Αποσπάσματα από το “Τι σημαίνει για μένα η ζωή, Πώς έγινα σοσιαλιστής” του Jack London
“Είμαι παιδί της εργατικής τάξης. Πολύ νωρίς ανακάλυψα τον ενθουσιασμό, τη φιλοδοξία, τα ιδανικά – και η ανάγκη μου να τα ικανοποιήσω έγινε η κύρια έγνοια της παιδικής μου ηλικίας. Το περιβάλλον μου ήταν ακατέργαστο, τραχύ και ανεκπαίδευτο. Δεν είχα καμιά προοπτική, προσέβλεπα, ωστόσο, προς τα πάνω. Η θέση μου στην κοινωνία βρισκόταν στον πάτο. Εδώ η ζωή δεν πρόσφερε παρά ποταπότητα και εξαθλίωση, τόσο της σάρκας όσο και του πνεύματος γιατί εδώ και η σάρκα και το πνεύμα λιμοκτονούσαν και βασανίζονταν εξίσου.”
“Αλλά δεν είναι ιδιαίτερα εύκολη υπόθεση για έναν άνθρωπο της εργατικής τάξης να αναδυθεί στο φως ιδίως αν επιβαρύνεται με το μειονέκτημα να τον διακατέχουν ιδανικά και ψευδαισθήσεις…”

Jack London in the sheets
“Διέθετα μύες κι εκείνοι έβγαζαν χρήματα απ’ αυτούς, ενώ εγώ έβγαζα με δυσκολία το ψωμί μου απ’ τη δουλειά μου. Έκανα τον γαμπιέρη, το λιμενεργάτη, τον ανειδίκευτο εργάτη στις πετρελαιοπηγές’ δούλεψα σε κονσερβοποιεία, σε φάμπρικες, σε πλυντήρια· κούρεψα γρασίδι, καθάρισα χαλιά, έπλυνα παράθυρα. Ποτέ δεν κέρδισα το πλήρες αντίτιμο του μόχθου μου. Έβλεπα, μέσα στην άμαξά της, την κόρη του ιδιοκτήτη του κονσερβοποιείου, και ήξερα ότι, σε κάποιο βαθμό, τα μπράτσα μου ήταν που επέτρεπαν σ’ εκείνη την άμαξα να κινείται πάνω στους λαστιχένιους τροχούς της. Έβλεπα τον γιο του εργοστασιάρχη να πηγαίνει στο πανεπιστήμιο και ήξερα ότι, σε κάποιο βαθμό, ήταν τα μπράτσα μου που του επέτρεπαν να πληρώνει για το κρασί και την καλή συντροφιά που απολάμβανε.”

London, his wife, Bessie Maddern London (top left), and his first love, Mabel Applegarth, in the College Park neighborhood of San Jose, at the Applegarth home, July 1901. Geoffrey Dunn Collection
“Ήμουν παιδί της εργατικής τάξης και τώρα βρισκόμουν, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, πολύ πιο χαμηλά από το σημείο απ’ όπου είχα ξεκινήσει. Είχα κατρακυλήσει στο κατώγι της κοινωνίας, στα υπόγεια βάθη της μιζέριας για την οποία δεν είναι ούτε ωραίο ούτε σωστό να μιλάει κανείς. Βρισκόμουν στον πάτο, στην άβυσσο, στον ανθρώπινο βόθρο, στα έγκατα, στο οστεοφυλάκιο του πολιτισμού μας. Στο κομμάτι του κοινωνικού οικοδομήματος που η κοινωνία επιλέγει να αγνοεί. Η περιορισμένη έκταση που έχω στη διάθεσή μου με αναγκάζει να το αγνοήσω θα πω μόνο ότι τα πράγματα που είδα εκεί με κατατρόμαξαν.Ο πανικός με έκανε να σκεφτώ. Διέκρινα, εντελώς απογυμνωμένες, τις απλές αλήθειες του πολύπλοκου πολιτισμού στον οποίο ζούσα. Η ζωή ήταν υπόθεση τροφής και καταλύματος. Προκειμένου να αποκτήσουν τροφή και κατάλυμα οι άνθρωποι πουλούσαν πράγματα.”
“Έτσι αποφάσισα να μην πουλάω πια μύες, και να γίνω μικροπωλητής μυαλού…”
“Όλα τα πράγματα ήταν εμπορεύσιμα, όλοι οι άνθρωποι πουλούσαν και αγόραζαν. Το μόνο εμπόρευμα που είχε να πουλήσει η εργασία ήταν οι μύες. Η τιμή της εργασίας δεν είχε τιμή στην αγορά. Η εργασία είχε να πουλήσει μύες και μόνο μύες.”
“Όσο περισσότερο πουλάει τους μυς του, τόσο λιγότεροι του απομένουν. Είναι το μόνο αγαθό του και κάθε μέρα το απόθεμά του ελαττώνεται. Στο τέλος, αν δεν πεθάνει πριν την ώρα του, ξεπουλάει και κατεβάζει τα ρολά. Είναι μυϊκά χρεοκοπημένος και τίποτα πια δεν του απομένει παρά να κατέβει στο κατώγι της κοινωνίας και να ψοφήσει μέσα στην εξαθλίωση.”
“Ανακάλυψα ότι δεν μου άρεσε να ζω στο σαλόνι της κοινωνίας. Διανοητικά έπληττα. Ηθικά και πνευματικά αηδίαζα. Θυμήθηκα τους διανοούμενους και τους ιδεαλιστές μου, τους δίχως ράσο ιεροκήρυκές μου, τους συντετριμμένους καθηγητές μου και τους άντρες της εργατικής τάξης, που είχαν καθαρό μυαλό και ταξική συνείδηση.”

Jack London photographing the hull of the Snark, February 1906
“Κι έτσι ξαναγύρισα στην εργατική τάξη, στους κόλπους της οποίας είχα γεννηθεί, εκεί όπου ανήκα. Δεν με ενδιέφερε πια να αναρριχηθώ. Το επιβλητικό οικοδόμημα της κοινωνίας πάνω απ’ το κεφάλι μου δεν με συναρπάζει πια. Αυτό που με απασχολεί είναι τα θεμέλια του οικοδομήματος. Αισθάνομαι βαθιά ικανοποίηση όταν μοχθώ εκεί κάτω, με τον λοστό στο χέρι, πλάι σε διανοούμενους, ιδεαλιστές και ταξικά συνειδητοποιημένους εργάτες, ρίχνοντας πότε πότε μια βαριά σφυριά και κάνοντας όλο το οικοδόμημα να κλυδωνίζεται.Κάποια μέρα, όταν θα έχουμε περισσότερα χέρια και πιο πολλούς λοστούς, θα το συντρίψουμε, μαζί με τη σάπια του ζωή και τους άταφους νεκρούς του, μαζί με τον τερατώδη εγωισμό του και τον απέραντο υλισμό του. Τότε, θα καθαρίσουμε το κατώγι και θα χτίσουμε μια νέα κατοικία για το ανθρώπινο γένος, όπου δεν θα υπάρχει σαλόνι, όπου όλα τα δωμάτια θα είναι φωτεινά κι ευάερα, και όπου ο αέρας που θα αναπνέουμε θα είναι καθαρός, ευγενικός και ζωντανός.”
Jack London, Τι σημαίνει για μένα η ζωή, Πώς έγινα σοσιαλιστής, Εκδόσεις ΠΟΤΑΜΟΣ, 2010.