Πάω πάλι να ψοφολογήσω

 

Η ΑΜΝΟΤΗΤΑ

Τραχύ που θα ’τανε εκείνο τ ’ ανεξίκακο σκοτάδι

πάει καιρός και ξέμεινε μονάχα βαρβαρόφωνος αγέρας

θυμάμαι τώρα πώς αλάλαζε φυσώντας ωσάν δράκοντας

ερημοσύνη

/σε θερμότερους τρόμους ερειπώνονταν άλλοτε

μέσ’ στο φως της ημέρας τα λιπώδη φεγγάρια/

ποιος από γέλιο;

ποιος απλήγιαστος;

κάπου ξεχνώ

κάτι ξεχνώ

μα βέβαια! πως ήμουνα

ο μαύρος τράγος

καθώς τινάχτηκα όρθιος /δόρυ που σφύζει ήτανε

εμπρός η πεθυμιά μου τεντωμένη ή κάλλιο να ’λεγα

η πιο αστραφτερή μου σπάθα; τι στοιχίζει/

καθώς πετάχτηκα όρθιος θραύοντας του ύπνου την

υπεροπλία.

Η μάνα μου σε τρυφερό της άπειρο κοιμότανε

στη δική της ύλη

κ’ η ανάπνια της δεν ξεχώριζε απ’ ανάλαφρες

νεροσταγόνες·

τη θώρησα λιγάκι και μετά στον κήπο μας εβγήκα

κι όρμηξα

στα βακχικά μας τριαντάφυλλα με τέτοια ριγηλή φρενήρεια

κι αρπάχνω στο δεξί μου χέρι την ανεχόρταγη

απ’ αναρίθμητα φονικά κλαδευτήρα

κι όπως αυνάνιζα με άγριες χτυπιές την ακοή της νύχτας

με φώτιζε αδρά η αστροφάνεια σε πλησμονή και η άπληστη

λευκοπαθής κι ατάραχη σελήνη.

Πόσο λεπτή που ένιωθα τη βούληση, την ομορφιά

νεκροκολόνια,

καρατομώντας έξαλλος

τα μητρικά λουλούδια… Βρομοθάνατος! έκραζα. Βρομοθάνατος! λαλούσα. Θα είπα

μάλιστα

και κάτι σανσκριτικό

μα βέβαια! πως ήμουνα

ο κατάμαυρος τράγος αστραπηλάτης

εξουσιάζω, είπα, τη δυστυχία – τη ρημάζω – θρυμματίζω

τα δάκρυα.

Είπα κι άλλα. Φταίχτης δεν υπάρχει, είπα –

μονάχα φταίξιμο.

Κι αδράχνοντας το έσχατο ρόδο απ’ τα βελούδινα πέταλα

πες μου πώς τα ταιριάζεις φρύαξα

πώς φιλιώνεις

το γνωστό με το άγνωστο πες μου τώρα

— porca miseria! η γλώσσα η αφρόπαπια με μαύρα της ουράς

καλυπτήρια —

μιλιά μη βγάζεις άχνα κι ανελέητα ευωχούμενος το ’λιωσα

ήμουνα θέλγητρο

κουρέλιασα τη θανή μου /τύχη κι αυτή

στα κόκκινα δάχτυλά μου…/

μιλιά δεν έβγαλε.

Τίνος είμαι απόφλογο; Ποια θράκα τρίζει στην καρδιά μου;

Δεν είχα θρήνο στο μυαλό δεν είχα την αρχαία ερυθρότητα

μα ταρακούνησα γιομάτος θεοβλάβεια

τους πλέον αλάλητους

μίσχους αποκεφαλισμένους

θεοπλήξ επιβάλλοντας αδράνεια στην άκαρπη νοημοσύνη

λαμπρότερος απ’ την εικόνα της λάμψεως

αχραντισμένος

επιτέλους ένα ράκος.

Ο αγέρας γενική της φλογέρας.

Πάω πάλι να ψοφολογήσω.

 

Ν. Καρούζος

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s