Η κινούμενη άμμος της Κυπριακής αριστεράς είναι η αριστερά που σε βουλιάζει, αφού επιλέξεις να γευτείς το μητρικό της γάλα. Σ’ αναθεματίζει στην μικροαστική συνειδησιακή υπο-ορθόδοξη μαρξιστική αντίληψη μιας παθητικής αναμονής στο μοιραίο και στην υπεραισιόδοξη ελαφρότητα της πετυχημένης αναγνωρισιμότητας.
Οι κύπριοι αριστεροί δεν είναι η κυπριακή αριστερά αλλά η τελευταία στιγματίζει τους πρώτους σαν την ζέση μιας απειλητικής αναγκαστικής ηλιοφάνειας. Η θεσμική κυπριακή αριστερά και οι κάθε λογής πρωτοπόροι δορυφόροι της χαρακτηρίζονται από την μικροαστική αυτοδυναμία του πολιτικά ορθού. Οικειοποιούνται τους αγώνες τις ιστορίας σαν μια μυθολογική αλήθεια που δεν πρόκειται να εισχωρήσει ποτέ ως πραγματικότητα στο πραγματικό. Η απόσταση του κύπριου αριστερού από την κυπριακή πρωτοπόρα αριστερά είναι τόσο βαθιά όσο η πληγή της αριστεράς που προκλήθηκε από την σοσιαλδημοκρατική ψείρα. Η κυπριακή αριστερά έχει εθιστεί στην υπερδιέγερση του κνησμού. Οι ψείρες εναποθέτουν την ιστορική ασφάλεια μιας πολιτικής μηχανής από την οποία θα παράγεται από την μια ο σχεδόν οργασμικός κνησμός και από την άλλη η παραγωγή της ψείρας. Η Κυπριακή αριστερή πρωτοπορεία καταφέρνει με επιτυχία να διαιωνίζει τον πολιτικό κνησμό, αφού προκαλεί το θεμιτό αποτέλεσμα της μη απειλούμενης διατήρησης στην πολιτική σκηνή των τεχνιτών κεφαλαιοκρατικών σεναρίων.
Η πολιτική λειτουργία της κυπριακής αριστεράς έγκειται στην αντι-διαλεκτική σχέση μιας παραγωγικής διαδικασίας ανακυκλωμένου προγράμματος αρχίζοντας και τελειώνοντας στο ίδιο σημείο. Ο σκοπός είναι λοιπόν το πολιτικά ευδιάκριτο της σοσιαλδημοκρατικής συνέχισης ως της μόνης αριστεράς. Η τυποποιημένη, με άλλα λόγια, ικανοποίηση με το να υπάρχει ως θεσμικό όργανο στον καπιταλιστικό παράδεισο. Το να διατηρείται η παρουσία στον πολιτικό χώρο είναι και το ζητούμενο για τον σοσιαλδημοκρατικό τρόπο πολιτικοποίησης.
Η μεταμοντέρνα κυπριακή αριστεροσύνη ή καλύτερα η μεταμοντέρνα ριζοσπαστική αριστερά εκφράζεται στην Κύπρο με πολλούς τρόπους αλλά πάντα κάτω από την αγκαλιά της θεσμοθετημένης κρατικής εξουσίας. Η κυπριακή αριστερά έχει αγαπήσει και αγαπάει τόσο τον μαρξισμό/λενινισμό όσο που η ιδεολογική πρακτικότητά του γίνεται το τυράκι που μόλις φαγώθηκε από το ποντίκι.
Η ρεαλιστικότητα της αριστεράς έγκειται στο ότι αφού το τυρί πάει πέταξε, το μόνο που μένει είναι ο συνειδησιακός αυνανισμός ως η ερασιτεχνική επαναληπτικότητα ενός σκληρού και συνάμα κρυφού παιχνιδιού ως το καμάρι της προοδευτικής σκέψης.
Η μικροαστική ασφάλεια του σπιτιού, μιας άκρως δελεαστικής τιμής, γίνεται η αιώνια στιγμή της ζωής. Πρέπει πρώτα να μπούν τα πράγματα στην θέση τους. Να φτιάξει η κατάσταση, και όταν ωριμάσουν οι συνθήκες πάμε να βρούμε το επαναστατικό κίνημα που δεν έχει σημασία αν δεν υφίσταται.
Το ζητούμενο για την μεταμοντέρνα επαναστατική σκέψη είναι η πετυχημένη αξιοποίηση της συγκεκριμένης φρασεολογίας απλά για να μη χάνεται η αγαπημένη αφηρημένη σύγκλιση των εννοιών με την ενημερωμένη και σύγχρονη ακαδημαϊκή κοινότητα των συμμετεχόντων στην εκπαιδευτική πράξη ενός άλλου κόσμου.
Ο κυπριακός λαός είναι εγκλωβισμένος στον κύκλο των γενεών που θέλει τον χειραφετητικό αγώνα να φιλτράρεται απ’ την θεσμική κατοχύρωση των πολιτικών επιδιώξεων. Ο φορέας του αγώνα για λαϊκή εξουσία, δεν υφίσταται. Ο φορέας μιας ανεπίσημης έστω μαρξιστικής προβληματικής που αγγίζει κριτικά σημαντικά θεσμικά κατεστημένα, δεν υφίσταται. Ο φορέας ο οποίος ελέγχει την κίνηση των πολιτικών σχηματισμών ή ομάδων για τυχόν αμφισβήτησή του όχι μόνο υφίσταται αλλά έχει και όνομα, και λέγεται ΑΚΕΛ.
Η κοινωνική και πολιτική αναζήτηση μιας άλλης αριστεράς αλλά εντός της ίδιας θεσμικής ισχύος, αντιστοιχεί με το να διαβάζουμε παραψυχολογικά την πρωινή άμεση αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της συλλογιστικής μας. Με άλλα λόγια η ευτυχία της αλλαγής θα έρθει απο την βουλησιαρχική μας αμεσότητα να αναγνωρίζουμε όντας δυστυχισμένοι την φαντασιακή ευτυχία μας. Όλες οι προσπάθειες της αριστεράς να βρίσκει διεξόδους ανασυγκρότησης είτε με τις διαδικτυακές πλατφόρμες δημοκρατίας είτε με μια ιδεολογικο-εκπαιδευτική φαντασιακή φώτιση για ένα ταξικό ξημέρωμα πέφτουν στο πολιτικό κενό.
Αυτός που θέτει το ερώτημα του “τι κάνουμε” είναι η ίδια η πραγματικότητα. Η αριστερά της Κύπρου έχει απαντήσει επανειλημμένα. Η σοσιαλδημοκρατία είναι η απάντηση της κυπριακής αριστεράς και των δορυφόρων της. Δεν μπορεί να το θέσει διαφορετικά και πιο ξεκάθαρα. Ως εκ τούτου, όσοι ελπίζουν σε μια ανασυγκροτημένη νέα τύπου αριστερά που θα ανοίξει τον δρόμο μιας κινηματικής λαϊκής εξέγερσης απλά εθελοτυφλούν στην παραίτηση της ακαδημαϊκής τους παρατηρητικότητας και στον διανοουμενισμό της φαντασιακής τους αλλαγής.
Ποιά είναι λοιπόν η πρωτοπορεία εκείνη η οποία θα μπορούσε να θέσει μπροστά στο λαό τα κοινωνικά και πολιτικά εχέγγυα για να μπορεί ο λαός να βρίσκει ένα φορέα στον οποίο να μπορεί να βλέπει τον εαυτό του ως κοινωνικό υποκείμενο; Ποια πρωτοπορεία είναι εκείνη, αν όχι η κομμουνιστική πρωτοπορεία, που θα αμφισβητήσει την σοσιαλδημοκρατική κατάντια της δήθεν κυπριακής αριστερής πρωτοπορείας;