(…) «Αλλά, αν ο κόσμος είναι δράση, πώς γίνεται και το όνειρο αποτελεί μέρος του κόσμου;»
«Είναι γιατί το όνειρο, καλή μου κυρία, είναι δράση που έγινε ιδέα, και γι’ αυτό το λόγο διατηρεί τη δύναμη του κόσμου απορρίπτοντας την ΰλη, δηλαδή το να υπάρχει κανείς μέσα στο χώρο. Μήπως δεν είναι αλήθεια ότι μέσα στο όνειρο είμαστε ελεύθεροι;»
«Ναι, και τι θλίψη να ξυπνάει κανείς…»
«Ο καλός ονειροπόλος δεν ξυπνά. Δεν ξύπνησα ποτέ. Ο ίδιος ο Θεός πιστεύω πως κοιμάται διαρκώς. Μου το είπε κάποτε…»
Εκείνη τον κοίταξε αναρριγώντας και ξαφνικά ένιωσε φόβο, ένα συναίσθημα από τα κατάβαθα της ψυχής της που ποτέ της δεν είχε δοκιμάσει.
«Μα επιτέλους, ποιος είστε; Γιατί είστε έτσι μεταμφιεσμένος;»
«Θα απαντήσω με μια μόνο απάντηση και στις δυο σας ερωτήσεις. Δεν είμαι μεταμφιεσμένος».
«Πώς;»
«Καλή μου κυρία, είμαι ο Διάβολος. Ναι, είμαι ο Διάβολος. Αλλά μη με φοβάστε, μην τρομάζετε».
(…) «Η ανθρωπότητα είναι παγανιστική. Ποτέ καμιά θρησκεία δεν την άγγιξε βαθιά. Ούτε και μπορεί η ψυχή του κοινού ανθρώπου να πιστέψει στην αθανασία αυτής της ίδιας της ψυχής. Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο που ξυπνά χωρίς να ξέρει ούτε πού ούτε γιατί».
(…) «Είμαι ο σεληνιακός κύριος όλων των ονείρων, ο αρχιμουσικός όλων των σιωπών. Θυμάστε τι σκέπτεστε όταν, ολομόναχη, βρίσκεστε μπροστά σ’ ένα απέραντο τοπίο με δέντρα και φεγγαρόφωτο; Δεν θυμάστε, γιατί σκεπτόσαστε εμένα, αλλά οφείλω να σας το πω: στην πραγματικότητα δεν υπάρχω. Αν υπάρχει κάτι, δεν το γνωρίζω».
(…) «Είμαι ο αιώνιος Διαφορετικός, ο αιώνιος Αναβληθείς, ο αιώνιος Πλεονάζων της Αβύσσου. Βρέθηκα έξω από τη Δημιουργία. Είμαι ο Θεός των κόσμων που υπήρξαν πριν από τον Κόσμο των βασιλιάδων του Εδώμ που βασίλευσαν ανάξια πριν από τον Ισραήλ. Η παρουσία μου στον κόσμο αυτόν είναι η παρουσία εκείνου που ήρθε απρόσκλητος. Κουβαλάω μνήμες πραγμάτων που δεν κατόρθωσαν να υπάρξουν αλλά που προορίζονταν για να υπάρξουν».
(…) Ωστόσο η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχω — ούτε εγώ, ούτε τίποτε άλλο. Όλο αυτό το σύμπαν, και όλα τα άλλα σύμπαντα, με τους διαφορετικούς Δημιουργούς τους και τους διαφορετικούς Σατανάδες τους λιγότερο ή περισσότερο τέλειους και εκπαιδευμένους — είναι κενά μέσα στο κενό, ανυπαρξίες που περιφέρονται, δορυφόροι στην ανώφελη τροχιά του τίποτα».
(Αποσπάσματα από την “Η ώρα του Διαβόλου” του Φ. Πεσσόα, Εξάντας 2000)