Είδα το Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντινγκ και τα άλλα βαβυλώνια
βάραθρα προς τον ουρανό.
Είδα τους μεγιστάνες σε τρελή σύμφυρση γλωσσών
γυαλί και ατσάλι.
Με χρυσά λέπια δεινοσαύρων. Με πρόστυχα χάχανα Μαθουσάλα.
Μανχάταν, Τόκιο, Σανγκάη – αργά το Μάη. Αρκεί να κοιτάξεις
το τρελό κάθετο κάθετο σ’ αυτούς τους γκρεμούς.
Με τέτοια διαβολική έπαρση. Με τέτοια βλακώδη οίηση
στα καλά καθούμενα του τοπίου.
Σ’ αυτήν την προς τα πάνω κατακραυγή.
Σ’ αυτά τα πολυώροφα νεκροταφεία.
Σ’ αυτό το γυάλινο μουγκρητό.
Με τέτοια ξυλοπόδαρα στις αδιάκοπες αποκριές
οι βαθύπλουτοι μασκαράδες.
Με δολάρια – κονάκια της χολέρας στα ολομέταξα χάη.
Σε φιλοθεάμονα θρίαμβο «καταιγίδας» με πυκνό ακροατήριο
και σκληρό κοπιράιτ αποκλειστικότητας.
Με νωπά θραύσματα στη σάρκα από καυτό ουράνιο χαλάζι
σαν λαίμαργες κρεατόμυγες.
Με πορφυρούς ροδώνες στο μυθικό Αμπού-Γκράιμπ
(και σε ρυθμούς αντάντε – να ωχριά ο Νταντέ.
Ένα λάιφ «ορατόριo» – σκυθρωπιάζει το δικό του πουργατόριο).
Παν οι ουρανοξύστες άστρο-άστρο, ώμο-ώμο
σ’ αυτά τα πρόστυχα Ντουόμο.
Του χρήματος προσκυνητές
με αισθήσεις αυτοκίνητες.
Μανόλης Πρατικάκης, Ο Μεγάλος Ξενώνας, Μεταίχμιο 2006