημοκρατία για τους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, ενώ εξασφαλίζει την με κάθε τρόπο περιφρούρηση των συμφερόντων του κεφαλαίου. Η μεταχείριση που έχουν από την κυβέρνηση, τους κρατικούς μηχανισμούς και τα μέσα τους, οι απεργοί εργάτες και υπάλληλοι, το ενάμισι εκατομμύριο των ανέργων, οι εργάτες στην Τοπική Διοίκηση και χιλιάδες άλλοι μέσα στα κάτεργα της περιβόητης «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», επιβεβαιώνουν πόση είναι και για ποιους λειτουργεί η υπάρχουσα δημοκρατία. Τα εργατικά – λαϊκά δικαιώματα υπάρχουν μόνο στα χαρτιά. Πάνω απ’ όλα αποδεικνύεται οτι την εξουσία την έχει οποιος κάνει κουμάντο και στην οικονομία.

Μόνη διέξοδος για την εργατική τάξη, τη φτωχή αγροτιά και τους αυτοαπασχολούμενους είναι η συσπείρωση και η λαϊκή συμμαχία για την απόκρουση της αντιλαϊκής πολιτικής, η αποδέσμευση από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, για να ανοίξει ο δρόμος για την εργατική εξουσία.

Μόνο τότε θα λειτουργήσει η ουσιαστική δημοκρατία για την λαϊκή πλειοψηφία, γιατί τα μέσα παραγωγής θα ανήκουν στην κοινωνία, θα λειτουργούν για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών και όχι για το καπιταλιστικό κέρδος. Μέσα στις συνθήκες του πανεθνικού κεντρικού επιστημονικού σχεδιασμού, του εργατικού λαϊκού ελέγχου, οι βουλευτές που θα εκλέγονται από την παραγωγική μονάδα θα είναι εργαζόμενοι, δε θα έχουν ιδιαίτερες αμοιβές, θα είναι ανακλητοί από τους εκλογείς τους, δηλαδή θα είναι υπηρέτες του λαού και όχι δυνάστες του.

Γι’ αυτό το λόγο κρίσιμο ζήτημα στις σημερινές συνθήκες είναι να γίνουν βήματα στην αλλαγή συσχετισμού δυνάμεων σε τέτοια κατεύθυνση που θα ανοίξουν το δρόμο για αυτήν την προοπτική.

Πηγές:

1. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ Β’ τόμος 1949 – 1968

2. Ενθετο Ιστορίας του «Ριζοσπάστη», 5/5/2012: «Βασικές πολιτικές εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα από το 1974 μέχρι το 2007».

Πηγή: Ριζοσπάστης

Μαρξισμός και ρεφορμισμός

fanikan-epitelous-oi-ependites

 

Ο ρεφορμισμός αποτελεί αστική εξαπάτηση των εργατών, που θα μένουν πάντα μισθωτοί σκλάβοι, παρά τις επιμέρους βελτιώσεις, όσο θα κυριαρχεί το κεφάλαιο.

Η φιλελεύθερη αστική τάξη, δίνοντας με το ένα χέρι μεταρυθμίσεις, με το άλλο τις παίρνει πάντα πίσω, τις εκμηδενίζει, τις χρησιμοποιεί για να υποδουλώνει τους εργάτες, για να τους διαιρεί σε ξεχωριστές ομάδες, για να διαιωνίζει τη μισθωτή σκλαβιά των εργαζομένων. Γι’ αυτό ο ρεφορμισμός, ακόμη κι όταν είναι ολότελα ειλικρινής, στην πράξη μετατρέπεται σε όργανο αστικής διαφθοράς και εξασθένισης των εργατών. Η πείρα όλων των χωρών δείχνει ότι, όπου οι εργάτες έδωσαν εμπιστοσύνη στους ρεφορμιστές, βρέθηκαν πάντα γελασμένοι.

Αντίθετα, όπου οι εργάτες αφομοίωσαν τη διδασκαλία του Μαρξ, δηλ. κατάλαβαν ότι η μισθωτή σκλαβιά είναι αναπόφευκτη, όσο θα διατηρείται η κυριαρχία του κεφαλαίου, δεν αφήνουν να τους εξαπατήσουν με κανενός είδους αστικές μεταρυθμίσεις. Οι εργάτες που έχουν καταλάβει, πως σε συνθήκες διατήρησης του καπιταλισμού οι μεταρυθμίσεις δεν μπορούν να είναι ούτε σταθερές, ούτε σοβαρές, παλεύουν για βελτιώσεις και χρησιμοποιούν τις βελτιώσεις για να συνεχίσουν πιο επίμονη πάλη ενάντια στη μισθωτή σκλαβιά. Οι ρεφορμιστές προσπαθούν με ελευμοσύνες να διαιρέσουν και να εξαπατήσουν τους εργάτες, να τους αποτραβήξουν από την ταξική τους πάλη. Οι εργάτες που έχουν καταλάβει την απάτη του ρεφορμισμού, χρησιμοποιούν τις μεταρυθμίσεις για να αναπτύξουν και να πλατύνουν την ταξική τους πάλη.

Όσο πιο ισχυρή είναι η επιρροή των ρεφορμιστών στους εργάτες, τόσο πιο ανίσχυροι είναι οι εργάτες, τόσο πιο εξαρτημένοι από την αστική τάξη, τόσο πιο εύκολο είναι για την αστική τάξη να εκμηδενίζει με διάφορα τεχνάσματα τις μεταρυθμίσεις. Όσο πιο αυτοτελές και πιο βαθύ είναι το εργατικό κίνημα, όσο πιο πλατύτερους σκοπούς βάζει, όσο περισσότερο είναι απαλλαγμένο από την στενότητα του ρεφορμισμού, τόσο καλύτερα πετυχαίνουν οι εργάτες να κατοχυρώνουν και να χρησιμοποιούν τις επιμέρους βελτιώσεις.

Δεν είμαστε ρεφορμιστές-έγραφαν οι λικβινταριστές της Πετρούπολης-γιατί δεν λέμε ότι οι μεταρυθμίσεις είναι το παν, ότι ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα, εμείς λέμε:κίνηση προς τον τελικό σκοπό, με την πάλη για μεταρυθμίσεις[…]

Ο Σεντόφ έγραφε ότι από τα τρία ”κήτη” που προβάλλουν οι μαρξιστές τα δυο δεν είναι τώρα κατάλληλα για ζύμωση. Δεχόταν μόνο το 8ωρο, που θεωρητικά είναι πραγματοποιήσιμο σαν μεταρύθμιση. Παραμέριζε ή έβαζε σε δεύτερη μοίρα αυτό ακριβώς, που έβγαινε έξω από τα πλαίσια της μεταρύθμισης. Συνεπώς, έπεφτε στον πιο καθαρό οπορτουνισμό, εφαρμόζοντας ίσα-ίσα την πολιτική που εκφράζεται με τη διατύπωση ότι ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτε. Αυτό ακριβώς είναι ρεφορμισμός, όταν τον ”τελικό σκοπό” τον απομακρύνουν από τη ζύμωση.

[…]Από τη μια μεριά, μας βεβαιώνουν ότι για αυτούς οι μεταρυθμίσεις δεν είναι καθόλου το παν-και από την άλλη, κάθε ξεπε΄ρασμα των πλαισίων του ρεφορμισμού από την πρακτική δράση των μαρξιστών προκαλεί ή τις επιθέσεις ή την περιφρονητική στάση.

[…]Στην Ευρώπη, ρεφορμισμός σημαίνει στην πράξη άρνηση του  μαρξισμού και υποκατάσταση του με την αστική ”κοινωνική πολιτική’. Στη χώρα μας ο ρεφορμισμός δεν σημαίνει μόνο αυτό, αλλά επιπλέον σημαίνει και διάλυση της μαρξιστικής οργάνωσης και απάρνηση των δημοκρατικών καθηκόντων της εργατικής τάξη, υποκατάσταση τους με τη φιλελεύθερη εργατική πολιτική.

 

 

Β.Ι. Λένιν.  Άπαντα 5η έκδ. τόμ.  24ος, σελ. 1-4

Πηγή: Αγκάρρα