[Οι Χίλιοι Οργασμοί Της Ποίησης, 115-123] Του Αντώνη Αντωνάκου

115
Ακόμα κι όταν μιλάει για τις ψείρες ο ποιητής, το κάνει με μια στοχαστική μεγαλοπρέπεια. Ψάχνει να βρει την ιερή κοσμογονία πίσω από κάθε γεγονός και κάθε ασήμαντη λεπτομέρεια. Στο τελετουργικό του πρωτόκολλο καταγράφει τις απέραντες επικράτειες. Τοποθετεί τη λογοτεχνική κοπριά της εποχής του γύρω απ’ τα νέα βλαστάρια. 
116
Οι γεροπαράλυτοι και οι σαλιάρηδες όσων ετών και να είναι κάνουν χαλασμό γύρω τους από χορούς και νταγερέδες. Δίνουν συνεντεύξεις για όλα τα παταφυσικά φαινόμενα. Αλλά από έργο μηδέν. Ζαχαρωμένες πληγές και αλκοολισμός σαστισμένος. Αφρός και κακιούλες συνοδεία ούρων. 
117
Όταν ο στρατολόγος τον ρώτησε με μισοπατρική μέριμνα, γιατί παιδί μου προτιμάς να κωλογαμιέσαι απ’ το να έρθεις στο στρατό αυτός απάντησε: προτιμώ να μου γαμάνε τον κώλο κύριε, παρά το μυαλό. 
118
Αχ, ο κώλος της! σμιλεμένος, τριμμένος με γυαλόχαρτο, λειασμένος, απαλός, σφιχτός, γυαλιστερός σαν μπάλα του μπιλιάρδου και λείος σαν το κρανίο ενός λεπρού. Ιδού η ποιητική περιγραφή του εφήμερου. Της ομορφιάς που γουργουρίζει μες στον αθεόφοβο οχετό της φθοράς. Ιδού όλα τα μαθήματα δημιουργικής γραφής καταχωνιασμένα στο λαβύρινθο μιας μαντόνας. Ιδού ο λογαριθμικός παρανομαστής των ποιητικών ιδεών και της ουτοπίας. 
119
Προσηλωμένοι διαρκώς σ’ αυτή την υγρή στιγμή της έμπνευσης, για να ξεγεννήσουμε το μακελειό. Τέχνη χωρίς μακελειό και ποίηση χωρίς πεινασμένη λάμψη στο βλέμμα ζέχνει ακαδημία. Κυρίες της φιλολογίας με διπλά ονόματα, νομοθέτες κάλλους στραγγαλισμένου. 
120
Κάνε αυτό που γουστάρεις αρκεί να αναδίδει χαρά και έκσταση. Λεηλάτησε το σύμπαν, με το αίμα και τα δάκρυα μπορείς να αδράξεις την πιο απροσπέλαστη χαρά. Πάντα ταχτοποιώντας τις υποθέσεις των ανθρώπων στην απεραντοσύνη του σκότους. Κλέβοντας απ’ τη φύση τον ποιητικό σπασμό και την ασυνάρτητη αρμονία. Γυρνώντας το διακόπτη στην παιδική ηλικία. Μέσα απ’ τις φραγκοσυκιές και τα δρεπάνια. Με όλα τα σφυροδρέπανα της καρτεσιανής μας νοημοσύνης προκαλώντας φλεγμονή και ανήκεστο βλάβη στη δολερή πραγματικότητα. 
121
Ακούω συχνά εκείνο το αηδόνι που λέει: Κάθε πραγματικότης μου είναι αποκρουστική. Ακούω συχνά εκείνο το πιστόλι της Πρέβεζας να χλευάζει τα ιερά και τα όσια της Ρωμανίας. Ν’ αφήνει πίσω ένα κουσούρι στη γλώσσα όσων βγάζουν στην αγορά το ποιμαντορικό μουλάρι της καλαισθησίας. Όλα τα καλολογικά στοιχεία που γέμισα τα τετράδια τα πετάω τώρα πέτρες. Πέτρες, όπως ο Κάδμος. 
122
Είναι φάτσες που ταιριάζουν με όλα τα καθεστώτα. Μα εμείς τα εξωμήτρια της ήττας πάμε κατά πάνω εκεί στις μόδες των νυχτερίδων. Οι πόνοι μας είναι του παράδεισου και της μήτρας. Τόσο αρχαίοι όσο και οι αστόλιστες στύσεις. Λάγνες οχιές. Μελάνι δηλητήριο. Για να έχει νόημα η κοσμοχαλασιά. Ο μανιακός και ο νηφάλιος μαζί κάτω απ’ την υγρασία της πέτρας. Κλώθουμε τ’ αυγουλάκια μας στην κόψη της εκεχειρίας. 
123
Κάθε ελληνική παραλία υπήρξε η ιερή αφετηρία του θριάμβου των ποιητών. Με όλη την ιδιοτέλεια της γύμνιας τους εγίναν βασιλιάδες των κυμάτων. Γνωρίζοντας εξ’ αρχής πως η δύναμη της φύσης είναι πάνω απ’ τη δύναμη των ανθρώπων. Γνωρίζοντας εξ’ αρχής πως πάνε κατά πάνω στο χαμό. 
Πηγή: bibliotheque

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s