Hegel, Λόγος στην Ιστορία Μέρος Ι

Λόγος

Ο Εγελιανός Λόγος είναι η “υπόσταση – αυτό μέσω του οποίου και εντός του οποίου κάθε πραγματικότητα έχει το Είναι και την ύπαρξή της” (1): Ο Λόγος όντας υπόσταση δεν είναι κάτι υπερβατικό ή μεταφυσικό με την έννοια ότι είναι κάτι έξω από τον κόσμο σε ένα δηλαδή άλλο κόσμο (ο πλατωνικός κόσμος των ιδεών). Ο Λόγος είναι αυτό για το οποίο μπορούμε να μιλάμε άρα ο ίδιος ο κόσμος ή η ίδια η υπόσταση, είναι εντός της οποίας και μέσω αυτής που υπάρχουμε και εμείς και η ιστορία. Δεν υπάρχει δηλαδή κάτι εξωκοσμικό ή εξωλογικό που εξουσιάζει αλλά ο ίδιος ο Λόγος αυτοεξουσιάζεται υποστασιοποιούμενος στο χρόνο. Ο Λόγος ως υπόσταση είναι ταυτόχρονα και η εμφάνισή του. Δεν μένει τίποτα κρυμμένο γιατί η αλήθεια εμφαίνεται – πραγματώνεται.

“… Τρέφεται από τον εαυτό του και αποτελεί για τον εαυτό του το υλικό που ο ίδιος επεξεργάζεται” (2): Ο Λόγος εν τέλει είναι ο απόλυτος τελικός σκοπός και η ενεργοποίηση αυτού του σκοπού, η εμφάνιση δηλαδή του Λόγου είναι ως η υποστασιοποιημένη αυτοσυνείδηση της ελευθερίας. Το άπειρο του Λόγου στην ισχύ, στο υλικό, στη μορφή και στο περιεχόμενό του, είναι το ουσιώδες οντολογικό υπόστρωμα της υπόστασής του, που εμφανίζεται με αυτό τον τρόπο ως τελικός σκοπός ως ενεργοποίηση αυτού του σκοπού ως μια αιώνια παροντική καθολικότητα. Ο Λόγος μόνο μέσα από την απειρία του θέτει και ενεργοποιεί το σκοπό του. Ο σκοπός του δηλαδή δεν έχει να κάνει με την κοινή έννοια, χρονικό τέλος ως μια ευθεία, αλλά ως κύκλος που δεν νοείται ούτε ως αρχή ούτε ως τέλος αλλά ένα αιώνιο παρόν μέσα στο παρόν του. “Αυτό το Τώρα, όμως, που προκύπτει από την όλη διαδικασία (διαλεκτική κίνηση της διατήρησης, του στοιχείου της άρνησης και τέλος της άρνηση της αρνήσεως), δεν είναι το Τώρα που εννοούσε αρχικά ο κοινός νους. Είναι το Τώρα που είναι παρελθόν, το παρελθόν που είναι το παρόν κ.ο.κ και είναι ένα και το αυτό Τώρα. Με άλλα λόγια είναι κάτι καθολικό” (3).

Η αρχή λοιπόν του Hegel ότι «ο Λόγος εξουσιάζει τον κόσμο» δεν είναι μια Αναξαγόρεια αρχή που δεν αναδεικνύει την διαμεσολάβησή της με την πραγματικότητα. Η Αναξαγόρεια αρχή δεν καθίσταται εν τέλει υποστασιακή αρχή αλλά νοείται μόνο ως αφηρημένη υπόσταση χωρίς «άπειρη ισχύ», «άπειρο υλικό», «άπειρη μορφή και περιεχόμενο» ούτε βέβαια ως «τελικός σκοπός». Μια δεύτερη διάκριση της αρχής που ο Hegel εισάγει είναι η αρχή ότι η Θεία Πρόνοια κυβερνά. Mόνο όμως επικαλούμενος την πίστη στην Θεία Πρόνοια υφίσταται η ύπαρξή της (Θείας Πρόνοιας) ως Αρχή. Δεν επικαλείται ο Hegel μια τέτοια αρχή, γιατί, αν το έκανε ήταν σα να επικαλείται μια θρησκευτική μορφή της αρχής και αυτό δεν το θέλει, αλλά αντιθέτως επικαλείται την βάσανο της φιλοσοφικής πραγμάτευσης της αρχής. Το σχέδιο επίσης της Πρόνοιας “που θεωρείται κρυφό για εμάς, και ύβρις η επιθυμία να το γνωρίσουμε” (4) καταλύεται μέσα στη μερικότητα και στο συγκεκριμένο και αναδεικνύει έτσι τον περιορισμένο χαρακτήρα του.

Θεοδικία

Με μια τέτοια λοιπόν φιλοσοφική πραγμάτευση της παγκόσμιας ιστορίας ο Hegel προσπαθεί να κατανοήσει “τα δεινά στον κόσμο, περιλαμβανομένου και του κακού” (5). Σε μια τέτοια πραγμάτευση η κατανόηση του αρνητικού είναι και η αναγκαία συμφιλίωσή του με το νοών πνεύμα. Δεν επιδιώκει ο Hegel μια Θεοδικία, «μια δικαίωση του Θεού, όπως επεχείρησε ο Λάιμπνιτς με το δικό του μεταφυσικό τρόπο με κατηγορίες που ήταν ακόμη αφηρημένες, απροσδιόριστες” (6). Δεν ήθελε δηλαδή ο Hegel να ωραιοποιήσει το αρνητικό όπως ο Λάιμπνιτς ως δηλαδή έλλειψη τελειότητας ούτως ώστε αυτό εν τέλει να μην είναι κακό. Η μόνη συμφωνία Λάιμπνιτς και Hegel που μπορεί να διαφανεί σχετικά με το αρνητικό, είναι ότι το αρνητικό και στους δύο δεν έχει δυνατότητα, δεν έχει ενεργό υπόσταση. Στον Hegel επίσης το αρνητικό υφίσταται αλλά συγκριτικά με τον «τελικό σκοπό» του Λόγου τίθεται ως «υποτελές και ξεπερασμένο», δεν τίθεται ισότιμα δίπλα του. Το ότι δεν τίθεται ισότιμα δίπλα του δεν σημαίνει ότι δεν έχει σημασία ή ότι δεν παίζει και τον σημαντικότερο ρόλο. Απλά το ότι δεν τίθεται ισότιμα διπλά του είναι ότι δεν μπορούν να νοούνται, αρνητικός και τελικός σκοπός ως διακριτά μέρη ή ως δύο αρχές. Ο Hegel αφήνει χώρο στο αρνητικό και στο άλογο και μάλιστα αυτό μπορεί και να αντιστρατεύεται τον τελικό σκοπό του Λόγου αλλά οριοθετείται μέσα στο όλο της παγκόσμιας ιστορίας. Αν δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε το Λόγο και το περιεχόμενό του έτσι ώστε να κρίνουμε αν κάτι είναι άλογο ή έλλογο και να βρούμε στη συνέχεια το νόημα της ίδιας της παγκόσμιας ιστορίας, ότι κι αν λέμε είναι μόνο έπεα πτερόεντα. “Το θέμα είναι η σύλληψη του προσδιορισμού του Λόγου, τα υπόλοιπα, όταν δηλαδή μένει κανείς στο Λόγο εν γένει, είναι μόνο λόγια” (7).

Ελευθερία

Το πνεύμα δεν παράγει ελευθερία σαν να είναι η ελευθερία αποτέλεσμα του πνεύματος και το πνεύμα, κάτι άλλο από ελευθερία. Το πνεύμα είναι «καθ’ εαυτό» ελεύθερο άρα το μόνο που κάνει είναι να παράγει τον ίδιο του τον εαυτό. Το πνεύμα παράγει πνεύμα εξ ου και είναι ελεύθερο. Δεν εξαρτάται από τίποτα αλλότριο αλλά μόνο από τον ίδιο τον εαυτό του. Η ελευθερία με άλλα λόγια είναι η αυτοσυνειδητοποίηση του εαυτού της μέσα στην αναγκαιότητά της. Αυτή η συνειδητοποίηση είναι η ταυτόχρονη αυτοπραγμάτωση. Το πνεύμα ως ελεύθερο δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά παρά να είναι ελεύθερο. «Αναιρεί» τον εαυτό του εν τω ιστορικό γίγνεσθαι και μόνο έτσι, αναγκαία, καθίσταται ελεύθερο.. Η ελευθερία λοιπόν πραγματώνεται αναγκαία λόγω ακριβώς της ελευθερίας της. Ποια μέσα όμως χρησιμοποιεί ώστε να εκπληρώσει αυτό τον σκοπό που αναγκαία είναι ήδη παρόν; Με άλλα λόγια ποια μέσα χρησιμοποιεί ώστε να «αναιρέσει» τον εαυτό της ως καθ’ εαυτό ώστε να καταστεί πραγματικότητα ή ποια μέσα της είναι αναγκαία ώστε εν τέλει να υπάρχει ως τέτοια; Τα αναγκαία λοιπόν μέσα της πραγμάτωσης της ελευθερίας είναι τα πάθη. Το ερώτημα αυτό των μέσων πραγμάτωσης είναι η ίδια η εμφάνιση της ιστορίας. Η εμφάνιση της ιστορίας ως τέτοιας θα επιτελεστεί με βάση την ανάλυση των παθών με φιλοσοφικό τω τρόπω και όχι μια παρουσίαση των παθών ως να είναι κάτι εξωτερικό από την αρχή της κίνησης της ιστορίας ή κάτι που να καθιστά τα γεγονότα καθ’ εαυτά τέτοια.

Αναφορές:

(1), (2) ΧΕΓΚΕΛ Ο λόγος στην ιστορία, μτφ. Παναγιώτης Θανασάς, σελ.116, Μεταίχμιο 2006.

(3) Χέρμπερτ Μαρκούζε, ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, μτφ. Γ. Λυκιαρδόπουλος, σελ.114, Ύψιλον 1999.

(4), (5), (6), (7) ΧΕΓΚΕΛ Ο λόγος στην ιστορία, μτφ. Παναγιώτης Θανασάς, σελ.120, Μεταίχμιο 2006.

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s